Tuesday, May 5, 2015

Νίκος Καζαντζάκης, Σπασμένες ψυχές



Νίκος Καζαντζάκης, Σπασμένες ψυχές, Έθνος 2014, σελ. 253

Ό,τι έχω γράψει μέχρι τώρα για τον Καζαντζάκη και έχει δημοσιευθεί είτε σε περιοδικά είτε στο blog μου βρίσκεται εδώ.
Οι «Σπασμένες ψυχές», όπως διαβάζω στην εισαγωγή του Νίκου Μαθιουδάκη που επιμελείται την έκδοση, γράφηκαν στο Παρίσι το 1908 και δημοσιεύτηκαν σε συνέχειες. Σε αυτοτελή έκδοση εκδόθηκαν για πρώτη φορά πριν λίγα χρόνια, σαν φόρος τιμής για τα πενήντα χρόνια από το θάνατο του συγγραφέα.
Έχω γράψει αρκετές φορές ότι ένα βασικό στοιχείο που διαθέτουν τα καλά μυθιστορήματα (με εξαίρεση τα μοντερνιστικά) είναι το σασπένς, η αγωνία για την έκβαση. Εδώ θα γενικεύσω και θα πω ότι ένα καλό μυθιστόρημα διαθέτει και μια συναρπαστική πλοκή. Οι «Σπασμένες ψυχές» μου το επιβεβαιώνουν.
Ο Καζαντζάκης στην ψυχοσύνθεσή του είναι ποιητής αν και το «Ξημερώνει», το πρώτο του έργο, είναι μυθιστόρημα, όμως ένα ποιητικό μυθιστόρημα. Μάλιστα είχα την υπομονή να παραθέσω στην παρουσίαση που έκανα άφθονα σχετικά αποσπάσματα όπου εμφιλοχωρούν στίχοι μιας παραδοσιακής στιχουργίας. Οι «Σπασμένες ψυχές» ξεφεύγουν αρκετά από αυτό το ακραία ποιητικό ύφος, παρά το ότι υπάρχουν και εδώ, όπως και σε όλους μας τους συγγραφείς άλλωστε, αρκετοί ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι. Όμως η σύλληψή τους είναι σε μεγάλο βαθμό ποιητική.
Διαβάζοντας κανείς σκόρπιες παραγράφους αναγνωρίζει τον συγγραφέα των μεγάλων όψιμων μυθιστορημάτων του. Όμως η πλοκή είναι ολότελα αναιμική, και σε μεγάλο βαθμό αντιρρεαλιστική.
Αντιγράφω την υπόθεση του έργου.
«Ο Ορέστης Αστεριάδης είναι ένας υποψήφιος διδάκτορας, που ζει και σπουδάζει στο Παρίσι· ο ήρωας ετοιμάζει μια βαθυστόχαστη πραγματεία με τίτλο Καινή Διαθήκη, με την οποία ευαγγελίζεται μια νέα θρησκεία. Στις 25 Μαρτίου, στον τάφο του Κοραή, εκφωνεί έναν λόγο στους συμπατριώτες και συμφοιτητές του, προσπαθώντας να τους πείσει να συμμετάσχουν στην προετοιμασία μιας μεγάλης πνευματικής επανάστασης. Εκείνοι τον χλευάζουν, διακόπτοντας τη βαρυσήμαντη ομιλία του.
Στο στενό περιβάλλον του Ορέστη ανήκουν η Χρυσούλα, μια νεαρή άβουλη γυναίκα που συζεί μαζί του, και ο Γοργίας, ένας σχολαστικός προγονόπληκτος φιλόλογος προχωρημένης ηλικίας, που είναι κρυφά ερωτευμένος με τη Χρυσούλα. Υπάρχει, βέβαια, και η Νόρα, μια μοιραία γυναίκα, που αποσπά τον Ορέστη από την πνευματική του αποστολή και τον παρασύρει στις παγίδες του έρωτα, για να τον εγκαταλείψει αργότερα. Στο τέλος, ο Ορέστης καταντά να αλητεύει στους δρόμους του Παρισιού, ο Γοργίας σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ενώ η Χρυσούλα αρρωσταίνει και πεθαίνει» (σελ. 7).
