Μίλαν Κούντερα, Η Βραδύτητα (μετ. Σεραφείμ Βελέντζας),
Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1996, σελ. 161
Δημοσιεύτηκε στο έντυπο της ΕΠΟΙΖΩ «Ποιότητα Ζωής», Ιούλ.
Αύγ. 1997, τ. 55.
Η «Βραδύτητα»
είναι ένα «μυθιστόρημα με θέση» (roman à thèse). Η
επικούρεια ηδονή προβάλλεται ως υπέρτατη αξία. Υπονομεύεται όμως από την
«ταχύτητα» της σημερινής εποχής.
Τη θέση αυτή την
προβάλλει μυθοπλαστικά πλέκοντας παράλληλα δυο ιστορίες που όμως δεν είναι
καθόλου παράλληλες μέσα στο χρόνο. Η
μια συμβαίνει στον 18ο αιώνα και η άλλη στον 20ο. Οι δύο
ιστορίες τίθενται αντιστικτικά. Στην
πρώτη πετυχαίνεται μια υψηλή ικανοποίηση, ενώ στη δεύτερη η ικανοποίηση αυτή ματαιώνεται
από μια παροδική σεξουαλική ανικανότητα του ήρωα.
Στο έργο του αυτό ο Κούντερα μας
παρουσιάζει μια ιστορία με τη φωνή και την προοπτική ενός τριτοπρόσωπου αφηγητή.
Ξαφνικά τον παραμερίζει και εμφανίζεται ο ίδιος στο προσκήνιο, ως
συγγραφέας, με το όνομα του, σε δυο χιουμοριστικά επεισόδια.
Έτσι η κύρια αφήγηση
τίθεται σε ένα δεύτερο, απροκάλυπτα φανταστικό, επίπεδο
και τα επεισόδια αυτά σε ένα πρώτο, (ψευτο)ρεαλιστικό επίπεδο.
Έχει ειπωθεί ότι η
τριτοπρόσωπη αφήγηση, με την εσωτερική εστίαση, είναι η αφήγηση από την
προοπτική ενός παντογνώστη θεού. Ακόμη, ότι ο θεός είναι ο Μέγας Είρωνας, γιατί
ξέρει το μέλλον των πλασμάτων που έπλασε. Με μια πιο κυριολεκτική σημασία
εμφανίζεται εδώ ο Κούντερα απόλυτα ειρωνικός. Τους ήρωές του τους
αντιμετωπίζει με ένα καυστικό σαρκασμό. Και, προφανώς, εννοώντας τους
μετωνυμικά, σαρκάζει ανάλογους τύπους, κυρίως τον «χορευτή» της εποχής των mass media, τους
κάθε είδους επιδειξίες των τηλεοπτικών μέσων, τις στάσεις ζωής τους και τις καταστάσεις
στις οποίες εμπλέκονται.
Ο συγγραφέας βάζει
τον νεαρό ιππότη του 18ου αιώνα να συναντιέται με τον μοτοσικλετιστή του
20ου. Στη συνάντηση αυτή απαξιώνεται ο «μηχανόβιος»
ήρωας του 20ου, παρουσιαζόμενος ως εγωκεντρικός και φαντασιοκόπος.
Γραμμένο στα
γαλλικά το μυθιστόρημα αυτό απηχεί το «ρουσσωϊκό» ιδεώδες του 18ου αιώνα,
προβάλλοντας, αν όχι μια επιστροφή στη φύση, τουλάχιστον την επιστροφή σε πιο «φυσικές»
εποχές. Το μοτίβο της νοσταλγίας του χρυσού παρελθόντος δίδεται για άλλη μια
φορά σε μια υπέροχη μυθοπλασία από τον μεγάλο στυλίστα Μίλαν Κούντερα· ενός
παρελθόντος που δεν είχε γνωρίσει ακόμη τους ξέφρενους ρυθμούς ζωής του αιώνα
μας.
Μίλαν
Κούντερα, Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη, 2007, σελ. 307
Θα
αρχίσω με κάτι που έχω ξαναπεί, ότι ο Κούντερα και ο Μάρκες είναι οι πιο
αγαπημένοι μου εν ζωή (ο θεός να τους δίνει χρόνια) συγγραφείς. Την αβάσταχτη
ελαφρότητα τη διαβάζω σε δεύτερη ανάγνωση. Η πρώτη ήταν από την έκδοση της
Εστίας, το 1986, τρία χρόνια μετά την έκδοση του έργου στο πρωτότυπο.
