Γαβριέλλα Ουσάκοβα, Η ζωή μου, Κέδρος 1981, σελ. 427
Μετά τη βιογραφία μιας πόρνης από την Αννίτα Νικολάου που έχει τίτλο «Ελένη η πόρνη, ένας άγγελος στην κόλαση» σειρά έχει η αυτοβιογραφία «Η ζωή μου» της Γαβριέλλας Ουσάκοβα.
Καμιά σχέση η ζωή της Ελένης με τη ζωή της Γαβριέλλας. Η Ελένη, ένας άγγελος, σπρώχτηκε στον κόλαση από τους ίδιους τους γονείς της. Ο πατέρας της τη βίαζε με την ανοχή της μητέρας της, η οποία κάποια στιγμή την έδιωξε από το σπίτι. Η Γαβριέλλα, παρόλο που πέρασε αρχικά μια δύσκολη ζωή, μετά πέρασε μια ζωή ιδιαίτερα άνετη. Έχοντας πλούσιους πελάτες είχε κάνει χρήματα, είχε αγοράσει σπίτια. Όμως δεν είχε το δραματικό ξεκίνημα της Ελένης. Την έδιωξε βέβαια ο πατέρας της από το σπίτι, όμως και εκείνη, όπως δηλώνει ένας κυριολεκτικά υπότιτλος στο κάτω μέρος του εξωφύλλου, «Έγινα ιερόδουλος διότι εγεννήθην έτσι», ό,τι και αν σημαίνει αυτό. Ξέρω μια περίπτωση, το επάγγελμα ήταν οικογενειακό.
Η Γαβριέλλα ήταν μορφωμένη, ήξερε πέντε ξένες γλώσσες, πιάνο, και προπαντός έκανε αγαθοεργίες με αποτέλεσμα να είναι πολύ αγαπητή. «Ε, το πιστεύετε ότι φράγκο δεν μου έμεινε; Τάιζα τον κόσμο και, σαν φύγαν οι Ιταλοί και οι Γερμανοί, δεν είχα ούτε ναύλα να πάω στην Αγία Παρασκευή που είχα τη μαμά μου, και το ’κοψα με το πόδι» (σελ. 203).
Ακόμη:
«Ό,τι λεπτά μου έδινε ο κολονέλος μου – κόμης εν τη πολιτική ζωή – τα μετέτρεπα σε ψωμιά, τυριά και ό,τι τρόφιμα έβρισκα και τα μοίραζα Ασκληπιού στα παιδάκια. Με φώναζαν Στούκα» (σελ. 283).
Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
Υφολογικά βέβαια δεν έχει καμιά σχέση το ένα βιβλίο με το άλλο. Η Αννίτα Νικολάου είναι δημοσιογράφος, το βιβλίο της έχει μια λογοτεχνικότητα, ενώ το βιβλίο γης Γαβριέλλας έχει μια γλώσσα διεκπεραιωτική, λαϊκή, αλλά και το χαρακτηριστικό της αμεσότητας που το κάνει ελκυστικό.
Η Γαβριέλλα ήλθε στην Ελλάδα από τη Ρωσία, μετά την οκτωβριανή επανάσταση. Με το πρώτο κύμα. Το δεύτερο κύμα ήλθε μετά την κατάρρευση του κομουνισμού που εγκαθιδρύθηκε από την οκτωβριανή επανάσταση, το 1990.
Γιατί, δεν τους άρεσε η επιστροφή στον καπιταλισμό;
Η φτώχεια είναι η ίδια και σε καπιταλισμό και σε κομουνισμό. Ο καπιταλισμός απλά άνοιξε τις πόρτες για να δραπετεύσουν όσοι ήθελαν στη Δύση, πιο καλές ευκαιρίες εκεί, ενώ ο κομουνισμός τις είχε κλειδαμπαρωμένες.
Και φυσικά δεν έφυγαν μόνο οι πόρνες, ή αυτές που έφυγαν με στόχο να ασκήσουν το επάγγελμα της πόρνης στην αλλοδαπή. Χάρη στην Σβετλάνα, που με τον άντρα της τον Σεργκέι ήλθαν στο χωριό μου, έκανα επιτέλους κανονικά μαθήματα ρωσικών, στα οποία μέχρι τότε ήμουν αυτοδίδακτος, με εξαίρεση κάποια ελάχιστα μαθήματα που έκανα στο στρατό από τον Χριστόφορο Τσέρτικ, δάσκαλο και τέως ταγματάρχη του ρώσικου στρατού, μια προσωπικότητα στην τοπική κοινωνία της Κοζάνης (ήμουν αξιωματικός, έμενα έξω, έτσι είχα την άνεση).
Διάβασα και τα τρία αυτοβιογραφικά βιβλία της Ελένης Χειλουδάκη. Ήταν εξαιρετικά, τα συνιστώ. Επίσης διάβασα αρκετά κείμενα για τη ζωή της Μαντάμ Ορτάνς, που θα έπρεπε να την είχαν κάνει επίτιμη γεραπετρίτισα, και την οποία αποθανάτισε ο Καζαντζάκης στον «Αλέξη Ζορμπά». Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και το βιβλίο του Γ. Α. Μανωλικάκη, «Μαντάμ Ορτάνς».