Ξέροντας ότι ο Καζαντζάκης ήθελε μαζί με τον Σικελιανό να κηρύξουν μια καινούρια θρησκεία διαβλέπουμε εδώ έναν αυτοσαρκασμό, ενώ ταυτόχρονα σαρκάζει το ελληνικό φοιτηταριό του Παρισιού της εποχής εκείνης με τα περιορισμένα οράματα και την πεζή αντίληψη της ζωής.
Η Χρυσούλα είναι η γυναίκα για σπίτι και η Νόρα η γυναίκα για σεξ. Πώς τον ανέχεται να φεύγει κάθε βράδυ στις δώδεκα για να βρει τη Νόρα και να γυρίζει τα ξημερώματα, φαίνεται ακατανόητο. Δεν του κάνει σκηνές, μόνο κλαίει, πράγμα που του δίνει στα νεύρα.
Γιατί αυτές καθημερινές οι συναντήσεις μετά τα μεσάνυχτα;
Ο Καζαντζάκης δεν θα μπει στον κόπο να μας το πει.
Όμως η Νόρα έχει κι άλλους εραστές, και ο Ορέστης ζηλεύει. Του λέει ψέματα ότι έχει πάει εξοχή. Ο Ορέστης θα επιστρέψει στην Χρυσούλα, συναισθηματικά εννοείται γιατί όλο αυτό το διάστημα ζουν μαζί, αλλά θα είναι πια αργά. Η Χρυσούλα αρρωσταίνει (δεν θα μάθουμε από τι) και πεθαίνει. Πεθαίνει έναν αργόσερτο, οπερατικό θάνατο σε αρκετές σελίδες, τον οποίο ο Καζαντζάκης περιγράφει ποιητικά μεν, αλλά και πολύ ρεαλιστικά.
«Πεθαίνω! Ορέστη! Μα δεν ακούς; Δεν ακούς; Πεθαίνω! Μη μ’ αφήνεις έτσι σαν το σκυλί να πεθάνω! Βρες τίποτα, βρες τίποτα και δώσε μου να πιω, να πιω, να μην πεθάνω!» (σελ. 229).
Και θυμήθηκα.
«Μανώλη μη μ’ αφήσεις να ποθάνω», είχε πει η μάνα μου κάποτε, πολύ άρρωστη, στον πατέρα μου.
Δεν την άφησε. Ορφάνεψα πολύ αργότερα από τη μάνα μου, στα εικοσιεννιά μου.
Το κλειδί για την κατανόηση αυτού που ήθελε να πει με αυτό το μυθιστόρημα ο Καζαντζάκης βρίσκεται στις τελευταίες γραμμές.
«Η ψυχή του είναι σπασμένη. Ψυχή όμορφη μα γυναικήσια, που δεν μπόρεσε την κρίσιμη στιγμή να κρατήσει αντρίκια το βάρος της Ιδέας και το βάρος της Σάρκας. Έτσι κάποια κοντάρια όμορφα και ντελικάτα σπουν, όταν η σημαία είναι μεγάλη και φυσήξει βοριάς».
Δεν βρήκε ούτε το θάρρος να πέσει στον Σηκουάνα, σε αντίθεση με τον ιρανό συγγραφέα Sadegh Hedayat που έπεσε στον Μάρνη.
Όμως να δώσουμε μια ακόμη χαρακτηριστική παράγραφο, με μιαν άλλη μεταφορά, από την προτελευταία σελίδα.
«Α! Είναι πολύ δύσκολο να περάσεις νικητής τα φουρτουνιασμένα σικελικά στενά της νιότης και να ριχτείς στ’ ανοιχτά πέλαγα της ζωής! Δεξιά στον ένα βράχο στέκεται, ξεθηκαρώνοντας μια σπάθα ξύλινη, ανεμοκαβαλάρης και συννεφοκράτορας ο Δον Κιχώτης, κι ως περνάς απλώνει τα χέρια του να σ’ αδράξει.
