Book review, movie criticism
Monday, October 31, 2011
Ενημέρωση
Σήμερα έκανα εγχείρηση καταρράκτη, και θα περάσει κάπου ένας μήνας μέχρι να πάρω γυαλιά. Έτσι οι βιβλιοκριτικές θα αργήσουν. Ίσως να γράψω για καμιά ταινία, μια και τηλεόραση θα μπορώ να βλέπω, όπως έγινε και με το άλλο μάτι. Πάντως όχι σύντομα. Καλό μήνα εύχομαι σε όλες και όλους.
Friday, October 21, 2011
Πέρσα Κουμούτση, Χάρτινες ζωές
Πέρσα Κουμούτση, Χάρτινες ζωές, Ψυχογιός 2011, σελ. 310
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ερωτικές ιστορίες μιας γιαγιάς, μιας μητέρας και μιας εγγονής, που βιώνουν την ερωτική πληρότητα αλλά και την απογοήτευση, μας αφηγείται στο τελευταίο της μυθιστόρημα η συγγραφέας
Πριν ξεκινήσω να γράφω για τις «Χάρτινες ζωές», το τελευταίο έργο της Πέρσας Κουμούτση, διάβασα τις βιβλιοκριτικές που έγραψα για τα δυο προηγούμενα έργα της, το «Δυτικά του Νείλου» και το «Καφέ Κλεμέντε». Ξέρω ότι τα περισσότερα βιβλία όλων των συγγραφέων είναι «παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα». Και το θέμα της Κουμούτση είναι ο έρωτας, στις κορυφώσεις του αλλά και στις ματαιώσεις του, δοσμένος από μια γυναικεία οπτική. Δεν έχει το παρηγορητικό happy end των ροζ ερωτικών μυθιστορημάτων, αλλά τις σκληρές διαψεύσεις που βλέπουμε στην πραγματική ζωή. Αν μας επιτρέπεται ο χαρακτηρισμός, θα λέγαμε ότι τα μυθιστορήματα της Κουμούτση είναι «ρεαλιστικά ερωτικά μυθιστορήματα», μυθιστορήματα όπου ο ρομαντισμός του έρωτα ματαιώνεται διαρκώς από τον ρεαλισμό της πραγματικής ζωής.
Η Κουμούτση, προκειμένου να δώσει ένα μεγάλο αριθμό από τις πιθανές καταστάσεις που μπορούν να βιωθούν σε έναν έρωτα, καταφεύγει σε μια επινόηση, που δεν είναι ακριβώς πρωτότυπη, αλλά τη χειρίζεται πρωτότυπα: παρουσιάζει ένα οικογενειακό δένδρο, μια γιαγιά, μια μητέρα και μια κόρη, και αφηγείται τους έρωτες και τις απογοητεύσεις που παρουσιάστηκαν στη ζωή τους.
Η γιαγιά Μαριάνθη ερωτεύεται τον λιποτάκτη στρατιώτη που δεν άντεξε, μετά από οκτώ χρόνια στον πόλεμο, να τρέξει μέχρι τον Σαγγάριο. Όμως ο στρατιώτης κάποτε θα φύγει και θα την παρατήσει. Ο μικρασιατική καταστροφή θα την ξεριζώσει από τα πάτρια εδάφη, θα την φέρει στην Ελλάδα κουβαλώντας ένα παιδί στην κοιλιά της. Δεν μπορεί να ρισκάρει σαν ανύπαντρη μητέρα, και θα συμβιβαστεί να παντρευτεί κάποιον που δεν τον αγαπάει. Θα ζήσει μαζί του, «πιστή στο γάμο της ως την τελευταία μέρα της ζωής της», με το όνειρο ότι ο Ανδρέας, η μεγάλη της αγάπη, θα επιστρέψει κάποτε. Και με αυτό το όνειρο πέθανε. Ή, θα λέγαμε καλύτερα, με αυτό το όνειρο άντεξε. Με τα όνειρα αντέχουμε τις απογοητεύσεις που μας επιφυλάσσει η ζωή. Αυτή ήταν χοντρικά η ιστορία της Μαριάνθης, της γιαγιάς της Ανθής, της κεντρικής ηρωίδας, από τη μεριά του πατέρα της.
Και ακολουθεί η ιστορία της μητέρας της, της Μέλπως, που είναι περίπου διπλοτυπική με την ιστορία της γιαγιάς Μαριάνθης. Συντρόφισσα στον αγώνα με τον Βαγγέλη, τον πατέρα της Μαριάνθης, θα σχετισθεί σεξουαλικά μαζί του χωρίς να τον ερωτευτεί ποτέ. Φυλακίζεται, ένας από τους φύλακές της αποπειράται να τη βιάσει, τον σκοτώνει, και με τη βοήθεια του Βαγγέλη το σκάει για τη Σοβιετική Ένωση. Στο πλαστό διαβατήριό της το Μέλπω γίνεται Βικτώρια. Θα παρακολουθήσει ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης, και θα ερωτευτεί τον καθηγητή της με τον οποίο θα αναπτύξει μια θυελλώδη ερωτική σχέση. Όμως η σχέση θα διακοπεί όταν ο ωραίος καθηγητής θα «εκκαθαριστεί» από το σταλινικό καθεστώς ως αντιφρονών και θα σταλεί στη Σιβηρία. Με ένα παιδί στην κοιλιά της και αυτή, θα επιστρέψει στην Ελλάδα. Παρά τους δισταγμούς της, θα παντρευτεί τελικά τον Βαγγέλη που την αγαπά. Μετά από χρόνια θα την πληροφορήσουν ότι ο αγαπημένος της πέθανε στη Σιβηρία. Το όνειρο μιας μελλοντικής συνάντησης διαλύεται οριστικά, και αυτό που μένει πια είναι μόνο η ανάμνηση της ευτυχίας.
Με τη γέννηση της Ανθής αρχίζει η τραγωδία. Η Βικτώρια παθαίνει επιλόχεια κατάθλιψη. Η κατάστασή της βέβαια δεν θα βελτιωθεί, μια και βρίσκεται δίπλα σε έναν άνδρα που όσο και αν τον εκτιμά δεν τον αγαπάει. Θα αυτοκτονήσει όταν η κόρη της είναι δεκατεσσάρων χρονών. Ο Βαγγέλης, απελπισμένος, θα παρατήσει μάνα και κόρη, για να πεθάνει, κάποια χρόνια αργότερα, άστεγος περιθωριακός, στα σκαλοπάτια μιας εκκλησίας.
Η Ανθή ερωτεύεται τον καθηγητή της στο πανεπιστήμιο όπως έκανε και η μητέρα της. Όμως εδώ δεν έρχεται κανένας Στάλιν να βάλει τέρμα στο ειδύλλιο. Απλά ο καθηγητής κάποια στιγμή τη βαρέθηκε και την έκανε πέρα. Τότε έπεσε πάνω στην Αναστάση, που μόλις τον είχε παρατήσει η φίλη του. Θα έλεγε κανείς πως παντρεύτηκαν από απελπισία για την εγκατάλειψη που βίωσαν. Αν ό έρωτας σε ένα γάμο δεν αποτελεί μεγάλη εγγύηση για την ευτυχία, ένας γάμος από απελπισία δεν αποτελεί καθόλου εγγύηση. Και τα πράγματα εξελίχθηκαν προς την προβλεπόμενη κατεύθυνση: έζησαν και οι δυο μια ζωή δυστυχισμένη. Η Ελένη, ο μεγάλος έρωτας του Αναστάση, χωρίζει με τον Γερμανό της, επιστρέφει στην Ελλάδα, τα ξαναφτιάχνει μαζί του, όμως όταν αρχίζει να διεκδικεί μεγαλύτερο μερίδιο στη ζωή του αυτός αρνείται. Γιατί; Το γιατί φαίνεται στο παρακάτω απόσπασμα, για να δώσουμε και ένα δείγμα γραφής της Πέρσας:
«Όσοι από εμάς έχουμε απορριφθεί ή αγνοηθεί ξέρουμε καλά γι’ αυτό• γιατί, όταν επιτέλους ο αγαπημένος φτάνει σε μας, ασχέτως αν η χαρά φουντώνει ή ριζώνει, υπάρχει η πικρία για το ότι άργησε πολύ• γιατί περίμενε• γιατί έκανε άλλη επιλογή, και τώρα είναι αργά• γι’ αυτό και είναι δύσκολη η συγχώρηση» (σελ. 264).
Η αδιέξοδη οικογενειακή ζωή οδηγεί στην απιστία. Όμως μετά από μερικούς μικρούς έρωτες φτάνει κάποτε και ο μεγάλος. Έξι χρόνια κράτησε η σχέση της με το Στέφανο.
Το έχουμε ξαναγράψει, το τέλος μιας σχέσης συμβαίνει με δυο τρόπους: είτε σαν προσωπική επιλογή, είτε από ένα αίτιο εξωτερικό, απρόβλεπτο, τυχαίο. Και εδώ βρισκόμαστε στη δεύτερη περίπτωση: ο Στέφανος πέθανε από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Η απιστία δεν λύνει το πρόβλημα σε μια δυστυχισμένη συμβίωση. Η απιστία μέσα στο γάμο είναι μια μικροεπανάσταση μέσα σε ένα μεγάλο συμβιβασμό• που όμως κάποια στιγμή ο συμβιβασμένος φτάνει στα όριά του και τότε κάνει τη μεγάλη επανάσταση.
Το τέλος μου θύμισε τον παρακάτω στίχο από το τραγούδι των Beatles: She’s leaving home after living alone for so many years.
Η αφήγηση των γεγονότων στη χρονολογική τους σειρά δίνει μια ευκρίνεια στην πρόσληψη. Όμως ο συγγραφέας μπορεί να μην αφηγηθεί τα γεγονότα με τη χρονική τους αλληλουχία, αλλά με τη σειρά με την οποία θα αποκαλυπτόταν καλύτερα το νόημά τους, ή που θα προκαλούσε μεγαλύτερο αναγνωστικό ενδιαφέρον. Η ασάφεια εμφιλοχωρεί όμως σαν ρίσκο. Η Πέρσα αφηγείται τις μεγάλες σειρές των επεισοδίων στη χρονολογική τους σειρά: Μαριάνθη, Βικτώρια, Ανθή. Όμως κάθε σειρά στα γεγονότα που την απαρτίζουν έχει τους δικούς της αναχρονισμούς, το δικό της θρυμματισμό της ευθύγραμμης αφήγησης, χωρίς όμως να δημιουργείται ασάφεια πουθενά.
Θα κλείσω την παρουσίαση αυτή παραθέτοντας ένα απόσπασμα από την βιβλιοκριτική μας για το «Δυτικά του Νείλου», αλλάζοντας μόνο στον πληθυντικό: «Η διεισδυτικότητα στις πιο λεπτές αποχρώσεις της ψυχολογικής διάθεσης των ηρωίδων της μαζί με την αφηγηματική της άνεση αναδεικνύουν την Κουμούτση σαν μια από τις πιο αξιόλογες γυναικείες φωνές της λογοτεχνίας μας».
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ερωτικές ιστορίες μιας γιαγιάς, μιας μητέρας και μιας εγγονής, που βιώνουν την ερωτική πληρότητα αλλά και την απογοήτευση, μας αφηγείται στο τελευταίο της μυθιστόρημα η συγγραφέας
Πριν ξεκινήσω να γράφω για τις «Χάρτινες ζωές», το τελευταίο έργο της Πέρσας Κουμούτση, διάβασα τις βιβλιοκριτικές που έγραψα για τα δυο προηγούμενα έργα της, το «Δυτικά του Νείλου» και το «Καφέ Κλεμέντε». Ξέρω ότι τα περισσότερα βιβλία όλων των συγγραφέων είναι «παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα». Και το θέμα της Κουμούτση είναι ο έρωτας, στις κορυφώσεις του αλλά και στις ματαιώσεις του, δοσμένος από μια γυναικεία οπτική. Δεν έχει το παρηγορητικό happy end των ροζ ερωτικών μυθιστορημάτων, αλλά τις σκληρές διαψεύσεις που βλέπουμε στην πραγματική ζωή. Αν μας επιτρέπεται ο χαρακτηρισμός, θα λέγαμε ότι τα μυθιστορήματα της Κουμούτση είναι «ρεαλιστικά ερωτικά μυθιστορήματα», μυθιστορήματα όπου ο ρομαντισμός του έρωτα ματαιώνεται διαρκώς από τον ρεαλισμό της πραγματικής ζωής.
Η Κουμούτση, προκειμένου να δώσει ένα μεγάλο αριθμό από τις πιθανές καταστάσεις που μπορούν να βιωθούν σε έναν έρωτα, καταφεύγει σε μια επινόηση, που δεν είναι ακριβώς πρωτότυπη, αλλά τη χειρίζεται πρωτότυπα: παρουσιάζει ένα οικογενειακό δένδρο, μια γιαγιά, μια μητέρα και μια κόρη, και αφηγείται τους έρωτες και τις απογοητεύσεις που παρουσιάστηκαν στη ζωή τους.
Η γιαγιά Μαριάνθη ερωτεύεται τον λιποτάκτη στρατιώτη που δεν άντεξε, μετά από οκτώ χρόνια στον πόλεμο, να τρέξει μέχρι τον Σαγγάριο. Όμως ο στρατιώτης κάποτε θα φύγει και θα την παρατήσει. Ο μικρασιατική καταστροφή θα την ξεριζώσει από τα πάτρια εδάφη, θα την φέρει στην Ελλάδα κουβαλώντας ένα παιδί στην κοιλιά της. Δεν μπορεί να ρισκάρει σαν ανύπαντρη μητέρα, και θα συμβιβαστεί να παντρευτεί κάποιον που δεν τον αγαπάει. Θα ζήσει μαζί του, «πιστή στο γάμο της ως την τελευταία μέρα της ζωής της», με το όνειρο ότι ο Ανδρέας, η μεγάλη της αγάπη, θα επιστρέψει κάποτε. Και με αυτό το όνειρο πέθανε. Ή, θα λέγαμε καλύτερα, με αυτό το όνειρο άντεξε. Με τα όνειρα αντέχουμε τις απογοητεύσεις που μας επιφυλάσσει η ζωή. Αυτή ήταν χοντρικά η ιστορία της Μαριάνθης, της γιαγιάς της Ανθής, της κεντρικής ηρωίδας, από τη μεριά του πατέρα της.
Και ακολουθεί η ιστορία της μητέρας της, της Μέλπως, που είναι περίπου διπλοτυπική με την ιστορία της γιαγιάς Μαριάνθης. Συντρόφισσα στον αγώνα με τον Βαγγέλη, τον πατέρα της Μαριάνθης, θα σχετισθεί σεξουαλικά μαζί του χωρίς να τον ερωτευτεί ποτέ. Φυλακίζεται, ένας από τους φύλακές της αποπειράται να τη βιάσει, τον σκοτώνει, και με τη βοήθεια του Βαγγέλη το σκάει για τη Σοβιετική Ένωση. Στο πλαστό διαβατήριό της το Μέλπω γίνεται Βικτώρια. Θα παρακολουθήσει ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα στο πανεπιστήμιο της Πετρούπολης, και θα ερωτευτεί τον καθηγητή της με τον οποίο θα αναπτύξει μια θυελλώδη ερωτική σχέση. Όμως η σχέση θα διακοπεί όταν ο ωραίος καθηγητής θα «εκκαθαριστεί» από το σταλινικό καθεστώς ως αντιφρονών και θα σταλεί στη Σιβηρία. Με ένα παιδί στην κοιλιά της και αυτή, θα επιστρέψει στην Ελλάδα. Παρά τους δισταγμούς της, θα παντρευτεί τελικά τον Βαγγέλη που την αγαπά. Μετά από χρόνια θα την πληροφορήσουν ότι ο αγαπημένος της πέθανε στη Σιβηρία. Το όνειρο μιας μελλοντικής συνάντησης διαλύεται οριστικά, και αυτό που μένει πια είναι μόνο η ανάμνηση της ευτυχίας.
Με τη γέννηση της Ανθής αρχίζει η τραγωδία. Η Βικτώρια παθαίνει επιλόχεια κατάθλιψη. Η κατάστασή της βέβαια δεν θα βελτιωθεί, μια και βρίσκεται δίπλα σε έναν άνδρα που όσο και αν τον εκτιμά δεν τον αγαπάει. Θα αυτοκτονήσει όταν η κόρη της είναι δεκατεσσάρων χρονών. Ο Βαγγέλης, απελπισμένος, θα παρατήσει μάνα και κόρη, για να πεθάνει, κάποια χρόνια αργότερα, άστεγος περιθωριακός, στα σκαλοπάτια μιας εκκλησίας.
