Μπάμπης Δερμιτζάκης

Book review, movie criticism

Tuesday, April 23, 2024

Ελένη Στασινού, Μύχια πάθη

 

Ελένη Στασινού, Μύχια πάθη, Γκοβόστης 2024, σελ 653

 


H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

 

  Μετά τον «Οδηγό που άφησε το τραίνο στη μέση του πουθενά» η Ελένη Στασινού επιστρέφει πάλι στο ιστορικό μυθιστόρημα και στην αγαπημένη της ιστορική περίοδο, τις αρχές του 19ου αιώνα. «Τα βρωμοθήλυκα της ιστορίας» ξεκινάνε με την επανάσταση, τα «Μύχια πάθη της ζωής και της επανάστασης», όπως είναι ο πλήρης τίτλος, καταλήγουν στην επανάσταση. Γίνεται κάμποσες φορές αναφορά και στους Λαλιώτες, τους οποίους συναντήσαμε και στα «Βρωμοθήλυκα της ιστορίας».

  Πρόκειται για ένα ερωτικό και ταυτόχρονα ιστορικό μυθιστόρημα, όπως για παράδειγμα ο «Πόλεμος και Ειρήνη» του Τολστόι. Τα γεγονότα που έχουν σχέση με τον έρωτα εναλλάσσονται με τα γεγονότα που έχουν σχέση με την επανάσταση, αν και αρκετές φορές συμπλέκονται.

  Εδώ έχουμε δυο ερωτικές ιστορίες, που και στις δυο πρωταγωνιστεί η Ελένη. Η πρώτη, με τον Αγγελή, θα μείνει ημιτελής, ο αγώνας για την ελευθερία έχει προτεραιότητα γι’ αυτόν, η δεύτερη όμως με τον Φιλώτα θα ολοκληρωθεί, με γάμο και ένα γιο.

  Όμως υπάρχει και ένας άλλος έρωτας, όπως του ερωτευμένου κεφαλλονίτη στα Βρωμοθήλυκα.  

  Στα Βρωμοθήλυκα, ο ερωτευμένος κεφαλλονίτης θα ρίξει τον αγαπημένο της σε ένα πηγάδι, αυτή θα την απαγάγει, θα την αρραβωνιαστεί με το ζόρι, θα την βιάσει και τέλος θα τη φυλακίσει. Θα πεθάνει αφού γεννήσει το γιο της, προϊόν του βιασμού.  

  Στα «Μύχια πάθη» η Λητώ θα πείσει τον αλβανό φύλακα που τον έχει εραστή να βάλει φωτιά στον πύργο για να καεί η Ελένη, η Ελένη που της πήρε την Φιλώτα, τον παιδικό της έρωτα. Μετά τον θάνατο της Ελένης θα τον παντρευτεί, και θα κάνει μαζί του δυο παιδιά.

  Από τα κορυφαία σημεία του έργου θεωρώ την αγαπησιάρικη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στην Ελένη και στο άλογο τον Κέλη, που θα αποτελέσει τη ρομφαία της θείας δίκης.

  «Κρατήθηκε για λίγο ήρεμος, μα εκείνη ήταν που είχε ήδη επιταχύνει, πώς να κρατιόταν κι αυτού η φύση, ανεβαίνει η χαρά και τον πνίγει, σηκώνεται στα πόδια και χλιμιντρίζει δυνατά, ήρθε, είναι εδώ, αρχίζει πάλι η ζωή μας, έλεγε το χλιμίντρισμά του, ηρέμησε καλό μου, ναι ήρθα τώρα, πάει πέρασε, θα αρχίσουμε πάλι τους περιπάτους μας, σκύψε να με πάρεις….» (σελ. 324).

  Μάθαμε αρκετά πράγματα για την ιστορία της πρώτης εικοσαετίας πριν την επανάσταση που αγνοούσαμε. Η Ελένη όπως πάντα μελετάει εξονυχιστικά τις πηγές της, ώστε να μην πέσει σε ανακρίβειες. Δεν θα διστάσει να εκθέσει τις μελανές πλευρές της ιστορίας.

  Οι ήρωες της επανάστασης, γιατί πήραν το όνομα κλέφτες;

  Μα γιατί ήταν κλέφτες.

  Όμως έκλεφταν όχι μόνο τούρκους αλλά ευκαιριακά και έλληνες, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν την οργή τους, που μεταφράστηκε κάποια στιγμή σε συνεργασία με τους τουρκαλβανούς για την καταδίωξή τους.

  Με εξαίρεση τη Λητώ και την Ελένη, όλοι είναι ταγμένοι στην Ιδέα, και κάποιοι απ’ αυτούς, όπως ο Φιλώτας, είναι μέλη της Φιλικής Εταιρείας.

  Το διαλογικό στοιχείο υποχωρεί εδώ μπροστά στην αφήγηση, σε αντίθεση με τα Βρωμοθήλυκα.

