Tuesday, February 28, 2017

Milan Kundera, Η βραδύτητα, Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Είναι, Ο πέπλος, Συνάντηση





Μίλαν Κούντερα, Η Βραδύτητα (μετ. Σεραφείμ Βελέντζας), Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1996, σελ. 161

Δημοσιεύτηκε στο έντυπο της ΕΠΟΙΖΩ «Ποιότητα Ζωής», Ιούλ. Αύγ. 1997, τ. 55.

  Η «Βραδύτητα» είναι ένα «μυθιστό­ρημα με θέση» (roman à thèse). Η επικούρεια ηδονή προβάλλεται ως υπέρτατη αξία. Υπονομεύεται όμως από την «ταχύτητα» της ση­μερινής εποχής.
  Τη θέση αυτή την προβάλλει μυ­θοπλαστικά πλέκοντας παράλλη­λα δυο ιστορίες που όμως δεν είναι καθόλου παράλληλες μέ­σα στο χρόνο.  Η μια συμβαίνει στον 18ο αιώνα και η άλλη στον 20ο. Οι δύο ιστορίες τίθενται αντι­στικτικά.  Στην πρώτη πετυχαίνεται μια υψηλή ικανοποίηση, ενώ στη δεύτερη η ικανοποίηση αυτή μα­ταιώνεται από μια παροδική σεξουαλική ανικανότητα του ήρωα.
  Στο έργο του αυτό ο Κούντερα μας παρουσιάζει μια ιστορία με τη φωνή και την προοπτική ενός τριτοπρόσωπου  αφηγητή.  Ξαφνικά τον παραμερίζει και εμφανίζεται ο ίδιος στο προσκήνιο, ως συγγραφέας, με το όνομα του, σε δυο χιουμοριστικά  επεισόδια.  Έτσι  η κύρια  αφήγηση  τίθεται  σε  ένα δεύτερο, απροκάλυπτα φανταστι­κό, επίπεδο και τα επεισόδια αυτά σε ένα πρώτο, (ψευτο)ρεαλιστικό επίπεδο.
  Έχει ειπωθεί ότι η τριτοπρόσωπη αφήγηση, με την εσωτερική εστίαση, είναι η αφήγηση από την προοπτική ενός παντογνώστη θεού. Ακόμη, ότι ο θεός είναι ο Μέγας Είρωνας, γιατί ξέρει το μέλλον των πλασμάτων που έπλασε. Με μια πιο κυριολεκτική σημασία εμφανίζεται εδώ ο Κούντερα από­λυτα ειρωνικός. Τους ήρωές του τους αντιμετωπίζει με ένα καυστι­κό σαρκασμό. Και, προφανώς, εν­νοώντας τους μετωνυμικά, σαρκάζει ανάλογους τύπους, κυρίως τον «χορευτή» της εποχής των mass media, τους κάθε είδους ε­πιδειξίες των τηλεοπτικών μέσων, τις στάσεις ζωής τους και τις κα­ταστάσεις στις οποίες εμπλέκο­νται.
  Ο συγγραφέας βάζει τον νεαρό ιππότη του 18ου αιώνα να συ­ναντιέται με τον μοτοσικλετιστή του 20ου.  Στη συνάντηση αυτή απαξιώνεται ο «μηχανό­βιος» ήρωας του 20ου, παρουσια­ζόμενος ως εγωκεντρικός και φαντασιοκόπος.
  Γραμμένο στα γαλλικά το μυθι­στόρημα αυτό απηχεί το «ρουσσωϊκό» ιδεώδες του 18ου αιώνα, προβάλλοντας, αν όχι μια επι­στροφή στη φύση, τουλάχιστον την επιστροφή σε πιο «φυσικές» εποχές. Το μοτίβο της νοσταλγίας του χρυσού παρελθόντος δίδεται για άλλη μια φορά σε μια υπέροχη μυθοπλασία από τον μεγάλο στυλίστα Μίλαν Κούντερα· ενός παρελθόντος που δεν είχε γνωρί­σει ακόμη τους ξέφρενους ρυθ­μούς ζωής του αιώνα μας.

  Μίλαν Κούντερα, Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη, 2007, σελ. 307

