Μίλαν Κούντερα, Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη, 2007, σελ. 307
Θα αρχίσω με κάτι που έχω ξαναπεί, ότι ο Κούντερα και ο Μπόρχες είναι οι πιο αγαπημένοι μου εν ζωή (ο θεός να τους δίνει χρόνια) συγγραφείς. Την αβάσταχτη ελαφρότητα τη διαβάζω σε δεύτερη ανάγνωση. Η πρώτη ήταν από την έκδοση της Εστίας, το 1986, τρία χρόνια μετά την έκδοση του έργου στο πρωτότυπο.
Η στόφα του Κούντερα είναι η στόφα του δοκιμιογράφου. Δεν είναι τυχαίο που κάποιοι θεωρούν ως κορυφαίο έργο του το «Γέλιο», το πρώτο του έργο, και πιστεύω πως αυτό οφείλεται στο ότι εκεί σχεδόν απουσιάζει ο δοκιμιακός λόγος.
Το έργο ξεκινάει με ένα σχόλιο πάνω στην ιδέα της αιώνιας επιστροφής. Όμως το κυρίως σχόλιό του αναφέρεται στον Οιδίποδα. Ο Οιδίπους, λέει, όταν συνειδητοποίησε την καταστροφή που έσπειρε γύρω του, ένοιωσε τόσο ένοχος, παρόλο που αυτό έγινε άθελά του, και μάλιστα ενώ προσπάθησε να το αποφύγει, που έβγαλε τα μάτια του. Οι δικοί μας πολιτικοί, μας λέει (μιλάει για την Τσεχοσλοβακία, μην πάει αλλού ο νους σας, λίγο πριν και λίγο μετά την Άνοιξη της Πράγας, 1967 για τους νεότερους), ενώ ξέρουν ότι είναι ένοχοι, όχι μόνο δεν βγάζουν τα μάτια τους αλλά αποποιούνται κάθε ευθύνη.
Μιλάει επίσης για το αγαπημένο μου θέμα, τις «ρίζες της σύμπτωσης». Πώς οι συμπτώσεις παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη ζωή μας. Αντιγράφω τον μοιραίο διάλογο, που ένωσε τη ζωή των δυο ηρώων.
«-Περίεργο, είπε εκείνη, είσαστε στο έξι. –Ποιο είναι το περίεργο; ρώτησε εκείνος… -Είσαστε στο δωμάτιο έξι κι εγώ στις έξι τελειώνω τη δουλειά μου» (σελ. 55).
Αν ο διάλογος ήταν ανάποδα δεν θα εντυπωσίαζε, θα ήταν απλώς ένα καμάκι. Όμως η κοπέλα φαίνεται να εντυπωσιάστηκε πραγματικά.
Ο Κωνσταντίνος Μπούρας μας έλεγε κάποτε ότι είπε ο Πυθαγόρας νομίζω, πως κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του ξεχωριστό αριθμό. Εμένα είναι το έξι αντεστραμμένο, δηλαδή το 9. Στα τρία από τα τέσσερα τελευταία σπίτια όπου έχω ζήσει τα τελευταία 27 χρόνια το νούμερο της οδού που μένω είναι 9. 29 Γενάρη γεννήθηκα, να ευχαριστήσω από εδώ άλλη μια φορά όσους μου ευχήθηκαν στο facebook, αλλά και οι λίγοι φίλοι που μου ευχήθηκαν τηλεφωνικά (κάποιους τους ενημέρωσαν τα παιδιά τους, φίλοι μου στο facebook). 9 είναι τα βιβλία που έχω εκδώσει μέχρι στιγμής (αυτό θα μου πείτε δεν πιάνει, αφού σε λίγο μπορεί να γίνουν δέκα). Με 99.999 ευρώ ξελασπώνω εντελώς οικονομικά (Να δούμε, αυτό θα πιάσει;). Κοίτα να δεις, τώρα το συνειδητοποίησα, οι δυο από τους τέσσερις αριθμούς του αυτοκινήτου μου είναι 9: 9859.
Στην επόμενη σελίδα ο Κούντερα θα σχολιάσει πιο διεξοδικά το τυχαίο, ή μάλλον τις τυχαίες συμπτώσεις που αποδεικνύονται αποφασιστικές για τη ζωή μας. Πιο πριν, στη σελίδα 54, είχε γράψει:
«Το τυχαίο είναι που κάνει τέτοια μάγια, όχι το αναγκαίο. Για να είναι ένας έρωτας αξέχαστος πρέπει τα τυχαία να συναντώνται σ' αυτόν απ' την πρώτη στιγμή, όπως τα πουλιά πάνω στους ώμους του Αγίου Φραγκίσκου της Ασσίζης».
