Γιάννης Ν. Ζουγλάκης, Ήτανε Θε μου μια φορά…
Βιβλιοεπιλογή-Γιώργος Αναστασάκης 2018, σελ. 305
Η παρακάτω
βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο
Λέξημα,
στο τρίτο τεύχος της «Βαϊνιάς» και στην «Ιεράπετρα 21
ος αιώνας»,
18-7-2019
Σε τέταρτη έκδοση
κυκλοφορεί το βιβλίο του Γιάννη Ζουγλάκη «Ήτανε Θε μου μια φορά». Οι δυο πρώτες
εκδόσεις γίνανε από την «Ιεράπετρα 21ος αιών», το 2017, ενώ η τρίτη
και η τέταρτη από τον εκδοτικό οίκο «Βιβλιοεπιλογή».
Έχουμε ήδη
παρουσιάσει το προηγούμενο βιβλίο του Γιάννη Ζουγλάκη που έχει τίτλο «
Βαϊνιά, νοσταλγική
διαδρομή στο χρόνο», στην Παγκρήτια Ένωση στις 21 Μαρτίου 2005. Το «Ήτανε
Θε μου μια φορά» αποτελεί κατά κάποιο τρόπο συνέχειά του.
Ξεφυλλίζουμε το
βιβλίο για να σημειώσουμε τα κύρια θέματά του και να παραθέσουμε κάποια
αποσπάσματα που υπογραμμίσαμε.
Τον πρόλογο υπογράφει ο Χριστόφορος
Χαραλαμπάκης, όλοι τον ξέρετε. Ανάμεσα στα άλλα γράφει:
«Ο Γιάννης Ζουγλάκης
περιγράφει γεγονότα και καταστάσεις που έζησε φέρνοντας στην επιφάνεια
προσωπικά βιώματα, αρκετά από τα οποία ξεπερνούν το φράγμα της ατομικότητας
καθώς αντικατοπτρίζουν την κρητική ζωή των τελευταίων ογδόντα χρόνων με τις
μετακατοχικές στερήσεις και τις συμφορές που συσσώρευσε η ιταλογερμανική κατοχή
και ο εμφύλιος» (σελ. 14).
Τα αρχικά κεφάλαια
είναι κεφάλαια αναμνήσεων, μέσα από τις οποίες ο Ζουγλάκης ανασυστήνει τη
Βαϊνιά των παιδικών του χρόνων. Σε ένα οδοιπορικό-επιστροφή στην πατρίδα
περιγράφει τη συγκίνησή του βλέποντας γνώριμα τοπία, αλλά και έργα που έκανε ο
πολιτιστικός σύλλογος του χωριού.
Ποια είναι η «Αγία
τετράδα της κατοχής»; Είναι η φυλλάδα, τα κουκιά και η κριθινοκουλούρα». Μ’
αυτά έζησαν τότε οι Βαϊνιώτες. Διαβάζω:
«Είναι αλήθεια ότι
τα κουκιά δεν είχαν πολλούς φίλους, κυρίως μεταξύ των παιδιών» (σελ. 36).
Άκουσα τη μητέρα του
φίλου μου του Αντώνη να λέει στις γειτόνισσες, ότι ο γιος της τρώει όλα τα
όσπρια εκτός από τα κουκιά. Εμένα μου αρέσουν, αλλά είναι πανάκριβα. Προτιμώ τα
φρέσκα, σκορδάτα. Ο πατέρας μου φύτευε κάθε χρόνο κουκιά στο περβόλι μας.
Διαβάζω:
«Άμα έχεις λάδι και
ψωμί δεν φοβάσαι την πείνα» (σελ. 41).
Το ξέρω σε καλύτερη
εκδοχή από τον πατέρα μου: «Ο που ’χει λάδι και ψωμί έχει όλα τα καλά του
Θεού».
Τα επόμενα κεφάλαια
είναι λεξιλογικός πλούτος. Ο Ζουγλάκης χρησιμοποιεί κρητικές λέξεις, πολλές από
τις οποίες έχουν πέσει σήμερα σε αχρηστία, δίνοντας σε υποσημείωση τη σημασία
τους. Τις δίνει με αρίθμηση, και στην τελευταία βλέπουμε τον αριθμό 714.
Μια από τις λέξεις
αυτές είναι και η «λούτα», που σε υποσημείωση μας λέει ότι είναι η γουρούνα.
Και θυμάμαι στο γυμνάσιο που κάποιος καθηγητής μας είπε τη λέξη «γουρούνα» κι
εμείς γελάσαμε. Έδειξε να εκπλήσσεται. -Γιατί γελάτε; Δηλαδή εσείς πώς τη λέτε;
Και πετάγεται ένας συμμαθητής μου: «λούτα». Όλη η τάξη ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
Αυτό το «λούτα» ηχούσε αρκετά κωμικά στα αυτιά μας, αφού την ατάκα μιας
χωριανής μου, της Σπυριδολενιάς (γυναίκας του Σπυρίδου) τη λέγαμε για χρόνια
και γελάγαμε: «Ωρή Αννιά, άμε ωρή τη λούτα στο νερό να σκατατολοήσει». Δεν
έμαθα ποτέ τι σημαίνει αυτό το «σκατατολογώ», αλλά το διέσωσε αυτή η ατάκα.
