Sunday, March 22, 2015

Ελένη Δραμητινού, Δυο φορές εγώ



Ελένη Δραμητινού, Δυο φορές εγώ, ΑΛΔΕ 2014, σελ. 310

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένα κατά βάση κρητικό μυθιστόρημα



  Η Ελένη Δραμητινού κατάγεται από την Κρήτη, και συγκεκριμένα από το Οροπέδιο Λασιθίου, αλλά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, και εργάστηκε ως στέλεχος επιχειρήσεων στον ΟΤΕ. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε εφημερίδες και περιοδικά, κάποια από τα οποία βραβεύθηκαν. Αυτό είναι το δεύτερο μυθιστόρημά της. Το πρώτο ήταν η «Γκιουζέλ Ανθή», για το οποίο έχουμε γράψει στο Λέξημα και στο blog μας.
  Στο αυτί του βιβλίου από όπου αντλούμε το βιογραφικό της δεν αναγράφεται το «συγκεκριμένα από το Οροπέδιο». Το γράφουμε εμείς, όχι μόνο γιατί το ξέρουμε από την προσωπική μας γνωριμία (έχουμε τον ίδιο εκδότη, τον Αλέξανδρο Δεσύλλα, και συχνά συντρώμε στην Μπούκα, ένα φτηνό μαγέρικο στα Εξάρχεια, Σολωμού 27, αξίζει να το διαφημίσουμε) αλλά και γιατί το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής τοποθετείται στο Οροπέδιο.
  Και δεν είναι μόνο αυτό. Μου έκανε εντύπωση πώς η Ελένη, γεννημένη και μεγαλωμένη στην Αθήνα, ξέρει τόσες πολλές κρητικές λέξεις, τη μετάφραση των οποίων παραθέτει σε υποσημείωση στην ίδια σελίδα. Παρεμπιπτόντως να πω ότι το γλωσσάρι που βρίσκεται στο τέλος κάποιων βιβλίων σπανίως το συμβουλεύομαι, γιατί με εκνευρίζει το να σταματάει η ροή της ανάγνωσης. Προτιμώ να βγάζω, αν μπορώ, την περίπου σημασία από τα συμφραζόμενα, και μόνο αν πρόκειται για λέξεις κλειδιά, σημαντικές για την κατανόηση, θα ανατρέξω σ’ αυτό.
  Όμως η Ελένη περιορίζεται στις λέξεις. Δεν προσπαθεί να αναπαράγει στο λόγο της την κρητική ντοπιολαλιά, όπως κάνουν αρκετοί κρήτες ηθογράφοι. Η γλώσσα της είναι η κοινή νεοελληνική.
  Στο μυθιστόρημά της η Δραμητινού  παρακολουθεί τη ζωή δυο φίλων. Μαζί στους βαλκανικούς πολέμους, μαζί στη μικρασιατική εκστρατεία, δέθηκαν ακόμη πιο πολύ όταν ο Γιωργής έσωσε τη ζωή του Δημήτρη. Το να συμπεθεριάσουν δεν ήταν αναπόφευκτο, αλλά συνέβη. Ο Δημήτρης πήρε μια από τις δυο δίδυμες αδελφές του Γιωργή, την Ζαμπία. Τη μικρότερη αδελφή τους την έκλεψε ένας βοσκός.
  Οι αδελφές μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό. Κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει τη Ζαμπία από την Ελένη. Ούτε ο ίδιος ο Δημήτρης. Πρέπει να τις ρωτήσει κανείς για να μάθει ποια είναι ποια. Καμιά φορά δεν λένε την αλήθεια. Σαν τους δίδυμους μαθητές, ένα χρόνο μικρότερούς μου, στο γυμνάσιο της Ιεράπετρας. –Γιατί μου τρύπησες το λάστιχο της μηχανής; -Δεν ήμουν εγώ, ήταν ο αδελφός μου. Και άλλα παρόμοια.