Η
στόφα του Κούντερα είναι η στόφα του δοκιμιογράφου. Δεν είναι τυχαίο που
κάποιοι θεωρούν ως κορυφαίο έργο του το «Γέλιο», το πρώτο του έργο, και πιστεύω
πως αυτό οφείλεται στο ότι εκεί σχεδόν απουσιάζει ο δοκιμιακός λόγος.
Το
έργο ξεκινάει με ένα σχόλιο πάνω στην ιδέα της αιώνιας επιστροφής. Όμως το
κυρίως σχόλιό του αναφέρεται στον Οιδίποδα. Ο Οιδίπους, λέει, όταν
συνειδητοποίησε την καταστροφή που έσπειρε γύρω του, ένοιωσε τόσο ένοχος,
παρόλο που αυτό έγινε άθελά του, και μάλιστα ενώ προσπάθησε να το αποφύγει, που
έβγαλε τα μάτια του. Οι δικοί μας πολιτικοί, μας λέει (μιλάει για την
Τσεχοσλοβακία, μην πάει αλλού ο νους σας, λίγο πριν και λίγο μετά την Άνοιξη
της Πράγας, 1967 για τους νεότερους), ενώ ξέρουν ότι είναι ένοχοι, όχι μόνο δεν
βγάζουν τα μάτια τους αλλά αποποιούνται κάθε ευθύνη.
Μιλάει
επίσης για το αγαπημένο μου θέμα, τις «ρίζες της σύμπτωσης». Πώς οι συμπτώσεις
παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη ζωή μας. Αντιγράφω τον μοιραίο διάλογο, που ένωσε
τη ζωή των δυο ηρώων.
«-Περίεργο, είπε εκείνη, είσαστε στο έξι. –Ποιο είναι το περίεργο;
ρώτησε εκείνος… -Είσαστε στο δωμάτιο έξι κι εγώ στις έξι τελειώνω τη δουλειά
μου» (σελ. 55).
Αν ο
διάλογος ήταν ανάποδα δεν θα εντυπωσίαζε, θα ήταν απλώς ένα καμάκι. Όμως η
κοπέλα φαίνεται να εντυπωσιάστηκε πραγματικά.
Ο
Κωνσταντίνος Μπούρας μας έλεγε κάποτε ότι είπε ο Πυθαγόρας νομίζω, πως κάθε
άνθρωπος έχει τον δικό του ξεχωριστό αριθμό. Εμένα είναι το έξι αντεστραμμένο,
δηλαδή το 9. Στα τρία από τα τέσσερα τελευταία σπίτια όπου έχω ζήσει τα
τελευταία 27 χρόνια το νούμερο της οδού που μένω είναι 9. 29 Γενάρη γεννήθηκα,
να ευχαριστήσω από εδώ άλλη μια φορά όσους μου ευχήθηκαν στο facebook, αλλά και οι
λίγοι φίλοι που μου ευχήθηκαν τηλεφωνικά (κάποιους τους ενημέρωσαν τα παιδιά
τους, φίλοι μου στο facebook). 9 είναι τα βιβλία που έχω εκδώσει μέχρι στιγμής (αυτό θα μου πείτε
δεν πιάνει, αφού σε λίγο μπορεί να γίνουν δέκα). Με 99.999 ευρώ ξελασπώνω
εντελώς οικονομικά (Να δούμε, αυτό θα πιάσει;). Κοίτα να δεις, τώρα το
συνειδητοποίησα, οι δυο από τους τέσσερις αριθμούς του αυτοκινήτου μου είναι 9:
9859. Συμπληρώνω, με την ευκαιρία της συνολικής ανάρτησης (28-2-2017), κάτι που
μου επισήμανε ο φίλος μου ο Χρήστος. Το τηλέφωνό μου είναι 2927457 (Αθήνα).
Προσθέτοντας το πρώτο και το τελευταίο νούμερο μας δίνει 9. Το δεύτερο είναι
έτσι κι αλλιώς εννιά, ενώ προσθέτοντας το τρίτο και το τέταρτο μας δίνει επίσης
9, όπως και το πέμπτο και το έκτο.