  Θα αρχίσω με κάτι που έχω ξαναπεί, ότι ο Κούντερα και ο Μάρκες είναι οι πιο αγαπημένοι μου εν ζωή (ο θεός να τους δίνει χρόνια) συγγραφείς. Την αβάσταχτη ελαφρότητα τη διαβάζω σε δεύτερη ανάγνωση. Η πρώτη ήταν από την έκδοση της Εστίας, το 1986, τρία χρόνια μετά την έκδοση του έργου στο πρωτότυπο.
  Η στόφα του Κούντερα είναι η στόφα του δοκιμιογράφου. Δεν είναι τυχαίο που κάποιοι θεωρούν ως κορυφαίο έργο του το «Γέλιο», το πρώτο του έργο, και πιστεύω πως αυτό οφείλεται στο ότι εκεί σχεδόν απουσιάζει ο δοκιμιακός λόγος.
  Το έργο ξεκινάει με ένα σχόλιο πάνω στην ιδέα της αιώνιας επιστροφής. Όμως το κυρίως σχόλιό του αναφέρεται στον Οιδίποδα. Ο Οιδίπους, λέει, όταν συνειδητοποίησε την καταστροφή που έσπειρε γύρω του, ένοιωσε τόσο ένοχος, παρόλο που αυτό έγινε άθελά του, και μάλιστα ενώ προσπάθησε να το αποφύγει, που έβγαλε τα μάτια του. Οι δικοί μας πολιτικοί, μας λέει (μιλάει για την Τσεχοσλοβακία, μην πάει αλλού ο νους σας, λίγο πριν και λίγο μετά την Άνοιξη της Πράγας, 1967 για τους νεότερους), ενώ ξέρουν ότι είναι ένοχοι, όχι μόνο δεν βγάζουν τα μάτια τους αλλά αποποιούνται κάθε ευθύνη.
  Μιλάει επίσης για το αγαπημένο μου θέμα, τις «ρίζες της σύμπτωσης». Πώς οι συμπτώσεις παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη ζωή μας. Αντιγράφω τον μοιραίο διάλογο, που ένωσε τη ζωή των δυο ηρώων.
  «-Περίεργο, είπε εκείνη, είσαστε στο έξι. –Ποιο είναι το περίεργο; ρώτησε εκείνος… -Είσαστε στο δωμάτιο έξι κι εγώ στις έξι τελειώνω τη δουλειά μου» (σελ. 55).
  Αν ο διάλογος ήταν ανάποδα δεν θα εντυπωσίαζε, θα ήταν απλώς ένα καμάκι. Όμως η κοπέλα φαίνεται να εντυπωσιάστηκε πραγματικά.
  Ο Κωνσταντίνος Μπούρας μας έλεγε κάποτε ότι είπε ο Πυθαγόρας νομίζω, πως κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του ξεχωριστό αριθμό. Εμένα είναι το έξι αντεστραμμένο, δηλαδή το 9. Στα τρία από τα τέσσερα τελευταία σπίτια όπου έχω ζήσει τα τελευταία 27 χρόνια το νούμερο της οδού που μένω είναι 9. 29 Γενάρη γεννήθηκα, να ευχαριστήσω από εδώ άλλη μια φορά όσους μου ευχήθηκαν στο facebook, αλλά και οι λίγοι φίλοι που μου ευχήθηκαν τηλεφωνικά (κάποιους τους ενημέρωσαν τα παιδιά τους, φίλοι μου στο facebook). 9 είναι τα βιβλία που έχω εκδώσει μέχρι στιγμής (αυτό θα μου πείτε δεν πιάνει, αφού σε λίγο μπορεί να γίνουν δέκα). Με 99.999 ευρώ ξελασπώνω εντελώς οικονομικά (Να δούμε, αυτό θα πιάσει;). Κοίτα να δεις, τώρα το συνειδητοποίησα, οι δυο από τους τέσσερις αριθμούς του αυτοκινήτου μου είναι 9: 9859. Συμπληρώνω, με την ευκαιρία της συνολικής ανάρτησης (28-2-2017), κάτι που μου επισήμανε ο φίλος μου ο Χρήστος. Το τηλέφωνό μου είναι 2927457 (Αθήνα). Προσθέτοντας το πρώτο και το τελευταίο νούμερο μας δίνει 9. Το δεύτερο είναι έτσι κι αλλιώς εννιά, ενώ προσθέτοντας το τρίτο και το τέταρτο μας δίνει επίσης 9, όπως και το πέμπτο και το έκτο.
  Στην επόμενη σελίδα ο Κούντερα θα σχολιάσει πιο διεξοδικά το τυχαίο, ή μάλλον τις τυχαίες συμπτώσεις που αποδεικνύονται αποφασιστικές για τη ζωή μας. Πιο πριν, στη σελίδα 54, είχε γράψει:
  «Το τυχαίο είναι που κάνει τέτοια μάγια, όχι το αναγκαίο. Για να είναι ένας έρωτας αξέχαστος πρέπει τα τυχαία να συναντώνται σ’ αυτόν απ’ την πρώτη στιγμή, όπως τα πουλιά πάνω στους ώμους του Αγίου Φραγκίσκου της Ασσίζης».
  Πιο κάτω (σελ. 57) μιλάει για την ομορφιά του τυχαίου (το εννοεί με την σημασία της σύμπτωσης) σχολιάζοντας μια σύνθεση του Μπετόβεν και την «Άννα Καρένινα» του Τολστόι (Στην αποβάθρα ενός σιδηροδρομικού σταθμού γνωρίζεται η Άννα με τον Βρόνσκι, τον άνδρα που στάθηκε αιτία να βάλει τέρμα στη ζωή της πέφτοντας στις ράγες ενός τραίνου) για να καταλήξει: «θα μπορούσαμε δικαίως να προσάψουμε στον άνθρωπο ότι είναι τυφλός στα τυχαία αυτά στην καθημερινή ζωή και ότι στερεί έτσι τη ζωή από τη διάσταση της ομορφιάς της».
  Έρωτας και πολιτική είναι το θέμα του βιβλίου. Και σεξ. Ο Τόμας, χειρούργος, είναι από αυτούς που αρνούνται να συμβιβαστούν με την νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά την εισβολή των σοβιετικών τανκς. Ερωτεύεται την Τερέζα, αλλά παράλληλα κάνει και άλλες ερωτικές –σεξουαλικές για την ακρίβεια- σχέσεις, ακόμη και όταν είναι πια παντρεμένοι.
  Επειδή υπάρχει πάντα η υποψία ότι ο συγγραφέας σε κάθε του έργο αυτοβιογραφείται, ο Κούντερα θεωρεί σκόπιμο να μιλήσει για τον εαυτό του και να μας πει ότι δεν είναι αυτός ο Τόμας. «Τα πρόσωπα του μυθιστορήματος μου είναι οι ίδιες μου οι δυνατότητες που δεν πραγματοποιήθηκαν», μας λέει. Για να μην τον περάσουμε δηλαδή για κανένα μανιακό του σεξ.
  Το σεξ και ο έρωτας μπορεί να είναι αλληλοτεμνόμενοι κύκλοι, αλλά δεν είναι ταυτόσημοι. Όμως πώς θα μπορούσε να τελειώσει ο έρωτας ανάμεσα στον Τόμας και την Τερέζα, ένας έρωτας που περνούσε κατά διαστήματα κρίσεις εξαιτίας του ότι ο Τόμας ξενοπηδούσε; Ο Κούντερα βρήκε έναν έξυπνο τρόπο: τους σκοτώνει σε ένα τροχαίο. Και μάλιστα προσημαίνει το θάνατό τους, ώστε να μην αγανακτήσουμε όσο θα έπρεπε με τη συμπεριφορά του Τόμας απέναντι στη γυναίκα του, αλλά να νοιώσουμε προκαταβολικά τον «έλεο» για τον θάνατό τους (Παρεμπιπτόντως, το τροχαίο που βάζει τέρμα στον έρωτα τον συζητάω στις δυο προπροηγούμενες αναρτήσεις μου).
  Να σχολιάσουμε τώρα κάποια ειδικά σημεία του έργου. Διαβάζουμε: «Είχε γονατίσει στο προσκέφαλό της και του είχε έρθει η ιδέα πως του την είχαν στείλει μέσα σ’ ένα καλάθι, στην επιφάνεια του νερού.
Έχω ήδη πει ότι οι μεταφορές είναι επικίνδυνες. Ο έρωτας αρχίζει από μια μεταφορά. Μ’ άλλα λόγια: ο έρωτας αρχίζει από τη στιγμή που μια γυναίκα εγγράφεται με μια από τις κουβέντες της, στην ποιητική
μας μνήμη» (σελ. 209). Σε ένα καλάθι, σαν τον Μωυσή. Λάθος του Κούντερα εδώ, δεν είπε καμιά κουβέντα η Τερέζα. Απλώς ο ίδιος έπλασε τη μεταφορά στο μυαλό του. Και την ερωτεύτηκε. Επίσης, κρίμα που προσθέτει το «επικίνδυνες». Ας μας άφηνε με την ψευδαίσθηση. Όταν θέλεις να αναδείξεις τον έρωτα, δεν του βάζεις ταυτόχρονα και ένα βαρίδι.
  Και η απόδειξη ότι δεν ήταν η «κουβέντα», βρίσκεται στην προηγούμενη σελίδα: «Δεν ζητάω την ηδονή, ζητάω την ευτυχία, κι η ηδονή χωρίς ευτυχία δεν είναι ηδονή». Μ’ άλλα λόγια, χτυπούσε στο κιγκλίδωμα της ποιητικής του μνήμης. Το κιγκλίδωμα όμως ήταν κλειστό. Δεν υπήρχε θέση γι’ αυτήν στην ποιητική μνήμη του Τόμας. «Δεν υπήρχε θέση γι’ αυτήν παρά μόνον πάνω στο χαλί». Όταν έπλασε ο ίδιος τη μεταφορά, πάνω στην ποιητική του μνήμη, είναι που η Τερέζα μετακόμισε από το χαλί στην καρδιά του.
  Διαβάζουμε: «…ένας άντρας θέλει ν’ αλλάξει τη γυναίκα του και μια γυναίκα τον άντρα της…» (σελ. 302). Δεν συμφωνώ. Συμφωνώ περισσότερο με μια ρήση που κυκλοφόρησε, ανάμεσα σε άλλες, στο διαδίκτυο, και δεν θυμάμαι τίνος είναι: Η γυναίκα παντρεύεται τον άνδρα με την ελπίδα ότι θα τον αλλάξει. Τελικά διαψεύδεται, ο άνδρας δεν αλλάζει. Ο άνδρας παντρεύεται τη γυναίκα με την ελπίδα ότι θα μείνει πάντα όπως είναι. Και αυτός διαψεύδεται: η γυναίκα αλλάζει.
  Θα μπορούσαμε να θέσουμε το ζήτημα σε ψηφοφορία.
  Σε μια κινηματογραφική διασκευή υπάρχει πάντα μια συμπύκνωση του λογοτεχνικού έργου, για να χωρέσει στο δίωρο, έστω στο τρίωρο μιας παράστασης. Στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου από τον Φίλιπ Κάουφμαν (1988), με την Ζιλιέτ Μπινός νεότατη και πανέμορφη, διαπιστώσαμε το εξής παράδοξο: κάποια ερωτικά επεισόδια στην ταινία διαρκούν περισσότερο από ό, τι στο μυθιστόρημα. Ίσως γι’ αυτό η ταινία τράβηξε κοντά στο τρίωρο (171 λεπτά για την ακρίβεια). Έπρεπε να καλυφθούν όλα τα γούστα.
  Αλλά στον Κούντερα θα επανέλθουμε.

Μίλαν Κούντερα, Ο πέπλος, Εστία 2005.