Κι αριστερά σε κοιτάζει ειρωνικός κι αριστοκράτικα καταφρονετής, με χίλια κομμάτια χάμω το σπαθί, με πεσμένα τα χέρια, ο Άλλος, ο Άλλος μεγάλος καταχτητής των ψυχών, ο Αμλέτος».
Ο Ορέστης φαίνεται, αφού έδωσε μια κουτουλιά στον βράχο του Δον Κιχώτη και έφαγε τα μούτρα του, έπεσε πάνω στον βράχο του Αμλέτου, της απόλυτης απαισιοδοξίας και αναποφασιστικότητας, και συντρίφτηκε.
Σε μια άλλη παράγραφο ο Καζαντζάκης προσωπογραφεί με ακρίβεια τους τρεις ήρωές του.
  «Μήτε ο Ορέστης, μήτε η Χρυσούλα, μήτε ο Γοργίας μπορούσαν να χαρούνε την ερωτόπαθη ώρα του λιγωμένου δειλινού. Δύστυχες ψυχές κ’ οι τρεις, μισερωμένες κι ανήμπορες. Η μια με την άκαρπη και παιδιακίσια εξέγερσή της στη ζωή, η άλλη χριστιανική και μαραζάρικη –ποτηράκι φαρφουρένιο κ’ ευκολόσπαστο στα χοντρά κι απρόσεκτα χέρια της ζωής-κ’ η άλλη με την ευνούχικη και στείρα ωραιολατρεία» (σελ.139).
Υπάρχουν αρκετά δοκιμιακά αποσπάσματα διάσπαρτα στο έργο, που αναφέρονται κυρίως σε έργα τέχνης, τόσο της κλασικής αρχαιότητας όσο και σύγχρονα. Ο Γοργίας, όταν του αδειάζει ένας κλέφτης το σπίτι, πηγαίνει στο Λούβρο και στέκεται μπροστά στο άγαλμα της Αφροδίτης για να παρηγορηθεί.
Να σημειώσουμε ακόμη ότι ο Καζαντζάκης είναι εξίσου σαρκαστής με τον Νίτσε που θαυμάζει, και που εγώ ξαναδιαβάζω αυτόν τον καιρό.
«Ο Δον Ζουάν (ένας από τους έλληνες φοιτητές) μπροστά στο τζάμι μιας φωτογραφίας ενός παράπλευρου τάφου έσκυφτε και διόρθωνε τη χωρίστρα του…» (σελ. 33).
Οι σύνθετες λέξεις, χαρακτηριστικό της κρητικής ποίησης, είναι ένα από τα κύρια υφολογικά στοιχεία του έργου. Διαβάζουμε: «Εγγλέζες καμηλοπόδαρες και σανιδοστηθάτες…» (σελ. 208). Ακόμη: βαθιορυζωθούνε, αρμυροφτέρουγα, τρεμογόνατες, σιδεροθέμελο κι αστροστεφανωμένο, νυχτοπλανταγμένη, αστραποδιαβατάρικο, ζεστοτυλιχτώ, βογκοκυλούσε, το κορμάκι της το σιταρομελάχρινο αργοκουνήθηκε, τα χέρια της τα σουβλερονυχάτα, αλαφροροδισμένα κι ένα σωρό άλλες. Δεν ξέρω ποιες από αυτές τις λέξεις είναι δικές του και ποιες τις έχει ακούσει, όμως το νυχτοπαρωρίζει και το χιλιοπατημένο τα έχω ακούσει κι εγώ, ενώ το γυροτραφισμένες είμαι σίγουρος πως δεν είναι δικό του.
Η κρητική προφορά μπορεί να αποδώσει καλύτερα τα ξένα ονόματα από ότι η κοινή νεοελληνική. Έτσι η Gioconda γίνεται Γκιοκόντα, και ο Botticelli Μποτικέλη (σελ. 120).