Η Ανθή ερωτεύεται τον καθηγητή της στο πανεπιστήμιο όπως έκανε και η μητέρα της. Όμως εδώ δεν έρχεται κανένας Στάλιν να βάλει τέρμα στο ειδύλλιο. Απλά ο καθηγητής κάποια στιγμή τη βαρέθηκε και την έκανε πέρα. Τότε έπεσε πάνω στην Αναστάση, που μόλις τον είχε παρατήσει η φίλη του. Θα έλεγε κανείς πως παντρεύτηκαν από απελπισία για την εγκατάλειψη που βίωσαν. Αν ό έρωτας σε ένα γάμο δεν αποτελεί μεγάλη εγγύηση για την ευτυχία, ένας γάμος από απελπισία δεν αποτελεί καθόλου εγγύηση. Και τα πράγματα εξελίχθηκαν προς την προβλεπόμενη κατεύθυνση: έζησαν και οι δυο μια ζωή δυστυχισμένη. Η Ελένη, ο μεγάλος έρωτας του Αναστάση, χωρίζει με τον Γερμανό της, επιστρέφει στην Ελλάδα, τα ξαναφτιάχνει μαζί του, όμως όταν αρχίζει να διεκδικεί μεγαλύτερο μερίδιο στη ζωή του αυτός αρνείται. Γιατί; Το γιατί φαίνεται στο παρακάτω απόσπασμα, για να δώσουμε και ένα δείγμα γραφής της Πέρσας:
«Όσοι από εμάς έχουμε απορριφθεί ή αγνοηθεί ξέρουμε καλά γι’ αυτό• γιατί, όταν επιτέλους ο αγαπημένος φτάνει σε μας, ασχέτως αν η χαρά φουντώνει ή ριζώνει, υπάρχει η πικρία για το ότι άργησε πολύ• γιατί περίμενε• γιατί έκανε άλλη επιλογή, και τώρα είναι αργά• γι’ αυτό και είναι δύσκολη η συγχώρηση» (σελ. 264).
Η αδιέξοδη οικογενειακή ζωή οδηγεί στην απιστία. Όμως μετά από μερικούς μικρούς έρωτες φτάνει κάποτε και ο μεγάλος. Έξι χρόνια κράτησε η σχέση της με το Στέφανο.
Το έχουμε ξαναγράψει, το τέλος μιας σχέσης συμβαίνει με δυο τρόπους: είτε σαν προσωπική επιλογή, είτε από ένα αίτιο εξωτερικό, απρόβλεπτο, τυχαίο. Και εδώ βρισκόμαστε στη δεύτερη περίπτωση: ο Στέφανος πέθανε από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Η απιστία δεν λύνει το πρόβλημα σε μια δυστυχισμένη συμβίωση. Η απιστία μέσα στο γάμο είναι μια μικροεπανάσταση μέσα σε ένα μεγάλο συμβιβασμό• που όμως κάποια στιγμή ο συμβιβασμένος φτάνει στα όριά του και τότε κάνει τη μεγάλη επανάσταση.
Το τέλος μου θύμισε τον παρακάτω στίχο από το τραγούδι των Beatles: She’s leaving home after living alone for so many years.
Η αφήγηση των γεγονότων στη χρονολογική τους σειρά δίνει μια ευκρίνεια στην πρόσληψη. Όμως ο συγγραφέας μπορεί να μην αφηγηθεί τα γεγονότα με τη χρονική τους αλληλουχία, αλλά με τη σειρά με την οποία θα αποκαλυπτόταν καλύτερα το νόημά τους, ή που θα προκαλούσε μεγαλύτερο αναγνωστικό ενδιαφέρον. Η ασάφεια εμφιλοχωρεί όμως σαν ρίσκο. Η Πέρσα αφηγείται τις μεγάλες σειρές των επεισοδίων στη χρονολογική τους σειρά: Μαριάνθη, Βικτώρια, Ανθή. Όμως κάθε σειρά στα γεγονότα που την απαρτίζουν έχει τους δικούς της αναχρονισμούς, το δικό της θρυμματισμό της ευθύγραμμης αφήγησης, χωρίς όμως να δημιουργείται ασάφεια πουθενά.
Θα κλείσω την παρουσίαση αυτή παραθέτοντας ένα απόσπασμα από την βιβλιοκριτική μας για το «Δυτικά του Νείλου», αλλάζοντας μόνο στον πληθυντικό: «Η διεισδυτικότητα στις πιο λεπτές αποχρώσεις της ψυχολογικής διάθεσης των ηρωίδων της μαζί με την αφηγηματική της άνεση αναδεικνύουν την Κουμούτση σαν μια από τις πιο αξιόλογες γυναικείες φωνές της λογοτεχνίας μας».
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Wednesday, October 19, 2011
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Η σπιτονοικοκυρά
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Η σπιτονοικοκυρά (μετ. Γιώργος Κοτζιούλας), βιβλιοθήκη για όλους, χχ, σελ. 160.
Ναι, χχ, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει χρονολογία έκδοσης. Υπάρχει όμως η διεύθυνση του εκδοτικού οίκου, Μεσολογγίου 3, με τη διευκρίνιση: πίσω από τη Σόλωνος. Και για καλύτερη εξυπηρέτηση, υπάρχει και χάρτης.
Ήδη μιλήσαμε για το βιβλίο αυτό παρουσιάζοντας το «Ημερολόγιο ενός γελοίου», στο οποίο και παραπέμπω για να μην επαναλαμβάνω τα ίδια πράγματα. Απλά να πω ότι εκτός από τη «Σπιτονοικοκυρά», που με τις 80 πυκνογραμμένες σελίδες της χαρακτηρίζεται ως μυθιστόρημα, υπάρχουν και τρία άλλα διηγήματα. Για τα δυο, που εμπεριέχονται στο «Όνειρο ενός γελοίου» που μετέφρασε ο Γ. Σημηριώτης, έχουμε γράψει. Το τρίτο είναι «Ο τίμιος κλέφτης», γραμμένο το 1846. Η «Σπιτονοικοκυρά» γράφηκε το 1847.
Είπα να μην επαναλάβω, αλλά θα επαναλάβω κάτι που έγραψα στην ανάρτηση για το «Όνειρο ενός γελοίου»: Αναρωτιέμαι ποια κατεύθυνση θα είχε ακολουθήσει η πένα του Ντοστογιέφσκι αν δεν συνέβαιναν τα τραγικά γεγονότα του 1849 που σημάδεψαν τη ζωή του: Η καταδίκη σε θάνατο, το στήσιμο μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, η χάρη που δόθηκε την τελευταία στιγμή, η Σιβηρία. Και αυτό γιατί στη «Σπιτονοικοκυρά» βλέπουμε έναν άγνωστο Ντοστογιέφσκι: έναν ερωτικό Ντοστογιέφσκι. Από τις σελίδες του μυθιστορήματος αυτού αναδύεται ένας φοβερός ερωτισμός, ένας εντονότατος αισθησιασμός, που θα τον ζήλευε και ο πιο ικανός συγγραφέας ερωτικής λογοτεχνίας. Ο ερωτισμός αυτός είναι πλημμυρισμένος από δάκρυα που όμως, αντί να τον μειώνουν, τον κάνουν ακόμη πιο έντονο. (Βρήκα το ρώσικο κείμενο. Στο find του firefox έβαλα τη λέξη слез, δάκρυ, και τη βρήκα 40 φορές ακριβώς, σε διάφορες πτώσεις. Στον πληθυντικό, слезы, δάκρυα, 15 φορές. Είχα παλιά ένα μεράκι με την κειμενογλωσσολογία, ελπίζω να μου ξανάλθει κάποια στιγμή).
«… ένα ζεστό φιλί διαρκείας του φλόγισε τα χείλη…» (σελ. 24). Αμφιβάλλω αν υπάρχει παρόμοια σκηνή σε μεταγενέστερο έργο του Ντοστογιέσκι.
Αυτός είναι ένας άγνωστος Ντοστογιέφσκι. Δίπλα σ’ αυτόν όμως υπάρχει και ο γνωστός, με τους ταπεινωμένους και καταφρονεμένους ήρωές του, τους μοναξιασμένους, που ηδονίζονται μαζοχιστικά μέσα στην ταπείνωσή τους. Ένας τέτοιος είναι και ο Όρντινοφ, που ο Ντοστογιέφσκι μάς τον παρουσιάζει τόσο διεξοδικά που νομίζουμε πως ξεφεύγει αρκετά από την οικονομία του έργου. Όμως ο Ντοστογιέφσκι αρέσκεται τόσο στην προσωπογράφηση όσο και στην αφήγηση. Γιατί δεν χρειαζόταν, πιστεύουμε, ένα τόσο λεπτομερές πορτραίτο του ήρωά του για να δεχθούμε «κατά το εικός και το αναγκαίον» τον έρωτά του για την Κατερίνα, έρωτα «με την πρώτη ματιά», που τον οδήγησε σε μια απεγνωσμένη αναζήτησή της. Όταν τη βρίσκει μαζί με το γέρο σύζυγό της, ζητάει να υπενοικιάσει μια κάμαρα στο διαμέρισμά τους. Αυτή, που έχει εν τω μεταξύ τσιμπηθεί μαζί του, πιέζει τον άντρα της να δεχθεί. Αυτός δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά και έτσι ο Όρντινοφ μετακομίζει στο σπίτι τους.
Όμως τι του βρήκε; Όπως τον περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι πιο πριν, δεν θα τον έλεγε κανείς ακριβώς ερωτεύσιμο. Μήπως στην αναβροχιά (ο σύζυγός της είναι γέρος)….
Τίποτα τέτοιο. Το τι συμβαίνει το μαθαίνουμε μόλις στο τέλος, για να μην καταστραφεί εντελώς η εντύπωση από τις προηγούμενες σελίδες: η γυναίκα είναι τρελή. Αγαπάει τον Όρντινοφ, αλλά είναι και εξαρτημένη από τον σύζυγό της. Ο Ορντίνοφ σκυλιάζει που τη βλέπει να τον κοιτάζει με έναν «ερωτικό θαυμασμό». Τον αγαπάει και αυτόν, αλλά δεν θα του κάτσει –δεν τον βλέπουμε εξάλλου να το επιχειρεί-αλλά τον θέλει σαν αδελφό, πράγμα που κατά τα άλλα δεν την εμποδίζει να έχει απέναντί του τη συμπεριφορά μιας πολύ ερωτευμένης γυναίκας. Ο άντρας της αποκαλύπτει στον Ορντίνοφ ότι η Κατερίνα είναι τρελή, ότι η ιστορία που του έχει αφηγηθεί για το παρελθόν της είναι απλή φαντασίωση, και καλά θα κάνει να μην την ξαναενοχλήσει. Όταν μετά από δυο βδομάδες τολμάει να επιστρέψει στο σπίτι τους, μαθαίνει ότι έφυγαν και αυτοί σχεδόν αμέσως. Ο γέρος πονηρός, δεν θα το ρίσκαρε να μείνουν.
Όσο για το διήγημα «Ο τίμιος κλέφτης», ο τίτλος τα λέει όλα. Ο Ντοστογιέφκσι μιλάει για έναν φουκαρά που έκλεψε το παντελόνι του ευεργέτη του για να πιει. Το αρνείται. Θα φύγει νιώθοντας ντροπιασμένος. Θα επιστρέψει πολύ αργότερα, και, ετοιμοθάνατος πια, θα ομολογήσει την κλοπή και θα ζητήσει τη συγνώμη του ευεργέτη του.
Διαβάζουμε: «…παράγγειλε μεζέδες, διάταξε να φέρουν ρακί…» (σελ. 33).
«Διάταξε». Στα αγγλικά order. Και μόνη της αυτή η λέξη τοποθετεί στο περίπου χρονολογικά τη μετάφραση. Στην Κρήτη, όταν ήμουν μικρός, λέγαμε «να διατάξουμε» αντί «να παραγγείλουμε».
Διαβάζουμε: «Διάλεξε κατά προτίμηση τους περιπάτους του την ώρα του σούρουπου…» (σελ. 78). Το να περπατήσεις εκείνα τα χρόνια ήταν μέσα στην καθημερινότητα των περισσότερων ανθρώπων. Ξέρουμε για τους μακρινούς περιπάτους του Νίτσε. Σήμερα, εκτός από αυτούς που έχουν κάνει εγχείρηση καρδιάς ή έχουν πάθει έμφραγμα, ελάχιστοι περπατούν. Κάποιοι άλλοι κάνουν jogging. Μεγαλύτερη άθληση στη μονάδα του χρόνου, που δεν πρέπει να σπαταλιέται άσκοπα.
Παλιά περπατούσα. Τώρα πηγαίνω κολυμβητήριο. Αν κλείσει το κολυμβητήριο της Γκράβας, όπως φημολογείται, θα ξαναρχίσω να περπατάω.
Διαβάζουμε: «Λένε πως τα βιβλία παλαβώνουν τον άνθρωπο» (σελ. 23).
Έχω μειώσει κι εγώ τους ρυθμούς των βιβλιοπαρουσιάσεων. Καλού κακού…
Αυτά για τον Ντοστογιέφσκι. Θα επανερχόμαστε κατά καιρούς.
Ναι, χχ, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει χρονολογία έκδοσης. Υπάρχει όμως η διεύθυνση του εκδοτικού οίκου, Μεσολογγίου 3, με τη διευκρίνιση: πίσω από τη Σόλωνος. Και για καλύτερη εξυπηρέτηση, υπάρχει και χάρτης.
Ήδη μιλήσαμε για το βιβλίο αυτό παρουσιάζοντας το «Ημερολόγιο ενός γελοίου», στο οποίο και παραπέμπω για να μην επαναλαμβάνω τα ίδια πράγματα. Απλά να πω ότι εκτός από τη «Σπιτονοικοκυρά», που με τις 80 πυκνογραμμένες σελίδες της χαρακτηρίζεται ως μυθιστόρημα, υπάρχουν και τρία άλλα διηγήματα. Για τα δυο, που εμπεριέχονται στο «Όνειρο ενός γελοίου» που μετέφρασε ο Γ. Σημηριώτης, έχουμε γράψει. Το τρίτο είναι «Ο τίμιος κλέφτης», γραμμένο το 1846. Η «Σπιτονοικοκυρά» γράφηκε το 1847.
Είπα να μην επαναλάβω, αλλά θα επαναλάβω κάτι που έγραψα στην ανάρτηση για το «Όνειρο ενός γελοίου»: Αναρωτιέμαι ποια κατεύθυνση θα είχε ακολουθήσει η πένα του Ντοστογιέφσκι αν δεν συνέβαιναν τα τραγικά γεγονότα του 1849 που σημάδεψαν τη ζωή του: Η καταδίκη σε θάνατο, το στήσιμο μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, η χάρη που δόθηκε την τελευταία στιγμή, η Σιβηρία. Και αυτό γιατί στη «Σπιτονοικοκυρά» βλέπουμε έναν άγνωστο Ντοστογιέφσκι: έναν ερωτικό Ντοστογιέφσκι. Από τις σελίδες του μυθιστορήματος αυτού αναδύεται ένας φοβερός ερωτισμός, ένας εντονότατος αισθησιασμός, που θα τον ζήλευε και ο πιο ικανός συγγραφέας ερωτικής λογοτεχνίας. Ο ερωτισμός αυτός είναι πλημμυρισμένος από δάκρυα που όμως, αντί να τον μειώνουν, τον κάνουν ακόμη πιο έντονο. (Βρήκα το ρώσικο κείμενο. Στο find του firefox έβαλα τη λέξη слез, δάκρυ, και τη βρήκα 40 φορές ακριβώς, σε διάφορες πτώσεις. Στον πληθυντικό, слезы, δάκρυα, 15 φορές. Είχα παλιά ένα μεράκι με την κειμενογλωσσολογία, ελπίζω να μου ξανάλθει κάποια στιγμή).
«… ένα ζεστό φιλί διαρκείας του φλόγισε τα χείλη…» (σελ. 24). Αμφιβάλλω αν υπάρχει παρόμοια σκηνή σε μεταγενέστερο έργο του Ντοστογιέσκι.