  Ο Κούντερα, μαζί με τον Μάρκες, είναι οι δυο πιο αγαπημένοι μου συγγραφείς εν ζωή. Έτσι, αφού διάβασα τον «Πέπλο», σκέφτηκα να γράψω δυο λογάκια για τον αγαπημένο μου συγγραφέα.
  Αυτό που μου αρέσει στον Κούντερα είναι η ανατρεπτική τόλμη του. Σε ένα από τα μυθιστορήματά του (δεν θυμάμαι ποιο) ξεκινάει αναρωτώμενος γιατί ο κόσμος να δοξάζει τους 300 του Λεωνίδα (ας θυμηθούμε το πρόσφατο χολιγουντιανό φιλμ) και όχι τους 700 Θεσπιείς, οι οποίοι έμειναν οικιοθελώς, ενώ οι Σπαρτιάτες δεν είχαν άλλη επιλογή. Επίσης σε άλλο του μυθιστόρημα αναρωτιέται γιατί ο Οιδίπους να νιώθει ένοχος αφού έκανε τα πάντα για να αποτρέψει το κακό;
  Το ίδιο πράγμα διαπίστωσα και στον «Πέπλο», πρωτοτυπία και τόλμη στον τρόπο που σχολιάζει θέματα λογοτεχνίας και λογοτεχνικά έργα. Δεν μπόρεσα να μην κάνω την σύγκριση με τον Auerbach, για τον οποίο μιλάω στο blog μου. Ο Auerbach αναλύει διεξοδικά, σαν φιλόλογος, παραθέτοντας αποσπάσματα για να εξακτινωθεί στη συνέχεια στο υπόλοιπο έργο, στο συγγραφέα και στην εποχή. Ο Κούντερα σχολιάζει επικεντρωνόμενος στο σημαντικό, στο ουσιώδες, αλλά κυρίως σε κάτι για το οποίο ο ίδιος έχει μια προσωπική άποψη.
  Ξεφυλλίζω το βιβλίο, για να σχολιάσω κάποια σημεία. Παραθέτω ένα απόσπασμα:
  «Άραγε εννοώ ότι για να κρίνουμε ένα μυθιστόρημα μπορούμε να παραβλέψουμε τη γνώση της γλώσσας του πρωτοτύπου; Και βέβαια, αυτό ακριβώς εννοώ! Ο Ζιντ δεν ήξερε ρωσικά, ο Μπέρναρντ Σω δεν ήξερε νορβηγικά, ο Σαρτρ δεν διάβαζε Ντος Πάσος στο πρωτότυπο. Αν τα βιβλία του Γκομπρόβιτς και του Ντανίλο Κις εξαρτώνταν αποκλειστικά από την κρίση αυτών που ξέρουν πωλωνικά και σερβοκροατικά, ο ριζοσπαστικός αισθητικός νεωτερισμός τους δεν θα είχε ανακαλυφθεί ποτέ» (σελ. 51). 
  Και πιο κάτω:
  «Οι μεγάλοι μυθιστοριογράφοι που επικαλούνταν τον Ραμπελαί τον είχαν διαβάσει σχεδόν όλοι από μετάφραση» (σελ. 78)
  Εδώ θα μπορούσα να αναφέρω τους θαυμάσιους ελληνιστές Πιερ Βιντάλ Νακέ και Ζαν Πιερ Βερνάν, που, όπως διάβασα κάπου, δεν ήξεραν ελληνικά.
  Και θέλω να συγκρίνω με τον Auerbach. Δεν ξέρω αν ήταν ελληνομαθής, πάντως λατινομαθής ήταν, και γαλλομαθής και αγγλομαθής και ισπανομαθής και ιταλομαθής, κρίνοντας από τα αποσπάσματα που παραθέτει. Πάντως όχι ρωσομαθής, και γι’ αυτό δεν σχολιάζει τους Ρώσους κλασικούς, όπως λέει.
  Νομίζω ότι ο Κούντερα έχει δίκιο. Μπορεί η μετάφραση να χάνει από το πρωτότυπο, αλλά και η ανάγνωση από το πρωτότυπο χάνει, εκτός πια και αν ο αναγνώστης κατέχει τη γλώσσα σε βαθμό τελειότητας. Όσες φορές διάβασα βιβλία στο πρωτότυπο, δεν το έκανα για να τα απολαύσω περισσότερο, αλλά για να μάθω καλύτερα τη γλώσσα, σαν ένα κίνητρο να πλουτίσω το λεξιλόγιό μου και να εμπεδώσω το ήδη υπάρχον. Και άτομα σαν τον Auerbach είναι λίγα. Φανταστείτε να γινόταν το ίδιο στο χώρο της θεωρίας της λογοτεχνίας, να διαβάζαμε δηλαδή και να σχολιάζαμε μόνο τους θεωρητικούς που ξέρουμε τη γλώσσα τους. Αν γνωρίζουμε σήμερα τον Μπαχτίν και τον Προπ, τους ξέρουμε από τις μεταφράσεις. Όμως αν κάποιοι θεωρητικοί της λογοτεχνίας ήξεραν ρώσικα και ενδιαφερόντουσαν πιο πριν για αυτούς τους δυο, δεν θα μαθαίναμε για το έργο τους με τριάντα χρόνια καθυστέρηση.
  Όπως ο Auerbach μιλάει για υψηλό ύφος και χαμηλό ύφος, έτσι και ο Κούντερα μιλάει για την «τρομοκρατία του μικρού πλαισίου» που λίγο ενδιαφέρεται για την αισθητική, και για το μεγάλο πλαίσιο της Weltliteratur (παγκόσμιας λογοτεχνίας) όπου αυτό που μετράει κατ’ εξοχήν είναι το αισθητικό κριτήριο. Οι Γάλλοι, σε σχετικό γκάλοπ βάζουν πρώτο τον Ουγκώ, ο οποίος στο πλαίσιο της παγκόσμιας λογοτεχνίας τίθεται πιο κάτω από τους Σταντάλ, Μπαλζάκ και Φλωμπέρ.
  Γιατί αυτό το σχόλιο.
  Διότι βάζουμε συχνά τη δική μας λογοτεχνική παραγωγή στον προκρούστη της Ελληνικότητας, το δικό μας «μικρό πλαίσιο».
  Ο Κούντερα, παραθέτοντας ένα απόσπασμα από το «Αβαδδών ο εξολοθρευτής» (1974), υπερασπίζεται, ασυνείδητα νομίζω, την δική του ποιητική:
  «Στον σύγχρονο κόσμο που τον έχει εγκαταλείψει η φιλοσοφία και τον έχουν κατακερματίσει οι εκατοντάδες επιστημονικές εξειδικεύσεις, μας έμεινε το μυθιστόρημα σαν έσχατο παρατηρητήριο απ’ όπου μπορείς να αγκαλιάσεις την ανθρώπινη ζωή σαν σύνολο» (σελ. 102).
  Το δοκιμιακό μέρος σε ένα μυθιστόρημα μου αρέσει πάντα, και τα δοκιμιακά τμήματα στα μυθιστορήματα του Κούντερα είναι ανυπέρβλητα.
  «Η μετάβαση από την ανωριμότητα στην ωριμότητα είναι η υπέρβαση της λυρικής στάσης… ο μυθιστοριογράφος γεννιέται από τα ερείπια του λυρικού του κόσμου» (σελ. 109).
  Ένας ποιητής (και η ποίηση είναι σε μεγάλο βαθμό λυρική), αν θέλει να ωριμάσει πρέπει να περάσει στο μυθιστόρημα. Ή μάλλον, για να αποδείξει την ωριμότητά του πρέπει να περάσει στο μυθιστόρημα. Ο Νίτσε βέβαια θα είχε αντιρρήσεις, βλέπει με καχυποψία την ωριμότητα, οι Έλληνες ήταν μεγάλα παιδιά, η παρακμή τους άρχισε όταν ωρίμασαν, με τον Σωκράτη κ.λπ. κ.λπ, αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα.
  Και κάτι που με συντάραξε, γιατί είναι η τωρινή υπαρξιακή μου εμπειρία:
  «Λέω: πρέπει να διαβάσετε τον Φερντυντούρκε! Ή την Πορνογραφία!
 Με κοιτάζει μελαγχολικά. «Φίλε μου, η ζωή μπροστά μου λιγοστεύει. Η δόση του χρόνου που εξοικονόμησα για τον συγγραφέα σας εξαντλήθηκε» (σελ. 119).
  Βρίσκομαι στην ηλικία που συνειδητοποιεί κανείς ότι δεν μπορεί να διαβάσει όλα τα βιβλία που θα ήθελε να διαβάσει, και αναγκαστικά κάνει επιλογές. Εγώ έχω κάνει την πρώτη μου επιλογή: Τους κλασικούς. Τη δεύτερη: Βιβλία φίλων. Και την τρίτη: Ένα (Τουλάχιστον; Το πολύ; Εξαρτάται) από τους καλούς σύγχρονους.
  Οι αγέλαστοι: τίτλος κεφαλαίου. Χωρίς σχόλια.
  Και ένα απόσπασμα που παραθέτει ο Κούντερα από ένα βιβλίο του μεσοπολέμου, και που το παραθέτω με τη σειρά μου για τους φίλους μου (quartier libre κ. ά.) που δεν εννοούν να καταλάβουν τη μανία μου με τη σιέστα:
  «Ο ύπνος είναι η πιο θεμελιώδης ανθρώπινη επιθυμία» (σελ. 145).
  Αν παραθέσω όλα τα αξιοθαύμαστα που βρήκα σ’ αυτό το βιβλίο δεν θα έχω σταματημό. Γι’ αυτό προτιμώ να σταματήσω εδώ.   