Πιο κάτω (σελ. 57) μιλάει για την ομορφιά του τυχαίου (το εννοεί με την σημασία της σύμπτωσης) σχολιάζοντας μια σύνθεση του Μπετόβεν και την «Άννα Καρένινα» του Τολστόι (Στην αποβάθρα ενός σιδηροδρομικού σταθμού γνωρίζεται η Άννα με τον Βρόνσκι, τον άνδρα που στάθηκε αιτία να βάλει τέρμα στη ζωή της πέφτοντας στις ράγες ενός τραίνου) για να καταλήξει: «θα μπορούσαμε δικαίως να προσάψουμε στον άνθρωπο ότι είναι τυφλός στα τυχαία αυτά στην καθημερινή ζωή και ότι στερεί έτσι τη ζωή από τη διάσταση της ομορφιάς της».
Έρωτας και πολιτική είναι το θέμα του βιβλίου. Και σεξ. Ο Τόμας, χειρούργος, είναι από αυτούς που αρνούνται να συμβιβαστούν με την νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά την εισβολή των σοβιετικών τανκς. Ερωτεύεται την Τερέζα, αλλά παράλληλα κάνει και άλλες ερωτικές –σεξουαλικές για την ακρίβεια- σχέσεις, ακόμη και όταν είναι πια παντρεμένοι.
Επειδή υπάρχει πάντα η υποψία ότι ο συγγραφέας σε κάθε του έργο αυτοβιογραφείται, ο Κούντερα θεωρεί σκόπιμο να μιλήσει για τον εαυτό του και να μας πει ότι δεν είναι αυτός ο Τόμας. «Τα πρόσωπα του μυθιστορήματος μου είναι οι ίδιες μου οι δυνατότητες που δεν πραγματοποιήθηκαν», μας λέει. Για να μην τον περάσουμε δηλαδή για κανένα μανιακό του σεξ.
Το σεξ και ο έρωτας μπορεί να είναι αλληλοτεμνόμενοι κύκλοι, αλλά δεν είναι ταυτόσημοι. Όμως πώς θα μπορούσε να τελειώσει ο έρωτας ανάμεσα στον Τόμας και την Τερέζα, ένας έρωτας που περνούσε κατά διαστήματα κρίσεις εξαιτίας του ότι ο Τόμας ξενοπηδούσε; Ο Κούντερα βρήκε έναν έξυπνο τρόπο: τους σκοτώνει σε ένα τροχαίο. Και μάλιστα προσημαίνει το θάνατό τους, ώστε να μην αγανακτήσουμε όσο θα έπρεπε με τη συμπεριφορά του Τόμας απέναντι στη γυναίκα του, αλλά να νοιώσουμε προκαταβολικά τον «έλεο» για τον θάνατό τους (Παρεμπιπτόντως, το τροχαίο που βάζει τέρμα στον έρωτα τον συζητάω στις δυο προπροηγούμενες αναρτήσεις μου).
Να σχολιάσουμε τώρα κάποια ειδικά σημεία του έργου. Διαβάζουμε: «Είχε γονατίσει στο προσκέφαλο της και του είχε έρθει η ιδέα πως του την είχαν στείλει μέσα σ' ένα καλάθι, στην επιφάνεια του νερού. Έχω ήδη πει ότι οι μεταφορές είναι επικίνδυνες. Ο έρωτας αρχίζει από μια μεταφορά. Μ' άλλα λόγια: ο έρωτας αρχίζει από τη στιγμή που μια γυναίκα εγγράφεται με μια από τις κουβέντες της, στην ποιητική μας μνήμη» (σελ. 209). Σε ένα καλάθι, σαν τον Μωυσή. Λάθος του Κούντερα εδώ, δεν είπε καμιά κουβέντα η Τερέζα. Απλώς ο ίδιος έπλασε τη μεταφορά στο μυαλό του. Και την ερωτεύτηκε. Επίσης, κρίμα που προσθέτει το «επικίνδυνες». Ας μας άφηνε με την ψευδαίσθηση. Όταν θέλεις να αναδείξεις τον έρωτα, δεν του βάζεις ταυτόχρονα και ένα βαρίδι.