Αυτός είναι ένας άγνωστος Ντοστογιέφσκι. Δίπλα σ’ αυτόν όμως υπάρχει και ο γνωστός, με τους ταπεινωμένους και καταφρονεμένους ήρωές του, τους μοναξιασμένους, που ηδονίζονται μαζοχιστικά μέσα στην ταπείνωσή τους. Ένας τέτοιος είναι και ο Όρντινοφ, που ο Ντοστογιέφσκι μάς τον παρουσιάζει τόσο διεξοδικά που νομίζουμε πως ξεφεύγει αρκετά από την οικονομία του έργου. Όμως ο Ντοστογιέφσκι αρέσκεται τόσο στην προσωπογράφηση όσο και στην αφήγηση. Γιατί δεν χρειαζόταν, πιστεύουμε, ένα τόσο λεπτομερές πορτραίτο του ήρωά του για να δεχθούμε «κατά το εικός και το αναγκαίον» τον έρωτά του για την Κατερίνα, έρωτα «με την πρώτη ματιά», που τον οδήγησε σε μια απεγνωσμένη αναζήτησή της. Όταν τη βρίσκει μαζί με το γέρο σύζυγό της, ζητάει να υπενοικιάσει μια κάμαρα στο διαμέρισμά τους. Αυτή, που έχει εν τω μεταξύ τσιμπηθεί μαζί του, πιέζει τον άντρα της να δεχθεί. Αυτός δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά και έτσι ο Όρντινοφ μετακομίζει στο σπίτι τους.
Όμως τι του βρήκε; Όπως τον περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι πιο πριν, δεν θα τον έλεγε κανείς ακριβώς ερωτεύσιμο. Μήπως στην αναβροχιά (ο σύζυγός της είναι γέρος)….
Τίποτα τέτοιο. Το τι συμβαίνει το μαθαίνουμε μόλις στο τέλος, για να μην καταστραφεί εντελώς η εντύπωση από τις προηγούμενες σελίδες: η γυναίκα είναι τρελή. Αγαπάει τον Όρντινοφ, αλλά είναι και εξαρτημένη από τον σύζυγό της. Ο Ορντίνοφ σκυλιάζει που τη βλέπει να τον κοιτάζει με έναν «ερωτικό θαυμασμό». Τον αγαπάει και αυτόν, αλλά δεν θα του κάτσει –δεν τον βλέπουμε εξάλλου να το επιχειρεί-αλλά τον θέλει σαν αδελφό, πράγμα που κατά τα άλλα δεν την εμποδίζει να έχει απέναντί του τη συμπεριφορά μιας πολύ ερωτευμένης γυναίκας. Ο άντρας της αποκαλύπτει στον Ορντίνοφ ότι η Κατερίνα είναι τρελή, ότι η ιστορία που του έχει αφηγηθεί για το παρελθόν της είναι απλή φαντασίωση, και καλά θα κάνει να μην την ξαναενοχλήσει. Όταν μετά από δυο βδομάδες τολμάει να επιστρέψει στο σπίτι τους, μαθαίνει ότι έφυγαν και αυτοί σχεδόν αμέσως. Ο γέρος πονηρός, δεν θα το ρίσκαρε να μείνουν.
Όσο για το διήγημα «Ο τίμιος κλέφτης», ο τίτλος τα λέει όλα. Ο Ντοστογιέφκσι μιλάει για έναν φουκαρά που έκλεψε το παντελόνι του ευεργέτη του για να πιει. Το αρνείται. Θα φύγει νιώθοντας ντροπιασμένος. Θα επιστρέψει πολύ αργότερα, και, ετοιμοθάνατος πια, θα ομολογήσει την κλοπή και θα ζητήσει τη συγνώμη του ευεργέτη του.
Διαβάζουμε: «…παράγγειλε μεζέδες, διάταξε να φέρουν ρακί…» (σελ. 33).
«Διάταξε». Στα αγγλικά order. Και μόνη της αυτή η λέξη τοποθετεί στο περίπου χρονολογικά τη μετάφραση. Στην Κρήτη, όταν ήμουν μικρός, λέγαμε «να διατάξουμε» αντί «να παραγγείλουμε».
Διαβάζουμε: «Διάλεξε κατά προτίμηση τους περιπάτους του την ώρα του σούρουπου…» (σελ. 78). Το να περπατήσεις εκείνα τα χρόνια ήταν μέσα στην καθημερινότητα των περισσότερων ανθρώπων. Ξέρουμε για τους μακρινούς περιπάτους του Νίτσε. Σήμερα, εκτός από αυτούς που έχουν κάνει εγχείρηση καρδιάς ή έχουν πάθει έμφραγμα, ελάχιστοι περπατούν. Κάποιοι άλλοι κάνουν jogging. Μεγαλύτερη άθληση στη μονάδα του χρόνου, που δεν πρέπει να σπαταλιέται άσκοπα.
Παλιά περπατούσα. Τώρα πηγαίνω κολυμβητήριο. Αν κλείσει το κολυμβητήριο της Γκράβας, όπως φημολογείται, θα ξαναρχίσω να περπατάω.
Διαβάζουμε: «Λένε πως τα βιβλία παλαβώνουν τον άνθρωπο» (σελ. 23).
Έχω μειώσει κι εγώ τους ρυθμούς των βιβλιοπαρουσιάσεων. Καλού κακού…
Αυτά για τον Ντοστογιέφσκι. Θα επανερχόμαστε κατά καιρούς.
Sunday, October 16, 2011
Ελευθερία Παπαδάκη-Λαμπάκη, Κρητικές μαντινάδες
Ελευθερία Παπαδάκη-Λαμπάκη, Κρητικές μαντινάδες, Καστανιώτης 2011, σελ. 253
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μια εξαίρετη ανθολογία με κρητικές μαντινάδες.
Οι γιαπωνέζοι στάθηκαν τυχεροί: τα χάι κου τους έγιναν διάσημα σε όλο τον κόσμο. Ακόμη και έλληνες έχουν γράψει χάι-κου, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης. Να αναφέρω και τη συλλογή χάι-κου του συγχωρεμένου Θόδωρου Τρουπή, τακτικού θαμώνα του φιλολογικού καφενείου του Ιάσωνα Ευαγγέλου. Εμείς οι κρητικοί δεν είχαμε την ίδια τύχη, αν και πιστεύω πως οι μαντινάδες μας δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τα χάι κου.
Έχουν κυκλοφορήσει πάρα πολλές συλλογές με μαντινάδες. Να αναφέρω μόνο τη συλλογή της αδικοχαμένης δασκάλας Μαρίας Λιουδάκη (τη σκότωσαν οι μπαντουβάδες στον εμφύλιο), και του μακαρίτη του φίλου μου, που ήταν ταυτόχρονα και λυράρης, του Μιχάλη Βαβουράκη (Δικές του μαντινάδες. Η παρουσίασή μου της πρώτης έκδοσης από τα Κρητικά Επίκαιρα στάθηκε και η αφορμή της γνωριμίας και φιλίας μας). Και βέβαια την τελευταία συλλογή με κρητικές μαντινάδες της Ελευθερίας Παπαδάκη-Λαμπάκη που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Πρόκειται για νέα ανθολογία, όπως επισημαίνεται στο εξώφυλλο. Και από τον πρόλογο μαθαίνουμε ότι η Ελευθερία Παπαδάκη-Λαμπάκη έχει εκδώσει ήδη άλλες δυο.
Η Ελευθερία έχει ταξινομήσει τις μαντινάδες που συνέλεξε σε 25 κατηγορίες: Για τον έρωτα, το χωρισμό, τη μοναξιά, κ.λπ. Μια κατηγορία όμως είναι προσωπική: Για τον Ξυλούρη. Η παρακάτω μαντινάδα ίσως δεν είναι η καλύτερη, είναι όμως η πιο χαρακτηριστική:
Ξυλούρη, είσαι ζωντανός μέσα στη θύμησή μας
και η ψυχή σου ζωντανή είναι μεσ’ στην ψυχή μας.
Πολλές μαντινάδες ξεχωρίζουν για το λυρισμό τους, όπως:
Εχάρισα το σ’ αγαπώ στο πιο λαμπρό αστέρι
να το θωρώ να γίνεται η νύχτα μεσημέρι.
Ποτέ σου να μην ξαναβγείς ήλιε μου, δεν με νοιάζει
μα εγώ ’χω την αγάπη μου κι όπου προβάλλει λιάζει.
Άλλες για το χιούμορ τους:
Εγώ αγαπώ μια κοπελιά στην πρώτη του λυκείου
γι’ αυτό θα κάνω αίτηση για φύλακας σχολείου
Μια υποκατηγορία σ’ αυτές τις αστείες είναι οι μαντινάδες που έχουν να κάνουν με την επικαιρότητα ή τη σύγχρονη τεχνολογία, όπως:
Δεν ξαναλέω σ’ αγαπώ από το κινητό μου
μην κάνουνε υποκλοπές και μάθουν τον καημό μου.
Στις μαντινάδες μπορούμε να συναντήσουμε όλα τα υφολογικά στοιχεία που υπάρχουν και στα λόγια λογοτεχνικά κείμενα, όπως για παράδειγμα το εφέ της υπερβολής:
Χωρίς νερό, χωρίς ψωμί, και δίχως οξυγόνο
Μπορώ να ζω, μα να ’σαι εδώ, να σε κοιτάζω μόνο.
Μια από τις κατηγορίες είναι και «Για το δυστυχή». Και θυμήθηκα πως ένα από τα πιο αγαπημένα μου κομμάτια του πιο αγαπημένου μου λυράρη, τον Λεωνίδα Κλάδο, που δυστυχώς μας έφυγε πέρυσι (10 Νοεμβρίου 2010), είναι και το «Όταν κοιμάται ο δυστυχής». Οι δυο μαντινάδες που τραγουδάει δεν ανθολογούνται, αλλά είναι πολύ ωραίες και θα τις παραθέσω:
Όταν κοιμάται ο δυστυχής κανείς μην τον ξυπνήσει
Γιατί ειν’ η μόνη του χαρά τ’ όνειρο και θα σβήσει
Και
Όταν κοιμάται ο δυστυχής να τον ξυπνάς δεν πρέπει
Μην του ξορίσεις τη χαρά που στ’ όνειρό του βλέπει.
Υπάρχουν διαγωνισμοί μαντινάδας, σελίδες σε περιοδικά για τις μαντινάδες, ιστοσελίδες για τις μαντινάδες, ενώ δημοσιεύονται ή αναρτούνται ευκαιριακά διάφορες μαντινάδες. Για παράδειγμα, ψάχνοντας στο youtube το παραπάνω τραγούδι του Κλάδου για να βρω τις μαντινάδες και να τις παραθέσω σ’ αυτή τη βιβλιοκριτική, έπεσα πάνω στον βιολάτορα Γιάννη Δερμιτζάκη. Μια και είναι ο διάσημος του σογιού, είπα να αναρτήσω κάτι δικό του στο facebook. Αναρτώντας το, θυμήθηκα την πιο γνωστή του μαντινιάδα (στην Ανατολική Κρήτη λέμε μαντινιάδα και όχι μαντινάδα) και την ανάρτησα.
Όποιος ακούει τσι κοντιλιές του Ντερμιτζή του Γιάννη
τα ενενήντα τα περνά, τα εκατό τα πιάνει.
Και μου ήλθε η ιδέα να σκαρώσω κι εγώ τη δική μου, και τη σκάρωσα:
Όποιος στο blog μου με θωρεί, στο facebook με βλέπει
Να ζήσει χρόνια εκατό και πιο πολλά του πρέπει.
Θα μπορούσαμε να γράφουμε ατέλειωτα για τις μαντινάδες, όμως κάπου πρέπει να σταματήσουμε. Και πριν επαινέσουμε την ανθολόγο για την εξαίρετη δουλειά της, θα της δώσουμε το λόγο, να κάνει μια πρόταση που μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Από την τελευταία παράγραφο του προλόγου: «…όλος αυτός ο πλούτος, το γνήσιο αυτό λαϊκό σύνθεμα που αποτελεί την ουσία της ψυχής του κρητικού λαού, ως προφορικό δημιούργημα, κινδυνεύει να ξεχαστεί αν δεν ηχογραφηθεί έγκαιρα ή αν δεν τυπωθεί σε έντυπη ή ηλεκτρονική έκδοση, κάτι που εξασφαλίζει την περαιτέρω διάδοση». Ο Νίκος Σαραντάκος στην ιστοσελίδα του στεγάζει όλα τα κείμενα ελληνικής λογοτεχνίας που υπάρχουν σε ψηφιακή μορφή. Δεν μπορεί βέβαια να τα στεγάσει όλα, αφού για τα πρόσφατα υπάρχει το copyright. Στις μαντινάδες όμως δεν υπάρχει copyright. Θα μπορούσε να φτιαχτεί μια ιστοσελίδα, από κάποιον οργανισμό, όπου να αποθηκεύονταν όλες οι μαντινάδες, σε μια χρηστική και ευρεία κατηγοριοποίηση, μια και θα μαζευόταν τεράστιος όγκος. Μέχρι να τη δούμε δεν έχουμε παρά να ευχαριστούμε ανθολόγους όπως την Ελευθερία Παπαδάκη-Λαμπάκη για το ζήλο τους να αποθησαυρίσουν όσες μπορούν.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μια εξαίρετη ανθολογία με κρητικές μαντινάδες.
Οι γιαπωνέζοι στάθηκαν τυχεροί: τα χάι κου τους έγιναν διάσημα σε όλο τον κόσμο. Ακόμη και έλληνες έχουν γράψει χάι-κου, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης. Να αναφέρω και τη συλλογή χάι-κου του συγχωρεμένου Θόδωρου Τρουπή, τακτικού θαμώνα του φιλολογικού καφενείου του Ιάσωνα Ευαγγέλου. Εμείς οι κρητικοί δεν είχαμε την ίδια τύχη, αν και πιστεύω πως οι μαντινάδες μας δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τα χάι κου.
Έχουν κυκλοφορήσει πάρα πολλές συλλογές με μαντινάδες. Να αναφέρω μόνο τη συλλογή της αδικοχαμένης δασκάλας Μαρίας Λιουδάκη (τη σκότωσαν οι μπαντουβάδες στον εμφύλιο), και του μακαρίτη του φίλου μου, που ήταν ταυτόχρονα και λυράρης, του Μιχάλη Βαβουράκη (Δικές του μαντινάδες. Η παρουσίασή μου της πρώτης έκδοσης από τα Κρητικά Επίκαιρα στάθηκε και η αφορμή της γνωριμίας και φιλίας μας). Και βέβαια την τελευταία συλλογή με κρητικές μαντινάδες της Ελευθερίας Παπαδάκη-Λαμπάκη που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Πρόκειται για νέα ανθολογία, όπως επισημαίνεται στο εξώφυλλο. Και από τον πρόλογο μαθαίνουμε ότι η Ελευθερία Παπαδάκη-Λαμπάκη έχει εκδώσει ήδη άλλες δυο.
Η Ελευθερία έχει ταξινομήσει τις μαντινάδες που συνέλεξε σε 25 κατηγορίες: Για τον έρωτα, το χωρισμό, τη μοναξιά, κ.λπ. Μια κατηγορία όμως είναι προσωπική: Για τον Ξυλούρη. Η παρακάτω μαντινάδα ίσως δεν είναι η καλύτερη, είναι όμως η πιο χαρακτηριστική:
Ξυλούρη, είσαι ζωντανός μέσα στη θύμησή μας
και η ψυχή σου ζωντανή είναι μεσ’ στην ψυχή μας.
Πολλές μαντινάδες ξεχωρίζουν για το λυρισμό τους, όπως:
Εχάρισα το σ’ αγαπώ στο πιο λαμπρό αστέρι
να το θωρώ να γίνεται η νύχτα μεσημέρι.
Ποτέ σου να μην ξαναβγείς ήλιε μου, δεν με νοιάζει
μα εγώ ’χω την αγάπη μου κι όπου προβάλλει λιάζει.
Άλλες για το χιούμορ τους:
Εγώ αγαπώ μια κοπελιά στην πρώτη του λυκείου
γι’ αυτό θα κάνω αίτηση για φύλακας σχολείου
Μια υποκατηγορία σ’ αυτές τις αστείες είναι οι μαντινάδες που έχουν να κάνουν με την επικαιρότητα ή τη σύγχρονη τεχνολογία, όπως:
Δεν ξαναλέω σ’ αγαπώ από το κινητό μου
μην κάνουνε υποκλοπές και μάθουν τον καημό μου.
