Ανδρέας Μήτσου, Ο καουμπόης του Άλιμου, Καστανιώτης 2023, σελ. 155
H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Με μεγάλη χαρά παίρνω στα χέρια μου κάθε καινούριο βιβλίο του Ανδρέα, το οποίο ρουφάω κυριολεκτικά. Έχω γράψει για το σύνολο του έργου του, και έχω μάλιστα συγκεντρώσει σχεδόν όλες τις βιβλιοκριτικές μου σε ενιαίο κείμενο σε εκδόσιμη μορφή και τις έχω αναρτήσει στο blog μου, με τίτλο, «Ανδρέας Μήτσου, ένας συμπτωματικά ρεαλιστής». Μετά από την ανάρτηση αυτή ακολούθησε η «Παγίδα». Σειρά έχει σήμερα «Ο καουμπόης του Αλίμου».
Για άλλη μια φορά διαπιστώνω ότι ο Ανδρέας είναι συμπτωματικά ρεαλιστής. Η ιστορίες του φλερτάρουν με το γκροτέσκο, θυμίζοντας Έντγκαρ Άλαν Πόε, ενώ οι ήρωές του έχουν κάτι το ντοστογιεφσκικό, βρισκόμενοι σε ένα όριο ανάμεσα στο φυσιολογικό και το παθολογικό, liminal όπως θα τους χαρακτήριζε ο φίλος μου ο Πρατικάκης, κάνοντας έτσι τις ιστορίες να είναι ασυνήθιστες, να υψώνονται προς το φανταστικό. Εντούτοις ο Ανδρέας φροντίζει να τις κρατάει γειωμένες, ώστε να μην ξεφεύγουν από την παράδοση του ρεαλισμού.
«Κι ο τύπος αυτός μου έμοιαζε πολύ. Ολότελα ίδιος με μένα, ένας σωσίας μου».
Ο φίλος μου ο Πρατικάκης θαυμάζει τον «Σωσία» του Ντοστογιέφσκι, ενώ έχει εκδώσει ένα βιβλίο με τίτλο «Το σύνδρομο fregoli», όπως ονομάζεται το σύνδρομο του σωσία στην βιβλιογραφία της ψυχολογίας.
Οι παραισθήσεις είναι ένα συνηθισμένο σύμπτωμα των ηρώων του:
«Όμως, κάθε βράδυ ανελλιπώς, ο ίδιος καλπασμός, μερικές φορές μάλιστα κι ένα αφύσικο χλιμίντρισμα» (σελ. 19).
Οι άλλοι δεν φαίνεται να έχουν καμιά αμφιβολία: «Πάει, τα ’χασες τα μυαλά σου» (σελ. 19).
Η μανία καταδίωξης είναι ένα άλλο σύμπτωμα αρκετών από τους ήρωές του, η οποία στο ομότιτλο διήγημα της συλλογής συμφύρεται με την παραίσθηση. Τα πρεζόνια που περιτριγύριζαν έξω από το σπίτι του άλλαξαν ξαφνικά μορφή.
«Κατάπληκτος διέκρινα στα πρόσωπά τους και χαρακτηριστικά της μορφής των βοοειδών. Στη μεγάλη ιδιαίτερα γυναίκα, το πρόσωπό της προσομοίαζε, θύμιζε σαφώς αγελάδα. Για μια στιγμή νόμισα πως τρελάθηκα, πως παραφρόνησα, όταν άρχισαν πάλι να μουγκρίζουν και να βογκάνε ομαδικά, οπότε βεβαιώθηκα πως εγώ ήμουν εντάξει» (σελ.24).
Αυτό το «βεβαιώθηκα» σίγουρα δεν το λέει με τόση σιγουριά.
Και πάλι ο Αντρέας γειώνει στο ρεαλισμό την ιστορία του.
Σ’ αυτή τη συλλογή υπάρχουν απόηχοι από το προηγούμενο βιβλίο του, στο οποίο αναφέρεται στα μυστικά της συγγραφής, της δικής του γραφής.
«Γιατί, μια φράση, ένα ερώτημα, μια ασήμαντη ίσως λεπτομέρεια, μπορεί να είναι ο πυρήνας της κάθε ιστόρησης, η μαγιά της. Σ’ αυτό το ερώτημα πρέπει ν’ απαντήσεις. Φουσκώνει από μόνο του, καθώς εσύ αποζητάς την απάντηση, “γίνεται” το μυθιστόρημα, όπως ακριβώς το ψωμί από το προζύμι. Όμως συχνά στεγνώνει η ιστορία και σου απομένει η ψίχα. Η μία φράση της, το ίδιο ερώτημα. Αναπάντητο ακόμα, και πιο απαιτητικό» (σελ. 47).
Λιτός και απέριττος όπως πάντα στο ύφος του, ο Μήτσου περνάει τα κείμενά του από διαδοχικές αποστάξεις.
Συνεχίζουμε με κάποια ακόμη αποσπάσματα.
«…γιατί ο άνθρωπος παρασέρνεται κάποια στιγμή και αποζητά καταφύγιο στο παράλογο, και πέφτει στο γκρεμό για να σωθεί, δεν το ξέρω» (σελ. 52).