Και η απόδειξη ότι δεν ήταν η «κουβέντα», βρίσκεται στην προηγούμενη σελίδα: «Δεν ζητάω την ηδονή, ζητάω την ευτυχία, κι η ηδονή χωρίς ευτυχία δεν είναι ηδονή». Μ' άλλα λόγια, χτυπούσε στο κιγκλίδωμα της ποιητικής του μνήμης. Το κιγκλίδωμα όμως ήταν κλειστό. Δεν υπήρχε θέση γι' αυτήν στην ποιητική μνήμη του Τόμας. «Δεν υπήρχε θέση γι' αυτήν παρά μόνον πάνω στο χαλί». Όταν έπλασε ο ίδιος τη μεταφορά, πάνω στην ποιητική του μνήμη, είναι που η Τερέζα μετακόμισε από το χαλί στην καρδιά του.
Διαβάζουμε: «…ένας άντρας θέλει ν’ αλλάξει τη γυναίκα του και μια γυναίκα τον άντρα της…» (σελ. 302). Δεν συμφωνώ. Συμφωνώ περισσότερο με μια ρήση που κυκλοφόρησε, ανάμεσα σε άλλες, στο διαδίκτυο, και δεν θυμάμαι τίνος είναι: Η γυναίκα παντρεύεται τον άνδρα με την ελπίδα ότι θα τον αλλάξει. Τελικά διαψεύδεται, ο άνδρας δεν αλλάζει. Ο άνδρας παντρεύεται τη γυναίκα με την ελπίδα ότι θα μείνει πάντα όπως είναι. Και αυτός διαψεύδεται: η γυναίκα αλλάζει.
Θα μπορούσαμε να θέσουμε το ζήτημα σε ψηφοφορία.
Σε μια κινηματογραφική διασκευή υπάρχει πάντα μια συμπύκνωση του λογοτεχνικού έργου, για να χωρέσει στο δίωρο, έστω στο τρίωρο μιας παράστασης. Στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου από τον Φίλιπ Κάουφμαν (1988), με την Ζιλιέτ Μπινός νεότατη και πανέμορφη, διαπιστώσαμε το εξής παράδοξο: κάποια ερωτικά επεισόδια στην ταινία διαρκούν περισσότερο από ό, τι στο μυθιστόρημα. Ίσως γι αυτό η ταινία τράβηξε κοντά στο τρίωρο (171 λεπτά για την ακρίβεια). Έπρεπε να καλυφθούν όλα τα γούστα.
Αλλά στον Κούντερα θα επανέλθουμε.
Θα αρχίσω με κάτι που έχω ξαναπεί, ότι ο Κούντερα και ο Μπόρχες είναι οι πιο αγαπημένοι μου εν ζωή (ο θεός να τους δίνει χρόνια) συγγραφείς. Την αβάσταχτη ελαφρότητα τη διαβάζω σε δεύτερη ανάγνωση. Η πρώτη ήταν από την έκδοση της Εστίας, το 1986, τρία χρόνια μετά την έκδοση του έργου στο πρωτότυπο.
Η στόφα του Κούντερα είναι η στόφα του δοκιμιογράφου. Δεν είναι τυχαίο που κάποιοι θεωρούν ως κορυφαίο έργο του το «Γέλιο», το πρώτο του έργο, και πιστεύω πως αυτό οφείλεται στο ότι εκεί σχεδόν απουσιάζει ο δοκιμιακός λόγος.
Το έργο ξεκινάει με ένα σχόλιο πάνω στην ιδέα της αιώνιας επιστροφής. Όμως το κυρίως σχόλιό του αναφέρεται στον Οιδίποδα. Ο Οιδίπους, λέει, όταν συνειδητοποίησε την καταστροφή που έσπειρε γύρω του, ένοιωσε τόσο ένοχος, παρόλο που αυτό έγινε άθελά του, και μάλιστα ενώ προσπάθησε να το αποφύγει, που έβγαλε τα μάτια του. Οι δικοί μας πολιτικοί, μας λέει (μιλάει για την Τσεχοσλοβακία, μην πάει αλλού ο νους σας, λίγο πριν και λίγο μετά την Άνοιξη της Πράγας, 1967 για τους νεότερους), ενώ ξέρουν ότι είναι ένοχοι, όχι μόνο δεν βγάζουν τα μάτια τους αλλά αποποιούνται κάθε ευθύνη.
Μιλάει επίσης για το αγαπημένο μου θέμα, τις «ρίζες της σύμπτωσης». Πώς οι συμπτώσεις παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη ζωή μας. Αντιγράφω τον μοιραίο διάλογο, που ένωσε τη ζωή των δυο ηρώων.