19-2-2008

Μίλαν Κούντερα, Συνάντηση, (μετ. Γιάννης Η. Χάρης), Βιβλιοπωλείο της Εστίας 2010, σελ. 214.

Ένα ακόμη βιβλίο με αριστουργηματικά δοκίμια από τον μεγάλο Τσέχο συγγραφέα.

  Δύο είναι οι εν ζωή μυθιστοριογράφοι που μου αρέσουν ιδιαίτερα: ο Μάρκες και ο Κούντερα. Έχοντας τη στόφα του δοκιμιογράφου, προτιμώ τον Κούντερα o οποίος, μετά το «Αστείο», το πρώτο του μυθιστόρημα, δοκιμιογραφεί ακατάπαυστα, και μέσα στα μυθιστορήματά του και έξω από αυτά. Η τελευταία συλλογή δοκιμίων του κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας, με τίτλο «Συνάντηση».
  Στον δοκιμιογράφο Κούντερα διακρίνει κανείς όλες τις αρετές που μπορεί να έχει ένα δοκίμιο, και που σπάνια τις συναντάει κανείς μαζεμένες: Οξύτητα παρατήρησης, τολμηρές σκέψεις, εύρος γνωστικού πεδίου, υφολογικές αρετές. Πιστεύω ότι μόνο ο Έκο θα μπορούσε να τον συναγωνιστεί.
  Στη «Συνάντηση» υπάρχουν κείμενα γραμμένα σε διάφορες περιόδους της ζωής του συγγραφέα, αν και τα περισσότερα δεν έχουν χρονολογική ένδειξη. Η πιο πρώιμη χρονολογία που είδαμε είναι το 1980. Τα θέματά του μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο ενδιαφέροντα για τους περισσότερους αναγνώστες, όμως ο τρόπος πραγμάτευσής τους τα κάνει όλα ιδιαίτερα ελκυστικά. Κάποια από τα θέματά του τα επαναπραγματεύεται, κάτω από το πρίσμα μιας, αν όχι πιο ώριμης, πάντως ελαφρά διαφορετικής οπτικής.  
   Με πατέρα πιανίστα και με σπουδές στη σύνθεση, είναι αναπόφευκτο να έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μουσική. Μιλάει εκτενώς για τον Λέος Γιάνατσεκ, για τον Άρνολντ Σαίνμπεργκ, ενώ αυτά που γράφει για τον Γιάννη Ξενάκη είναι ενδιαφέροντα για τον έλληνα αναγνώστη. Το παρακάτω απόσπασμα μας κάνει να νοιώθουμε υπερήφανοι για τον μεγάλο μας έλληνα συνθέτη.
  «Στη μουσική του Ξενάκη βρήκα παρηγοριά. Έμαθα να την αγαπώ στην πιο ζοφερή εποχής της ζωής μου και της γενέτειράς μου» (σελ. 96). Γράφοντας αυτές τις γραμμές μπαίνω στον πειρασμό να τελειώσω αυτό το σημείωμα ακούγοντας Ξενάκη. Βάζω την «Περσέπολη».
  Για την Ελλάδα, που πατάει με το ένα πόδι στην Ανατολή και με το άλλο στη Δύση, γράφει: «Το ίδιο δίλημμα ισχύει για την Ελλάδα, που κατοικεί ταυτόχρονα στον ανατολικοευρωπαϊκό κόσμο (παράδοση του Βυζαντίου, ορθόδοξη Εκκλησία, ρωσόφιλος προσανατολισμός) και τον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο (ελληνορωμαϊκή παράδοση, ισχυροί δεσμοί με την Αναγέννηση, νεωτερικότητα). Οι αυστριακοί ή οι έλληνες μπορεί σε ζωηρές αντιπαραθέσεις να αμφισβητούν ένα προσανατολισμό προς όφελος ενός άλλου, αλλά από κάποια απόσταση θα μπορούσε να πει κανείς υπάρχουν έθνη που η ταυτότητά τους χαρακτηρίζεται από τον δυισμό, από την πολυπλοκότητα του μεσαίου πλαισίου τους, και εκεί ακριβώς βρίσκεται η ιδιαιτερότητά τους» (σελ. 115-116).
  Εμείς θα το λέγαμε πιο λαϊκά: μπορούμε να το παίζουμε δίπορτο.
  Πιο κάτω διαβάζουμε:
  «Η επανάληψη των σκανδάλων είναι η βασίλισσα όλων των σκανδάλων». Αν μιλάμε για την Ελλάδα δεν θα λέγαμε βασίλισσα, αλλά αυτοκράτειρα.
  Από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα είναι εκείνο για τον Ανατόλ Φρανς, όπου μιλάει για τις «μαύρες λίστες». Αναρωτιέται: Από πού αντλούν τη δύναμή τους οι μαύρες λίστες; Από πού έρχονται οι μυστικές διαταγές με τις οποίες συμμορφώνονται;» (σελ. 60).
  Δίνει αμέσως την απάντηση: «Από τα σαλόνια. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν έπαιξαν τόσο μεγάλο ρόλο τα σαλόνια όσο στη Γαλλία. Χάρη στην αριστοκρατική παράδοση που κρατάει αιώνες, έπειτα χάρη στο Παρίσι, όπου σ’ έναν περιορισμένο χώρο συνωστίζεται όλη η πνευματική ελίτ της χώρας και κατασκευάζει απόψεις∙ που δεν τις διαδίδει με κριτικές μελέτες, με επιστημονικές συζητήσεις, αλλά με φανταχτερές διατυπώσεις, με λογοπαίγνια, με κακεντρεχή ευφυολογήματα».
   Μόλις πριν τρεις μέρες βρέθηκα μάρτυρας ενός τέτοιου λογοπαίγνιου, που κάποιος προσπαθούσε να χώσει φίλο μου συγγραφέα σε μαύρη λίστα. Δεν θα πω το λογοπαίγνιο, γιατί θα αποκαλύψω το φίλο μου.
  Παρακάτω:
  «Προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τις πολιτικές απόψεις του συγγραφέα, αδημονώντας να τις κρίνουν. Ο ασφαλέστερος τρόπος να σου ξεφύγει ένα μυθιστόρημα» (σελ. 71).
  Στη στρατευμένη λογοτεχνία (la literature engageé του Σαρτρ) δεν χρειάζεται καν να διαβάσεις για να αποκρυπτογραφήσεις, μπορείς να κρίνεις χωρίς καν να διαβάσεις. Σίγουρα δεν είναι μεγάλος, αλλά πολλοί τον έκριναν χωρίς να τον διαβάσουν: μιλάω για τον Λουντέμη. Με τον Γκόρκι βέβαια τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Εκεί θα ψάξεις να βρεις την αχίλλειο πτέρνα. Κάποιος τη βρήκε στη «Μάνα», δεν θυμάμαι αν το διάβασα ή το άκουσα, πάντως πρόσφατα.
  «Η κακία μπορεί καμιά φορά να γίνει ερήμην της εγκώμιο!» (σελ. 73). Αμέσως πιο πριν γράφει ο Κούντερα: «Ο Πωλ Βαλερύ (μέσα σε μια και μόνο σύντομη φράση) βάζει τα βιβλία του Φρανς πλάι στα βιβλία του Τολστόι, του Ίψεν και του Ζολά, και τα χαρακτηρίζει ‘ελαφρά έργα’». Ο κρίνων κρίνοντας κρίνεται.
  Θα τελειώσω την παρουσίαση αυτή του τελευταίου βιβλίου του Κούντερα με το παρακάτω απόσπασμα.
  «Στην εποχή μας μάθαμε να υποτάσσουμε τη φιλία σ’ αυτό που αποκαλούμε πεποιθήσεις. Και μάλιστα με την περηφάνια μιας ηθικής ευθύτητας. Χρειάζεται όντως μεγάλη ωριμότητα για να καταλάβουμε ότι η άποψη την οποία προασπιζόμαστε είναι απλώς ένας ευσεβής πόθος, μια ιστορία αναγκαστικά ατελής, πιθανόν εφήμερη, που μόνο οι φοβερά στενόμυαλοι την παρουσιάζουν σαν βεβαιότητα ή αλήθεια. Αντίθετα με την παιδαριώδη πίστη σε μια πεποίθηση, η πίστη σ’ ένα φίλο είναι αρετή, ίσως η μοναδική, η ύστατη» (σελ. 140).
  Με τον καλύτερό μου φίλο δεν μοιραζόμαστε τις ίδιες (πολιτικές) πεποιθήσεις.
  Αυτά και άλλα ενδιαφέροντα θα βρει ο αναγνώστης στον Κούντερα. Και ελπίζω να μη γίνει και μ’ αυτόν ό,τι έγινε με τον Καζαντζάκη, να μείνει κορυφαίος αλλά χωρίς το Νόμπελ. Πάνε σχεδόν τριάντα χρόνια που το πήρε ο Μάρκες (για την ακρίβεια 28), καιρός να το πάρει και ο Κούντερα. Και τον Μπόρχες, να προσθέσω τώρα.