Ο Ζουγλάκης δεν ανακαλεί
μόνο το παρελθόν, μιλάει και για το παρόν και τις επιπτώσεις του στην κοινωνία,
τόσο την τοπική όσο και την ευρύτερη. Αξίζει να παραθέσω κι εγώ τις δυο πρώτες
στροφές από ένα σατιρικό ποίημα του Σουρή που παραθέτει.
Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ’ όλη τη γη μοναδικό
εκατό να ξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς
να ’χει επτά πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Ο Ζουγλάκης αφηγείται
και πολλές αστείες ιστορίες, σαν τις δικές μου εύθυμες κατωχωρίτικες. Παραθέτω
τον παρακάτω διάλογο.
«-Εγώ εθάρρου ότι
αλλαξόσυρνες μιαολιά από τον κουζουλομανώλη, μα εσύ πετροβολάς.
-στη μπάντα μη σε
κουτουλήσει το βούι… του είπε με ειρωνικό βλέμμα…» (σελ. 145).
Σε υποσημείωση ο
Ζουγλάκης μας εξηγεί την πειρακτική σημασία αυτής της φράσης.
Θα παραθέσω κι εγώ
δικές μου αναμνήσεις, μια και δεν προβλέπεται να γράψω τη συνέχεια του βιβλίου
μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά».
Όταν κάποιος στην
παρέα μας έλεγε ότι είδε ένα όνειρο, εμείς σχολιάζαμε ειρωνικά: «Ντα θωρούνε τα
βούγια όνειρο»;
Και μια ακόμη.
Όταν έκανε κάποιος
ωτοστόπ σ’ ένα φορτηγατζή, αυτός του έλεγε: «Δεν παίρνω κοπρά». Φυσικά έπρεπε
να είναι φίλος του για να μην παρεξηγήσει. Και βέβαια τον έπαιρνε. Εκείνη την
εποχή δεν φόρτωναν κοπρά όλα τα φορτηγά, γιατί η καρότσα ήθελε μετά πολύ
καθάρισμα.
Το κεφάλαιο «Οι
ξεπαπούτσωτοι» με συγκίνησε ιδιαίτερα γιατί με γέμισε αναμνήσεις.
Συνειδητοποίησα ακόμη πόσο πλούσιο ήταν το χωριό μου, γνωστό άλλωστε σ’ όλη την
περιφέρεια, διαβάζοντας ότι πολλά παιδιά στη Βαϊνιά περπατούσαν ξεπαπούτσωτα
γιατί οι γονείς τους ήταν πολύ φτωχοί για να τους αγοράσουν παπούτσια. Θυμάμαι
μόνο ένα συμμαθητή μου που περπατούσε χωρίς παπούτσια όλο το χρόνο. Οι
υπόλοιποι ξεπαπουτσωνόμασταν από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο, γιατί μας άρεσε
να νοιώθουμε τα πόδια μας γυμνά πάνω στο χώμα. Βέβαια το κατακαλόκαιρο ήταν
πρόβλημα να περπατάμε στο δρόμο, καθώς η άσφαλτος ζεμάταγε από τη μαύρη πίσσα. Ευτυχώς
που στην άκρη υπήρχε χώμα, αν και όχι σε όλα τα σημεία.
Διαβάζω:
«Ο φίλος του αυτός,
δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του και ο δανειστής εστράφη κατά
του εγγυητού, με αποτέλεσμα να χάσει ό,τι είχε και δεν είχε» (σελ. 175).
Ένας φίλος μου την
πάτησε μ’ αυτό τον τρόπο. Και θυμάμαι τον πατέρα μου που συχνά μου παράγγελνε
να μη μπω ποτέ εγγυητής.
Διαβάζω: «Τολμούμε
σήμερα να αφήσομε τις πόρτες των σπιτιών μας ή των αποθηκών μας ξεκλείδωτες και
μάλιστα με τα κλειδιά στις κλειδαριές, όπως κάναμε τότε; (σελ. 190).
Σήμερα τις έχουμε
διπλοκλειδωμένες και πάλι οι κλέφτες τις παραβιάζουνε. Συμβουλή μου: βάλετε
συναγερμό στα σπίτια σας.
Κορυφαία, πράγμα που
επισημαίνει και ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, είναι τα δυο κεφάλαια για τη Σοφία,
μια γυναίκα που θα την χαρακτηρίζαμε σήμερα περιθωριακή. Στο πρώτο ο Ζουγλάκης
δίνει το λόγο στην ίδια τη Σοφία.