«-Περίεργο, είπε εκείνη, είσαστε στο έξι. –Ποιο είναι το περίεργο; ρώτησε εκείνος… -Είσαστε στο δωμάτιο έξι κι εγώ στις έξι τελειώνω τη δουλειά μου» (σελ. 55).
Αν ο διάλογος ήταν ανάποδα δεν θα εντυπωσίαζε, θα ήταν απλώς ένα καμάκι. Όμως η κοπέλα φαίνεται να εντυπωσιάστηκε πραγματικά.
Ο Κωνσταντίνος Μπούρας μας έλεγε κάποτε ότι είπε ο Πυθαγόρας νομίζω, πως κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του ξεχωριστό αριθμό. Εμένα είναι το έξι αντεστραμμένο, δηλαδή το 9. Στα τρία από τα τέσσερα τελευταία σπίτια όπου έχω ζήσει τα τελευταία 27 χρόνια το νούμερο της οδού που μένω είναι 9. 29 Γενάρη γεννήθηκα, να ευχαριστήσω από εδώ άλλη μια φορά όσους μου ευχήθηκαν στο facebook, αλλά και οι λίγοι φίλοι που μου ευχήθηκαν τηλεφωνικά (κάποιους τους ενημέρωσαν τα παιδιά τους, φίλοι μου στο facebook). 9 είναι τα βιβλία που έχω εκδώσει μέχρι στιγμής (αυτό θα μου πείτε δεν πιάνει, αφού σε λίγο μπορεί να γίνουν δέκα). Με 99.999 ευρώ ξελασπώνω εντελώς οικονομικά (Να δούμε, αυτό θα πιάσει;). Κοίτα να δεις, τώρα το συνειδητοποίησα, οι δυο από τους τέσσερις αριθμούς του αυτοκινήτου μου είναι 9: 9859.
Στην επόμενη σελίδα ο Κούντερα θα σχολιάσει πιο διεξοδικά το τυχαίο, ή μάλλον τις τυχαίες συμπτώσεις που αποδεικνύονται αποφασιστικές για τη ζωή μας. Πιο πριν, στη σελίδα 54, είχε γράψει:
«Το τυχαίο είναι που κάνει τέτοια μάγια, όχι το αναγκαίο. Για να είναι ένας έρωτας αξέχαστος πρέπει τα τυχαία να συναντώνται σ' αυτόν απ' την πρώτη στιγμή, όπως τα πουλιά πάνω στους ώμους του Αγίου Φραγκίσκου της Ασσίζης».
Πιο κάτω (σελ. 57) μιλάει για την ομορφιά του τυχαίου (το εννοεί με την σημασία της σύμπτωσης) σχολιάζοντας μια σύνθεση του Μπετόβεν και την «Άννα Καρένινα» του Τολστόι (Στην αποβάθρα ενός σιδηροδρομικού σταθμού γνωρίζεται η Άννα με τον Βρόνσκι, τον άνδρα που στάθηκε αιτία να βάλει τέρμα στη ζωή της πέφτοντας στις ράγες ενός τραίνου) για να καταλήξει: «θα μπορούσαμε δικαίως να προσάψουμε στον άνθρωπο ότι είναι τυφλός στα τυχαία αυτά στην καθημερινή ζωή και ότι στερεί έτσι τη ζωή από τη διάσταση της ομορφιάς της».
Έρωτας και πολιτική είναι το θέμα του βιβλίου. Και σεξ. Ο Τόμας, χειρούργος, είναι από αυτούς που αρνούνται να συμβιβαστούν με την νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά την εισβολή των σοβιετικών τανκς. Ερωτεύεται την Τερέζα, αλλά παράλληλα κάνει και άλλες ερωτικές –σεξουαλικές για την ακρίβεια- σχέσεις, ακόμη και όταν είναι πια παντρεμένοι.
Επειδή υπάρχει πάντα η υποψία ότι ο συγγραφέας σε κάθε του έργο αυτοβιογραφείται, ο Κούντερα θεωρεί σκόπιμο να μιλήσει για τον εαυτό του και να μας πει ότι δεν είναι αυτός ο Τόμας. «Τα πρόσωπα του μυθιστορήματος μου είναι οι ίδιες μου οι δυνατότητες που δεν πραγματοποιήθηκαν», μας λέει. Για να μην τον περάσουμε δηλαδή για κανένα μανιακό του σεξ.