Στην
επόμενη σελίδα ο Κούντερα θα σχολιάσει πιο διεξοδικά το τυχαίο, ή μάλλον τις
τυχαίες συμπτώσεις που αποδεικνύονται αποφασιστικές για τη ζωή μας. Πιο πριν,
στη σελίδα 54, είχε γράψει:
«Το τυχαίο είναι που κάνει τέτοια μάγια, όχι
το αναγκαίο. Για να είναι ένας έρωτας αξέχαστος πρέπει τα τυχαία να συναντώνται
σ’ αυτόν απ’ την πρώτη στιγμή, όπως τα πουλιά πάνω στους ώμους του Αγίου Φραγκίσκου
της Ασσίζης».
Πιο κάτω (σελ. 57) μιλάει για την ομορφιά του
τυχαίου (το εννοεί με την σημασία της σύμπτωσης) σχολιάζοντας μια σύνθεση του
Μπετόβεν και την «Άννα Καρένινα» του Τολστόι (Στην αποβάθρα ενός σιδηροδρομικού
σταθμού γνωρίζεται η Άννα με τον Βρόνσκι, τον άνδρα που στάθηκε αιτία να βάλει
τέρμα στη ζωή της πέφτοντας στις ράγες ενός τραίνου) για να καταλήξει: «θα
μπορούσαμε δικαίως να προσάψουμε στον άνθρωπο ότι είναι τυφλός στα τυχαία αυτά
στην καθημερινή ζωή και ότι στερεί έτσι τη ζωή από τη διάσταση της ομορφιάς της».
Έρωτας
και πολιτική είναι το θέμα του βιβλίου. Και σεξ. Ο Τόμας, χειρούργος, είναι από
αυτούς που αρνούνται να συμβιβαστούν με την νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε
μετά την εισβολή των σοβιετικών τανκς. Ερωτεύεται την Τερέζα, αλλά παράλληλα
κάνει και άλλες ερωτικές –σεξουαλικές για την ακρίβεια- σχέσεις, ακόμη και όταν
είναι πια παντρεμένοι.
Επειδή υπάρχει πάντα η υποψία
ότι ο συγγραφέας σε κάθε του έργο αυτοβιογραφείται, ο Κούντερα θεωρεί σκόπιμο
να μιλήσει για τον εαυτό του και να μας πει ότι δεν είναι αυτός ο Τόμας. «Τα πρόσωπα του
μυθιστορήματος μου είναι οι ίδιες μου οι δυνατότητες που δεν πραγματοποιήθηκαν»,
μας λέει. Για να μην τον περάσουμε δηλαδή για κανένα μανιακό του σεξ.
Το σεξ και ο έρωτας μπορεί να είναι
αλληλοτεμνόμενοι κύκλοι, αλλά δεν είναι ταυτόσημοι. Όμως πώς θα μπορούσε να
τελειώσει ο έρωτας ανάμεσα στον Τόμας και την Τερέζα, ένας έρωτας που περνούσε
κατά διαστήματα κρίσεις εξαιτίας του ότι ο Τόμας ξενοπηδούσε; Ο Κούντερα βρήκε
έναν έξυπνο τρόπο: τους σκοτώνει σε ένα τροχαίο. Και μάλιστα προσημαίνει το
θάνατό τους, ώστε να μην αγανακτήσουμε όσο θα έπρεπε με τη συμπεριφορά του Τόμας
απέναντι στη γυναίκα του, αλλά να νοιώσουμε προκαταβολικά τον «έλεο» για τον
θάνατό τους (Παρεμπιπτόντως, το τροχαίο που βάζει τέρμα στον έρωτα τον συζητάω στις
δυο προπροηγούμενες αναρτήσεις μου).
Να σχολιάσουμε τώρα κάποια ειδικά σημεία του
έργου. Διαβάζουμε: «Είχε γονατίσει στο προσκέφαλό της και του είχε έρθει η ιδέα
πως του την είχαν στείλει μέσα σ’ ένα καλάθι, στην επιφάνεια του νερού.
Έχω ήδη πει ότι οι
μεταφορές είναι επικίνδυνες. Ο έρωτας αρχίζει από μια μεταφορά. Μ’ άλλα λόγια:
ο έρωτας αρχίζει από τη στιγμή που μια γυναίκα εγγράφεται με μια από τις
κουβέντες της, στην ποιητική
μας μνήμη» (σελ. 209).
Σε ένα καλάθι, σαν τον Μωυσή. Λάθος του Κούντερα εδώ, δεν είπε καμιά κουβέντα η
Τερέζα. Απλώς ο ίδιος έπλασε τη μεταφορά στο μυαλό του. Και την ερωτεύτηκε.
Επίσης, κρίμα που προσθέτει το «επικίνδυνες». Ας μας άφηνε με την ψευδαίσθηση.