  Ένα υφολογικό στοιχείο που συναντάμε συχνά είναι ο μακροπερίοδος λόγος. Σε δυο περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικός. Η πρώτη είναι όταν περιγράφεται η πυρκαγιά και η ταραχή που προκλήθηκε απ’ αυτήν. Εδώ έχουμε σχεδόν μια ολοσέλιδη παράγραφο (εξαιρούνται οι τρεις πρώτες γραμμές), και τη συνέχειά της, επίσης μια ολοσέλιδη παράγραφο (σελ. 405-407). Με τις δυο αυτές μακροπερίοδες παραγράφους υπογραμμίζεται υφολογικά η αγωνία να σωθεί η Ελένη και ο γιος της. Η δεύτερη περίπτωση υπογραμμίζει την εσωτερική ταραχή της Λητούς όταν, μετά από ένα ψυχολογικό σοκ νοσηλεύτηκε σε νευρολογική κλινική, και εκτείνεται σχεδόν σε μια σελίδα (σελ. 523).  

  Βλέπει τον αλβανό, τον εμπρηστή, με τον οποίο είχε σεξουαλικές σχέσεις, κρεμασμένο, και στη ψυχική της αναστάτωση τον μπερδεύει με τον πατέρα της, που κι αυτόν τον είδε, μικρό κορίτσι, κρεμασμένο.

  «…τι μπέρδεμα κι αυτό, καλά ο πατέρας της δεν είναι; Τότε γιατί ακούει πώς τον λένε Τζενκίζ Μπόρσα; Ήξερε κανένα Μπόρσα; Το Τζενκίζ κάτι της λέει…» (σελ. 524).

  Θα συνέλθει μόνο όταν επανέλθουν στη μνήμη της τα φαντάσματα του παρελθόντος, οι πράξεις της, που θα τη γεμίσουν φρίκη, μετά από πολλά χρόνια.

  Ένα άλλο υφολογικό στοιχείο που συναντάμε είναι η αποστροφή στη θέση του εσωτερικού μονόλογου ή της τριτοπρόσωπης αφήγησης.

  «…Κι έρχεται ένα κορίτσι που είναι όλες οι σειρήνες που θελήσανε να μαγέψουν τον Οδυσσέα, έρχεται στο δρόμο σου και τότε ψάχνεις δεξιά, ψάχνεις αριστερά να βρεις συντρόφους να σε δέσουν στο κατάρτι κι ανακαλύπτεις πως είσαι μόνος σου. Και πώς και πόσο να αντισταθείς;…» (σελ. 74).

  «Περπατάς κοιτώντας δεξιά και αριστερά, μια εσωτερική ταραχή την έχεις… Είσαι παιδί κι ακολουθείς αθόρυβα σαν σκιά…». Η αποστροφή αυτή στο γιο της Ελένης στη θέση της τριτοπρόσωπης αφήγησης απλώνεται σε πέντε ολόκληρες σελίδες, 488-493.

  Θα συναντήσουμε επίσης παραγράφους με συνεχόμενες περιόδους που καταλήγουν σε ερωτηματικό. Οι ήρωες συχνά αναρωτιούνται.

  Και τώρα να παραθέσουμε τρία αποσπάσματα.

  «Εγώ θα σου πω τι λέγανε οι πρόγονοί μας: Νους υγιής εν σώματι υγιεί» (σελ. 71).

  Αληθεύει πράγματι; Γιατί αν αληθεύει, ο Stephen Hawking αποτελεί εξαίρεση.

  «Θα πρέπει να ήταν κακός άνθρωπος…» (σελ. 543).

  Έχω καταλήξει εδώ και σχεδόν δυο δεκαετίες στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν άτομα άπειρης κακίας.

  Θα συναντήσουμε κάποιες φορές στίχους από δημοτικά τραγούδια. Οι παρακάτω είναι της Ελένης.

Στο δρόμο μου ξεπέζεψες νιε μου - αρχοντονιέ μου-

σε είδε ο ήλιος την αυγή – τη νύχτα το φεγγάρι.

Σε είδε κι η πικρόχολη και βάλθη να σε πάρει.

Μη μου τον παίρνεις μάγισσα – μη μου τον παίρνεις κλέφτρα

εσύ τους μάσεις αρμαθιά – μα γω τον έχω έναν (σελ. 566)   

  Τη μουσικότητα του λόγου της Στασινού, που κορυφώνεται με περιόδους που είναι σε κανονικά ποιητικά μέτρα, την είδαμε και στα προηγούμενα έργα της. Συνηθίζουμε να παραθέτουμε τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, οι οποίοι αφθονούν, αλλά εδώ θα παραθέσουμε και άλλα μέτρα.

  Και ξεκινάμε με τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους. 