Αλλά και ελληνικά. Η πλατεία Καρύτση ήταν πλατεία Καρύκη. Το διάβασα σε ένα τόμο της «Ιστορίας των Αθηνών» του Δημήτρη Καμπούρογλου, έκδοση του 1898, που την αγόρασα ένα τάλιρο από κάποιον που πουλούσε βιβλία στη λαϊκή της γειτονιάς μου. Πριν πλακώσουν οι Πελοποννήσιοι οι Αθηναίοι μιλούσαν φαίνεται ένα ιδίωμα που ήταν πολύ κοντά στο κρητικό.
Και θυμήθηκα πάλι:
Στο κέντρο εκπαιδεύσεως στην Κόρινθο ο λοχίας διατάζει τον νεοσύλλεκτο (νεοσύλλεκτος κι εγώ, ήμουν μπροστά στη σκηνή), ένα γνωστό μου γεραπετρίτη, να αναφερθεί. Αυτός αναφέρεται: Στρατιώτης Γεώργιος Κυμάκης (για το Γεώργιος δεν είμαι και τόσο σίγουρος). Ο λοχίας ήθελε να του κάνει πλάκα. -Τσυμάτσης το τση πώς γράφεται; - Με κάπα.
Όμως ας προχωρήσουμε στο σχολιασμό κάποιων αποσπασμάτων.
Σπάνια μιλάει ο Καζαντζάκης για μουσική. Εδώ διαβάζουμε:
«Τα δάχτυλά της αργά και λυπημένα φιλούσανε τις νότες. Κι ο πόνος της σταμάτησε ν’ ακούσει τα γυναικήσια κλάματα του Σοπέν και την πονεμένη, μυστικόπαθη ψυχή του πολυαγαπημένου της Σαιζάρ Φρανκ» (σελ. 153).
Ο Σοπέν μου αρέσει γενικά και αόριστα, όμως η συμφωνία σε ρε του Σαιζάρ Φρανκ είναι από τις αγαπημένες μου.
«Ξάφνου μια άμαξα σταμάτησε απότομα δέκα βήματα μακριά από τη Χρυσούλα κι ο αμαξάς άρχισε να δέρνει τ’ άλογό του αλύπητα και να το βλαστημά. Το κακόμοιρο το ζώο είχε γονατίσει χάμω και δεν μπορούσε πια να σηκωθεί και μούγκριζε από τον πόνο και τα μάτια του ήσανε πεταγμένα όξω από τις κόγχες τους, κατακόκκινα-κι όχλος είχε σταθεί τριγύρω και το ’βλεπε και γελούσε. Η καρδιά της Χρυσούλας πιάστηκε. Πού βρήκε τη δύναμη, πώς μπόρεσε μέσα σε τόσο πλήθος να προχωρήσει αυτή και να φωνάξει: -Ντροπή! Δεν το λυπάστε; Βλέπετε, δεν μπορεί!» (σελ. 177-178).
Την σκηνή την έχει πάρει από τη βιογραφία του Νίτσε. Έτσι είχε ορμήσει κι αυτός και αγκάλιασε ένα άλογο που το έδερνε αλύπητα ο αμαξάς. Αυτό το επεισόδιο ήταν ο εκλυτικός παράγοντας της πνευματικής νύχτας που τον σκέπασε στα τελευταία χρόνια της ζωής του.  
Οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι είναι άφθονοι, αλλά στην προηγούμενη ανάρτησή μου είπα ότι θα πάψω πια να τους παραθέτω. Θα παραθέσω μόνο έναν δάνειο. «Θυμάσαι τον στίχο του Ερωτόκριτου, Ποια στράτα να κρατεί κανείς; Και ποιαν οδό να πάρει;» (σελ. 216).
Δεν θυμάμαι να κάνει πουθενά αλλού ο Καζαντζάκης μνεία του Ερωτόκριτου. Ο Καζαντζάκης εκπέμπει σε άλλα μήκη κύματος, και όχι στα ερωτικά του Κορνάρου.                                                                             

No comments:

Post a Comment