Όταν θέλεις να αναδείξεις τον έρωτα, δεν του βάζεις ταυτόχρονα και ένα βαρίδι.
Και η απόδειξη ότι δεν ήταν η «κουβέντα»,
βρίσκεται στην προηγούμενη σελίδα: «Δεν ζητάω την ηδονή, ζητάω την ευτυχία, κι
η ηδονή χωρίς ευτυχία δεν είναι ηδονή». Μ’ άλλα λόγια, χτυπούσε στο κιγκλίδωμα της
ποιητικής του μνήμης. Το κιγκλίδωμα όμως ήταν κλειστό. Δεν υπήρχε θέση γι’
αυτήν στην ποιητική μνήμη του Τόμας. «Δεν υπήρχε θέση γι’ αυτήν παρά μόνον πάνω
στο χαλί». Όταν έπλασε ο ίδιος τη μεταφορά, πάνω στην ποιητική του μνήμη, είναι
που η Τερέζα μετακόμισε από το χαλί στην καρδιά του.
Διαβάζουμε: «…ένας άντρας θέλει ν’ αλλάξει τη
γυναίκα του και μια γυναίκα τον άντρα της…» (σελ. 302). Δεν συμφωνώ. Συμφωνώ
περισσότερο με μια ρήση που κυκλοφόρησε, ανάμεσα σε άλλες, στο διαδίκτυο, και
δεν θυμάμαι τίνος είναι: Η γυναίκα παντρεύεται τον άνδρα με την ελπίδα ότι θα
τον αλλάξει. Τελικά διαψεύδεται, ο άνδρας δεν αλλάζει. Ο άνδρας παντρεύεται τη
γυναίκα με την ελπίδα ότι θα μείνει πάντα όπως είναι. Και αυτός διαψεύδεται: η
γυναίκα αλλάζει.
Θα μπορούσαμε να θέσουμε το ζήτημα σε
ψηφοφορία.
Σε μια κινηματογραφική διασκευή υπάρχει πάντα
μια συμπύκνωση του λογοτεχνικού έργου, για να χωρέσει στο δίωρο, έστω στο
τρίωρο μιας παράστασης. Στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου από τον Φίλιπ
Κάουφμαν (1988), με την Ζιλιέτ Μπινός νεότατη και πανέμορφη, διαπιστώσαμε το
εξής παράδοξο: κάποια ερωτικά επεισόδια στην ταινία διαρκούν περισσότερο από ό,
τι στο μυθιστόρημα. Ίσως γι’ αυτό η ταινία τράβηξε κοντά στο τρίωρο (171 λεπτά
για την ακρίβεια). Έπρεπε να καλυφθούν όλα τα γούστα.
Αλλά στον Κούντερα θα επανέλθουμε.
Μίλαν Κούντερα, Ο πέπλος, Εστία 2005.
Ο
Κούντερα, μαζί με τον Μάρκες, είναι οι δυο πιο αγαπημένοι μου συγγραφείς εν
ζωή. Έτσι, αφού διάβασα τον «Πέπλο», σκέφτηκα να γράψω δυο λογάκια για τον
αγαπημένο μου συγγραφέα.
Αυτό
που μου αρέσει στον Κούντερα είναι η ανατρεπτική τόλμη του. Σε ένα από τα
μυθιστορήματά του (δεν θυμάμαι ποιο) ξεκινάει αναρωτώμενος γιατί ο κόσμος να
δοξάζει τους 300 του Λεωνίδα (ας θυμηθούμε το πρόσφατο χολιγουντιανό φιλμ) και
όχι τους 700 Θεσπιείς, οι οποίοι έμειναν οικιοθελώς, ενώ οι Σπαρτιάτες δεν
είχαν άλλη επιλογή. Επίσης σε άλλο του μυθιστόρημα αναρωτιέται γιατί ο Οιδίπους
να νιώθει ένοχος αφού έκανε τα πάντα για να αποτρέψει το κακό;
Το
ίδιο πράγμα διαπίστωσα και στον «Πέπλο», πρωτοτυπία και τόλμη στον τρόπο που σχολιάζει
θέματα λογοτεχνίας και λογοτεχνικά έργα. Δεν μπόρεσα να μην κάνω την σύγκριση
με τον Auerbach, για τον οποίο μιλάω στο blog μου. Ο Auerbach αναλύει διεξοδικά, σαν φιλόλογος, παραθέτοντας αποσπάσματα για να
εξακτινωθεί στη συνέχεια στο υπόλοιπο έργο, στο συγγραφέα και στην εποχή. Ο
Κούντερα σχολιάζει επικεντρωνόμενος στο σημαντικό, στο ουσιώδες, αλλά κυρίως σε
κάτι για το οποίο ο ίδιος έχει μια προσωπική άποψη.