Στις μαντινάδες μπορούμε να συναντήσουμε όλα τα υφολογικά στοιχεία που υπάρχουν και στα λόγια λογοτεχνικά κείμενα, όπως για παράδειγμα το εφέ της υπερβολής:
Χωρίς νερό, χωρίς ψωμί, και δίχως οξυγόνο
Μπορώ να ζω, μα να ’σαι εδώ, να σε κοιτάζω μόνο.
Μια από τις κατηγορίες είναι και «Για το δυστυχή». Και θυμήθηκα πως ένα από τα πιο αγαπημένα μου κομμάτια του πιο αγαπημένου μου λυράρη, τον Λεωνίδα Κλάδο, που δυστυχώς μας έφυγε πέρυσι (10 Νοεμβρίου 2010), είναι και το «Όταν κοιμάται ο δυστυχής». Οι δυο μαντινάδες που τραγουδάει δεν ανθολογούνται, αλλά είναι πολύ ωραίες και θα τις παραθέσω:
Όταν κοιμάται ο δυστυχής κανείς μην τον ξυπνήσει
Γιατί ειν’ η μόνη του χαρά τ’ όνειρο και θα σβήσει
Και
Όταν κοιμάται ο δυστυχής να τον ξυπνάς δεν πρέπει
Μην του ξορίσεις τη χαρά που στ’ όνειρό του βλέπει.
Υπάρχουν διαγωνισμοί μαντινάδας, σελίδες σε περιοδικά για τις μαντινάδες, ιστοσελίδες για τις μαντινάδες, ενώ δημοσιεύονται ή αναρτούνται ευκαιριακά διάφορες μαντινάδες. Για παράδειγμα, ψάχνοντας στο youtube το παραπάνω τραγούδι του Κλάδου για να βρω τις μαντινάδες και να τις παραθέσω σ’ αυτή τη βιβλιοκριτική, έπεσα πάνω στον βιολάτορα Γιάννη Δερμιτζάκη. Μια και είναι ο διάσημος του σογιού, είπα να αναρτήσω κάτι δικό του στο facebook. Αναρτώντας το, θυμήθηκα την πιο γνωστή του μαντινιάδα (στην Ανατολική Κρήτη λέμε μαντινιάδα και όχι μαντινάδα) και την ανάρτησα.
Όποιος ακούει τσι κοντιλιές του Ντερμιτζή του Γιάννη
τα ενενήντα τα περνά, τα εκατό τα πιάνει.
Και μου ήλθε η ιδέα να σκαρώσω κι εγώ τη δική μου, και τη σκάρωσα:
Όποιος στο blog μου με θωρεί, στο facebook με βλέπει
Να ζήσει χρόνια εκατό και πιο πολλά του πρέπει.
Θα μπορούσαμε να γράφουμε ατέλειωτα για τις μαντινάδες, όμως κάπου πρέπει να σταματήσουμε. Και πριν επαινέσουμε την ανθολόγο για την εξαίρετη δουλειά της, θα της δώσουμε το λόγο, να κάνει μια πρόταση που μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Από την τελευταία παράγραφο του προλόγου: «…όλος αυτός ο πλούτος, το γνήσιο αυτό λαϊκό σύνθεμα που αποτελεί την ουσία της ψυχής του κρητικού λαού, ως προφορικό δημιούργημα, κινδυνεύει να ξεχαστεί αν δεν ηχογραφηθεί έγκαιρα ή αν δεν τυπωθεί σε έντυπη ή ηλεκτρονική έκδοση, κάτι που εξασφαλίζει την περαιτέρω διάδοση». Ο Νίκος Σαραντάκος στην ιστοσελίδα του στεγάζει όλα τα κείμενα ελληνικής λογοτεχνίας που υπάρχουν σε ψηφιακή μορφή. Δεν μπορεί βέβαια να τα στεγάσει όλα, αφού για τα πρόσφατα υπάρχει το copyright. Στις μαντινάδες όμως δεν υπάρχει copyright. Θα μπορούσε να φτιαχτεί μια ιστοσελίδα, από κάποιον οργανισμό, όπου να αποθηκεύονταν όλες οι μαντινάδες, σε μια χρηστική και ευρεία κατηγοριοποίηση, μια και θα μαζευόταν τεράστιος όγκος. Μέχρι να τη δούμε δεν έχουμε παρά να ευχαριστούμε ανθολόγους όπως την Ελευθερία Παπαδάκη-Λαμπάκη για το ζήλο τους να αποθησαυρίσουν όσες μπορούν.
Friday, October 14, 2011
Λεία Βιτάλη, Ο ένατος γάμος
Λεία Βιτάλη, Ο ένατος γάμος
Τον είδαμε απόψε στο θέατρο «Αγγέλων βήμα». Θα μπορούσε να ονομαστεί «Play Dürrenmatt», κατά το «Play Strindberg» του Άρθουρ Σνίτσλερ. Με τη βασική διαφορά ότι ο Σνίτσλερ συνομιλεί με όλο το έργο του Στρίντμπεργκ, ενώ η Λεία Βιτάλη μόνο με την «Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» του Friedrich Dürrenmatt. Συγκεκριμένα η Βιτάλη συνεχίζει το έργο εκεί που το αφήνει ο Ντύρενματ. Η γηραιά κυρία, υπεραιωνόβια, συνομιλεί με το πτώμα του Άλφρεντ που βρίσκεται μέσα σε ένα φέρετρο. Η πληγωμένη κοπέλα (ο Άλφρεντ την γκάστρωσε και την παράτησε) που έχει γίνει αλαζονική δισεκατομμυριούχα, αποκαλύπτεται όχι συγχρονικά, όπως στο έργο του Ντύρενματ, όπου απαιτεί το θάνατο του Άλφρεντ με αντάλλαγμα τα εκατομμύριά της που θα σώσουν την πόλη, αλλά με τις αναμνήσεις της. Όποιος αγνοεί το έργο του Ντύρενματ θεωρεί την ηρωίδα ως τυπική ηρωίδα του Στρίνμπεργκ ο οποίος, πληγωμένος από τις γυναίκες, ξερνάει τη χολή του πάνω στις ηρωίδες του. Στο τέλος αποκαλύπτεται η τραγική της διάσταση (σκηνοθετικά με τα φώτα να χαμηλώνουν), και βέβαια με την τελική ατάκα του έργου: «Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να με αγαπούν».
Η Βιτάλη παραλαμβάνει το γκροτέσκο της ιστορίας του Ντύρενματ και το προωθεί περισσότερο: Η γηραιά κυρία κάνει τις ετοιμασίες για να παντρευτεί το πτώμα του βρίσκεται στο φέρετρο, ενώ δίνει παράλληλα οδηγίες σε έναν υπάλληλό της για το πώς να χειριστεί τις μετοχές της στο χρηματιστήριο. Τον βρίζει πατόκορφα για τις αδέξιες ενέργειές του. Στο τέλος αποκαλύπτεται ότι ο Άλφρεντ είναι ζωντανός, της έπαιξε κάποιο κόλπο με το χρηματιστήριο, και μέσα από το φέρετρο, που το ανοίγει επί τέλους, προβάλει η ουρά μιας τίγρης ή κάτι τέτοιο, δεν θυμάμαι. Έτσι μειώνεται τόσο το γκροτέσκο του Ντύρενματ (τελικά τη γηραιά κυρία την κοροϊδεύουν για να της πάρουν τα λεφτά, τον Άλφρεντ δεν τον σκοτώνουν), όσο και το δικό της, με την προετοιμασία ενός γάμου με ένα πτώμα το οποίο στην πραγματικότητα είναι ανύπαρκτο. Στο σημείο του έργου που η γηραιά κυρία ανακαλύπτει ότι την κορόιδεψαν, ότι ο γάμος δεν μπορεί να γίνει γιατί δεν υπάρχει πτώμα, ακούγεται παρωδιακά η μουσική του Πουτσίνι από την Μαντάμ Μπατερφλάι, μιας άλλης απατημένης και εγκαταλειμμένης γυναίκας.
Ένα μονοπρόσωπο έργο δεν είναι ακριβώς όπως μια συναυλία με έργα πιάνου. Το έργο πρέπει να είναι άρτιο, και ο ηθοποιός με εξαιρετικές ικανότητες, για να διατηρηθεί αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Η Λία Βιτάλη μας έδωσε ένα τέτοιο έργο, και η Μαίρη Νάνου είναι μια τέτοια ηθοποιός.
Τον είδαμε απόψε στο θέατρο «Αγγέλων βήμα». Θα μπορούσε να ονομαστεί «Play Dürrenmatt», κατά το «Play Strindberg» του Άρθουρ Σνίτσλερ. Με τη βασική διαφορά ότι ο Σνίτσλερ συνομιλεί με όλο το έργο του Στρίντμπεργκ, ενώ η Λεία Βιτάλη μόνο με την «Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» του Friedrich Dürrenmatt. Συγκεκριμένα η Βιτάλη συνεχίζει το έργο εκεί που το αφήνει ο Ντύρενματ. Η γηραιά κυρία, υπεραιωνόβια, συνομιλεί με το πτώμα του Άλφρεντ που βρίσκεται μέσα σε ένα φέρετρο. Η πληγωμένη κοπέλα (ο Άλφρεντ την γκάστρωσε και την παράτησε) που έχει γίνει αλαζονική δισεκατομμυριούχα, αποκαλύπτεται όχι συγχρονικά, όπως στο έργο του Ντύρενματ, όπου απαιτεί το θάνατο του Άλφρεντ με αντάλλαγμα τα εκατομμύριά της που θα σώσουν την πόλη, αλλά με τις αναμνήσεις της. Όποιος αγνοεί το έργο του Ντύρενματ θεωρεί την ηρωίδα ως τυπική ηρωίδα του Στρίνμπεργκ ο οποίος, πληγωμένος από τις γυναίκες, ξερνάει τη χολή του πάνω στις ηρωίδες του. Στο τέλος αποκαλύπτεται η τραγική της διάσταση (σκηνοθετικά με τα φώτα να χαμηλώνουν), και βέβαια με την τελική ατάκα του έργου: «Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να με αγαπούν».
Η Βιτάλη παραλαμβάνει το γκροτέσκο της ιστορίας του Ντύρενματ και το προωθεί περισσότερο: Η γηραιά κυρία κάνει τις ετοιμασίες για να παντρευτεί το πτώμα του βρίσκεται στο φέρετρο, ενώ δίνει παράλληλα οδηγίες σε έναν υπάλληλό της για το πώς να χειριστεί τις μετοχές της στο χρηματιστήριο. Τον βρίζει πατόκορφα για τις αδέξιες ενέργειές του. Στο τέλος αποκαλύπτεται ότι ο Άλφρεντ είναι ζωντανός, της έπαιξε κάποιο κόλπο με το χρηματιστήριο, και μέσα από το φέρετρο, που το ανοίγει επί τέλους, προβάλει η ουρά μιας τίγρης ή κάτι τέτοιο, δεν θυμάμαι. Έτσι μειώνεται τόσο το γκροτέσκο του Ντύρενματ (τελικά τη γηραιά κυρία την κοροϊδεύουν για να της πάρουν τα λεφτά, τον Άλφρεντ δεν τον σκοτώνουν), όσο και το δικό της, με την προετοιμασία ενός γάμου με ένα πτώμα το οποίο στην πραγματικότητα είναι ανύπαρκτο. Στο σημείο του έργου που η γηραιά κυρία ανακαλύπτει ότι την κορόιδεψαν, ότι ο γάμος δεν μπορεί να γίνει γιατί δεν υπάρχει πτώμα, ακούγεται παρωδιακά η μουσική του Πουτσίνι από την Μαντάμ Μπατερφλάι, μιας άλλης απατημένης και εγκαταλειμμένης γυναίκας.
Ένα μονοπρόσωπο έργο δεν είναι ακριβώς όπως μια συναυλία με έργα πιάνου. Το έργο πρέπει να είναι άρτιο, και ο ηθοποιός με εξαιρετικές ικανότητες, για να διατηρηθεί αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Η Λία Βιτάλη μας έδωσε ένα τέτοιο έργο, και η Μαίρη Νάνου είναι μια τέτοια ηθοποιός.
Όλες οι ιστοσελίδες μου
Τελικά με έβαλε σε πειρασμό ο Τέλης. Αρχικά αρνήθηκα, αλλά είπα γιατί να μην πειραματισθώ. Ο Αλέξανδρος με συμβούλευσε να κατοχυρώσω ένα domain name. Είδα ότι μου έδιναν και δωρεάν χώρο, και έτσι έφτιαξα μια υποτυπώδη ιστοσελίδα για να ενώνω όλες τις ιστοσελίδες μου. Αν μελλοντικά αντιμετωπίσω πρόβλημα, θα αγοράσω χώρο για να αναρτώ εκεί. Βρίσκεται εδώ
Saturday, October 8, 2011
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Το όνειρο ενός γελοίου
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Το όνειρο ενός γελοίου (μετ. Γ. Συμηριώτη), εκδόσεις Κοροντζή, χχ, σελ. 96.
Πολύ αρπακολατζήδικες οι παλιές εκδόσεις, σπάνια θα δεις χρονολογία έκδοσης. Εδώ δεν έχουμε ούτε διεύθυνση ούτε τηλέφωνο του εκδοτικού οίκου. Ας είναι.
Τα αριστουργήματα του Ντοστογιέφσκι τα διάβασα στα μαθητικά μου χρόνια, όσα έστελνε το πρακτορείο αθηναϊκού τύπου στο βιβλιοπωλείο της κας Αεράκη στην Ιεράπετρα. Πριν πέντε έξι χρόνια αποφάσισα να συνεχίσω με τα ελάσσονα έργα του, νουβέλες και διηγήματα, που με εξέπληξαν. Και εδώ ο Ντοστογιέφσκι είναι επίσης μεγάλος.
Με έκπληξη διάβασα τον μικρό τόμο με τα διηγήματα που εξέδωσαν, Κύριος οίδε (μάλλον ο Κύριος, ως παντογνώστης, οίδε, εμείς όμως μπορούμε απλώς να εικάσουμε στο περίπου, θα έλεγα γύρω στο ’80) οι εκδόσεις Κοροντζή, και που φέρει τον τίτλο ενός από αυτά: «Το όνειρο ενός γελοίου». Και εδώ δεν θαύμασα μόνο τον μεγάλο λογοτέχνη, αλλά και τον πρωτοπόρο. Το «Όνειρο ενός γελοίου» είναι ένα έργο περίπου επιστημονικής φαντασίας που ο Ντοστογιέφσκι, ακολουθώντας τις ρεαλιστικές συμβάσεις της εποχής, το τοποθετεί ως όνειρο. Ο ήρωας ονειρεύεται ότι βρέθηκε σε έναν περίπου παραδείσιο χώρο, τον οποίο περιγράφει όπως θα περιγράφαμε σήμερα μιαν ουτοπία. Θα παραθέσω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, για τον οικολογικό του χαρακτήρα.
«Μου έδειχναν τα δέντρα τους και παραξενεύτηκα για την αγάπη που τους είχαν: ενόμιζαν πως δεν ήταν καθόλου ανώτεροι από τα δέντρα, και ξέρετε, δε θα πέσω ίσως έξω, λέγοντας πώς κουβέντιαζαν μαζί τους, και πως είχαν βρει την ομιλία των δέντρων. Έριχναν σ’ όλη τη φύση το ίδιο αδελφικό βλέμμα, κι αγαπιόντουσαν από τα πιο άγρια ζώα, που τα είχαν νικήσει με την αγάπη τους» (σελ. 22).
Όμως η παρουσία του ως γήινου όντος υπήρξε καταλυτική γι’ αυτούς. Όπως λέει χαρακτηριστικά, «τους διέφθειρα». Τι έγινε μετά;
«Όλοι αυτοί οι άνθρωποι διψούσαν τον πόνο κι έλεγαν πως με τον πόνο μονάχα φτάνει κανείς στην αλήθεια. Αυτός υπήρξε η πρώτη αρχή της επιστήμης. Μόλις έγιναν κακοί, άρχισαν να εκφωνούν λόγους για την αδελφοσύνη, για την φιλανθρωπία, και κατάλαβαν τις ιδέες αυτές. Μόλις έγιναν εγκληματίες, άρχισαν να μιλούν για τη δικαιοσύνη, συντάξανε κώδικες για να τη διαφυλάξουν και αγχόνες για να την υπερασπιστούν. Μόλις (που) θυμόντουσαν τι είχανε χάσει» (σελ. 26). Και καταλήγει: «Το κακό έγκειται σ’ αυτό: η συνείδηση της ζωής αξίζει περισσότερο από τη ζωή. Και η συνείδηση των νόμων της ευτυχίας αξίζει περισσότερο από την ευτυχία. Να τι πρέπει να χτυπήσουμε. Και θα το χτυπήσω εγώ» (σελ. 30). Αυτοί που ζουν ευτυχισμένοι δεν αναρωτιούνται τι είναι αυτό που τους κάνει ευτυχισμένους, ζουν μακάριοι μέσα στην ευτυχία τους. Οι δυστυχισμένοι όμως όλο ψάχνονται, και αναρωτιούνται τι είναι αυτό που δίνει την ευτυχία. Εδώ ο Ντοστογιέφσκι φαίνεται να κάνει λάθος. Ο άνθρωπος δεν προτιμά τη συνείδηση των νόμων της ευτυχίας από την ευτυχία. Όταν του λείπει η ευτυχία είναι που οδηγείται στην αναζήτηση των νόμων της.