 Μπάμπης Δερμιτζάκης

Sunday, February 26, 2017

83. Πες της το με μια μαντινάδα: Το κινητό σε λειτουργία πτήσης



83. Πες της το με μια μαντινάδα: Το κινητό σε λειτουργία πτήσης

 Ένας φίλος στο facebook γράφει σε ανάρτησή του: Βάλε μαντάμ το κινητό σου σε λειτουργία πτήσης-να μας σκοτώσεις θέλεις;
  Είπα να φτιάξω τη μαντινάδα, και την έφτιαξα.

Βάλε μαντάμ το κινητό σε λειτουργία πτήσης
Το κάνεις εξεπίτηδες και θες να μας σκοτώσεις;

  Εξεπίτηδες δεν έκανα ομοιοκαταληξία

82. Πες της το με μια μαντινάδα: Ο έρωτας



82. Πες της το με μια μαντινάδα: Ο έρωτας

  Βρίσκω τη μαντινάδα στο twitter και την αναρτώ στον τοίχο μου στο facebook κοινοποιώντας και στον τοίχο του Μιχάλη του Πατεράκη:

Ο πιο μεγάλος έρωντας με το φεγγάρι μοιάζει
Κάνει κι αυτός τον κύκλο ντου, γεμίζει και αδειάζει

  Η Έρη Ρίτσου δίνει σε σχόλιο τη δική της εκδοχή:

Ο πιο μεγάλος έρωτας μοιάζει με τη σελήνη
Μεσουρανεί, φεγγοβολά, κι ύστερα πάει και σβήνει

  Είπα να γράψω κι εγώ τη δική μου:

Ο πιο μεγάλος έρωτας μοιάζει με το σουβλάκι,
που όταν ποφάς το κρέας του, μένει το καλαμάκι.

Saturday, February 25, 2017

Italo Calvino, Τελευταίο έρχεται το Κοράκι, Έξι προτάσεις για την επόμενη χιλιετία, Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές, Δύσκολοι έρωτες



Italo Calvino, Τελευταίο έρχεται το Κοράκι, Έξι προτάσεις για την επόμενη χιλιετία, Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές, Δύσκολοι έρωτες.

Ιτάλο Καλβίνο, Τελευταίο έρχεται το κοράκι (μετ. Ανταίος Χρυσοστομίδης), Καστανιώτης 2010, σελ. 270

Συναρπαστικά διηγήματα με φόντο την ιταλική αντίσταση

  Ο τόμος με τα διηγήματα «Τελευταίο έρχεται το κοράκι», όπως μας πληροφορεί ο μεταφραστής, εκδόθηκε το 1949, όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις 26 χρόνων. Ήδη ο Καλβίνο είχε γίνει γνωστός με το μυθιστόρημά του «Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές», που είχε εκδοθεί δυο χρόνια πριν. Στα περισσότερα από τα διηγήματα ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως υλικό τις εμπειρίες του από την αντίσταση, στην οποία συμμετείχε από το 1944.
  Το πρώτο χαρακτηριστικό των διηγημάτων αυτών είναι η εμπειρία της ματαίωσης και της αποτυχίας που βιώνουν οι ήρωές του. Ο Πιπίν στο «Με το πρώτο φως στα γυμνά κλαδιά» δεν καταφέρνει να φυλάξει τους λωτούς από τους κλέφτες. Ο αφηγητής στο «Ο άνθρωπος από τα ρείκια» αφήνει να του ξεφύγει ένας λαγός. Στο «Το μάτι του αφεντικού» ο γιος του αφεντικού δεν καταφέρνει να φλερτάρει σωστά την Φραντζεσκίνα, ενώ ταυτόχρονα νιώθει ξένος στη γη αυτή που του ανάθεσε ο πατέρας του να φυλάει. Ο αστυνομικός στο «Ο γάτος και ο αστυνομικός» νοιώθει διαλυμένος μετά από μια αποτυχημένη έρευνα. Είναι χαρακτηριστικό το τέλος αυτού του διηγήματος: «Ο Μπαραβίνο άκουσε σφυρίγματα και το βουητό των μηχανών: η αστυνομία εγκατέλειπε το κτήριο. Θα ήθελε να δραπετεύσει κάτω από την αλυσίδα των σύννεφων του ουρανού, να θάψει το πιστόλι του σε μια μεγάλη τρύπα μέσα στη γη» (σελ. 263).
  Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η φοβερή διεισδυτικότητα του Καλβίνο στην ψυχολογία των ηρώων του. Είναι εντυπωσιακή η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του βιαστή στο «Το σπίτι με τα μελίσσια», που αφηγείται ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να απωθήσει τη φρικιαστική του πράξη. Το ίδιο και η αμφιβολία και η αμφιταλάντευση του Τομάγκρα στο «Η περιπέτεια ενός στρατιώτη», που «βάζει χέρι», διακριτικά και διστακτικά, στη χήρα που κάθεται δίπλα του στο κουπέ του τρένου. Τα κορυφαία όμως διηγήματα από αυτή την άποψη, που προσφέρουν ταυτόχρονα άφθονο σασπένς, είναι το «Ναρκοπέδιο», όπου δείχνεται ανάγλυφα η αγωνία του ήρωα καθώς διασχίζει ένα ναρκοπέδιο (δεν θα τα καταφέρει τελικά, θα τιναχθεί στον αέρα από μια νάρκη) και το «Ο φόβος στο μονοπάτι», όπου περιγράφεται ο φόβος του νεαρού αγγελιοφόρου καθώς διασχίζει μια περιοχή που δεν ελέγχεται απόλυτα από τους αντάρτες. (Αυτός θα τα καταφέρει).
  Είναι καταπληκτικό το πώς ο Καλβίνο εστιάζει στον «εχθρό». Στο «Ο δρόμος για το αρχηγείο» ο Καλβίνο περιγράφει την αγωνία και την ελπίδα του χαφιέ, καθώς ο παρτιζάνος τον μεταφέρει στο αρχηγείο, ότι θα τους ξεγελάσει και θα τους πείσει για την αθωότητά του. Δεν ξέρει ότι στο δρόμο τον περιμένει η εκτέλεση. Την ίδια αγωνία έχει και ο στρατιώτης του εχθρού στο διήγημα που δίνει τον τίτλο στη συλλογή, ότι θα ξεφύγει από τον νεαρό παρτιζάνο που τον πυροβολεί. Όσο για τον δικαστή που συστηματικά αθωώνει τους ένοχους στη μεταπολεμική Ιταλία στο «Ο απαγχονισμός ενός δικαστή», ούτε που περιμένει το μακάβριο τέλος του μετά από μια αθωωτική απόφαση. Όμως στο «Ο ένας από τους τρεις είναι ακόμα ζωντανός», ο Καλβίνο θα τον αφήσει να ξεφύγει τελικά, σε ένα διήγημα γεμάτο αγωνία.
  Τέλος θα ήθελα να αναφερθώ σε τρία διηγήματα, που έχουν ένα ξεχωριστό χαρακτήρα. «Το δάσος με τα ζώα» έχει ένα σπαρταριστό χιούμορ και μια παραμυθιακή δομή, με διαδοχικά παρόμοια επεισόδια. Το «κλοπή σε ζαχαροπλαστείο», χωρίς το ξέφρενο χιούμορ του προηγούμενου, φέρνει αθέλητα στο νου την ταινία «Ο κλέψας του κλέψαντος» του Μάριο Μονιτσέλι. Τέλος το «Οι αδελφοί Μπανιάσκο» εικονογραφεί χαρακτηριστικότατα την «ψευδοσυμπερίληψη», μια αφηγηματική τεχνική κατά την οποία ένα γεγονός που ο αφηγητής μας λέει ότι επαναλαμβάνεται συχνά το αφηγείται με τόσες λεπτομέρειες που είναι αδύνατο να επαναλαμβάνεται κάθε φορά με αυτές τις λεπτομέρειες, και αυτό γίνεται σε όλη την έκταση του διηγήματος.
  Ο Ιτάλο Καλβίνο είναι ένας κορυφαίος πεζογράφος, διεκδικητής του Νόμπελ, ένα βραβείο που του το στέρησε ο πρόωρος θάνατός του. Αν δεν είχε πεθάνει μόλις σε ηλικία 62 ετών, το 1985, σίγουρα θα είχε προλάβει να τιμηθεί με την κορυφαία αυτή διάκριση.