Ξεφυλλίζω το βιβλίο, για να σχολιάσω κάποια σημεία. Παραθέτω ένα
απόσπασμα:
«Άραγε
εννοώ ότι για να κρίνουμε ένα μυθιστόρημα μπορούμε να παραβλέψουμε τη γνώση της
γλώσσας του πρωτοτύπου; Και βέβαια, αυτό ακριβώς εννοώ! Ο Ζιντ δεν ήξερε
ρωσικά, ο Μπέρναρντ Σω δεν ήξερε νορβηγικά, ο Σαρτρ δεν διάβαζε Ντος Πάσος στο
πρωτότυπο. Αν τα βιβλία του Γκομπρόβιτς και του Ντανίλο Κις εξαρτώνταν
αποκλειστικά από την κρίση αυτών που ξέρουν πωλωνικά και σερβοκροατικά, ο
ριζοσπαστικός αισθητικός νεωτερισμός τους δεν θα είχε ανακαλυφθεί ποτέ» (σελ.
51).
Και
πιο κάτω:
«Οι
μεγάλοι μυθιστοριογράφοι που επικαλούνταν τον Ραμπελαί τον είχαν διαβάσει
σχεδόν όλοι από μετάφραση» (σελ. 78)
Εδώ θα
μπορούσα να αναφέρω τους θαυμάσιους ελληνιστές Πιερ Βιντάλ Νακέ και Ζαν Πιερ
Βερνάν, που, όπως διάβασα κάπου, δεν ήξεραν ελληνικά.
Και
θέλω να συγκρίνω με τον Auerbach. Δεν ξέρω αν ήταν ελληνομαθής, πάντως λατινομαθής ήταν, και γαλλομαθής
και αγγλομαθής και ισπανομαθής και ιταλομαθής, κρίνοντας από τα αποσπάσματα που
παραθέτει. Πάντως όχι ρωσομαθής, και γι’ αυτό δεν σχολιάζει τους Ρώσους
κλασικούς, όπως λέει.
Νομίζω
ότι ο Κούντερα έχει δίκιο. Μπορεί η μετάφραση να χάνει από το πρωτότυπο, αλλά
και η ανάγνωση από το πρωτότυπο χάνει, εκτός πια και αν ο αναγνώστης κατέχει τη
γλώσσα σε βαθμό τελειότητας. Όσες φορές διάβασα βιβλία στο πρωτότυπο, δεν το
έκανα για να τα απολαύσω περισσότερο, αλλά για να μάθω καλύτερα τη γλώσσα, σαν
ένα κίνητρο να πλουτίσω το λεξιλόγιό μου και να εμπεδώσω το ήδη υπάρχον. Και
άτομα σαν τον Auerbach είναι λίγα. Φανταστείτε να γινόταν το ίδιο στο χώρο της θεωρίας της
λογοτεχνίας, να διαβάζαμε δηλαδή και να σχολιάζαμε μόνο τους θεωρητικούς που
ξέρουμε τη γλώσσα τους. Αν γνωρίζουμε σήμερα τον Μπαχτίν και τον Προπ, τους
ξέρουμε από τις μεταφράσεις. Όμως αν κάποιοι θεωρητικοί της λογοτεχνίας ήξεραν
ρώσικα και ενδιαφερόντουσαν πιο πριν για αυτούς τους δυο, δεν θα μαθαίναμε για
το έργο τους με τριάντα χρόνια καθυστέρηση.
Όπως ο
Auerbach μιλάει
για υψηλό ύφος και χαμηλό ύφος, έτσι και ο Κούντερα μιλάει για την «τρομοκρατία
του μικρού πλαισίου» που λίγο ενδιαφέρεται για την αισθητική, και για το μεγάλο
πλαίσιο της Weltliteratur (παγκόσμιας λογοτεχνίας) όπου αυτό που μετράει κατ’ εξοχήν είναι το
αισθητικό κριτήριο. Οι Γάλλοι, σε σχετικό γκάλοπ βάζουν πρώτο τον Ουγκώ, ο
οποίος στο πλαίσιο της παγκόσμιας λογοτεχνίας τίθεται πιο κάτω από τους
Σταντάλ, Μπαλζάκ και Φλωμπέρ.