Το διήγημα «Ένας σύζυγος κάτω απ’ το κρεβάτι» μας δείχνει έναν Ντοστογιέφσκι που μέχρι τώρα δεν γνωρίζαμε: τον χιουμορίστα. Πρόκειται για την σπαρταριστή ιστορία ενός εραστή και ενός ζηλιάρη συζύγου που βρέθηκαν κάτω από το κρεβάτι μιας άλλης γυναίκας, καθώς ο σύζυγός της επέστρεψε. Ακολουθώντας τις θεατρικές συμβάσεις ο Ντοστογιέφσκι βάζει τους ήρωές του να μιλούν χωρίς να ακούγονται από τον σύζυγο, που μόνο κάτι ψίθυροι φτάνουν κατά διαστήματα στα αυτιά του. Ο εραστής καταφέρνει κάποια στιγμή και το σκάει, ενώ ο άλλος, ένας από τους πολλούς «ταπεινωμένους και καταφρονεμένους» ήρωες του Ντοστογιέφσκι, όπως και οι υπόλοιποι της συλλογής, ανακαλύπτεται τελικά από τον σύζυγο, και καταβάλει απεγνωσμένες προσπάθειες για να τον πείσει για την αθωότητά του. Αναρωτιέμαι ποιο δρόμο θα είχε πάρει η συγγραφική πένα του Ντοστογιέφσκι αν την επόμενη χρονιά (το διήγημα γράφηκε το 1848) δεν είχε συλληφθεί για συνομωσία, δεν είχε καταδικαστεί σε θάνατο και δεν είχε μάλιστα στηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα, για να γλιτώσει την εκτέλεση στο παρά πέντε και να σταλεί για χρόνια στη Σιβηρία. Οι ήρωές του, σχεδόν πάντα ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι, δεν θα προκαλούν στο εξής το γέλιο αλλά τον οίκτο.
Είχα σχεδόν τελειώσει το βιβλίο όταν ανακάλυψα ένα άλλο βιβλίο του Ντοστογιέφσκι, hard copy αλλά αγορασμένο κοψοχρονιά σε κάποιο παζάρι βιβλίου ή σε καλάθι. Έχει τίτλο «Η σπιτονοικοκυρά». Το ξεφύλλισα και με έκπληξη διαπίστωσα ότι περιείχε και όλα τα διηγήματα του βιβλίου που είχα διαβάσει εκτός από ένα. Και με λύπη διαπίστωσα ότι τη μετάφραση την είχε κάνει ο Γιώργος Κοτζιούλας, προφανώς από τα ρώσικα. Το ότι ο Γ. Συμηριώτης δεν είχε κάνει την μετάφραση από τα ρώσικα το είχα υποπτευθεί, αργότερα όμως κατάλαβα ότι την είχε κάνει από τα γαλλικά. Γράφει κάπου «Ενθουσιασμένος, κύριε, ενθουσιασμένος» (σελ. 68). Προφανώς μεταφράζει λάθος το γαλλικό enchanté, που στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα σημαίνει «χαίρω πολύ» (για τη γνωριμία). Βρήκα το πρωτότυπο και έκανα αντιπαραβολή, και διαπίστωσα ότι έλειπε στο ίδιο σημείο και μια φράση. Κοιτάζοντας δειγματοληπτικά και κάποια άλλα κομμάτια είδα ότι ο Κοτζιούλας μένει πολύ κοντά στο πρωτότυπο, σε αντίθεση με τον Συμηριώτη. Ο οργανωτής του καλλιτεχνικού τμήματος της όγδοης μεραρχίας του ΕΛΑΣ (πριν χρόνια διάβασα το βιβλίο του «Όταν ήμουν με τον Άρη») είναι απίθανο να μη μετέφρασε από το πρωτότυπο. Αλλά για το βιβλίο αυτό του Ντοστογιέφκι θα γράψουμε αφού το διαβάσουμε πρώτα. Δηλαδή το μυθιστόρημα, γιατί το ένα διήγημα που δεν υπάρχει στη συλλογή που μετέφρασε ο Συμηριώτης το διαβάσαμε ήδη. (Ψάχνουμε στο διαδίκτυο το βιογραφικό του Συμηριώτη, και βλέπουμε χρονολογία γέννησης και θανάτου 1878-1964. Όμως το βιβλίο που διάβασα πρέπει να είναι επανέκδοση, η ποιότητα του χαρτιού δεν αφήνει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό).
Πολύ αρπακολατζήδικες οι παλιές εκδόσεις, σπάνια θα δεις χρονολογία έκδοσης. Εδώ δεν έχουμε ούτε διεύθυνση ούτε τηλέφωνο του εκδοτικού οίκου. Ας είναι.
Τα αριστουργήματα του Ντοστογιέφσκι τα διάβασα στα μαθητικά μου χρόνια, όσα έστελνε το πρακτορείο αθηναϊκού τύπου στο βιβλιοπωλείο της κας Αεράκη στην Ιεράπετρα. Πριν πέντε έξι χρόνια αποφάσισα να συνεχίσω με τα ελάσσονα έργα του, νουβέλες και διηγήματα, που με εξέπληξαν. Και εδώ ο Ντοστογιέφσκι είναι επίσης μεγάλος.
Με έκπληξη διάβασα τον μικρό τόμο με τα διηγήματα που εξέδωσαν, Κύριος οίδε (μάλλον ο Κύριος, ως παντογνώστης, οίδε, εμείς όμως μπορούμε απλώς να εικάσουμε στο περίπου, θα έλεγα γύρω στο ’80) οι εκδόσεις Κοροντζή, και που φέρει τον τίτλο ενός από αυτά: «Το όνειρο ενός γελοίου». Και εδώ δεν θαύμασα μόνο τον μεγάλο λογοτέχνη, αλλά και τον πρωτοπόρο. Το «Όνειρο ενός γελοίου» είναι ένα έργο περίπου επιστημονικής φαντασίας που ο Ντοστογιέφσκι, ακολουθώντας τις ρεαλιστικές συμβάσεις της εποχής, το τοποθετεί ως όνειρο. Ο ήρωας ονειρεύεται ότι βρέθηκε σε έναν περίπου παραδείσιο χώρο, τον οποίο περιγράφει όπως θα περιγράφαμε σήμερα μιαν ουτοπία. Θα παραθέσω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, για τον οικολογικό του χαρακτήρα.
«Μου έδειχναν τα δέντρα τους και παραξενεύτηκα για την αγάπη που τους είχαν: ενόμιζαν πως δεν ήταν καθόλου ανώτεροι από τα δέντρα, και ξέρετε, δε θα πέσω ίσως έξω, λέγοντας πώς κουβέντιαζαν μαζί τους, και πως είχαν βρει την ομιλία των δέντρων. Έριχναν σ’ όλη τη φύση το ίδιο αδελφικό βλέμμα, κι αγαπιόντουσαν από τα πιο άγρια ζώα, που τα είχαν νικήσει με την αγάπη τους» (σελ. 22).
Όμως η παρουσία του ως γήινου όντος υπήρξε καταλυτική γι’ αυτούς. Όπως λέει χαρακτηριστικά, «τους διέφθειρα». Τι έγινε μετά;
«Όλοι αυτοί οι άνθρωποι διψούσαν τον πόνο κι έλεγαν πως με τον πόνο μονάχα φτάνει κανείς στην αλήθεια. Αυτός υπήρξε η πρώτη αρχή της επιστήμης. Μόλις έγιναν κακοί, άρχισαν να εκφωνούν λόγους για την αδελφοσύνη, για την φιλανθρωπία, και κατάλαβαν τις ιδέες αυτές. Μόλις έγιναν εγκληματίες, άρχισαν να μιλούν για τη δικαιοσύνη, συντάξανε κώδικες για να τη διαφυλάξουν και αγχόνες για να την υπερασπιστούν. Μόλις (που) θυμόντουσαν τι είχανε χάσει» (σελ. 26). Και καταλήγει: «Το κακό έγκειται σ’ αυτό: η συνείδηση της ζωής αξίζει περισσότερο από τη ζωή. Και η συνείδηση των νόμων της ευτυχίας αξίζει περισσότερο από την ευτυχία. Να τι πρέπει να χτυπήσουμε. Και θα το χτυπήσω εγώ» (σελ. 30). Αυτοί που ζουν ευτυχισμένοι δεν αναρωτιούνται τι είναι αυτό που τους κάνει ευτυχισμένους, ζουν μακάριοι μέσα στην ευτυχία τους. Οι δυστυχισμένοι όμως όλο ψάχνονται, και αναρωτιούνται τι είναι αυτό που δίνει την ευτυχία. Εδώ ο Ντοστογιέφσκι φαίνεται να κάνει λάθος. Ο άνθρωπος δεν προτιμά τη συνείδηση των νόμων της ευτυχίας από την ευτυχία. Όταν του λείπει η ευτυχία είναι που οδηγείται στην αναζήτηση των νόμων της.
Το διήγημα «Ένας σύζυγος κάτω απ’ το κρεβάτι» μας δείχνει έναν Ντοστογιέφσκι που μέχρι τώρα δεν γνωρίζαμε: τον χιουμορίστα. Πρόκειται για την σπαρταριστή ιστορία ενός εραστή και ενός ζηλιάρη συζύγου που βρέθηκαν κάτω από το κρεβάτι μιας άλλης γυναίκας, καθώς ο σύζυγός της επέστρεψε. Ακολουθώντας τις θεατρικές συμβάσεις ο Ντοστογιέφσκι βάζει τους ήρωές του να μιλούν χωρίς να ακούγονται από τον σύζυγο, που μόνο κάτι ψίθυροι φτάνουν κατά διαστήματα στα αυτιά του. Ο εραστής καταφέρνει κάποια στιγμή και το σκάει, ενώ ο άλλος, ένας από τους πολλούς «ταπεινωμένους και καταφρονεμένους» ήρωες του Ντοστογιέφσκι, όπως και οι υπόλοιποι της συλλογής, ανακαλύπτεται τελικά από τον σύζυγο, και καταβάλει απεγνωσμένες προσπάθειες για να τον πείσει για την αθωότητά του. Αναρωτιέμαι ποιο δρόμο θα είχε πάρει η συγγραφική πένα του Ντοστογιέφσκι αν την επόμενη χρονιά (το διήγημα γράφηκε το 1848) δεν είχε συλληφθεί για συνομωσία, δεν είχε καταδικαστεί σε θάνατο και δεν είχε μάλιστα στηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα, για να γλιτώσει την εκτέλεση στο παρά πέντε και να σταλεί για χρόνια στη Σιβηρία. Οι ήρωές του, σχεδόν πάντα ταπεινωμένοι και καταφρονεμένοι, δεν θα προκαλούν στο εξής το γέλιο αλλά τον οίκτο.
Είχα σχεδόν τελειώσει το βιβλίο όταν ανακάλυψα ένα άλλο βιβλίο του Ντοστογιέφσκι, hard copy αλλά αγορασμένο κοψοχρονιά σε κάποιο παζάρι βιβλίου ή σε καλάθι. Έχει τίτλο «Η σπιτονοικοκυρά». Το ξεφύλλισα και με έκπληξη διαπίστωσα ότι περιείχε και όλα τα διηγήματα του βιβλίου που είχα διαβάσει εκτός από ένα. Και με λύπη διαπίστωσα ότι τη μετάφραση την είχε κάνει ο Γιώργος Κοτζιούλας, προφανώς από τα ρώσικα. Το ότι ο Γ. Συμηριώτης δεν είχε κάνει την μετάφραση από τα ρώσικα το είχα υποπτευθεί, αργότερα όμως κατάλαβα ότι την είχε κάνει από τα γαλλικά. Γράφει κάπου «Ενθουσιασμένος, κύριε, ενθουσιασμένος» (σελ. 68). Προφανώς μεταφράζει λάθος το γαλλικό enchanté, που στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα σημαίνει «χαίρω πολύ» (για τη γνωριμία). Βρήκα το πρωτότυπο και έκανα αντιπαραβολή, και διαπίστωσα ότι έλειπε στο ίδιο σημείο και μια φράση. Κοιτάζοντας δειγματοληπτικά και κάποια άλλα κομμάτια είδα ότι ο Κοτζιούλας μένει πολύ κοντά στο πρωτότυπο, σε αντίθεση με τον Συμηριώτη. Ο οργανωτής του καλλιτεχνικού τμήματος της όγδοης μεραρχίας του ΕΛΑΣ (πριν χρόνια διάβασα το βιβλίο του «Όταν ήμουν με τον Άρη») είναι απίθανο να μη μετέφρασε από το πρωτότυπο. Αλλά για το βιβλίο αυτό του Ντοστογιέφκι θα γράψουμε αφού το διαβάσουμε πρώτα. Δηλαδή το μυθιστόρημα, γιατί το ένα διήγημα που δεν υπάρχει στη συλλογή που μετέφρασε ο Συμηριώτης το διαβάσαμε ήδη. (Ψάχνουμε στο διαδίκτυο το βιογραφικό του Συμηριώτη, και βλέπουμε χρονολογία γέννησης και θανάτου 1878-1964. Όμως το βιβλίο που διάβασα πρέπει να είναι επανέκδοση, η ποιότητα του χαρτιού δεν αφήνει καμιά αμφιβολία γι’ αυτό).
Thursday, October 6, 2011
Αντώνης Δεσύλλας, Βόλτα στη Σπανιάδα
Αντώνης Δεσύλλας, Βόλτα στη Σπανιάδα, ΑΛΔΕ 2011, σελ. 173 (3η έκδοση, βελτιωμένη και επηυξημένη)
Ένα μυθιστόρημα λιγότερο, όσο καλό και αν είναι, δεν είναι και μεγάλη απώλεια για τα γράμματα. Όμως η έλλειψη ενός βιβλίου όπως το «Βόλτα στη Σπιανάδα», θα ήταν μια ανεπανάληπτη απώλεια. Το ίδιο πράγμα θα πω και για το βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά». Και θα εξηγήσω το γιατί.
Και στα δυο βιβλία, εγώ και ο Δεσύλλας αναφερόμαστε στους γενέθλιους τόπους μας: εγώ στο Κάτω Χωριό Ιεράπετρας, ο Δεσύλλας στην Κέρκυρα (Σπιανάδα είναι το όνομα της κεντρικής πλατείας της Κέρκυρας). Και οι δυο αναπολούμε την εποχή των παιδικών μας χρόνων, τη δεκαετία του πενήντα και του εξήντα. Την εισαγωγή του δικού μου βιβλίου την τελειώνω γράφοντας τα εξής: «Στα τέλη του 21ου αιώνα, ένας δισέγγονός μου, ή απλά ένα κατωχωριτάκι, ανασκαλεύοντας τη βιβλιοθήκη της κοινότητας, όπως έκανα εγώ όταν ήμουν μικρός, θα πέσει πάνω σ’ αυτό το βιβλίο και θα διαβάσει με συγκίνηση πώς ζούσαν οι παππούδες του έναν αιώνα πριν. Ίσως μάλιστα δακρύσει. Γι’ αυτό το κατωχωριτάκι γράφω». Ο Αντώνης θα προσυπέγραφε φαντάζομαι αυτό το απόσπασμα. Γράφει επίσης και για αυτό το Κερκυραιοτάκι.