Ιτάλο Καλβίνο, Έξι προτάσεις για την επόμενη χιλιετία (μετ. Μαρία Σπυριδοπούλου), Αλεξάνδρεια 1995, σελ. 220

  Οι έξι προτάσεις στην πραγματικότητα είναι πέντε. Πρόκειται για διαλέξεις που θα έδινε ο Καλβίνο στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Δυστυχώς ο θάνατος τον πρόλαβε πριν να γράψει την έκτη.
  Έχουμε ξαναγράψει για τον Καλβίνο, για τη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο «Τελευταίο έρχεται το κοράκι». Παρά το νεαρό της ηλικίας του (ήταν μόλις 26 χρονών όταν εκδόθηκε η συλλογή) τα διηγήματα αυτά δείχνουν ήδη τον ταλαντούχο συγγραφέα στον οποίο επρόκειτο να εξελιχθεί.
  Και τώρα οι «προτάσεις».
  Κάθε πρόταση αναφέρεται και σε μια γενικότερη αντίληψη για τη λογοτεχνία που κατά περίπτωση λειτουργεί και ως υπόδειξη γραφής. Έτσι έχουμε την «ελαφρότητα», την «ταχύτητα», την «ακρίβεια», την «οπτικότητα» και την «πολλαπλότητα». Για την «ελαφρότητα» διαβάζουμε για παράδειγμα: «η λογοτεχνία ως υπαρξιακή λειτουργία, η αναζήτηση της ελαφρότητας ως αντίδραση στο βάρος της ζωής» (σελ. 60).
  Οι προτάσεις αυτές λειτουργούν ως θεματικοί άξονες και όχι ως δεσμευτικά θέσφατα. Γράφει χαρακτηριστικά:
  «Όπως στο εγκώμιό μου περί ελαφρότητας ήταν αυτονόητος ο θαυμασμός μου για το βάρος, έτσι και εδώ η εξύμνηση της ταχύτητας δεν επιδιώκει να αρνηθεί τις απολαύσεις της βραδύτητας. Η λογοτεχνία έχει επεξεργαστεί πολλές τεχνικές για να καθυστερεί τη ροή του χρόνου. Έχω ήδη αναφέρει την επανάληψη· δε μένει λοιπόν παρά να αναφερθώ στις παρεκβάσεις» (σελ. 84).
  Στη συνέχεια αναφέρεται στον «Τρίσταμ Σάντι» του Λώρενς Στερν. Αυτό το έργο το διαβάσαμε στο νοσοκομείο, όμως δεν γράψαμε ακόμη γι’ αυτό. Όταν θα γράψουμε θα αναφερθούμε στις παρεκβάσεις, που χαρακτηρίζουν συχνά και τα δικά μου κείμενα.
  Στα δοκίμια αυτά ο Καλβίνο κάνει πάμπολλες αναφορές σε αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας αλλά και σε μύθους και παραμύθια, για τα οποία είχε κάνει ειδικές μελέτες. Διαβάζουμε: «Το πρώτο χαρακτηριστικό του λαϊκού παραμυθιού είναι η οικονομία των εκφραστικών του μέσων» (σελ. 73).
  Το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν.
  Και ένα τελευταίο απόσπασμα.
«Ο Τζάκομο Λεοπάρντι υποστήριζε πως όσο πιο αόριστος και ανακριβής είναι ο λόγος τόσο περισσότερο ποιητικός γίνεται» (σελ. 98).
  Να γιατί δεν μου αρέσει η ποίηση, γιατί ο λόγος της είναι αόριστος και ανακριβής.
  Δεν ξέρω αν κάπου στο «ράφι των τύψεων» κρύβεται και άλλο έργο του Καλβίνο, πάντως αν κρύβεται, αργά ή γρήγορα θα το ξετρυπώσω.

Italo Calvino, Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές (μετ. Ανταίος Χρυσοστομίδης), Θεμέλιο 1997, σελ. 239

