Friday, February 7, 2014

71η ιστορία, Η εξομολόγηση



71η ιστορία, Η κλωσού

  Και αυτή ιστορία μου την έστειλε ο Γιώργος ο Παραουλάκης. Την αντιγράφω ατόφια, με ελάχιστες παρεμβάσεις.   
  Κάθεται  ο Γιαννιός ο Παραουλάκης, γέρος πια, στο καφενείο του γιου του, του Κωστή, παρέα μ’ ένα φίλο του, συνομήλικο, και τα λένε.
  -Δεν παντρεύεται δα κι ο γιός μου ο Κωστής, να δω και γω εγγόνια απ’ αυτόν. Και ήθελα, λέει, να παντρευτεί όχι απ’ το δικό μας, αλλά από άλλο χωριό, για να έχω κι εγώ μιαν αφορμή να πηγαίνω και να τον επισκέπτομαι στο σπίτι του.
  -Ντα θα σε θέλω γω πατέρα να ’ρχεσαι; απαντά αμέσως ο Κωστής, που άκουσε την κουβέντα τους.
  -Γιάντα δε θα με θες;
  -Γιατί βλαστημάς!
  Δεν απάντησε ο γέρος στον γιό του, αλλά γύρισε προς τον φίλο του και άρχισε να διηγείται μια ιστορία.
  Ήτανε μια φορά ένας χωρικός και ξεκίνησε ένα πρωί να πάει σε ένα ξωμονάστηρο, όπου μόναζε ένας ηγούμενος που είχε τη φήμη άγιου ανθρώπου. Ήθελε να ξομολογηθεί και να μεταλάβει.
  Ξεκίνησε πολύ πρωί για να τον προλάβει πριν τη λειτουργία.  Μόλις φτάνει πηγαίνει αμέσως και τον βρίσκει και του λέει ότι θέλει να εξομολογηθεί.
  -Πες μου λοιπόν τι αμαρτίες έχεις κάνει τέκνον μου που σε βαραίνουν, και ήλθες να μου τις εξομολογηθείς;
  -Άγιε δέσποτά μου, ούτε έκλεψα, ούτε σκότωσα, ούτε μοίχευσα. Απεναντίας βοηθώ τους φτωχούς, όσο μπορώ γιατί κι εγώ φτωχός είμαι, και όλες τις εντολές τις τηρώ. Ένα ελάττωμα έχω μόνο: Βλαστημώ… Βλαστημώ πολύ…
  -Μεγάλο αμάρτημα απέναντι στο Θεό η βλασφημία τέκνο μου! Δεν μπορώ να σε μεταλάβω σήμερα. Οφείλω να σου επιβάλλω επιτίμιο. Θα γυρίσεις στο χωριό, θα νηστέψεις μια βδομάδα, θα κάνεις τριάντα μετάνοιες κάθε  πρωί και κάθε βράδυ και μετά θα λες δέκα φορές το «Πάτερ Ημών», ζητώντας συγχώρεση από τον Κύριο. Αφού τα κάνεις όλα αυτά θα ξανάρθεις να σε μεταλάβω.
  Σηκώθηκε στενοχωρημένος ο χωρικός να γυρίσει στο χωριό του.
  -Περίμενέ με μια στιγμή, του λέει ο καλόγερος. Έχω και γω δουλειά στο χωριό σου και έλεγα να κατέβω σήμερα μετά την λειτουργία. Κάτσε να την παρακολουθήσεις και μετά κατεβαίνουμε μαζί.
  Σαν τέλειωσε τη λειτουργία του ο ηγούμενος ετοιμάστηκε, πήρε κι αυτός το γαϊδουράκι του και τράβηξαν παρέα για το χωριό. Καλοκαίρι, ζέστη πολύ, έφτασαν ντάλα μεσημέρι. Περνούσαν τα πρώτα σπίτια του χωριού, όταν μια γυναίκα βγήκε από ένα παράθυρο και φώναξε στο γούμενο:
  -Παπά μου, παπά μου, κάτσε μια στιγμή που σε θέλω!
  Ξεπέζεψε ο γούμενος, και από ευγένεια κατέβηκε κι ο χωρικός και τον περίμενε. Πέρασαν πέντε λεπτά, πέρασαν δέκα, άφαντη η γυναίκα. Στέκονταν και οι δυο στον ήλιο και ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι στα πρόσωπα τους. Πάνω στο τέταρτο, μπορεί και παραπάνω, εμφανίζεται η γυναίκα.
  -Πήγαινε στο καλό, παπά, δεν σε χρειάζομαι άλλο.
  -Βρε χριστιανή μου! Με φώναξες να σε περιμένω, μ’ έχεις τόση ώρα να στέκω στον ήλιο και τώρα μού λες ότι δεν με χρειάζεσαι; Γιατί τό ’κανες αυτό;
  -Να σου πω, παπά μου. Της γειτόνισσας η κλωσού βγάζει τα πουλιά της με «σκουφάκι» (λοφίο). Μού ’πανε λοιπόν ότι για να βγούνε κι εμένα τα πουλιά με σκουφάκι πρέπει να σταματήσω έναν παπά, να περιμένει, την ώρα που είναι να «θέσω» την κλωσού!
  Γυρίζει ο χωρικός στον ηγούμενο:
  -Ετουτανέ δα, άγιε ηγούμενε, είναι που με κάνουνε και βλαστημώ.
  -Πάμε πίσω, τέκνο μου, να σε μεταλάβω!