Ο ξένος ήταν δάσκαλος κι αυτός το μαθητούδι (σελ. 84)

Σαν πετεινό του ουρανού. Αλλά το ίδιο έρμος (σελ. 86)

Μαζί με τις κακίες τους και τα αμαρτήματά τους (σελ. 114)

Ο θόρυβος ανάρμοστος στη συνετή γυναίκα (σελ. 119)

Απλώνονταν εδώ κι εκεί ανάμεσα στα δένδρα (σελ. 231)

Πισθάγκωνα σε πάσσαλο που φτάνει ως το ταβάνι (σελ. 251)

Σαν οι γυναίκες άνοιγαν να κάνουν τις δουλειές τους (σελ. 291)

Να διαπεράσει ο ήχος του το σκορπισμένο χόρτο (σελ. 297)

Κατέληξαν να χαίρονται την απομάκρυνσή του (σελ. 346)

Κομμάτιασα τα όνειρα της παιδικής μου φίλης (σελ. 370)

Να καταστρέψει τον εχθρό μα είχε λίγους άντρες (σελ. 439)

Σαν θα το αποφάσιζε. Και σαν ερχόταν η ώρα (σελ. 454)

Που άλλη όψη είχαν στο φως και άλλη στο σκοτάδι (σελ. 486)

Το χέρι σου, μικρού παιδιού, χέρι που το ’χες κόψει (σελ. 489)

Θεραπευμένη την κοψιά, το κάψιμο, το τραύμα (σελ. 489)

Με βάρκες και μονόξυλα, νερόκοτες και χέλια (σελ. 507)

Αφήνει ένα σκούξιμο που έσκισε τις πέτρες (σελ. 521)

Μα εδωνά στα μάτια τους δεν βρίσκει αγριάδα (σελ. 544)

Το πούλησε ο σταβλίτης σου μετά το θάνατό της; (σελ. 584)

Κι εμείς θα τους θερίσουμε σαν γινωμένα στάχυα (σελ. 630)

Αυτή είχε κάτι μέσα της, πώς να στο εξηγήσω (σελ. 631)

Τροχαίος

Άντρες καιροσκόπους που η νύχτα ξεγυμνώνει (σελ. 131)

Δάκτυλος

Πόρτα μεγάλη στη μέση του τοίχου (σελ. 188)

Παίρνει τον Κέλη και χάνεται ώρες (σελ. 271)

Όλα τα είδε κοιτώντας τις στάχτες (σελ. 640)

Αμφίβραχυς

Το βλέπω στα μάτια σου (σελ. 367)

Κι εκείνος το ίδιο με μένα (σελ. 506)

Ανάπαιστος

Να κρατήσει τον άντρα κοντά της (σελ. 489)

Καρεκλάκι θα κάμει μ’ αυτό; (σελ. 507)

Που θα γεύονται όλοι στο μέλλον (σελ. 511)

Θα μπορούσαν να φύγουν αμέσως (σελ. 512)

Θα περνούσε σχεδόν από πάνω τους (σελ. 514)

Ώσπου γίνεται χώμα το χώμα (σελ. 514)

Που πονούσε ανθρώπινο πόνο (σελ. 514)

Το κατράμι το μαύρο της λίμνης (σελ. 586)

Μεγαλείο να νοιώθεις χορτάτος (σελ. 649)

  Προφανώς υπάρχουν κι άλλοι, αυτοί μόνο έπεσαν στην αντίληψή μας.

  Μου φαίνεται ότι αυτό είναι το καλύτερο μυθιστόρημα της Ελένης. Πιστεύουμε ότι θα είναι καλοτάξιδο.

Friday, April 19, 2024

Bahman Farmanara, Prince Ehtejab (1974)

 

Bahman Farmanara, Prince Ehtejab (1974)

 




  Ο πρίγκηπας Ehtejab, που το μικρό του όνομα είναι Χοσρόης, είναι ένας από τους τελευταίους απογόνους του βασιλικής οικογένειας των Qajar, την οποία ανέτρεψε ο Reza Shah Pahlavi το 1925. Πάσχει από φυματίωση, από την οποία σύντομα θα καταλήξει.

  Όλη η ταινία αποτελείται από δραματοποιημένες αναμνήσεις. Στις αναμνήσεις αυτές βλέπουμε τη σκληρότητα του παππού του, που σκότωσε τη ίδια τη μητέρα του και τον αδελφό του.

  Είναι μια φοβερή ταινία σκληρότητας.

  Δεν είναι μόνο το ό,τι δολοφόνησε τη μητέρα του και τον αδελφό του, είναι ότι με εντολές δικές του η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον διαδηλωτών χωρικών και τους σκότωσε όλους. Ένας τρόπος να εξοντώνει τους εχθρούς του ή απλά αυτούς που αντιπαθούσε ήταν να τους εντοιχίζει. Το frame είναι χαρακτηριστικό: μια κολώνα, που μέσα της βρίσκεται ένας άνθρωπος.