  Συνήθως βλέπω πακέτο ένα σκηνοθέτη, τώρα για πρώτη φορά θα διαβάσω quasi-πακέτο ένα συγγραφέα. Πριν λίγες μέρες ανακάλυψα στο «ράφι των τύψεων» το «Έξι προτάσεις για την επόμενη χιλιετία» του Καλβίνο. Χθες ανακάλυψα άλλα τρία βιβλία του. Το «Μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές» το διάβασα χθες το απόγευμα. Ξεφυλλίζοντας όμως το «Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς» είδα ότι πρόκειται για τίτλο-καμουφλάζ, για αναγνώστες σαν και μένα.
  Θα εξηγήσω γιατί.
  Είναι τραγική ειρωνεία: έχω γράψει το «Ο χορός της βροχής: οικολογικά παραμύθια και διηγήματα» αλλά δεν διαβάζω παιδική λογοτεχνία, διάβαζα μόνο όταν ήμουν παιδί. Έχω γράψει το «Μυστικό των εξωγήινων» αλλά δεν μου αρέσει η επιστημονική φαντασία, ποτέ δεν μου άρεσε. Γράφω βιβλιοκριτικές αλλά δεν μου αρέσει να διαβάζω βιβλιοκριτικές παρά μόνο για βιβλία που έχω διαβάσει. Έτσι μπορώ να συμφωνήσω ή να διαφωνήσω με τον βιβλιοκριτικό, πράγμα που δεν μπορώ να κάνω αν δεν έχω διαβάσει το βιβλίο. Και το «Γιατί διαβάζουμε τους κλασικούς» αποτελείται στο μεγαλύτερό του μέρος από βιβλιοκριτικές, ενώ υπάρχουν βέβαια και κείμενα γενικότερα, όπως αυτό που επέλεξαν σαν τίτλο του βιβλίου. Βέβαια οι βιβλιοκριτικές αυτές αναφέρονται σε αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που πιθανότατα να γράφηκαν με την ευκαιρία μιας καινούριας έκδοσής τους. Θα διαβάσω για παράδειγμα τι γράφει ο Καλβίνο για τον Ροβινσώνα Κρούσο, αφού τον έχω διαβάσει. Όμως δεν θα ήταν σωστό να γράψω βιβλιοκριτική αφού και δεν πρόκειται να διαβάσω όλο το βιβλίο. Να πω μόνο ότι και αυτό είναι σε μετάφραση του Ανταίου Χρυσοστομίδη, και εκδόθηκε το 2003 από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
  Αλλά ας επιστρέψουμε στο «Μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές».
  Είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Καλβίνο (1947) και αναφέρεται στην αντίσταση κατά της γερμανικής κατοχής. Ως γνωστό μετά την ανατροπή του Μουσολίνι, το 1943, η Ιταλία πολέμησε στο πλευρό των συμμάχων και κατελήφθη από τους γερμανούς.
  Κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι ένας αλητάκος που έχει μια αδελφή πόρνη. Ο Καλβίνο τον παρακολουθεί στις περιπέτειές του, περιπέτειες που τον οδήγησαν στο βουνό, με τους αντάρτες. Αντάρτης και ο ίδιος, έχοντας μάλιστα ως μοντέλο του ήρωά του ένα παιδί που συνάντησε εκεί, «ξέρει από μέσα» το αντάρτικο.
  Όπως γράφει στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης, δεν είχε σαν στόχο να ηρωοποιήσει την αντίσταση, αλλά να την υπερασπιστεί λέγοντας το αυτονόητο, ότι οι αντάρτες ήσαν και αυτοί άνθρωποι, με τις μικροκακίες και τις μικροαδυναμίες τους. «…ήθελα να πολεμήσω ταυτόχρονα σε δύο μέτωπα: να ρίξω το γάντι στους μειωτές της Αντίστασης, και ταυτόχρονα στους ιερείς μιας αγιογραφικής και ωραιοποιημένης Αντίστασης» (σελ. 216).
  Για την επιλογή του ήρωά του γράφει: «Τι ενδιαφέρον παρουσιάζει κάποιος που είναι ήδη ήρωας, κάποιος που έχει ήδη ταξική συνείδηση; Είναι η διεργασία για να φτάσει κανείς μέχρι εκεί, αυτό που πρέπει να δείχνουμε» (σελ. 218).
  Και όντως αυτή τη διεργασία θέλει να δείξει, και όχι τα ηρωικά κατορθώματα. Μια μεγάλη μάχη που γίνεται την παρουσιάζει off-stage.
  Όμως να σχολιάσουμε κάποια αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.
  «Διότι με τα ποινικά αδικήματα δεν βγάζεις άκρη, όποιος κλέβει λίγα πηγαίνει στη φυλακή, όποιος κλέβει πολλά έχει βίλες και παλάτια» (σελ. 59).
  Κοίτα να δεις, και στην Ιταλία τα ίδια συμβαίνουν!!!
  «Φυσικά. Σε όλες τις ιστορίες που τελειώνουν άσκημα, υπάρχει στη μέση πάντα μια γυναίκα, αυτό είναι σίγουρο. Εσύ είσαι νέος, άκου καλά αυτό που σου λέω: ακόμα και για τον πόλεμο φταίνε οι γυναίκες…» (σελ. 79).
  Πολύ φαλλοκρατικό.
  Αλλά και του Δήμου Μούτση «Για όλα φταίνε οι γκόμενες» τι είναι;
  Έχω ξαναγράψει ότι δεν μου αρέσουν οι γενικεύσεις. Και το να γενικεύεις μόνο από τον Τρωικό πόλεμο, που φαίνεται μόνο αυτόν είχε υπόψη του ο αντάρτης που λέει τα παραπάνω, είναι ανεπίτρεπτο. Εξάλλου μόνο ο Όμηρος θεωρεί ως αιτία του πολέμου την Ωραία Ελένη, οι ιστορικοί έχουν άλλη άποψη.
  Και ένα τελευταίο.
  «…η γυναίκα του τον πρόδωσε στους Γερμανούς για να τον βγάλει από τη μέση…» (σελ. 137).
  Έχω υπόψη μου μια τέτοια περίπτωση.

Italo Calvino, Οι δύσκολοι έρωτες (μετ. Ανταίος Χρυσοστομίδης), Αστάρτη 1985, σελ. 295