«Γιατί η
σκουπιδολαγνεία μου, που αποτελεί το ηρεμιστικό της ψυχής μου, γίνεται αιτία
κοινωνικού πολέμου εναντίον μου. Τον θεωρώ δικαιολογημένο, αλλά
αναποτελεσματικό και πάνω από τις δυνάμεις μου, αφού, από τα σκουπίδια
προμηθεύομαι και τις τροφές για τα απροστάτευτα γατάκια που είναι οι πιο πιστοί
μου σύντροφοι» (σελ. 196).
Στο επόμενο κεφάλαιο
ο Ζουγλάκης απευθύνεται σ’ αυτήν σ’ ένα εφέ αποστροφής, μια και ήδη είχε
αποδημήσει εις Κύριον.
«Νομίζω επίσης, ότι
δεν θα απομακρυνθώ πάρα πολύ από την πραγματικότητα, εάν ισχυρισθώ ότι είχες
κληρονομήσει την ψυχική απάθεια και την αταραξία των Στωικών και τον τρόπο ζωής
από τον κυνικό Διογένη, που όταν ρωτήθηκε “τίνες των ανθρώπων ευγενέστατοι;” έδωσε
την παρακάτω απάντηση: “εκείνοι που καταφρονούν τον πλούτο, τη δόξα, την
απόλαυση, τη ζωή και δεν πτοούνται από τη φτώχεια, την αδοξία, τον πόνο και τον
θάνατο”» (σελ. 199).
Ο σατιρικός
Γιουβενάλης, τον οποίο παραθέτει ο Ζουγλάκης, γράφει. «…οι Έλληνες δεν φέρονται
σαν απατεώνες, αλλά οι απατεώνες φέρονται σαν Έλληνες» (σελ. 217).
Μήπως απ’ αυτόν το
έκλεψε ο Τσώρτσιλ, που είπε παραφράζοντάς το, «Άλλοτε λέγαμε ότι οι Έλληνες
μάχονται σαν ήρωες, τώρα λέμε ότι οι ήρωες μάχονται σαν Έλληνες».
Και θυμήθηκα πάλι
τον πατέρα μου που έλεγε συχνά ότι οι ρωμιοί είναι μπαταξήδες.
Δυστυχώς δεν μπορώ
να παραθέσω άλλα σχετικά αποσπάσματα, γιατί η βιβλιοκριτική αυτή ήδη έχει
φτάσει σε μάκρος.
Ενδιαφέρων τέλος
είναι ο «Κατάλογος με τα ονόματα και τις δημευμένες περιουσίες των επαναστατών
που πέθαναν χωρίς κληρονόμους και των φυγάδων». Από τους επτά που αναφέρει για το
χωριό μου οι περισσότεροι είναι φυγάδες. Στο επόμενο κεφάλαιο παραθέτει τα
ονόματα αυτών που σκοτώθηκαν στην επανάσταση του ’21. Από το χωριό μου ήσαν εννιά.
Για την Επισκοπή αναφέρει
και ένα Νικολή Τιμουρτζή, που σε σημείωση ο Σταυρινίδης, ο μεταφραστής των
τουρκικών αρχείων από τον οποίο παίρνει τα στοιχεία ο Ζουγλάκης, γράφει:
Δερμιτζάκης, υφίσταται, έφυγε. Σπίτι 1 κ.λπ.
Μήπως εμείς οι
Δερμιτζάκηδες παλιά λεγόμασταν Τιμουρτζήδες; Τιμούρ, υπόψη, είναι ο Ταμερλάνος.
Σε ένα ρώσικο σήριαλ που έβλεπα παλιά, ένα πρόσωπο λεγόταν Τιμούρ.
Διαβάζω: «… όλα τα
μουσουλμανικά επίθετα έχουν κατάληξη σε -άκης» (σελ. 256), και λίγο πιο κάτω ο
Ζουγλάκης παραθέτει ένα σωρό τούρκικα ονόματα που τελειώνουν σε -άκης. Είχα
διαβάσει ότι οι τούρκοι πρόσθεσαν στα επίθετά μας το -άκης σαν υποτιμητικό, πράγμα
που ο κατάλογος αυτός διαψεύδει, όπως και ο κατάλογος με τα ονόματα των
χριστιανών από τα οποία λίγα τελειώνουν σε -άκης. Δεν αποκλείεται όμως οι
τούρκοι αυτοί να ήταν απόγονοι εκμουσουλμανισμένων χριστιανών.
Εξαιρετικό το βιβλίο
αυτό του Ζουγλάκη, η τέταρτη έκδοσή του μαρτυρεί ότι είναι ένα μίνι μπεστ σέλερ
για τα τοπικά δεδομένα. Εύχομαι να είναι καλοτάξιδο.