Γιατί
αυτό το σχόλιο.
Διότι
βάζουμε συχνά τη δική μας λογοτεχνική παραγωγή στον προκρούστη της
Ελληνικότητας, το δικό μας «μικρό πλαίσιο».
Ο
Κούντερα, παραθέτοντας ένα απόσπασμα από το «Αβαδδών ο εξολοθρευτής» (1974),
υπερασπίζεται, ασυνείδητα νομίζω, την δική του ποιητική:
«Στον
σύγχρονο κόσμο που τον έχει εγκαταλείψει η φιλοσοφία και τον έχουν
κατακερματίσει οι εκατοντάδες επιστημονικές εξειδικεύσεις, μας έμεινε το
μυθιστόρημα σαν έσχατο παρατηρητήριο απ’ όπου μπορείς να αγκαλιάσεις την
ανθρώπινη ζωή σαν σύνολο» (σελ. 102).
Το
δοκιμιακό μέρος σε ένα μυθιστόρημα μου αρέσει πάντα, και τα δοκιμιακά τμήματα
στα μυθιστορήματα του Κούντερα είναι ανυπέρβλητα.
«Η
μετάβαση από την ανωριμότητα στην ωριμότητα είναι η υπέρβαση της λυρικής
στάσης… ο μυθιστοριογράφος γεννιέται από τα ερείπια του λυρικού του κόσμου»
(σελ. 109).
Ένας
ποιητής (και η ποίηση είναι σε μεγάλο βαθμό λυρική), αν θέλει να ωριμάσει
πρέπει να περάσει στο μυθιστόρημα. Ή μάλλον, για να αποδείξει την ωριμότητά του
πρέπει να περάσει στο μυθιστόρημα. Ο Νίτσε βέβαια θα είχε αντιρρήσεις, βλέπει
με καχυποψία την ωριμότητα, οι Έλληνες ήταν μεγάλα παιδιά, η παρακμή τους
άρχισε όταν ωρίμασαν, με τον Σωκράτη κ.λπ. κ.λπ, αλλά αυτό είναι άλλη κουβέντα.
Και
κάτι που με συντάραξε, γιατί είναι η τωρινή υπαρξιακή μου εμπειρία:
«Λέω:
πρέπει να διαβάσετε τον Φερντυντούρκε!
Ή την Πορνογραφία!
Με
κοιτάζει μελαγχολικά. «Φίλε μου, η ζωή μπροστά μου λιγοστεύει. Η δόση του
χρόνου που εξοικονόμησα για τον συγγραφέα σας εξαντλήθηκε» (σελ. 119).
Βρίσκομαι στην ηλικία που συνειδητοποιεί κανείς ότι δεν μπορεί να
διαβάσει όλα τα βιβλία που θα ήθελε να διαβάσει, και αναγκαστικά κάνει
επιλογές. Εγώ έχω κάνει την πρώτη μου επιλογή: Τους κλασικούς. Τη δεύτερη: Βιβλία
φίλων. Και την τρίτη: Ένα (Τουλάχιστον; Το πολύ; Εξαρτάται) από τους καλούς
σύγχρονους.
Οι
αγέλαστοι: τίτλος κεφαλαίου. Χωρίς σχόλια.
Και
ένα απόσπασμα που παραθέτει ο Κούντερα από ένα βιβλίο του μεσοπολέμου, και που
το παραθέτω με τη σειρά μου για τους φίλους μου (quartier libre κ. ά.) που δεν εννοούν να καταλάβουν τη μανία μου με τη σιέστα:
«Ο
ύπνος είναι η πιο θεμελιώδης ανθρώπινη επιθυμία» (σελ. 145).
Αν
παραθέσω όλα τα αξιοθαύμαστα που βρήκα σ’ αυτό το βιβλίο δεν θα έχω σταματημό.
Γι’ αυτό προτιμώ να σταματήσω εδώ.
19-2-2008
Μίλαν Κούντερα, Συνάντηση, (μετ. Γιάννης Η.
Χάρης), Βιβλιοπωλείο της Εστίας 2010, σελ. 214.
Ένα ακόμη βιβλίο με αριστουργηματικά δοκίμια
από τον μεγάλο Τσέχο συγγραφέα.
