Wednesday, April 20, 2016

Γιάννης Καλπούζος, Σέρρα, η ψυχή του Πόντου



Γιάννης Καλπούζος, Σέρρα, η ψυχή του Πόντου, Ψυχογιός 2016, σελ. 633

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στη Λέξημα

Ένα συναρπαστικό ιστορικό μυθιστόρημα για τον Πόντο

  Έχω γράψει για άλλα πέντε μυθιστορήματα του Γιάννη Καλπούζου, βιβλιοκριτικές που έχουν αναρτηθεί στο blog μου, και κάποιες και στο Λέξημα. Συγκεντρωτικά τις έχω στην ιστοσελίδα μου. Σειρά έχει σήμερα η «Σέρρα, η ψυχή του πόντου». Σέρρα είναι ο αρχαϊκός πολεμικός χορός πυρρίχιος. Λέγεται και σέρρα γιατί χορευόταν κοντά στον ποταμό Σέρρα της Τραπεζούντος.
Ο Καλπούζος, μετά το ερωτικό μυθιστόρημα «Ό,τι αγαπώ είναι δικό σου» επιστρέφει στο ιστορικό μυθιστόρημα.
Διακρίνουμε και σ’ αυτό ό,τι εντοπίσαμε και στην «Πολυφίλητη» του Νίκου Ψιλάκη που παρουσιάσαμε πριν ένα μήνα: η ιστορία, η ερωτική ιστορία του Γαληνού και της Ταλίν, δεν είναι προσχηματική, είναι εντελώς συναρπαστική, που όμως μέσω αυτής έχει σαν στόχο ο συγγραφέας να μας παρουσιάσει την τραγική ιστορία των Ποντίων, από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι την προσφυγιά τους και τις περιπέτειές τους στην άλλοτε Σοβιετική Ένωση. Εκεί τους παρακολουθεί, γιατί εκεί αντιμετώπισαν άλλες περιπέτειες, ενώ η μετεγκατάστασή τους στην Ελλάδα, επίσης με προβλήματα – ο Καλπούζος αναφέρεται και σ’ αυτά – ήταν σχετικά ήπια.
Διαβάζοντας τη «Σέρρα» μου ήλθε στο μυαλό ένα απόσπασμα από το βιβλίο του φίλου μου του Μανόλη του Σέργη «Αστική λαογραφία: Αναπαραστάσεις της Αθήνας στο συγγραφικό έργο του Μιχαήλ Μητσάκη»: «Η Αποστολίδου έχει δίκιο όταν υποστηρίζει πως τα έργα με το υψηλότερο ποσοστό μυθοπλασίας, που εδράζονται στην περιφέρεια της Ιστορίας και εστιάζονται στην υποκειμενικότητα, μας φέρνουν κοντύτερα στη δομή της αίσθησης μιας παρελθούσας εποχής».
Το ζήτημα δεν είναι μόνο να ξέρεις, αυτό το μαθαίνεις από τα βιβλία ιστορίας, αλλά και να αισθανθείς. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τις προσωπικές ιστορίες, που πάνω τους αντανακλούνται οι πολιτικοί και κοινωνικοί κλυδωνισμοί, κάτι που είδα επίσης πολύ χαρακτηριστικά σε κάποιες ταινίες του κινέζου σκηνοθέτη Jia Zhangke. Μπορεί οι ήρωες του Καλπούζου να είναι επινοημένοι, όμως αυτά που τους συνέβησαν είναι πράγματα που συνέβησαν σε πάρα πολλούς στον Πόντο.
Σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα αναγκαστικά κάνουν την εμφάνισή τους και πραγματικά, ιστορικά πρόσωπα, τα οποία βρίσκονται όμως σε δεύτερο πλάνο. Ήξερα κάποια πράγματα για τον μητροπολίτη Χρύσανθο, αλλά αγνοούσα για τον Λακόμπα. Πρόεδρος της Αμπχαζίας, υπέθεσα ότι ήταν ιστορική προσωπικότητα και τον έψαξα στο διαδίκτυο. Οι πληροφορίες γι’ αυτόν είναι αυτές που παραθέτει και ο Καλπούζος. Ψάχνοντας όμως και για τον Μπέρια, ανατρίχιασα μ’ αυτά που διάβασα. Τα βρήκα στη συνέχεια και στο μυθιστόρημα.
Το μεγάλο χάρισμα του Καλπούζου είναι η φοβερή επινοητικότητα στην πλοκή. Βρισκόμαστε μπροστά σε συνεχή σασπένς και ανατροπές, που κρατούν αδιάπτωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Και το μεγάλο σασπένς βέβαια, με τον έρωτα του Γαληνού και της αρμένιας Ταλίν. Θα ευοδωθεί τελικά; Ο Γαληνός σπαράζεται ανάμεσα στον έρωτά του για την Ταλίν και το συζυγικό καθήκον. Υποφέρουν και οι δυο. Κάποια στιγμή θα χωριστούν. Όμως θα ξαναβρεθούν. Και θα ξαναχωριστούν. Και… 
Θα περάσουν και οι δυο τους πάρα πολλές περιπέτειες. Διαβάζοντας για τη σύλληψη του Γαληνού, τα βασανιστήρια που υπέστη, τον εξαναγκασμό του να υπογράψει ότι ήταν ένοχος, την εξορία του στη συνέχεια στα Γκουλάγκ, θυμήθηκα «Το μηδέν και το άπειρο» του Άρθουρ Κέσλερ.
Η γλώσσα έχει κατά τόπους λυρικά ξεχειλίσματα, κυρίως στους διαλόγους των δύο ερωτευμένων, ενώ σε κάθε κεφάλαιο υπάρχει μια παράγραφος οιονεί προμετωπίδα, με φιλοσοφικό-θυμοσοφικό στοχασμό. Παράδειγμα:
«Άμα γνωρίζεις πόσα σκαλοπάτια κατέβηκαν ορισμένοι άνθρωποι απ’ την αξιοπρέπεια και την ευημερία στην καταισχύνη και στην εξαθλίωση, αλλιώς μετράς το κάθε βήμα σου, αλλιώς στοχάζεσαι τα της ζωής σου κι αλλιώς, πιο λεύτερη, βγαίνει η ανάσα σου» (σελ. 199).
Ο Καλπούζος αξιοποιεί τα πλεονεκτήματα της πρωτοπρόσωπης και της τριτοπρόσωπης αφήγησης, τις οποίες χρησιμοποιεί κατά περίπτωση. Πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι ο κεντρικός ήρωας, ο Γαληνός.   
Η «απόλαυση του κειμένου» μαζί με τη «γνώση της ιστορίας» κάνουν το βιβλίο αυτό συναρπαστικό και χρήσιμο ταυτόχρονα. Όμως να παραθέσουμε και να σχολιάσουμε κάποια αποσπάσματα.
«Αναφερόταν ο Γιαγκούμπ σε όσα ακολούθησαν μετά το σουλτανικό φιρμάνι του 1856, με το οποίο επετράπη η ανεξιθρησκία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τούτο έδωσε την ευκαιρία να φανερωθούν αρκετοί κρυπτοχριστιανοί, ή κλωστοί ή γυριστοί, και να επανέλθουν στην ορθόδοξη πίστη» (σελ. 36).
Υπάρχουν αρκετές παρόμοιες ιστορικές πληροφορίες που αγνοούσα, όπως η παρακάτω:
«…τους Αρμενίους που συγκρότησαν την οργάνωση Νέμεσις κι είχαν θανατώσει στο Βερολίνο τον Ταλαάτ πασά, τον δόκτορα Σακίρ και τον πρώην νομάρχη Τραπεζούντος Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμί, καθώς και τον Τζεμάλ πασά στην Τιφλίδα ως πρωτεργάτες των σφαγών του 1915» (σελ. 390).