Δεν ξέρω τι απάντηση έδωσαν σ’ αυτό το ερώτημα ο Μπέκετ και οι άλλοι συγγραφείς του «θεάτρου του παραλόγου».
Παρακάτω όμως ο Μήτσου δείχνει να το ξέρει. Και επειδή δεν είναι εντελώς σίγουρος το βάζει σε παρένθεση.
«(Αν και το γνώριζε, στο πετσί του, πως στην άκρα απελπισία του ο άνθρωπος φτάνει να αποδεχθεί το παράλογο, πώς επιχειρεί μια τελευταία απόπειρα να επενδύσει ακριβώς πάνω σ’ αυτό το παράλογο, με την αποσταμένη ελπίδα ότι θα μπορέσει ίσως να το χειραγωγήσει, ότι θα το δαμάσει μ’ αυτό τον τρόπο, με τους δικούς του δηλαδή, όρους)» (σελ. 57).
Σαν σχόλιο θα παραθέσω την παροιμία: όταν γεράσει ο διάβολος καλογερεύει.
Να το διατυπώσω διαφορετικά: Το τελευταίο καταφύγιο στην απελπισία των γηρατειών είναι ο Θεός. Το είδα στον πατέρα μου.
«Όφειλε όμως να μας προειδοποιήσει για τις καταστροφικές συνέπειες της αφύπνισης της μνήμης» (σελ. 73).
Πόσο νοσηρό είναι να ζει κανείς με τις αναμνήσεις;
Και όμως, είναι ένα από τα συμπτώματα των γηρατειών. Εγώ συνέχεια αναρτώ από τις «αναμνήσεις» μου στο facebook.
«Τότε την ερωτεύτηκε, τη δασκάλα του» (σελ. 59).
Καθώς είμαι αδιόρθωτος ανεκδοτάς, θα το γράψω το ανέκδοτο.
-Μπαμπά, ερωτεύθηκες ποτέ δασκάλα;
-Ναι παιδί μου.
-Και τι έγινε;
-Το έμαθε η μητέρα σου και σου αλλάξαμε σχολείο.
«Οι κινέζοι είναι βέβαιοι πως, όταν γεννιέται ένας άνθρωπος στη μιαν άκρη της γης, την ίδια ακριβώς στιγμή, σε μιαν άλλη, φανερώνεται ο σωσίας του» (σελ. 13).
Να το είχε άραγε αυτό υπόψη του το Κισλόφκσι όταν γύριζε τη «Διπλή ζωή της Βερόνικας»;
«…να μπει, όπως νόμιζε στην “αληθινή”, τη νοσηρή ζωή του (σελ. 64).
Και πιο κάτω:
«…αποζητώντας την “αληθινή” ζωή των φαντασιώσεών του» (σελ. 67).
Πράγματι, η νοσηρή ζωή φαντάζει συχνά σαν η πιο αληθινή. Γι’ αυτό εξάλλου δεν την εγκαταλείπουμε.
«Ο ανθυπασπιστής… Καθώς έπαιρνε από την Ομόνοια τον ηλεκτρικό… εντόπιζε κάθε φορά κι έναν ύποπτο τέλεσης κάποιου φοβερού εγκλήματος, συνήθως φόνου» (σελ. 97).
Ο ανθυπασπιστής, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς liminal ήρωες του Ανδρέα.
Και ένας ακόμη:
«Η ρώσικη ρουλέτα τον ευνόησε» (σελ. 122).
Ποιος δεν θυμάται τη ρώσικη ρουλέτα στον «Ελαφοκυνηγό» του Μάκλ Τσιμίνο;
Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι που έπεσαν στην αντίληψή μας.
Έρωτας και το μίσος του μαζί για τη δασκάλα (σελ. 61)
Καπνούς που αργοσβήνουνε πάντα μετά τη μάχη (σελ. 65)
Γι’ αυτήν την ανακούφιση βρέθηκα πάλι πίσω (σελ. 116)
Αλλά ενώ μου φόραγε την άθλια πανοπλία (σελ. 119)
Κουτρουβαλούσα πίσω της και είχα βαθιά λύπη (σελ. 119)
Έχω γεμίσει με χαρά. Θέλω να την κρατήσω (σελ. 124)
Αυτός με τη γυναίκα του και τη μικρή Νεφέλη (σελ. 138)
Χαρά με το ανεξήγητο, μες στην αναμονή του (σελ. 140)
Έξοδο της κωμόπολης προς τη μεριά της Άρτας (σελ. 152)
Ο ιδεοψυχαναγκασμός μου να ανιχνεύω ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που υπάρχουν σε πεζά κείμενα έχει χειροτερέψει. Τώρα δεν περιορίζομαι απλά να τους ανιχνεύω, αλλά να τους φτιάχνω κιόλας βάζοντας εντός παρενθέσεως φράσεις. Να παραθέσω ένα:
Στράφηκε προς το μέρος μου (και με ατένιζε) με μάτια γουρλωμένα (σελ. 151).
Φοβάμαι ότι ο Ανδρέας θα με αναγνωρίσει σαν έναν από τους ήρωές του.