Δύο
είναι οι εν ζωή μυθιστοριογράφοι που μου αρέσουν ιδιαίτερα: ο Μάρκες και ο
Κούντερα. Έχοντας τη στόφα του δοκιμιογράφου, προτιμώ τον Κούντερα o οποίος, μετά το
«Αστείο», το πρώτο του μυθιστόρημα, δοκιμιογραφεί ακατάπαυστα, και μέσα στα
μυθιστορήματά του και έξω από αυτά. Η τελευταία συλλογή δοκιμίων του
κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας, με τίτλο «Συνάντηση».
Στον
δοκιμιογράφο Κούντερα διακρίνει κανείς όλες τις αρετές που μπορεί να έχει ένα
δοκίμιο, και που σπάνια τις συναντάει κανείς μαζεμένες: Οξύτητα παρατήρησης,
τολμηρές σκέψεις, εύρος γνωστικού πεδίου, υφολογικές αρετές. Πιστεύω ότι μόνο ο
Έκο θα μπορούσε να τον συναγωνιστεί.
Στη
«Συνάντηση» υπάρχουν κείμενα γραμμένα σε διάφορες περιόδους της ζωής του
συγγραφέα, αν και τα περισσότερα δεν έχουν χρονολογική ένδειξη. Η πιο πρώιμη
χρονολογία που είδαμε είναι το 1980. Τα θέματά του μπορεί να είναι περισσότερο
ή λιγότερο ενδιαφέροντα για τους περισσότερους αναγνώστες, όμως ο τρόπος
πραγμάτευσής τους τα κάνει όλα ιδιαίτερα ελκυστικά. Κάποια από τα θέματά του τα
επαναπραγματεύεται, κάτω από το πρίσμα μιας, αν όχι πιο ώριμης, πάντως ελαφρά
διαφορετικής οπτικής.
Με
πατέρα πιανίστα και με σπουδές στη σύνθεση, είναι αναπόφευκτο να έχει ένα
ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μουσική. Μιλάει εκτενώς για τον Λέος Γιάνατσεκ, για
τον Άρνολντ Σαίνμπεργκ, ενώ αυτά που γράφει για τον Γιάννη Ξενάκη είναι
ενδιαφέροντα για τον έλληνα αναγνώστη. Το παρακάτω απόσπασμα μας κάνει να
νοιώθουμε υπερήφανοι για τον μεγάλο μας έλληνα συνθέτη.
«Στη
μουσική του Ξενάκη βρήκα παρηγοριά. Έμαθα να την αγαπώ στην πιο ζοφερή εποχής
της ζωής μου και της γενέτειράς μου» (σελ. 96). Γράφοντας αυτές τις γραμμές
μπαίνω στον πειρασμό να τελειώσω αυτό το σημείωμα ακούγοντας Ξενάκη. Βάζω την «Περσέπολη».
Για
την Ελλάδα, που πατάει με το ένα πόδι στην Ανατολή και με το άλλο στη Δύση,
γράφει: «Το ίδιο δίλημμα ισχύει για την Ελλάδα, που κατοικεί ταυτόχρονα στον
ανατολικοευρωπαϊκό κόσμο (παράδοση του Βυζαντίου, ορθόδοξη Εκκλησία, ρωσόφιλος
προσανατολισμός) και τον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο (ελληνορωμαϊκή παράδοση, ισχυροί
δεσμοί με την Αναγέννηση, νεωτερικότητα). Οι αυστριακοί ή οι έλληνες μπορεί σε
ζωηρές αντιπαραθέσεις να αμφισβητούν ένα προσανατολισμό προς όφελος ενός άλλου,
αλλά από κάποια απόσταση θα μπορούσε να πει κανείς υπάρχουν έθνη που η
ταυτότητά τους χαρακτηρίζεται από τον δυισμό, από την πολυπλοκότητα του μεσαίου
πλαισίου τους, και εκεί ακριβώς βρίσκεται η ιδιαιτερότητά τους» (σελ. 115-116).
Εμείς
θα το λέγαμε πιο λαϊκά: μπορούμε να το παίζουμε δίπορτο.
Πιο
κάτω διαβάζουμε:
«Η
επανάληψη των σκανδάλων είναι η βασίλισσα όλων των σκανδάλων». Αν μιλάμε για
την Ελλάδα δεν θα λέγαμε βασίλισσα, αλλά αυτοκράτειρα.
Από τα
πιο ενδιαφέροντα κείμενα είναι εκείνο για τον Ανατόλ Φρανς, όπου μιλάει για τις
«μαύρες λίστες». Αναρωτιέται: Από πού αντλούν τη δύναμή τους οι μαύρες λίστες;
Από πού έρχονται οι μυστικές διαταγές με τις οποίες συμμορφώνονται;» (σελ. 60).