Η μεγάλη ιστορία γράφεται από πολλούς. Πολλοί έχουν γράψει για τον εμφύλιο, πολλοί έχουν γράψει για την μικρασιατική καταστροφή. Όμως για την μικρή ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας τους, του χωριού τους ή της πόλης τους, λίγοι έχουν γράψει. Και αυτή η ιστορία μπορεί να μην είναι ευρύτερου ενδιαφέροντος, όμως για κάποιους λίγους έχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Πολύ θα ήθελα ένας κατωχωρίτης να είχε γράψει για το πώς ήταν το Κάτω Χωριό στα μέσα του 19ου αιώνα. Αλλά ένας τέτοιος κατωχωρίτης δεν υπήρξε. Όμως ένας κατωχωρίτης του 21ου αιώνα μπορεί να διαβάσει για το Κάτω Χωριό του 20ου.
Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για το βιβλίο του Δεσύλλα. Δίνει μια ανάγλυφη εικόνα της Κέρκυρας στο τρίτο τέταρτο του 20ου αιώνα, που σίγουρα συγκινεί αυτούς που την έζησαν, άτομα δηλαδή περίπου της δικής μας ηλικίας, αλλά και νέα άτομα, που δεν πρόλαβαν να τη ζήσουν. Και σίγουρα θα ενδιαφέρει και όλους τους μεταγενέστερους. Γλαφυρός στις περιγραφές του, συναρπαστικός στην αφήγησή του, μαγεύει τον αναγνώστη.
Διαβάζοντάς το ένιωσα αυτό που ένιωσαν άλλοι για το δικό μου βιβλίο. Άκουσα από αρκετούς της ηλικίας μου, που όμως έζησαν σε άλλα μέρη της Ελλάδας, ότι τους θύμισε το δικό τους τόπο, τις συνθήκες ζωής και της δικής τους παιδικής ηλικίας. Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό του Δεσύλλα συνειδητοποίησα πόσα πράγματα θα μπορούσα να είχα βάλει ακόμη στο δικό μου βιβλίο, που μου ξέφυγαν. Πολλοί με έχουν ρωτήσει γιατί δεν έγραψα και για τους γραφικούς τύπους του χωριού μου. Ο Αντώνης το έκανε στο δικό του βιβλίο.
Θα παραθέσω τώρα κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα, που με πλημμύρισαν με τις δικές μου αναμνήσεις.
«Πριν και μετά τη λειτουργία, αφού ο εσπερινός τελείωνε σχετικά νωρίς και υπήρχε ακόμη ελεύθερος χρόνος, μαζευόμαστε στην πλατεῒτσα κι ανάμεσα στ’ άλλα παιχνίδια μας προσθέταμε όσο πλησίαζε η Ανάσταση και το άναμμα αυτοσχέδιων βεγγαλικών που φτιάχναμε με σύρμα ψιλό κατσαρόλας δεμένο στην άκρη ενός κομματιού σπάγγου τον οποίο περιστρέφαμε γύρω-γύρω, δημιουργώντας έτσι ένα φωτεινό στεφάνι» (σελ. 122).
Το ίδιο κάναμε κι εμείς. Θυμάμαι μια φορά, μαθητής δημοτικού, που πήγα να κάνω επίδειξη στη γιαγιά μου, που ήταν κατάκοιτη με σπασμένο πόδι στο κρεβάτι. Όμως έπεσε ένα φλεγόμενο κομμάτι από αυτό το σύρμα σε κάτι χαρτιά που πήραν φωτιά. Έτρεξα τρομοκρατημένος στην κουζίνα που έτρωγαν οι γονείς μου, και τους φώναξα: -Μπαμπά, μαμά, γλακάτε γιατί ήβαλα φωτιά και θα καεί η γιαγιά μου. Και το έβαλα στα πόδια. Σπίτι γύρισα πολύ αργά το βράδυ. Υπολόγιζα ότι μέχρι τότε θα είχαν ξεθυμάνει και θα γλίτωνα το ξύλο.
Μου έρχονται επίσης στο μυαλό οι κουτσούνες (κούκλες), τα παπούτσια που είχαν σιδερένια πέταλα για να μη λειώνουν γρήγορα, τα μπαλωμένα ρούχα. Εμείς στην Κρήτη είχαμε και τους καβάλους, μεγάλα μπαλώματα για τους πισινούς, καθώς τα παντελόνια μας εκεί φθείρονταν πρώτα. Ο Δεσύλλας γράφει ακόμη και για τις «τύχες», τις καρτούλες με τις οποίες κέρδιζες ευτελή δωράκια, ενώ «υπήρχε και το μεγάλο δώρο, μια μπάλα ποδοσφαίρου που κανείς δεν θυμάμαι να την κέρδισε» (σελ. 39). Να σου πω εγώ Αντώνη, κανείς δεν την κέρδισε, γιατί αυτό που γινόταν στην Κέρκυρα με το μεγάλο δώρο-κράχτη γινόταν και στα άλλα μέρη της Ελλάδας. Μια παρόμοια εμπειρία αναφέρει αν δεν κάνω λάθος και ο Αντώνης Σουρούνης στο βιβλίο του «Το μονοπάτι στη θάλασσα», μια παρουσίαση της Θεσσαλονίκης των παιδικών του χρόνων, και μια ακόμη γυναίκα συγγραφέας που δεν μπορώ να θυμηθώ ποια ήταν. Γράφοντας για το βιβλίο της αναφέρθηκα στον Σουρούνη.
Διαβάζω: «…Όλα ήταν ασυσκεύαστα, το ρύζι, τα μακαρόνια, το πιπέρι, οι ελιές και κάθε τι που αγοράζαμε».
Και θυμάμαι μια ιστορία που μας την είπε ο συγχωρεμένος Γιάννης Μιχαλάκης, καθηγητής χημείας (παρεμπιπτόντως, ήταν ο μόνος καθηγητής που με είχε σαπίσει στο ξύλο στη δευτέρα Γυμνασίου, όπως και ένας δάσκαλος στο δημοτικό). Πηγαίνει κάποιος στον μπακάλη και του λέει να του δώσει ένα κιλό φακές, ένα κιλό φασόλια και ένα κιλό ρεβύθια, -αλλά να τα βάλεις στην ίδια σακούλα. Ζυγίζει ο μπακάλης, τον ρωτάει πόσο κάνουν, τόσο κάνουν, -γράφτα, του λέει.
–Μα, κάνει ο μπακάλης, δεν δίνουμε βερεσέ -Ε, αν δεν δίνεις βερεσέ, πάρτα πίσω. Τι να κάνει ο κακόμοιρος, τον άφησε να τα πάρει βερεσέ.
Ο Δεσύλλας στο βιβλίο του γράφει και για τις βεντούζες. Και θυμήθηκα πάλι μια προσωπική ιστορία. Ο πατέρας μου πέθανε 94 χρόνων, το 1997. Τα τελευταία 9 χρόνια τα πέρασε στο σπίτι μας στην Αθήνα. Έπασχε από βρογχικά, και αν κρατήθηκε στη ζωή τόσα χρόνια ήταν επειδή του έπαιρνα κάθε λίγο και λιγάκι βεντούζες. Το επεισόδιο που θα αφηγηθώ έγινε δυο τρεις μήνες περίπου πριν πεθάνει. Έχωσα το πιρούνι με το μπαμπάκι μέσα στο οινόπνευμα, αλλά βγάζοντάς το δεν το σφούγγιξα καλά και έτσι όταν του έβαλα φωτιά πετάχτηκαν κάποιες φλεγόμενες σταγόνες πάνω στο κρεβάτι του. Τις έσβησα βιαστικά. Φοβισμένος και οργισμένος ο πατέρας μου μού είπε τότε μια κρητική παροιμία που δεν την είχα ξανακούσει: «Το βιαστικό γαμήσι κάνει κουζουλό κοπέλι».
Γράφει ο Δεσύλλας για τη σειρήνα ενός εργοστασίου που «Σήμαινε δυνατά, ώστε το σφύριγμά της να ακούγεται πολύ μακριά… για την αλλαγή της βάρδιας των εργαζομένων σ’ αυτό και μάθαιναν την ώρα οι κάτοικοι της πόλης μας, στις έξι το πρωί, στις δύο το μεσημέρι και στις δέκα το βράδυ» (σελ. 28). Έτσι κι εμείς στο λιομάζωμα, σταματάγαμε τη δουλειά για φαγητό όταν κτύπαγε η σειρήνα του «Μίνως», ενός πυρηνελαιουργείου στην Ιεράπετρα, στις μία η ώρα. Ρολόι χειρός δεν είχαμε. Το πρώτο μου ρολόι το απέκτησα φοιτητής, γιατί μου ήταν ολότελα αναγκαίο για να ξέρω πότε να πηγαίνω στις παραδόσεις. Πλήρωσα γι’ αυτό κοντά ένα χιλιάρικο, τότε που το μηνιάτικο έμβασμά μου ήταν δυο χιλιάρικα. Και ήταν και από τα φτηνά.
Διαβάζουμε: «Κατάλοιπα αυτού του διαστρεβλώματος της γλώσσας παρατηρούμε ακόμη και στις μέρες μας, όπου η φιάλη υγραερίου ονομάζεται ‘πετρογκάζ’, η οδοντόκρεμα ‘κολυνός’ και ο στυλός διαρκείας ‘μπικ’» (σελ. 147).
Δυστυχώς δεν ονομαζόταν μόνο η οδοντόκρεμα κολυνός, αλλά και η κρέμα ξυρίσματος. Θυμάμαι μια ξαδέλφη μου που ζήτησε ένα κολυνό, της έδωσαν κρέμα ξυρίσματος, και όταν το πρόσεξε ντράπηκε να τον γυρίσει πίσω.
Διαβάζω: «…μπροστά σ’ όλους όσους βρίσκονταν εκεί…» (σελ. 38). Αλήθεια, γιατί οι συγγραφείς δεν ακολουθούν την έλξη του αναφορικού, όπως κάνουμε πάντα στον προφορικό λόγο, και γράφουν «όλους όσοι»; Επιμένω στην έλξη του αναφορικού στα κείμενά μου. Πρόσφατα την συνάντησα και σε έναν άλλο συγγραφέα, και με χαρά την συναντώ και σ’ αυτό το κείμενο του Αντώνη Δεσύλλα.
Δομώντας τις εικόνες-αφηγήσεις του σύμφωνα με τις τέσσερις εποχές, διακοσμώντας τις με σπάνιο φωτογραφικό υλικό της εποχής, μπορούμε να πούμε για αυτό το βιβλίο του Αντώνη Δεσύλλα ότι είναι ένα livre bien fait (για να παραφράσουμε το pièce bien faite), ένα πολύ καλογραμμένο βιβλίο που θα συναρπάσει όχι μόνο τους Κερκυραίους αλλά και κάθε αναγνώστη.
Ένα μυθιστόρημα λιγότερο, όσο καλό και αν είναι, δεν είναι και μεγάλη απώλεια για τα γράμματα. Όμως η έλλειψη ενός βιβλίου όπως το «Βόλτα στη Σπιανάδα», θα ήταν μια ανεπανάληπτη απώλεια. Το ίδιο πράγμα θα πω και για το βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά». Και θα εξηγήσω το γιατί.
Και στα δυο βιβλία, εγώ και ο Δεσύλλας αναφερόμαστε στους γενέθλιους τόπους μας: εγώ στο Κάτω Χωριό Ιεράπετρας, ο Δεσύλλας στην Κέρκυρα (Σπιανάδα είναι το όνομα της κεντρικής πλατείας της Κέρκυρας). Και οι δυο αναπολούμε την εποχή των παιδικών μας χρόνων, τη δεκαετία του πενήντα και του εξήντα. Την εισαγωγή του δικού μου βιβλίου την τελειώνω γράφοντας τα εξής: «Στα τέλη του 21ου αιώνα, ένας δισέγγονός μου, ή απλά ένα κατωχωριτάκι, ανασκαλεύοντας τη βιβλιοθήκη της κοινότητας, όπως έκανα εγώ όταν ήμουν μικρός, θα πέσει πάνω σ’ αυτό το βιβλίο και θα διαβάσει με συγκίνηση πώς ζούσαν οι παππούδες του έναν αιώνα πριν. Ίσως μάλιστα δακρύσει. Γι’ αυτό το κατωχωριτάκι γράφω». Ο Αντώνης θα προσυπέγραφε φαντάζομαι αυτό το απόσπασμα. Γράφει επίσης και για αυτό το Κερκυραιοτάκι.
Η μεγάλη ιστορία γράφεται από πολλούς. Πολλοί έχουν γράψει για τον εμφύλιο, πολλοί έχουν γράψει για την μικρασιατική καταστροφή. Όμως για την μικρή ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας τους, του χωριού τους ή της πόλης τους, λίγοι έχουν γράψει. Και αυτή η ιστορία μπορεί να μην είναι ευρύτερου ενδιαφέροντος, όμως για κάποιους λίγους έχει πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Πολύ θα ήθελα ένας κατωχωρίτης να είχε γράψει για το πώς ήταν το Κάτω Χωριό στα μέσα του 19ου αιώνα. Αλλά ένας τέτοιος κατωχωρίτης δεν υπήρξε. Όμως ένας κατωχωρίτης του 21ου αιώνα μπορεί να διαβάσει για το Κάτω Χωριό του 20ου.
Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για το βιβλίο του Δεσύλλα. Δίνει μια ανάγλυφη εικόνα της Κέρκυρας στο τρίτο τέταρτο του 20ου αιώνα, που σίγουρα συγκινεί αυτούς που την έζησαν, άτομα δηλαδή περίπου της δικής μας ηλικίας, αλλά και νέα άτομα, που δεν πρόλαβαν να τη ζήσουν. Και σίγουρα θα ενδιαφέρει και όλους τους μεταγενέστερους. Γλαφυρός στις περιγραφές του, συναρπαστικός στην αφήγησή του, μαγεύει τον αναγνώστη.
Διαβάζοντάς το ένιωσα αυτό που ένιωσαν άλλοι για το δικό μου βιβλίο. Άκουσα από αρκετούς της ηλικίας μου, που όμως έζησαν σε άλλα μέρη της Ελλάδας, ότι τους θύμισε το δικό τους τόπο, τις συνθήκες ζωής και της δικής τους παιδικής ηλικίας. Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό του Δεσύλλα συνειδητοποίησα πόσα πράγματα θα μπορούσα να είχα βάλει ακόμη στο δικό μου βιβλίο, που μου ξέφυγαν. Πολλοί με έχουν ρωτήσει γιατί δεν έγραψα και για τους γραφικούς τύπους του χωριού μου. Ο Αντώνης το έκανε στο δικό του βιβλίο.
Θα παραθέσω τώρα κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα, που με πλημμύρισαν με τις δικές μου αναμνήσεις.
«Πριν και μετά τη λειτουργία, αφού ο εσπερινός τελείωνε σχετικά νωρίς και υπήρχε ακόμη ελεύθερος χρόνος, μαζευόμαστε στην πλατεῒτσα κι ανάμεσα στ’ άλλα παιχνίδια μας προσθέταμε όσο πλησίαζε η Ανάσταση και το άναμμα αυτοσχέδιων βεγγαλικών που φτιάχναμε με σύρμα ψιλό κατσαρόλας δεμένο στην άκρη ενός κομματιού σπάγγου τον οποίο περιστρέφαμε γύρω-γύρω, δημιουργώντας έτσι ένα φωτεινό στεφάνι» (σελ. 122).
Το ίδιο κάναμε κι εμείς. Θυμάμαι μια φορά, μαθητής δημοτικού, που πήγα να κάνω επίδειξη στη γιαγιά μου, που ήταν κατάκοιτη με σπασμένο πόδι στο κρεβάτι. Όμως έπεσε ένα φλεγόμενο κομμάτι από αυτό το σύρμα σε κάτι χαρτιά που πήραν φωτιά. Έτρεξα τρομοκρατημένος στην κουζίνα που έτρωγαν οι γονείς μου, και τους φώναξα: -Μπαμπά, μαμά, γλακάτε γιατί ήβαλα φωτιά και θα καεί η γιαγιά μου. Και το έβαλα στα πόδια. Σπίτι γύρισα πολύ αργά το βράδυ. Υπολόγιζα ότι μέχρι τότε θα είχαν ξεθυμάνει και θα γλίτωνα το ξύλο.