  Την ιστορία αυτή την είπα χθες βράδυ στο Macao, την καφετέρια όπου με πρωτοβουλία του Μανόλη του Πρατικάκη μαζευόμαστε κάθε Παρασκευή κάποιοι φίλοι. Ο Γιάννης ο Δασκαλάκης θυμήθηκε και μας είπε το παρακάτω σχετικό με την εξομολόγηση ανέκδοτο.

  Η γυναίκα πηγαίνει στον παπά να την εξομολογήσει.
  -Ξέρεις, παπά μου, έκανα ένα μεγάλο αμάρτημα. Τα έφτιαξα με τον γείτονά μου, παντρεμένος κι αυτός. Χθες βράδυ που ξεμοναχιαστήκαμε για πρώτη φορά φιληθήκαμε.
  -Μεγάλο αμάρτημα κόρη μου, για να δω το επιτίμιο.
  Ανοίγει το βιβλίο του, γυρνάει τις σελίδες, βρίσκει.
  -10 γονυκλισίες κάθε βράδυ για ένα μήνα. Άλλο αμάρτημα, κόρη μου;
  -Ξέρεις, πάτερ, ο φίλος μου προχώρησε ακόμη παρακάτω, μου χάιδεψε το στήθος.
  Ψάχνει πάλι το βιβλίο ο παπάς,
  -Ακόμη πιο μεγάλο αμάρτημα κόρη μου, 20 γονυκλισίες επί πλέον κάθε βράδυ. Άλλο αμάρτημα;
  -Ξέρεις, πάτερ μου, με χάιδεψε και στα απόκρυφα.
  Ψάχνει πάλι ο παπάς,
  -Αυτό είναι ακόμη πιο μεγάλο από το προηγούμενο αμάρτημα κόρη μου, 40 γονυκλισίες επί πλέον, λέει αφού συμβουλεύεται πάλι το βιβλίο. Άλλο τίποτα;
  -Ξέρεις πάτερ μου, συνεχίζει διστακτικά η γυναίκα, τελικά το κάναμε κιόλας.
  -Πω πω! Αυτό κι αν είναι αμάρτημα. Ψάχνει πάλι το βιβλίο, 100 ακόμη γονυκλισίες κάθε βράδυ. Πόσες μας κάνουνε συνολικά;
  Μετράει με τα δάχτυλα η γυναίκα, υπολογίζει, στο τέλος λέει με βαθύ αναστεναγμό.
  -170 πάτερ μου.
  -Ωραία, πιστεύω να τελειώσαμε τώρα.
  Διστάζει η γυναίκα, βλέπει με έκπληξη το δισταγμό της ο παπάς, περιμένει με αδημονία, δεν μπορεί πια να ξεφύγει.
  -Ξέρεις παπά μου, του πήρα κι ένα τσιμπούκι.
  -Τι λες χριστιανή μου, λέει ο παπάς με ορθάνοιχτο στόμα, για να δούμε ποιο είναι το επιτίμιο για αυτή σου την πράξη.
  Γυρνάει τις σελίδες, δεν βρίσκει τίποτα. Τις ξαναγυρνάει πιο προσεκτικά, πάλι τίποτα. Φαίνεται ότι δεν είχε καταχωρηθεί επιτίμιο γι’ αυτή την πράξη. Εκείνη τη στιγμή βλέπει από το παράθυρο τον παπά μιας άλλης ενορίας και του φωνάζει:
  -Ε, παπά Σταύρο, για το τσιμπούκι τι δίνουμε;
  Ο παπά-Σταύρος που βλέπει τη γυναίκα από το παράθυρο και δεν του γέμισε και τόσο το μάτι, λέει:
  -Ένα πεντακοσάρικο και πολύ της πέφτει.  


Ο φίλος μου ο Γιώργης ο Παπαδάκης μου έστειλε το παρακάτω σχετικό ανέκδοτο.

- Πες μου κορίτσι μου τις αμαρτίες σου,  λέει ο παπάς.
- Να πάτερ, έκανα μια μεγάλη αμαρτία, πήγα με τον ...άντρα της γειτόνισσας μου...
- Δεν πειράζει τέκνο μου, συγχωρείται η αμαρτία σου.

- Έκανα όμως και μια ακόμη αμαρτία, πήγα και με τον μανάβη του χωριού.
- Δεν πειράζει τέκνο μου, συγχωρείται και αυτή.
- Εεε, έκανα και άλλη μια, πήγα και με τον χασάπη του χωριού.
- Ε, καλά, συγχωρείται και αυτή η αμαρτία σου.

- Να όμως πάτερ, η πιο μεγάλη μου αμαρτία είναι ότι πήγα με τον παπά του διπλανού χωριού.
Και ο παπάς:
- Γιατί μωρή, το δικό σου το χωριό παπά δεν έχει;

No comments:

Post a Comment