  Οι μονοζυγωτικοί δίδυμοι, καθώς προέρχονται από διχοτόμηση του ίδιου ωαρίου, φέρουν τα ίδια γονίδια έχουν και τα ίδια χαρακτηριστικά. Είναι δε γνωστό το δέσιμο που έχουν μεταξύ τους.
  Έχω γνωρίσει δυο ακόμη μονοζυγωτικούς δίδυμους. Εκτός από το ότι βέβαια έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό, αρρώσταιναν με τις ίδιες αρρώστιες την ίδια εποχή. Ο ένας στην Αθήνα, ο άλλος στα καράβια.
  Αυτό που υποψιαζόμαστε, πράγματι συνέβη. Όχι όμως για μια απλή σαρκική ικανοποίηση, από τη μεριά του Δημήτρη τουλάχιστον. Η Ζαμπία δεν μπορούσε να του χαρίσει διάδοχο, και η λαχτάρα να διαιωνιστεί το όνομα μέσω του γιου δεν χαρακτηρίζει μόνο τους κρητικούς, αν και ίσως τους χαρακτηρίζει περισσότερο. Η κουνιάδα του η Ελένη του πρόσφερε μια καλή ευκαιρία να δοκιμάσει να αποκτήσει διάδοχο.
  Η Ελένη γέννησε, αλλά η Ζαμπία ήταν η μητέρα. Ποιος θα το έπαιρνε χαμπάρι, έτσι όμοιες που ήσαν; Όμως η Αριάδνη δεν θα χαιρόταν για πολύ τον πατέρα της που δεν είχε την τύχη να κάνει γιο, και ο οποίος σκοτώθηκε σε ατύχημα. Εν τούτοις τη ζωή του τη συνέχισε η Ελένη, που σαν την Κριτσοτοπούλα αγωνίστηκε σαν άντρας ενάντια στους γερμανούς κατακτητές φορώντας τα ρούχα του.
  Όμως ας μην αποκαλύψουμε όλη την πλοκή. Να πούμε μόνο ότι ένα από τα πιο σημαντικά επεισόδια στο βιβλίο έχει να κάνει με αρχαιοκαπηλία.
  «Έτσι όπως ήρθε, έτσι κι έφυγε η ομίχλη, σιγά σιγά στην αρχή, λίγη λίγη. Ύστερα την είδε να τρέχει πέρα μακριά, με τα πέπλα της ν’ αφήνονται πίσω και να τα τραβά πάνω της λίγο πριν χαθεί στην απέναντι κορφή. Ο ήλιος ξανασίμωσε. Βούτηξε το χρώμα του στους λόγγους, στις πέτρες, στο άσπρο χιόνι το αθώο. Πέρασε από το πρόσωπο του Δημητρού. Του χάιδεψε τα μάτια τα ακριβά».
  Αυτά, λίγο πριν πεθάνει ο Δημήτρης.
  Το ύφος της Ελένης είναι λυρικό-ποιητικό, συχνό χαρακτηριστικό της γυναικείας γραφής, και βέβαια δεν εννοούμε της ευπώλητης. Το μυθιστόρημα βρίθει από προσωποποιήσεις και μεταφορές, όπως και η «Γκιουζέλ Ανθή». Και σαν ποιητική που είναι η γραφή της βρίθει επίσης από ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, τους οποίους έχω χόμπι να ανιχνεύω σε πεζά κείμενα και να τους παραθέτω, πάντα στο τέλος, γιατί κάποιοι δεν θα ενδιαφέρονται να τους διαβάσουν. Ενδιάμεσα σχολιάζω αποσπάσματα. Εδώ θα σχολιάσω μόνο ένα.
  «Μετά τη λειτουργιά μαζεύτηκαν στον καφενέ του Γιάννη, που ’χε κοντά στα οκτώ παιδιά, και πάλι βαρεμένη ήτανε η γυναίκα του η Αννίκα» (σελ. 224).