Μου έρχονται επίσης στο μυαλό οι κουτσούνες (κούκλες), τα παπούτσια που είχαν σιδερένια πέταλα για να μη λειώνουν γρήγορα, τα μπαλωμένα ρούχα. Εμείς στην Κρήτη είχαμε και τους καβάλους, μεγάλα μπαλώματα για τους πισινούς, καθώς τα παντελόνια μας εκεί φθείρονταν πρώτα. Ο Δεσύλλας γράφει ακόμη και για τις «τύχες», τις καρτούλες με τις οποίες κέρδιζες ευτελή δωράκια, ενώ «υπήρχε και το μεγάλο δώρο, μια μπάλα ποδοσφαίρου που κανείς δεν θυμάμαι να την κέρδισε» (σελ. 39). Να σου πω εγώ Αντώνη, κανείς δεν την κέρδισε, γιατί αυτό που γινόταν στην Κέρκυρα με το μεγάλο δώρο-κράχτη γινόταν και στα άλλα μέρη της Ελλάδας. Μια παρόμοια εμπειρία αναφέρει αν δεν κάνω λάθος και ο Αντώνης Σουρούνης στο βιβλίο του «Το μονοπάτι στη θάλασσα», μια παρουσίαση της Θεσσαλονίκης των παιδικών του χρόνων, και μια ακόμη γυναίκα συγγραφέας που δεν μπορώ να θυμηθώ ποια ήταν. Γράφοντας για το βιβλίο της αναφέρθηκα στον Σουρούνη.
Διαβάζω: «…Όλα ήταν ασυσκεύαστα, το ρύζι, τα μακαρόνια, το πιπέρι, οι ελιές και κάθε τι που αγοράζαμε».
Και θυμάμαι μια ιστορία που μας την είπε ο συγχωρεμένος Γιάννης Μιχαλάκης, καθηγητής χημείας (παρεμπιπτόντως, ήταν ο μόνος καθηγητής που με είχε σαπίσει στο ξύλο στη δευτέρα Γυμνασίου, όπως και ένας δάσκαλος στο δημοτικό). Πηγαίνει κάποιος στον μπακάλη και του λέει να του δώσει ένα κιλό φακές, ένα κιλό φασόλια και ένα κιλό ρεβύθια, -αλλά να τα βάλεις στην ίδια σακούλα. Ζυγίζει ο μπακάλης, τον ρωτάει πόσο κάνουν, τόσο κάνουν, -γράφτα, του λέει.
–Μα, κάνει ο μπακάλης, δεν δίνουμε βερεσέ -Ε, αν δεν δίνεις βερεσέ, πάρτα πίσω. Τι να κάνει ο κακόμοιρος, τον άφησε να τα πάρει βερεσέ.
Ο Δεσύλλας στο βιβλίο του γράφει και για τις βεντούζες. Και θυμήθηκα πάλι μια προσωπική ιστορία. Ο πατέρας μου πέθανε 94 χρόνων, το 1997. Τα τελευταία 9 χρόνια τα πέρασε στο σπίτι μας στην Αθήνα. Έπασχε από βρογχικά, και αν κρατήθηκε στη ζωή τόσα χρόνια ήταν επειδή του έπαιρνα κάθε λίγο και λιγάκι βεντούζες. Το επεισόδιο που θα αφηγηθώ έγινε δυο τρεις μήνες περίπου πριν πεθάνει. Έχωσα το πιρούνι με το μπαμπάκι μέσα στο οινόπνευμα, αλλά βγάζοντάς το δεν το σφούγγιξα καλά και έτσι όταν του έβαλα φωτιά πετάχτηκαν κάποιες φλεγόμενες σταγόνες πάνω στο κρεβάτι του. Τις έσβησα βιαστικά. Φοβισμένος και οργισμένος ο πατέρας μου μού είπε τότε μια κρητική παροιμία που δεν την είχα ξανακούσει: «Το βιαστικό γαμήσι κάνει κουζουλό κοπέλι».
Γράφει ο Δεσύλλας για τη σειρήνα ενός εργοστασίου που «Σήμαινε δυνατά, ώστε το σφύριγμά της να ακούγεται πολύ μακριά… για την αλλαγή της βάρδιας των εργαζομένων σ’ αυτό και μάθαιναν την ώρα οι κάτοικοι της πόλης μας, στις έξι το πρωί, στις δύο το μεσημέρι και στις δέκα το βράδυ» (σελ. 28). Έτσι κι εμείς στο λιομάζωμα, σταματάγαμε τη δουλειά για φαγητό όταν κτύπαγε η σειρήνα του «Μίνως», ενός πυρηνελαιουργείου στην Ιεράπετρα, στις μία η ώρα. Ρολόι χειρός δεν είχαμε. Το πρώτο μου ρολόι το απέκτησα φοιτητής, γιατί μου ήταν ολότελα αναγκαίο για να ξέρω πότε να πηγαίνω στις παραδόσεις. Πλήρωσα γι’ αυτό κοντά ένα χιλιάρικο, τότε που το μηνιάτικο έμβασμά μου ήταν δυο χιλιάρικα. Και ήταν και από τα φτηνά.
Διαβάζουμε: «Κατάλοιπα αυτού του διαστρεβλώματος της γλώσσας παρατηρούμε ακόμη και στις μέρες μας, όπου η φιάλη υγραερίου ονομάζεται ‘πετρογκάζ’, η οδοντόκρεμα ‘κολυνός’ και ο στυλός διαρκείας ‘μπικ’» (σελ. 147).
Δυστυχώς δεν ονομαζόταν μόνο η οδοντόκρεμα κολυνός, αλλά και η κρέμα ξυρίσματος. Θυμάμαι μια ξαδέλφη μου που ζήτησε ένα κολυνό, της έδωσαν κρέμα ξυρίσματος, και όταν το πρόσεξε ντράπηκε να τον γυρίσει πίσω.
Διαβάζω: «…μπροστά σ’ όλους όσους βρίσκονταν εκεί…» (σελ. 38). Αλήθεια, γιατί οι συγγραφείς δεν ακολουθούν την έλξη του αναφορικού, όπως κάνουμε πάντα στον προφορικό λόγο, και γράφουν «όλους όσοι»; Επιμένω στην έλξη του αναφορικού στα κείμενά μου. Πρόσφατα την συνάντησα και σε έναν άλλο συγγραφέα, και με χαρά την συναντώ και σ’ αυτό το κείμενο του Αντώνη Δεσύλλα.
Δομώντας τις εικόνες-αφηγήσεις του σύμφωνα με τις τέσσερις εποχές, διακοσμώντας τις με σπάνιο φωτογραφικό υλικό της εποχής, μπορούμε να πούμε για αυτό το βιβλίο του Αντώνη Δεσύλλα ότι είναι ένα livre bien fait (για να παραφράσουμε το pièce bien faite), ένα πολύ καλογραμμένο βιβλίο που θα συναρπάσει όχι μόνο τους Κερκυραίους αλλά και κάθε αναγνώστη.
Tuesday, October 4, 2011
Ιουστίνη Φραγκούλη, Έρωτας στην Ομίχλη
Ιουστίνη Φραγκούλη, Έρωτας στην Ομίχλη, Ψυχογιός 2011, σελ. 425
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Δεν είναι ένα συναρπαστικό ρομάντζο αλλά μια σκληρή ερωτική ιστορία, μια πραγματική ερωτική ιστορία που η συγγραφέας αφηγείται συναρπαστικά
Δεν είναι και τόσο συνηθισμένο οι συγγραφείς να τοποθετούν τις ιστορίες τους σε αγροτικά περιβάλλοντα. Από τις εξαιρέσεις που μου έρχονται τώρα στο μυαλό είναι η Ευγενία Φακίνου, που, αν δεν κάνω λάθος, όλες της οι ιστορίες διαδραματίζονται στην επαρχία. Και της Ελένης Στασινού το τελευταίο μυθιστόρημα, «Η γυναίκα των Δελφών», τοποθετείται στην επαρχία, και, όπως φαίνεται από τον τίτλο, στους Δελφούς. Και της Ιουστίνης Φραγκούλη το τελευταίο μυθιστόρημα, «Έρωτας στην ομίχλη», τοποθετείται στην επαρχία, σε ένα ορεινό χωριό στην Έδεσσα.
Στην τελευταία παράγραφο στις «ευχαριστίες», στο τέλος του βιβλίου, διαβάζουμε: «Ευχαριστώ όλους για τούτο το βιβλίο, και προπάντων την Αμαλία που μου εμπιστεύτηκε την προσωπική της ιστορία, χωρίς μοντάζ, κοιτώντας με ευθύβολα στα μάτια». Έχουμε λοιπόν να κάνουμε όχι ακριβώς με ένα μυθιστόρημα, αλλά με την εξιστόρηση μιας πραγματικής ιστορίας.
Υπάρχουν βιβλία στα οποία η αφήγηση καταποντίζεται μέσα στο ύφος, και βιβλία που το ύφος υπηρετεί την αφήγηση, χωρίς να θέλει να της τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια. Εγώ ως αφηγηματολόγος έχω την τάση να εκτιμώ πολύ τα δεύτερα, αλλά φαντάζομαι και η μεγάλη πλειοψηφία των αναγνωστών. Το βιβλίο της Ιουστίνης δεν κατακλύζεται με τα συνηθισμένα υφολογικά στοιχεία όπως είναι για παράδειγμα οι μεταφορές, οι οποίες σε μερικούς συγγραφείς χρησιμοποιούνται σε βαθμό κατάχρησης, ούτε με λυρικές περιγραφές τοπίων σε μια επίδειξη λογοτεχνικότητας. Η συγγραφέας αφήνει τους ήρωές της να μιλούν αβίαστα, σαν να βρίσκονται πάνω σε ένα θεατρικό σανίδι, περιορίζοντας τις αφηγηματικές συνδέσεις και τα σχόλιά της στα εντελώς αναγκαία. Παρά το ό,τι τα επεισόδια που αφηγείται στις 415 σελίδες του βιβλίου δεν είναι και τόσα πολλά, δεν δημιουργείται ποτέ η αίσθηση του πλατειασμού. Αντίθετα η Φραγκούλη λέγει αυτά που είναι αναγκαίο να πει, ούτε περισσότερα, ούτε λιγότερα. Την ίδια αίσθηση απεκόμισα παρεμπιπτόντως, διαβάζοντας μόλις πρόσφατα τον «Φιλαράκο» του Γκυ ντε Μωπασάν.
Συνήθως τη λέξη «πλοκή» τη χρησιμοποιούν ως συνώνυμη της «ιστορίας». Στην κυριολεκτική της σημασία σημαίνει το πλέξιμο των γεγονότων της ιστορίας κατά την αφήγηση. Και το πλέξιμο αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί καθορίζει σημαντικά το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Και ένα στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ σε μια καλή πλοκή είναι το στοιχείο του σασπένς, της αγωνίας για την έκβαση, το οποίο δημιουργείται με διάφορες αφηγηματικές τεχνικές.
Η Ιουστίνη παρακολουθεί την Αμαλία, την ηρωίδα της, πρωτοδιόριστη δασκάλα, καθώς πηγαίνει με το λεωφορείο στο ορεινό χωριό όπου έχει τοποθετηθεί. Ο δρόμος είναι κακοτράχαλος, γεμάτος στροφές. Στην μια πλευρά του ορθώνεται ο σκοτεινός όγκος ενός πανύψηλου βουνού και στην άλλη χάσκει ένας απύθμενος γκρεμός. Ένα απότομο φρενάρισμα πετάει την Αμαλία έξω στο διάδρομο. «Αν δεν έπιανε το φρένο, θα κατρακυλούσαν κάτω και δε θα ’μενε τίποτα από τα κορμιά τους» (σελ. 21). Τι θα γίνει αν συναντήσουν και άλλο αμάξι στην επόμενη στροφή; Μικροσασπένς, που όμως ανεβάζει την αδρεναλίνη του αναγνώστη.
Σε λίγες σελίδες εκτίθεται το οικογενειακό background της Αμαλίας, για να παρουσιαστεί στη συνέχεια μια τσιγγάνα που θα της πει με το έτσι θέλω τη μοίρα της. Την βλέπει σκοτεινή. Μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργείται το τραγικό σασπένς του ποιες συμφορές περιμένουν την ηρωίδα. Ο έρωτας που θα αναπτυχθεί με έναν νεαρό του χωριού ξέρουμε ότι δεν θα ευοδωθεί, αγνοούμε όμως για ποιο λόγο. Σαν κακός οιωνός η τσιγγάνα αυτή θα εμφανιστεί ξανά μερικά κεφάλαια πιο κάτω, για να την τρομοκρατήσει άλλη μια φορά με τις μαύρες προφητείες της, και μια τρίτη φορά στο τέλος του βιβλίου: «Σήμερα θα γενεί το κακό, σήμερα…» (σελ. 404).
Υπάρχουν και άλλα σασπένς. Η Αμαλία ακούει ανθρώπινα ουρλιαχτά. Η σπιτονοικοκυρά της την καθησυχάζει λέγοντάς της ότι είναι τσακάλια. Η Αμαλία δεν πείθεται, ούτε και ο αναγνώστης. Αργότερα μαθαίνουμε πως είναι η τρελή της κόρη, που από τη φυλακή του Δαφνιού την μετέφερε στη φυλακή ενός στάβλου του σπιτιού της, για καλύτερα.
Όταν η Αμαλία με τη φίλη της βλέπουν ένα ερωτικό ζευγάρι πίσω από τους θάμνους, αναγνωρίζουν την Ευγενία, όμως ο άλλος ποιος είναι; Ο Αρίστος μήπως;
Η Ευγενία κάποια στιγμή εξαφανίζεται. Είναι μήπως νεκρή; Όχι, θα την βρουν σε άθλια κατάσταση, και τότε θα μάθει η Αμαλία μαζί με τον αναγνώστη ότι είναι ψυχασθενής.
Η οικογενειακή ιστορία του νεαρού Αρίστου εκτίθεται με περισσότερες λεπτομέρειες, σε ολόκληρο κεφάλαιο, λίγο μετά την οικογενειακή ιστορία της Αμαλίας. Είναι εξάλλου πιο συναρπαστική, αφού έχει να κάνει με τον ξεριζωμό των προγόνων του από την Μικρά Ασία και τη μετανάστευση του παππού του στην Αμερική.
Ο νεαρός Αρίστος είναι γυναικάς. Η αφηγηματική αναμονή είναι πως η σχέση θα διαλυθεί γι’ αυτό το λόγο. Και έχουμε εδώ μια αφηγηματική ανατροπή –μια άλλη αρετή της συναρπαστικής αφήγησης- αφού τέλος στη σχέση θα δώσει όχι η απηυδισμένη Αμαλία αλλά ο θάνατος του Αρίστου από ανακοπή μέσα στα παγωμένα νερά της λίμνης• που, όπως μαθαίνουμε στο τέλος, μπορεί και να είναι μια αυτοκτονία υπεράνω πάσης υποψίας.
Υπάρχει και άλλη μια αφηγηματική ανατροπή. Όταν η Ευγενία μιλάει για τη σχέση της με τον Αρίστο ο αναγνώστης δεν υποψιάζεται πως πρόκειται για ψυχωτικό παραλήρημα. Θα το μάθει πολύ αργότερα.
Το σασπένς και οι ανατροπές στις αναγνωστικές προσδοκίες είναι οι κύριες αφηγηματικές αρετές του «μυθιστορήματος». Υπάρχει όμως και ένα εφέ απροσδόκητου, ακόμη και για τους πιο υποψιασμένους αναγνώστες, ένας από τους οποίους σεμνύνομαι ότι είμαι και εγώ. Ξέρουμε ότι οι ψυχικές παθήσεις οφείλονται σε δυο κυρίως παράγοντες, που μπορεί να είναι ανεξάρτητοι, αλλά που συνήθως λειτουργούν συνεργικά. Αυτοί είναι οι τραυματικές εμπειρίες, ιδιαίτερα κατά την παιδική ηλικία, και η κληρονομικότητα. Η διπολική διαταραχή (η επιστημονική ονομασία της μανιοκατάθλιψης) από την οποία πάσχει ο Αρίστος φαίνεται ότι οφείλεται στην εμπειρία μιας διπλής ορφάνιας. Όταν πέθανε η μητέρα του κατά τη γέννα, ο πατέρας του τον εξαπέστειλε στην αδελφή του στην Αθήνα. Στο χωριό ερχόταν μόνο για διακοπές. Οι σχέσεις του με τον πατέρα του που ουσιαστικά τον απαρνήθηκε δεν είναι οι καλύτερες. Αντίθετα η διπολική διαταραχή της Ευγενίας φαίνεται να οφείλεται σε κληρονομικούς παράγοντες. Όσο για την τρέλα της κόρης της σπιτονοικοκυράς, έχουμε την εντύπωση ότι ήταν αποτέλεσμα ενός άτυχου γάμου στην Αυστραλία. Τελικά δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά, ή δεν ήταν μόνο, ή κυρίως, αυτά. Οι ψυχολογικές διαταραχές από τις οποίες έπασχαν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού οφειλόταν στην αυξημένη ποσότητα σε άλατα του νερού της περιοχής. Αυτό αποκάλυψε μια ερευνητική ομάδα μετά από εξονυχιστική μελέτη. Ξέρουμε τις επιπτώσεις που έχει η μόλυνση του περιβάλλοντος στην σωματική μας υγεία, αλλά δεν ξέρουμε, ή υποτιμούμε, την επίδραση που μπορεί να έχει πάνω στην ψυχική μας υγεία. Και εγώ που έχω μελετήσει κάπως το θέμα – έχω γράψει σχετικά στο βιβλίο μου «Περιβάλλον, διατροφή και ποιότητα ζωής»-δεν της δίνω την πρέπουσα σημασία. Και όμως θυμάμαι που απέδιδα την υπερκινητικότητα του γιου μου - αστειευόμενος βέβαια γιατί μάλλον είναι κληρονομική, την είχα και εγώ - στη μόλυνση από το μόλυβδο. Τώρα με την αμόλυβδη βενζίνη ο παράγοντας αυτός έχει εξαλειφθεί.