Δίνει
αμέσως την απάντηση: «Από τα σαλόνια. Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν έπαιξαν τόσο
μεγάλο ρόλο τα σαλόνια όσο στη Γαλλία. Χάρη στην αριστοκρατική παράδοση που
κρατάει αιώνες, έπειτα χάρη στο Παρίσι, όπου σ’ έναν περιορισμένο χώρο
συνωστίζεται όλη η πνευματική ελίτ της χώρας και κατασκευάζει απόψεις∙ που δεν
τις διαδίδει με κριτικές μελέτες, με επιστημονικές συζητήσεις, αλλά με
φανταχτερές διατυπώσεις, με λογοπαίγνια, με κακεντρεχή ευφυολογήματα».
Μόλις πριν τρεις μέρες βρέθηκα μάρτυρας ενός
τέτοιου λογοπαίγνιου, που κάποιος προσπαθούσε να χώσει φίλο μου συγγραφέα σε
μαύρη λίστα. Δεν θα πω το λογοπαίγνιο, γιατί θα αποκαλύψω το φίλο μου.
Παρακάτω:
«Προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τις πολιτικές απόψεις του συγγραφέα,
αδημονώντας να τις κρίνουν. Ο ασφαλέστερος τρόπος να σου ξεφύγει ένα
μυθιστόρημα» (σελ. 71).
Στη
στρατευμένη λογοτεχνία (la literature engageé του Σαρτρ) δεν χρειάζεται καν να διαβάσεις
για να αποκρυπτογραφήσεις, μπορείς να κρίνεις χωρίς καν να διαβάσεις. Σίγουρα
δεν είναι μεγάλος, αλλά πολλοί τον έκριναν χωρίς να τον διαβάσουν: μιλάω για
τον Λουντέμη. Με τον Γκόρκι βέβαια τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Εκεί θα
ψάξεις να βρεις την αχίλλειο πτέρνα. Κάποιος τη βρήκε στη «Μάνα», δεν θυμάμαι
αν το διάβασα ή το άκουσα, πάντως πρόσφατα.
«Η
κακία μπορεί καμιά φορά να γίνει ερήμην της εγκώμιο!» (σελ. 73). Αμέσως πιο
πριν γράφει ο Κούντερα: «Ο Πωλ Βαλερύ (μέσα σε μια και μόνο σύντομη φράση)
βάζει τα βιβλία του Φρανς πλάι στα βιβλία του Τολστόι, του Ίψεν και του Ζολά,
και τα χαρακτηρίζει ‘ελαφρά έργα’». Ο κρίνων κρίνοντας κρίνεται.
Θα
τελειώσω την παρουσίαση αυτή του τελευταίου βιβλίου του Κούντερα με το παρακάτω
απόσπασμα.
«Στην
εποχή μας μάθαμε να υποτάσσουμε τη φιλία σ’ αυτό που αποκαλούμε πεποιθήσεις.
Και μάλιστα με την περηφάνια μιας ηθικής ευθύτητας. Χρειάζεται όντως μεγάλη
ωριμότητα για να καταλάβουμε ότι η άποψη την οποία προασπιζόμαστε είναι απλώς
ένας ευσεβής πόθος, μια ιστορία αναγκαστικά ατελής, πιθανόν εφήμερη, που μόνο
οι φοβερά στενόμυαλοι την παρουσιάζουν σαν βεβαιότητα ή αλήθεια. Αντίθετα με
την παιδαριώδη πίστη σε μια πεποίθηση, η πίστη σ’ ένα φίλο είναι αρετή, ίσως η
μοναδική, η ύστατη» (σελ. 140).
Με τον
καλύτερό μου φίλο δεν μοιραζόμαστε τις ίδιες (πολιτικές) πεποιθήσεις.
Αυτά
και άλλα ενδιαφέροντα θα βρει ο αναγνώστης στον Κούντερα. Και ελπίζω να μη γίνει
και μ’ αυτόν ό,τι έγινε με τον Καζαντζάκη, να μείνει κορυφαίος αλλά χωρίς το
Νόμπελ. Πάνε σχεδόν τριάντα χρόνια που το πήρε ο Μάρκες (για την ακρίβεια 28),
καιρός να το πάρει και ο Κούντερα. Και τον Μπόρχες, να προσθέσω τώρα.
Μπάμπης
Δερμιτζάκης