Το σεξ και ο έρωτας μπορεί να είναι αλληλοτεμνόμενοι κύκλοι, αλλά δεν είναι ταυτόσημοι. Όμως πώς θα μπορούσε να τελειώσει ο έρωτας ανάμεσα στον Τόμας και την Τερέζα, ένας έρωτας που περνούσε κατά διαστήματα κρίσεις εξαιτίας του ότι ο Τόμας ξενοπηδούσε; Ο Κούντερα βρήκε έναν έξυπνο τρόπο: τους σκοτώνει σε ένα τροχαίο. Και μάλιστα προσημαίνει το θάνατό τους, ώστε να μην αγανακτήσουμε όσο θα έπρεπε με τη συμπεριφορά του Τόμας απέναντι στη γυναίκα του, αλλά να νοιώσουμε προκαταβολικά τον «έλεο» για τον θάνατό τους (Παρεμπιπτόντως, το τροχαίο που βάζει τέρμα στον έρωτα τον συζητάω στις δυο προπροηγούμενες αναρτήσεις μου).
Να σχολιάσουμε τώρα κάποια ειδικά σημεία του έργου. Διαβάζουμε: «Είχε γονατίσει στο προσκέφαλο της και του είχε έρθει η ιδέα πως του την είχαν στείλει μέσα σ' ένα καλάθι, στην επιφάνεια του νερού. Έχω ήδη πει ότι οι μεταφορές είναι επικίνδυνες. Ο έρωτας αρχίζει από μια μεταφορά. Μ' άλλα λόγια: ο έρωτας αρχίζει από τη στιγμή που μια γυναίκα εγγράφεται με μια από τις κουβέντες της, στην ποιητική μας μνήμη» (σελ. 209). Σε ένα καλάθι, σαν τον Μωυσή. Λάθος του Κούντερα εδώ, δεν είπε καμιά κουβέντα η Τερέζα. Απλώς ο ίδιος έπλασε τη μεταφορά στο μυαλό του. Και την ερωτεύτηκε. Επίσης, κρίμα που προσθέτει το «επικίνδυνες». Ας μας άφηνε με την ψευδαίσθηση. Όταν θέλεις να αναδείξεις τον έρωτα, δεν του βάζεις ταυτόχρονα και ένα βαρίδι.
Και η απόδειξη ότι δεν ήταν η «κουβέντα», βρίσκεται στην προηγούμενη σελίδα: «Δεν ζητάω την ηδονή, ζητάω την ευτυχία, κι η ηδονή χωρίς ευτυχία δεν είναι ηδονή». Μ' άλλα λόγια, χτυπούσε στο κιγκλίδωμα της ποιητικής του μνήμης. Το κιγκλίδωμα όμως ήταν κλειστό. Δεν υπήρχε θέση γι' αυτήν στην ποιητική μνήμη του Τόμας. «Δεν υπήρχε θέση γι' αυτήν παρά μόνον πάνω στο χαλί». Όταν έπλασε ο ίδιος τη μεταφορά, πάνω στην ποιητική του μνήμη, είναι που η Τερέζα μετακόμισε από το χαλί στην καρδιά του.
Διαβάζουμε: «…ένας άντρας θέλει ν’ αλλάξει τη γυναίκα του και μια γυναίκα τον άντρα της…» (σελ. 302). Δεν συμφωνώ. Συμφωνώ περισσότερο με μια ρήση που κυκλοφόρησε, ανάμεσα σε άλλες, στο διαδίκτυο, και δεν θυμάμαι τίνος είναι: Η γυναίκα παντρεύεται τον άνδρα με την ελπίδα ότι θα τον αλλάξει. Τελικά διαψεύδεται, ο άνδρας δεν αλλάζει. Ο άνδρας παντρεύεται τη γυναίκα με την ελπίδα ότι θα μείνει πάντα όπως είναι. Και αυτός διαψεύδεται: η γυναίκα αλλάζει.
Θα μπορούσαμε να θέσουμε το ζήτημα σε ψηφοφορία.
Σε μια κινηματογραφική διασκευή υπάρχει πάντα μια συμπύκνωση του λογοτεχνικού έργου, για να χωρέσει στο δίωρο, έστω στο τρίωρο μιας παράστασης. Στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου από τον Φίλιπ Κάουφμαν (1988), με την Ζιλιέτ Μπινός νεότατη και πανέμορφη, διαπιστώσαμε το εξής παράδοξο: κάποια ερωτικά επεισόδια στην ταινία διαρκούν περισσότερο από ό, τι στο μυθιστόρημα. Ίσως γι αυτό η ταινία τράβηξε κοντά στο τρίωρο (171 λεπτά για την ακρίβεια). Έπρεπε να καλυφθούν όλα τα γούστα.
Αλλά στον Κούντερα θα επανέλθουμε.