F.Scott. Fitzgerald, Ο παράδεισος του Πατ Χόμπυ
(μετ. Φαίδων Ταμβακάκης), οδός Πανός 1985, σελ. 173.
Μόλις πρόσφατα γράψαμε για τα δυο αριστουργήματα του
Φιτζέραλντ, τον «Υπέροχο Γκάτσμπι»
και «Τρυφερή
είναι η νύχτα». Σειρά έχει σήμερα ένας μικρός τόμος με διηγήματα που έχει τίτλο
«Ο παράδεισος του Πατ Χόμπυ».
Κάνω επανειλημμένες δηλώσεις για το ίδιο πράγμα σε σημείο να
καταντάω βαρετός, αλλά πρέπει να το κάνω για κάποιον που με διαβάζει για πρώτη
φορά. Αυτό που θα ξαναδηλώσω τώρα είναι πως εκτιμώ αφάνταστα το χιούμορ, και
όπου το συναντώ, αν πρόκειται για βιβλίο τού προσθέτω πόντους στη συνείδησή
μου, αν πρόκειται για ταινία βάζω πολλά αστεράκια στο IMDB. Δεν ξέρω τι γνώμη έχουν οι
κριτικοί για αυτά τα διηγήματα, αλλά εμένα μου άρεσαν εξίσου με τα δυο
μυθιστορήματα που ανέφερα πιο πριν. Και όμως, όπως διαβάζω στο εισαγωγικό
σημείωμα του μεταφραστή, ο Φιτζέραλντ τα έγραψε για βιοποριστικούς λόγους, και
μάλλον δεν θεωρούνται από τα κορυφαία του.
Ο ήρωάς του, ο Πατ Χόμπυ, ένας πάλαι ποτέ επιτυχημένος
σεναριογράφος την εποχή του βωβού κινηματογράφου, αγωνίζεται να επιβιώσει με
μικροδουλειές στα κινηματογραφικά στούντιο όπου κάποτε διέπρεπε. Είναι
βουτηγμένος στα χρέη και στο ποτό, ακριβώς όπως και ο συγγραφέας εκείνη την
εποχή. Στη δύση της φήμης του, αλκοολικός, θα πεθάνει πριν προλάβουν να
δημοσιευτούν όλα αυτά τα διηγήματα στο Esquire, το 1940.
Μόνο οι μεγάλοι έχουν το χάρισμα του αυτοσαρκασμού. Και,
διάβασα κάπου, αυτός που αυτοσαρκάζεται δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο να
τρελαθεί.
Το παρακάτω απόσπασμα προσωπογραφεί τέλεια τον ήρωά του:
«Παρόλο που αυτό μεγάλωνε την πιθανότητα να έβλεπε ο Πατ το
όνομά του στους τίτλους, που τόσο το χρειαζόταν, σήμαινε ότι μπορεί να
χρειαζόταν να δουλέψει κόλας. Η ιδέα και μόνο τον έκανε να διψάσει» (σελ. 48).
Για αλκοόλ φυσικά.
Όχι, δεν ήταν τεμπέλης ο Φιτζέραλντ, αλλά έπρεπε να δώσει
όσο γινόταν πιο εντυπωσιακή την καρικατούρα του ήρωά του.
Την έννοια της ανοικείωσης την πρότειναν οι ρώσοι
φορμαλιστές, ίσως ο Σκλόφσκι αν θυμάμαι καλά. Εδώ βλέπω μια έξυπνη ανοικείωση,
με την αντιστροφή μιας μεταφοράς, με το όχημα να γίνεται μεταφερόμενο και το
μεταφερόμενο να γίνεται όχημα. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα.
«Ένας τεράστιος δεινόσαυρος που έμοιαζε με γυναίκα, με ύψος
πάνω από ένα ογδόντα και ανάλογο φάρδος, έσκυψε πάνω από την καρέκλα του» (σελ.
76).
Ένα από τα διηγήματα έχει τίτλο «Βράστε νερό… και να ’ναι
μπόλικο».
Χθες βράδυ το συζήταγα με μια φίλη μου, ότι ξεχνάω, ξεχνάω
ονόματα, και ξέροντας ότι τα ξεχνάω, όταν φέρνω κάποιο πρόσωπο στο νου μου,
στον πανικό μου μήπως έχω ξεχάσει το όνομά του δεν μπορώ να το θυμηθώ με
τίποτα. Όμως ευτυχώς για τις κριτικές μου η συνειρμική μου μνήμη, που πάνω εκεί
στηρίζεται και μια κάποια συγκριτολογική ικανότητα που έχω, εξακολουθεί να
δουλεύει ακόμη πάρα πολύ καλά, και ελπίζω για αρκετά χρόνια ακόμη. Έτσι όταν
διάβασα αυτό τον τίτλο θυμήθηκα την ατάκα «…και να ’ναι μπόλικο». Ήταν από
ταινία της δεκαετίας του ’60, και την έλεγε ή ο Γιαννάκης Καλαντζόπουλος ή ο
Βασιλάκης Καΐλας.
Το πρώτο σκέλος δεν το θυμήθηκα αμέσως, αλλά μια και δεν επρόκειτο για όνομα
ήμουν σίγουρος ότι θα το θυμόμουνα.
Και πράγματι μετά από κάμποση ώρα το θυμήθηκα: «Βάλε μου μια
δραχμή ψωμί και να ’ναι μπόλικο. Βάλε μου μια δραχμή τυρί και να ’να μπόλικο».
Η ατάκα ήταν εντυπωσιακή γιατί σήμαινε, αναλογίζομαι τώρα, ή
μια παράκληση να του βάλει ο μπακάλης κάτι παραπάνω, ή μια προειδοποίηση να μην
τον κλέψει στο ζύγι, κάτι συνηθισμένο εκείνη την εποχή.
Την ταινία δεν μπόρεσα να τη θυμηθώ. Αλλά, σκέφτομαι τώρα,
ας κάνω τον κόπο, ας ψάξω στη google,
ίσως τη βρω.
Μπα, ψύλλους στ’ άχερα. Όμως μια και μπήκα στη google είπα να ψάξω και για
την ανοικείωση (остранение). Τελικά καλά θυμόμουν, ο Σκλόφσκι πρότεινε τον όρο.
Για να δούμε, τον λένε Βίκτωρ;
Μπράβο μου!!!! Καλά θυμόμουν και το μικρό του.
Αυτή την ιστορία την έχω ξαναγράψει, ας τη γράψω ακόμη μια
φορά.
Ήταν δεκαετία του πενήντα.
Πηγαίνω στο μπακάλικο της Κατερίνης της Παραουλάκη, που ήταν
στην πλατεία του χωριού.
-Αθηνά, δώσε μου ένα πενηνταράκι χαλουβά (ένα πενηνταράκι
είχα όλο κι όλο).
Αυτή κόβει ένα κομμάτι, το βάζει σε ένα χαρτί, το φέρνει κάτω
από τη μύτη μου και μου λέει –Μύρισε.
Σκύβω και μυρίζω.
–Δώσε μου τώρα το πενηνταράκι.
Τι χαλβά να πάρεις με ένα πενηνταράκι;
Είχε χιούμορ η Αθηνά, που το κληρονόμησε ατόφιο ο γιος της ο
Κωστής.
Όμως μου έδωσε χαλβά.
Και ήταν μπόλικος.
No comments:
Post a Comment