  Σε υποσημείωση γράφει η Δραμητινού: Βαρεμένη=έγκυος.
  Ο σχολιασμός μου είναι μια συγκριτο-γλωσσολογική παρατήρηση. Στα ρώσικα η έγκυος λέγεται беременна (μπερέμιενα).
  Και μιλώντας για ρώσικα θυμήθηκα!!!
  Ένας ρώσος φίλος μου, κουτσομπολεύοντας την πεθερά του, μου είπε ότι στο χωριό, το χωριό μου, βρέθηκε в своей стихии (β σβαγιέι στοιχείι), στο στοιχείο της, δηλαδή με τους χωριάτες. Τι ευχάριστη έκπληξη να μάθω ότι οι ρώσοι χρησιμοποιούν την ίδια έκφραση που χρησιμοποιούμε κι εμείς!  
  Εξαιρετικό και αυτό το βιβλίο της Δραμητινού, σίγουρα θα γίνει cult για τους λασιθιώτες.
  Και τώρα οι δεκαπεντασύλλαβοι· που πρέπει να πούμε πως εκτός από αυτούς υπάρχουν και άφθονα ημιστίχια, ανολοκλήρωτοι δηλαδή δεκαπεντασύλλαβοι.                   
Έλαμπαν πάνω τους τα στρας, τα μπερδεμένα ρούχα (σελ. 23)
Να τραγουδά ο τέντζερης στα αναμμένα ξύλα (σελ. 51)
Ο άλλος πόδας χτύπημα, το άλλο μάτι σκότος (σελ. 64)
Ύστερα τρέξανε οι στιγμές πάνω στο γλεντοκόπι (σελ. 65)
Αδέλφια μπροστά στο Θεό και όχι πια του λόγου (σελ. 66)
Τραβιόταν και την κλότσαγε σαν το κακό μουλάρι (σελ. 91)
Γέμισε ο κόσμος πατουχιές, η μια πάνω στην άλλη (σελ. 113)
Ο χακί μπόγος δίπλα του, πασπαλισμένος χιόνι (σελ. 114)
Περπάταγε στα κάρβουνα σαν τον αναστενάρη (σελ. 117)
Έλεγες πως κατάπινε με το περπάτημά της (σελ. 125)
Μέσα στη λασπογειτονιά και στα στενά σοκάκια (σελ. 128)
Τρέχανε προς τη θάλασσα κρατώντας μια καρέκλα (σελ. 134)
Ο χρόνος ο πολύτιμος, ο μαργαριταρένιος (σελ. 137)
Κάτι θα ήξερε ο Γιωργής δίπλα του τόσα χρόνια (σελ. 142)
Αυτός έβαζε κι έβγαζε το ίδιο χακί ρούχο (σελ. 146)
Να ’ναι γλυκιά η μαντεψιά και τα κρυφά τα λόγια (σελ. 162)
Γυναίκα μου την έκανα στου όρους το κλεισίδι (σελ. 165)
Και λίγο λίγο χάνονταν μαζί με τη μορφή του (σελ. 166)
Κι ένα κεφάλι πιο βραχύ, γεμάτος μαύρες τρίχες (σελ. 170)
Αφήστε με, αφήστε με, τίποτα δεν σας δίνω (σελ. 201)
Με όμορφα, ξανθά μαλλιά που έφταναν στους ώμους (σελ. 204)
Στην όχθη του μονοπατιού που ανέβαινε στα όρη (σελ. 242)
Αυτή είναι μεσολαβητής σ’ εμένα και σ’ εσένα (σελ. 243)
Και τα στιβάνια του έλαμπαν στα πόδια του καινούργια (σελ. 247)
Στέκονταν σε παράταξη στη σκοτεινή ντουλάπα (σελ. 248)
Πριν φύγει για τον πόλεμο σε όλη την Ελλάδα (σελ. 15)
Φεύγει ο πόνος του μυαλού και μόνο που τη βλέπει (σελ. 266)
Κληρονομούνται οι συμφορές κι οι πόνοι των ανθρώπων (σελ. 269)
Με την ψηλή κορμοστασιά και τα πυκνά μαλλιά της (σελ. 270)
Στο πιο ζωηρό κόκκινο που είχε δει ποτέ της (σελ. 290)    

Μπάμπης Δερμιτζάκης

No comments:

Post a Comment