«Μέλλει μονάχα να φανερωθούν οι λεπτομέρειες από το ποιον δρόμο τελικά θα διαλέξεις. Ο άλλος, εκείνος που δεν θα τραβήξεις, θα μείνει για πάντα ανεξερεύνητος κι ίσως με παραπανίσια δόση μαγείας. Τουτέστιν όλα εξωραϊσμένα, αφού δεν θα δοκιμαστούν στην τριβή και στη φθορά της καθημερινής συμβίωσης» (σελ. 420).
Θυμίζει το τραγούδι «Μα θαρρώ πως θα τα μπλέξω, απ’ την Κική και την Κοκό ποια να διαλέξω. Την Κική την αγαπώ, μα μ’ αρέσει κι η Κοκό», όμως ισχύει και γενικότερα. Πώς θα ήταν άραγε η ζωή μου αν είχα αποδεχθεί το διορισμό μου σαν καθηγητής αγγλικών στην πατρίδα μου την Ιεράπετρα και παραιτούμουν από τη θέση μου σαν φιλόλογος στην Κάσο όπου είχα διοριστεί δυο μήνες πριν, το Σεπτέμβρη του 1982;
«Φρόντιζαν οι Ρωμιοί να τηρούν τα έθιμα του τόπου τους, από τα κάλαντα και τους Μωμόγερους μέχρι τα κόκκινα αυγά το Πάσχα και την επίσκεψη στο νεκροταφείο την Κυριακή του Θωμά με φαγητά και ποτά» (σελ. 589-590).
Σε προηγούμενες σελίδες ο Καλπούζος δίνει λεπτομερή περιγραφή αυτών, αλλά και άλλων εθίμων, με εξαίρεση το έθιμο της επίσκεψης στο νεκροταφείο. Όμως εγώ το έζησα «ζωντανά» στο χωριό μου, με κάποιους φίλους ρωσοπόντιους, πριν πολλά χρόνια.
  «Δεν είναι ντροπή να φοβάσαι. Ντροπή είναι να σε κάνει περίγελο ο φόβος κι εξαιτίας του να χάνεις το σέβας που σου αξίζει» (σελ. 50-51).
  Έχω γράψει ότι στο εξής θα σταχυολογώ τα αποφθέγματα που συναντώ στα βιβλία που διαβάζω και θα τα καταχωρώ σε ξεχωριστό αρχείο. Το έκανε και ο Τολστόι.
  Κι ένα ακόμη:
  «…ο ανεκπλήρωτος έρωτας είναι βάσανο και αθεράπευτη πληγή» (σελ. 229).
  Και θυμήθηκα τη μαντινάδα:
Αυτό το αχ! δεν είν’ φωτιά να πιω νερό να σβήσει
μόνο ’ναι πόνος στην καρδιά και θα με βασανίσει
    «Παλιά σκότωναν τους θανατοποινίτες κατάδικους κλείνοντάς τους μέσα σε δωμάτιο όπου άναβαν κάρβουνα» (σελ. 81).
  Να κάτι που αγνοούσα. Τουλάχιστον δεν βασανίζονταν.
  Και μια παροιμία: «Του γάτου λέω φεύγα και του σκύλου πιάσ’ τον» (σελ. 258).
  Οι αντένες μου δεν εντόπισαν κανένα ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και απλά μου ξέφυγαν. Συνάντησα όμως τον δάκτυλο: «Κύμα το κύμα το διάβα της ζήσης του» (σελ. 30) και «Περίμενε κάμποσο κι ύστερα άνοιξε η ξύλινη εξώπορτα τρίζοντας» (σελ. 99) καθώς και τον τροχαίο: «Βγήκε στο Ουζούν σοκάκι με το νου του στη Φιλάνθη» (σελ. 273).
  Θεωρώ τον Καλπούζο ως ένα από τους κορυφαίους πεζογράφους μας, και αυτό ίσως το πιο συναρπαστικό του βιβλίο.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

   

No comments:

Post a Comment