Τα αποσπάσματα από τα ποιήματα του Ρίτσου, όπως και ένα εκτενές απόσπασμα από τον «Αλέξη Ζορμπά» του Καζαντζάκη, αν δεν αποκαλύπτουν τις λογοτεχνικές επιρροές της Ιουστίνης, αποκαλύπτουν σίγουρα τις λογοτεχνικές της αγάπες. Η αγάπη για τον Καζαντζάκη μάλιστα τρύπωσε, θα λέγαμε ασυνείδητα, σε ένα σημείο. Διαβάζουμε: «Μαύρα φίδια με ζώνανε μαθές εμένα τη μαυροκακομοίρα τη μάνα» (σελ. 242). «Μαθές», μια λέξη που συναντάμε συχνά στον Καζαντζάκη, που όμως εγώ δεν την άκουσα ποτέ ζωντανά στην Κρήτη. Θυμάμαι που όταν την πρωτοδιάβασα στον Καζαντζάκη ρώτησα τους γονείς μου να μου πούνε τη σημασία της (μου είπαν ότι σημαίνει «βέβαια», «σίγουρα», αλλά μάλλον την χρησιμοποιούσαν οι κρητικοί όπως πετάνε σήμερα στο λόγο τους κάποιοι το «που λες» ή «να πούμε»).
Όλα τα βιβλία της Ιουστίνης που έχω διαβάσει ήταν πολύ καλά, αλλά αυτό πιστεύω είναι το καλύτερο. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Δεν είναι ένα συναρπαστικό ρομάντζο αλλά μια σκληρή ερωτική ιστορία, μια πραγματική ερωτική ιστορία που η συγγραφέας αφηγείται συναρπαστικά
Δεν είναι και τόσο συνηθισμένο οι συγγραφείς να τοποθετούν τις ιστορίες τους σε αγροτικά περιβάλλοντα. Από τις εξαιρέσεις που μου έρχονται τώρα στο μυαλό είναι η Ευγενία Φακίνου, που, αν δεν κάνω λάθος, όλες της οι ιστορίες διαδραματίζονται στην επαρχία. Και της Ελένης Στασινού το τελευταίο μυθιστόρημα, «Η γυναίκα των Δελφών», τοποθετείται στην επαρχία, και, όπως φαίνεται από τον τίτλο, στους Δελφούς. Και της Ιουστίνης Φραγκούλη το τελευταίο μυθιστόρημα, «Έρωτας στην ομίχλη», τοποθετείται στην επαρχία, σε ένα ορεινό χωριό στην Έδεσσα.
Στην τελευταία παράγραφο στις «ευχαριστίες», στο τέλος του βιβλίου, διαβάζουμε: «Ευχαριστώ όλους για τούτο το βιβλίο, και προπάντων την Αμαλία που μου εμπιστεύτηκε την προσωπική της ιστορία, χωρίς μοντάζ, κοιτώντας με ευθύβολα στα μάτια». Έχουμε λοιπόν να κάνουμε όχι ακριβώς με ένα μυθιστόρημα, αλλά με την εξιστόρηση μιας πραγματικής ιστορίας.
Υπάρχουν βιβλία στα οποία η αφήγηση καταποντίζεται μέσα στο ύφος, και βιβλία που το ύφος υπηρετεί την αφήγηση, χωρίς να θέλει να της τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια. Εγώ ως αφηγηματολόγος έχω την τάση να εκτιμώ πολύ τα δεύτερα, αλλά φαντάζομαι και η μεγάλη πλειοψηφία των αναγνωστών. Το βιβλίο της Ιουστίνης δεν κατακλύζεται με τα συνηθισμένα υφολογικά στοιχεία όπως είναι για παράδειγμα οι μεταφορές, οι οποίες σε μερικούς συγγραφείς χρησιμοποιούνται σε βαθμό κατάχρησης, ούτε με λυρικές περιγραφές τοπίων σε μια επίδειξη λογοτεχνικότητας. Η συγγραφέας αφήνει τους ήρωές της να μιλούν αβίαστα, σαν να βρίσκονται πάνω σε ένα θεατρικό σανίδι, περιορίζοντας τις αφηγηματικές συνδέσεις και τα σχόλιά της στα εντελώς αναγκαία. Παρά το ό,τι τα επεισόδια που αφηγείται στις 415 σελίδες του βιβλίου δεν είναι και τόσα πολλά, δεν δημιουργείται ποτέ η αίσθηση του πλατειασμού. Αντίθετα η Φραγκούλη λέγει αυτά που είναι αναγκαίο να πει, ούτε περισσότερα, ούτε λιγότερα. Την ίδια αίσθηση απεκόμισα παρεμπιπτόντως, διαβάζοντας μόλις πρόσφατα τον «Φιλαράκο» του Γκυ ντε Μωπασάν.
Συνήθως τη λέξη «πλοκή» τη χρησιμοποιούν ως συνώνυμη της «ιστορίας». Στην κυριολεκτική της σημασία σημαίνει το πλέξιμο των γεγονότων της ιστορίας κατά την αφήγηση. Και το πλέξιμο αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί καθορίζει σημαντικά το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Και ένα στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ σε μια καλή πλοκή είναι το στοιχείο του σασπένς, της αγωνίας για την έκβαση, το οποίο δημιουργείται με διάφορες αφηγηματικές τεχνικές.
Η Ιουστίνη παρακολουθεί την Αμαλία, την ηρωίδα της, πρωτοδιόριστη δασκάλα, καθώς πηγαίνει με το λεωφορείο στο ορεινό χωριό όπου έχει τοποθετηθεί. Ο δρόμος είναι κακοτράχαλος, γεμάτος στροφές. Στην μια πλευρά του ορθώνεται ο σκοτεινός όγκος ενός πανύψηλου βουνού και στην άλλη χάσκει ένας απύθμενος γκρεμός. Ένα απότομο φρενάρισμα πετάει την Αμαλία έξω στο διάδρομο. «Αν δεν έπιανε το φρένο, θα κατρακυλούσαν κάτω και δε θα ’μενε τίποτα από τα κορμιά τους» (σελ. 21). Τι θα γίνει αν συναντήσουν και άλλο αμάξι στην επόμενη στροφή; Μικροσασπένς, που όμως ανεβάζει την αδρεναλίνη του αναγνώστη.
Σε λίγες σελίδες εκτίθεται το οικογενειακό background της Αμαλίας, για να παρουσιαστεί στη συνέχεια μια τσιγγάνα που θα της πει με το έτσι θέλω τη μοίρα της. Την βλέπει σκοτεινή. Μ’ αυτό τον τρόπο δημιουργείται το τραγικό σασπένς του ποιες συμφορές περιμένουν την ηρωίδα. Ο έρωτας που θα αναπτυχθεί με έναν νεαρό του χωριού ξέρουμε ότι δεν θα ευοδωθεί, αγνοούμε όμως για ποιο λόγο. Σαν κακός οιωνός η τσιγγάνα αυτή θα εμφανιστεί ξανά μερικά κεφάλαια πιο κάτω, για να την τρομοκρατήσει άλλη μια φορά με τις μαύρες προφητείες της, και μια τρίτη φορά στο τέλος του βιβλίου: «Σήμερα θα γενεί το κακό, σήμερα…» (σελ. 404).
Υπάρχουν και άλλα σασπένς. Η Αμαλία ακούει ανθρώπινα ουρλιαχτά. Η σπιτονοικοκυρά της την καθησυχάζει λέγοντάς της ότι είναι τσακάλια. Η Αμαλία δεν πείθεται, ούτε και ο αναγνώστης. Αργότερα μαθαίνουμε πως είναι η τρελή της κόρη, που από τη φυλακή του Δαφνιού την μετέφερε στη φυλακή ενός στάβλου του σπιτιού της, για καλύτερα.
Όταν η Αμαλία με τη φίλη της βλέπουν ένα ερωτικό ζευγάρι πίσω από τους θάμνους, αναγνωρίζουν την Ευγενία, όμως ο άλλος ποιος είναι; Ο Αρίστος μήπως;
Η Ευγενία κάποια στιγμή εξαφανίζεται. Είναι μήπως νεκρή; Όχι, θα την βρουν σε άθλια κατάσταση, και τότε θα μάθει η Αμαλία μαζί με τον αναγνώστη ότι είναι ψυχασθενής.
Η οικογενειακή ιστορία του νεαρού Αρίστου εκτίθεται με περισσότερες λεπτομέρειες, σε ολόκληρο κεφάλαιο, λίγο μετά την οικογενειακή ιστορία της Αμαλίας. Είναι εξάλλου πιο συναρπαστική, αφού έχει να κάνει με τον ξεριζωμό των προγόνων του από την Μικρά Ασία και τη μετανάστευση του παππού του στην Αμερική.
Ο νεαρός Αρίστος είναι γυναικάς. Η αφηγηματική αναμονή είναι πως η σχέση θα διαλυθεί γι’ αυτό το λόγο. Και έχουμε εδώ μια αφηγηματική ανατροπή –μια άλλη αρετή της συναρπαστικής αφήγησης- αφού τέλος στη σχέση θα δώσει όχι η απηυδισμένη Αμαλία αλλά ο θάνατος του Αρίστου από ανακοπή μέσα στα παγωμένα νερά της λίμνης• που, όπως μαθαίνουμε στο τέλος, μπορεί και να είναι μια αυτοκτονία υπεράνω πάσης υποψίας.
Υπάρχει και άλλη μια αφηγηματική ανατροπή. Όταν η Ευγενία μιλάει για τη σχέση της με τον Αρίστο ο αναγνώστης δεν υποψιάζεται πως πρόκειται για ψυχωτικό παραλήρημα. Θα το μάθει πολύ αργότερα.
Το σασπένς και οι ανατροπές στις αναγνωστικές προσδοκίες είναι οι κύριες αφηγηματικές αρετές του «μυθιστορήματος». Υπάρχει όμως και ένα εφέ απροσδόκητου, ακόμη και για τους πιο υποψιασμένους αναγνώστες, ένας από τους οποίους σεμνύνομαι ότι είμαι και εγώ. Ξέρουμε ότι οι ψυχικές παθήσεις οφείλονται σε δυο κυρίως παράγοντες, που μπορεί να είναι ανεξάρτητοι, αλλά που συνήθως λειτουργούν συνεργικά. Αυτοί είναι οι τραυματικές εμπειρίες, ιδιαίτερα κατά την παιδική ηλικία, και η κληρονομικότητα. Η διπολική διαταραχή (η επιστημονική ονομασία της μανιοκατάθλιψης) από την οποία πάσχει ο Αρίστος φαίνεται ότι οφείλεται στην εμπειρία μιας διπλής ορφάνιας. Όταν πέθανε η μητέρα του κατά τη γέννα, ο πατέρας του τον εξαπέστειλε στην αδελφή του στην Αθήνα. Στο χωριό ερχόταν μόνο για διακοπές. Οι σχέσεις του με τον πατέρα του που ουσιαστικά τον απαρνήθηκε δεν είναι οι καλύτερες. Αντίθετα η διπολική διαταραχή της Ευγενίας φαίνεται να οφείλεται σε κληρονομικούς παράγοντες. Όσο για την τρέλα της κόρης της σπιτονοικοκυράς, έχουμε την εντύπωση ότι ήταν αποτέλεσμα ενός άτυχου γάμου στην Αυστραλία. Τελικά δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά, ή δεν ήταν μόνο, ή κυρίως, αυτά. Οι ψυχολογικές διαταραχές από τις οποίες έπασχαν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού οφειλόταν στην αυξημένη ποσότητα σε άλατα του νερού της περιοχής. Αυτό αποκάλυψε μια ερευνητική ομάδα μετά από εξονυχιστική μελέτη. Ξέρουμε τις επιπτώσεις που έχει η μόλυνση του περιβάλλοντος στην σωματική μας υγεία, αλλά δεν ξέρουμε, ή υποτιμούμε, την επίδραση που μπορεί να έχει πάνω στην ψυχική μας υγεία. Και εγώ που έχω μελετήσει κάπως το θέμα – έχω γράψει σχετικά στο βιβλίο μου «Περιβάλλον, διατροφή και ποιότητα ζωής»-δεν της δίνω την πρέπουσα σημασία. Και όμως θυμάμαι που απέδιδα την υπερκινητικότητα του γιου μου - αστειευόμενος βέβαια γιατί μάλλον είναι κληρονομική, την είχα και εγώ - στη μόλυνση από το μόλυβδο. Τώρα με την αμόλυβδη βενζίνη ο παράγοντας αυτός έχει εξαλειφθεί.
Τα αποσπάσματα από τα ποιήματα του Ρίτσου, όπως και ένα εκτενές απόσπασμα από τον «Αλέξη Ζορμπά» του Καζαντζάκη, αν δεν αποκαλύπτουν τις λογοτεχνικές επιρροές της Ιουστίνης, αποκαλύπτουν σίγουρα τις λογοτεχνικές της αγάπες. Η αγάπη για τον Καζαντζάκη μάλιστα τρύπωσε, θα λέγαμε ασυνείδητα, σε ένα σημείο. Διαβάζουμε: «Μαύρα φίδια με ζώνανε μαθές εμένα τη μαυροκακομοίρα τη μάνα» (σελ. 242). «Μαθές», μια λέξη που συναντάμε συχνά στον Καζαντζάκη, που όμως εγώ δεν την άκουσα ποτέ ζωντανά στην Κρήτη. Θυμάμαι που όταν την πρωτοδιάβασα στον Καζαντζάκη ρώτησα τους γονείς μου να μου πούνε τη σημασία της (μου είπαν ότι σημαίνει «βέβαια», «σίγουρα», αλλά μάλλον την χρησιμοποιούσαν οι κρητικοί όπως πετάνε σήμερα στο λόγο τους κάποιοι το «που λες» ή «να πούμε»).
Όλα τα βιβλία της Ιουστίνης που έχω διαβάσει ήταν πολύ καλά, αλλά αυτό πιστεύω είναι το καλύτερο. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Sunday, October 2, 2011
καταρχήν, καταρχάς, ένας διάλογος
Βρίσκεται εδώ
Αυτός εδώ μπορεί να μην είναι και τόσο άσχετος
Βρήκα και άλλα ενδιαφέρονται link, αλλά επειδή είχαν ελληνικούς χαρακτήρες το blog δεν μου τα έπαιρνε. Όποιος έχει κουράγιο μπορεί να συνεχίσει ψάχνοντας στο google.
Θα μείνω στο σχόλιο ότι το κατ' αρχήν μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με τις δύο σημασίες στην καθομιλουμένη,και ότι τα συμφραζόμενα κάνουν κατανοητή την εκάστοτε σημασία.
Αυτός εδώ μπορεί να μην είναι και τόσο άσχετος
Βρήκα και άλλα ενδιαφέρονται link, αλλά επειδή είχαν ελληνικούς χαρακτήρες το blog δεν μου τα έπαιρνε. Όποιος έχει κουράγιο μπορεί να συνεχίσει ψάχνοντας στο google.
Θα μείνω στο σχόλιο ότι το κατ' αρχήν μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με τις δύο σημασίες στην καθομιλουμένη,και ότι τα συμφραζόμενα κάνουν κατανοητή την εκάστοτε σημασία.
Subscribe to:
Posts (Atom)