  Μετά το μυθιστόρημα «Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές του Καλβίνο σειρά έχει η συλλογή διηγημάτων του «Οι δύσκολοι έρωτες».
  Για την ακρίβεια πρόκειται για 13 διηγήματα και δυο νουβέλες.
  Αν ένα μυθιστόρημα είναι σαν ένα συμφωνικό έργο, το διήγημα είναι σαν μουσική δωματίου. Τα διηγήματα του Καλβίνο είναι ένα duo, ένα duo για βιολί και βιόλα. Η βιόλα είναι η γυναίκα, το βιολί ο άντρας. Το βιολί έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο ενώ η βιόλα είναι ο απαραίτητος συνοδός, με μόνο δυο εξαιρέσεις.
  Στα περισσότερα από τα διηγήματα δεν υπάρχει διάλογος, υπάρχει μόνο η αφήγηση είτε του πρωτοπρόσωπου αφηγητή είτε του τριτοπρόσωπου που εστιάζει στον ήρωα.
  Όλα τους είναι διηγήματα ατμοσφαιρικά, με συχνό το εφέ της υπερβολής. Καθώς οι σχέσεις με το άλλο φύλο κυριαρχούν στις περισσότερες αφηγήσεις, ο τίτλος «Οι δύσκολοι έρωτες» είναι ο μόνος που θα μπορούσε να ενοποιήσει τα διηγήματα αυτά, τα οποία γράφηκαν σε διάφορες εποχές. Το «δύσκολοι» είναι βέβαια πλεονασμός, αλλά και μόνο «έρωτες» θα ήταν πολύ ξηρός σαν τίτλος.
  Θα γράψω δυο λόγια για το καθένα, για να μου ανακαλέσουν συνειρμικά την πλοκή αν χρειαστεί να επανέλθω.
  Στην «Περιπέτεια ενός στρατιώτη» ο στρατιώτης θα κολλήσει διακριτικά στη γυναίκα που κάθεται δίπλα του στο κουπέ του τραίνου. Του φαίνεται απίστευτο ότι τελικά θα την καταφέρει.
  Στην «Περιπέτεια ενός κακοποιού» ο κακοποιός, ξεφεύγοντας από την καταδίωξη της αστυνομίας,  καταφεύγει σε μια πόρνη. Σ’ αυτήν πηγαίνει και ένας αστυνομικός. Δεν θα τον πάρει χαμπάρι, αλλά αυτός βαριεστημένος θα παραδοθεί. Είναι συνηθισμένος στα τραβολογήματα με την αστυνομία.
  Στη «Περιπέτεια μιας κολυμβήτριας» το κεντρικό πρόσωπο είναι γυναίκα. Καθώς κολυμπάει της φεύγει το κάτω μέρος από το μαγιό της. Ο Καλβίνο περιγράφει την αγωνία της μήπως τη δουν, αλλά και το άγχος της πώς να βγει στην παραλία. Ευτυχώς ένας πιτσιρικάς αντιλαμβάνεται τη θέση της και με τον πατέρα του σπεύδουν με τη βάρκα τους να τη σώσουν από τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται.
  Στην «Περιπέτεια ενός υπαλλήλου» ο υπάλληλος νοιώθει ενθουσιασμένος που κατάφερε να περάσει τη βραδιά του με μια ωραία γυναίκα. Θέλει να κοκορευτεί σε διάφορους, αλλά όλο κάτι συμβαίνει και δεν τα καταφέρνει.
  Το πάθος του φωτογράφου στο «Η περιπέτεια ενός φωτογράφου» για τη φωτογραφία (το ΞΥΛΙΝΟ ΑΛΟΓΑΚΙ του, θυμήθηκα τον Τρίστραμ Σάντι) ήταν η αιτία που τον εγκατέλειψε η φιλενάδα του. Όμως το πάθος πάθος, βουλιάζει όλο και περισσότερο σ’ αυτό.
  Στην «Περιπέτεια ενός ταξιδιώτη» παρακολουθούμε το νυχτερινό του ταξίδι με το τραίνο για να συναντήσει την αγαπημένη του. Κουραστικό, όμως «Στον κεντρικό σταθμό της Ρώμης, ο πρώτος που πήδηξε έξω από το βαγόνι, φρέσκος σαν λουλούδι, ήταν αυτός» (σελ. 98).
  Το «Η περιπέτεια ενός αναγνώστη» είχε πολύ πλάκα. Μανιώδης αναγνώστης όπως κι εγώ, η γυναίκα που περίπου του κολλάει στην παραλία αποτελεί μια όχληση. Τελικά θα τον καταφέρει. «-Έλα κι εσύ, ας κάνουμε ένα τελευταίο μπάνιο… Ο Αμεντέο, δαγκώνοντας τα χείλια του, λογάριαζε πόσες σελίδες του έλειπαν ακόμα από το τέλος» (σελ. 119).
  Έτσι τελειώνει το διήγημα.
 Χιουμοριστικότατο με το εφέ υπερβολής (δεν νομίζω να υπάρχει στον κόσμο τέτοιος αναγνώστης, όσο φανατικός και να είναι, που να προτιμάει τα πουρνάρια από το γάμο), ήταν πραγματικά απολαυστικότατο.
  Στο «Η περιπέτεια ενός μύωπα» αναφέρεται στην επιστροφή του ήρωα στην γενέθλια πόλη, μήπως συναντήσει μια παλιά του αγάπη. Ελάχιστοι τον αναγνωρίζουν. Αλλά και ο ίδιος αναγνωρίζει ελάχιστους. Μήπως φταίνε τα καινούρια του γυαλιά; Λες να την προσπέρασε χωρίς να την αναγνωρίσει; «Ο Αμιλκάρε Καρούγκα καταλάβαινε ότι ο ενθουσιασμός που είχε νιώσει με τα καινούρια του γυαλιά ήταν ο τελευταίος της ζωής του, και πως τώρα πια όλα είχαν τελειώσει» (σελ. 131). Μ’ αυτή του τη διαπίστωση τελειώνει και το διήγημα.
  Στην «Περιπέτεια μιας παντρεμένης» το κύριο πρόσωπο είναι πάλι γυναίκα. Ξεπορτίζει, αλλά δεν θα τολμήσει να πέσει στην αγκαλιά του νεαρού που τη φλερτάρει. «Είχε μείνει παρέα με εκείνο το αγόρι, περιμένοντας να περάσει η ώρα ν’ ανοίξουν την εξώπορτα. Αυτό ήταν όλο» (σελ. 133).
  Όταν όμως κατά τις έξι επέστρεψε στην πολυκατοικία της είδε ότι ακόμη δεν είχε ανοίξει η εξώπορτα. Πηγαίνει σε ένα κοντινό μπαρ όπου συναντάει διάφορους.   
  «Η Στεφανία κατάλαβε πως είχε συμβεί κάτι, από το οποίο δε θα μπορούσε ποτέ να κάνει πίσω. Αυτός ο νέος τρόπος να βρίσκεται ανάμεσα στους άντρες –τον ξενύχτη, τον κυνηγό, τον εργάτη – την έκανε διαφορετική. Αυτή ήταν η μοιχεία που είχε κάνει, το γεγονός ότι είχε μείνει ανάμεσά τους έτσι, ίση απέναντι σε ίσους» (σελ. 141).
  Οι δυο παντρεμένοι στο «Η περιπέτεια δυο παντρεμένων» αγαπιούνται, όμως η νυχτερινή βάρδια του άντρα στη δουλειά του τους κάνει να βλέπονται ελάχιστα. Στο διήγημα κυριαρχεί η συμπερίληψη, η αφήγηση δηλαδή καθημερινών, επαναλαμβανόμενων σκηνών, με το ρήμα στον παρατατικό. Και τελειώνει:
  «Η Έλιντε πήγαινε στο κρεβάτι, έσβηνε το φως. Ξαπλωμένη, άπλωνε το πόδι της προς την πλευρά του άντρα της, να βρει τη ζέστα του κορμιού του, αλλά κάθε φορά καταλάβαινε πως η δική της η μεριά ήταν πιο ζεστή, σημάδι ότι και ο Αρτούρο είχε κοιμηθεί εκεί, κι ένιωθε να την κατακλύζει η τρυφερότητα» (σελ. 147).
  Στην «Περιπέτεια ενός ποιητή» ο πεζογράφος Καλβίνο σατιρίζει τους ποιητές, οι οποίοι δεν μπορούν να απολαύσουν την ομορφιά αν δεν την μεταφράσουν σε λέξεις. Τον Ουσνέλι τον παρέσυρε στο όμορφο νησάκι η φίλη του.
  «Η Ντέλια ήταν μια παθιασμένη, σχεδόν φανατική, θαυμάστρια του Νότου, και μιλούσε ξαπλωμένη στη βάρκα με πάθος για όλα όσα έβλεπε, ίσως μάλιστα και με μια διάθεση κριτικής προς τον Ουσνέλι που, νιόφερτος σε τούτα τα μέρη, της φαινόταν ότι δε συμμεριζόταν όσο έπρεπε το δικό της ενθουσιασμό» (σελ. 149).
  Και το διήγημα τελειώνει:
  «Στο μυαλό του Ουσνέλι συνέχισαν να έρχονται λέξεις, πυκνές, ατέλειωτες, διασταυρωμένες η μία με την άλλη, χωρίς ανάπαυλα, χωρίς σειρά, ώσπου σιγά σιγά δεν μπορούσε να τις ξεχωρίσει, ένας χείμαρρος λέξεων που εξαφάνιζε το άσπρο της σελίδας και άφηνε μόνο το μαύρο, ένα μαύρο απόλυτο, αδιαπέραστο, απελπισμένο σαν κραυγή» (σελ. 155).
  Στην «Περιπέτεια ενός χιονοδρόμου» βλέπουμε το αγόρι να θαυμάζει την επιδεξιότητα της κοπέλας. Και το διήγημα τελειώνει: «…και του φαινόταν ότι εκεί, σ’ εκείνο το μπερδεμένο κουβάρι της ζωής, υπήρχε κάπου κρυμμένη η μυστική γραμμή, η αρμονία, που μονάχα η γαλάζια κοπέλα μπορούσε να ενσαρκώσει, κι αυτό ήταν το δικό της θαύμα, να ξέρει να διαλέγει κάθε στιγμή, μέσα από το χάος των χιλιάδων πιθανών κινήσεων, μονάχα εκείνη που ήταν σωστή, ανάλαφρη και αναγκαία, εκείνη μονάχα την κίνηση που ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες χαμένες κινήσεις έχει σημασία» (σελ. 165).
  Ναι, οι έρωτες είναι δύσκολοι. Στο τελευταίο διήγημα «Η περιπέτεια ενός αυτοκινητιστή» ο άντρας τρέχει να συμφιλιωθεί με την κοπέλα του με την οποία είχε τσακωθεί τηλεφωνικά. Μήπως όμως και αυτή τρέχει να τον βρει, πηγαίνοντας προς την πόλη του, με στόχο επίσης να συμφιλιωθεί μαζί του; Αλλά αν προλάβει ο αντίζηλος; Βρίσκεται κανείς τους σε κάποιο από τα αυτοκίνητα που συναντά στο δρόμο του; Όλο το διήγημα είναι η συνεχής ανακύκλωση στο μυαλό του αυτών των εκδοχών, με διάφορες παραλλαγές.
  Το «Αργεντινό μυρμήγκι», μια εκτενής νουβέλα, μου θύμισε τα «Πουλιά» του Χίτσκοκ. Μια πλημμύρα από μυρμήγκια κάνουν τη ζωή δύσκολη όχι μόνο στο ζευγάρι αλλά και στους γείτονές τους. Μεγάλο λάθος να νοικιάσουν εκείνο το σπίτι. Όλες οι προσπάθειες να τα εξοντώσουν αποβαίνουν μάταιες. Μακριά από το σπίτι, στο λιμάνι, θα βρουν επί τέλους κάποιες στιγμές ηρεμίας.
  Η δεύτερη νουβέλα έχει τίτλο «Το νέφος».
  Το νέφος είναι το «smog», smoke and fog, προϊόν της ρύπανσης του περιβάλλοντος. Σ’ αυτήν ο Καλβίνο σατιρίζει την αδιαφορία του κοινού απέναντι στο πρόβλημα, αλλά και εκείνους που δήθεν το πολεμάνε για να ρίξουν στάχτη στα μάτια του κόσμου ενώ είναι οι ίδιοι που το δημιουργούν.
  Και τελειώσαμε με τον Καλβίνο. Αν ανακαλύψω και κάποιο άλλο βιβλίο του στο ράφι των τύψεων θα επανέλθω.