Η Γαβριέλλα ξεκινάει το βιβλίο της ιστορικά, από τη φυγή τους από τη Ρωσία με τη μητέρα της, και συνεχίζει με τον ερχομό της στην Ελλάδα και το διώξιμό της από το σπίτι του πατέρα της. Στη συνέχεια είναι οι αρχικές δυσκολίες, η πορνεία, καλύτερες μέρες, πολύ καλύτερες μέρες, η οικονομική άνεση, μέχρι που ήλθε η κατοχή. Ενδιαφέρον έχει το τμήμα που αναφέρεται σ’ αυτήν, στα προβλήματα που αντιμετώπισε η ίδια αλλά και άλλες πόρνες. Έρχεται η απελευθέρωση, καλυτερεύει πάλι η ζωή της.
Μετά, το ιστορικό μέρος υποχωρεί μπροστά στο επεισοδιακό. Η Γαβριέλλα αφηγείται έρωτες, αλλά και δυσκολίες με προβληματικούς πελάτες που είχε αντιμετωπίσει στη διάρκεια της «καριέρας» της. Μια φορά κυριολεκτικά γλίτωσε τη ζωή της χάρη στην υπηρεσία (τσατσά) που έκανε αισθητή την παρουσία της.
Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού.
Τόσα χρήματα είχε, τι ήθελε να συνεχίσει το επάγγελμα μέχρι τα γεράματα, χωρίς υπηρεσία;
Μάθαμε και τι πουστιές (ή πουτανιές καλύτερα;) μπορεί να κάνει μια υπηρεσία ενόσω αυτή είναι στο δωμάτιο με πελάτη. Μπορεί να συστήνει στους πελάτες που περιμένουν μια άλλη πόρνη, παίρνοντας την ανάλογη αμοιβή, γι’ αυτό η Γαβριέλλα στο τέλος ήταν απρόθυμη να δεχθεί υπηρεσίες υπηρεσίας.
Αυτό της στοίχισε τη ζωή. Το μαθαίνουμε από την επανέκδοση του βιβλίου. Διαβάζουμε στο αυτί: «Το 1991 βρέθηκε στραγγαλισμένη στο διαμέρισμά της στην οδό Μάρκου Ευγενικού. Η βιαιότητα της δολοφονίας της σόκαρε την ελληνική κοινωνία».
Δυο άλλες πόρνες που δούλευαν χωρίς υπηρεσία σφαγιάστηκαν από έναν έλληνα Τζακ αντεροβγάλτη, πριν δώδεκα χρόνια περίπου.
Και η Ελένη; Και η Τζένη;
Η Ελένη, διαβάζω στα Goodreads, «Σήμερα, για να ζήσει, πουλά λουλούδια, ενώ ζει μόνη και αβοήθητη».
Και η Τζένη;
Κι αυτή περνάει δύσκολα, όπως διάβασα πρόσφατα στο διαδίκτυο.
Όμως καιρός να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα.
«Πηγαίναμε και στο Γαλάτσι. Έχει εκεί δυο χορευτικά εξοχικά και πηγαίναμε πότε στο ένα πότε στο άλλο. Προτιμούσα του Μοστρού, που είχε απαλή μουσική, σβηστά φώτα – χάρμα -, δέντρα τραπεζάκια χωμένα στην πρασινάδα» (σελ. 53).
Αυτά, στο μεσοπόλεμο.
Γιατί παρέθεσα αυτό το απόσπασμα;
Γιατί είμαι γαλατσιώτης, σαν ντοκουμέντο για την τοπική ιστορία.
«Φέρε ένα λεμόνι, στείψ’ το και βάλ’ το μαζί με μπαμπάκι μέσα. Θα σταματήσει αμέσως η αιμορραγία» (σελ. 95).
Με το αντιπηκτικό που παίρνω, καλό είναι να το θυμάμαι αυτό.
«Όχι με τη στολή. Θα πάμε ν’ αλλάξω, να πάρω κι εγώ λεπτά από το κομπόδεμά μου, να σε κεράσω εγώ. Από γυναίκα κέρασμα εμείς οι Κρήτες δεν καταδεχόμαστε» (σελ. 271).
Ισχύει αυτό, για όσες και όσους δεν το ξέρουν. Σας το λέω σαν κρητικός.
«…τρεις φορές στην εβδομάδα βράδυ Γαλλική Ακαδημία. Βλέπετε, σαν έδωσα εξετάσεις πήγα στην προτελευταία τάξη…» (σελ. 327).
Το ίδιο κι εγώ, πέρασα στο superieure II. Την επόμενη χρονιά, με το superieure III πήρα επάρκεια. Όμως δεν τα δίδαξα τα γαλλικά, δίδαξα αγγλικά που είχα πανεπιστημιακό πτυχίο. Ήταν τότε που έκανα το διδακτορικό μου και είχα τρία χρόνια εκπαιδευτική άδεια, η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής μου. Γαλλική Ακαδημία, Ινστιτούτο Γκαίτε, Σύνδεσμος Φιλίας Ελλάδας Κίνας και ιδιαίτερα στα Ισπανικά.
«Δεν είναι όπως στη Ρουμανία, όπου ο οικοδεσπότης, ευγενώς φερόμενος, προσφέρει στον επισκέπτη και τη συμβία του ακόμη, αν δεν υπάρχει κόρη» (σελ. 187).
Το ήξερα αυτό για τους Εσκιμώους.
Μήπως γι’ αυτό πλάκωσε τόσο ρουμάνικο πράγμα στην αγορά;
«Αλήθεια, γιατί δεν γράφεις ένα βιβλίο; Ο πρώτος και καλύτερος θα είμαι εγώ που θα το αγοράσει» (σελ. 424).
Να ήταν άραγε αυτός ο πελάτης που της έβαλε την ιδέα;
Ενδιαφέρον από κάθε άποψη το βιβλίο, ιδιαίτερα οι κατοχικές ιστορίες.