  Θα δούμε αρκετά επεισόδια που δείχνουν την σκληρότητά του.

  Η γυναίκα του τον κατηγορεί ότι δεν μοιάζει καθόλου με τους προγόνους του. -Δεν έχεις ούτε σταγόνα από το αίμα τους στις φλέβες σου, του λέει.

  Αυτοί ήταν συνεχώς απασχολημένοι με το να κόβουν κεφάλια. Δεν άφηναν γυναίκα που να μην την πηδήξουν. Αυτός είναι ντροπαλός, κοκκινίζει.

  Την ακούμε να γελάει χαζοχαρούμενα.

  Σε μια κρίση αγανάκτησης θα την πυροβολήσει.

  Όμως και αυτός θα εξελιχθεί σαν ένας όμοιός τους.

  Πηδάει την υπηρέτρια. Την γαργαλάει και αυτή γελάει. Τον παρακαλεί: -θα μας ακούσει η γυναίκα σου. -Αυτό θέλω.

  -Μα σε πηδάει και όταν έχεις περίοδο; τη ρωτάει η γυναίκα του.  

  Αυτή απαντάει ναι, κλαίγοντας.

  Συνεχώς κλαίει. Τη χαστουκίζει, και μετά τη χαϊδεύει.

  Η γυναίκα του μόλις έχει πεθάνει, από φυματίωση. Βρίσκεται νεκρή στο κρεβάτι. Θα χαστουκίσει την υπηρέτρια, θα τη γδύσει, και θα την αναγκάσει να ντυθεί με ρούχα της νεκρής. Στη συνέχεια θα την υποχρεώσει να μακιγιαριστεί. Έπειτα θα τη ρίξει στο κρεβάτι, δίπλα στη νεκρή, θα τη γαργαλάει και θα της πει να γελάει. Αυτή η καημένη σε όλη αυτή τη σκηνή κλαίει. Στο μεταξύ είχε βάλει και ένα δίσκο στο γραμμόφωνο.

  Δεν μας δείχνει αν τελικά την πήδηξε κιόλας, δίπλα στη νεκρή γυναίκα του.

  Η διαφθορά στο ανάκτορο φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά με μια της αυλής που, ξαπλωμένη ανάσκελα, ολόγυμνη, έχει ένα αγοράκι πάνω της, ολόγυμνο κι αυτό. Παίζουν λέει ιππασία. Κάποια στιγμή το αγοράκι βαριέται. -Δεν θέλω άλλο. -Λίγο ακόμη, το παρακαλεί.

  Σκληρότητα και λαγνεία στο ανάκτορο.

  Καθώς οι σκηνές είναι αναμνήσεις του Χοσρόη, οι οποίες του έρχονται στο μυαλό καθώς βρίσκεται στο τελικό στάδιο της φυματίωσης, υπάρχει ένας συνεχής κατατεμαχισμός του χρόνου. Είναι χαρακτηριστικά τρία διαδοχικά πλάνα με τον Χοσρόη να ζητάει να κατέβει από την άμαξα. Στο πρώτο, σαν μικρό παιδί, στο δεύτερο σαν έφηβος και στο τρίτο σαν μεγάλος άντρας.

  Όμως πιο εντυπωσιακή είναι μια σκηνή στο τέλος.

  Ο Morad είναι ένας ανάπηρος, με καροτσάκι, που κάθε φορά που τον επισκέπτεται του λέει ότι πέθανε κάποιος.

  -Ποιος πέθανε αυτή τη φορά;

  -Ο πρίγκηπας Ehtejab.

  -Ο πρίγκηπας Ehtejab;

  -Δεν τον ξέρεις; τον ρωτά χαμογελώντας… Είναι ο κύριος Χοσρόης. Είχε φυματίωση.

  Του ανήγγειλε το δικό του θάνατο.

  Ο Χοσρόης θα απομακρυνθεί με αργά βήματα. Ο Morad θα σηκωθεί από την αναπηρική του πολυθρόνα, θα στηριχτεί στα δεκανίκια του, θα πλησιάσει τον μπουφέ όπου βρίσκονται κορνίζες με φωτογραφίες των Qajar, και θα τις ρίξει όλες κάτω κτυπώντας τις με το δεκανίκι του, σε ένα συμβολικό τέλος της δυναστείας.  

  Σκληρή ταινία.

  Αφηγηματικά είναι εντελώς πρωτότυπη, ξεφεύγοντας από την ευθύγραμμη αφήγηση των εμπορικών film-farsi. Και είναι πολύ πιθανόν, δείχνοντας τη σκληρότητα και τη διαφθορά της δυναστείας των Qajar, να κάνει έμμεση κριτική στον σάχη, που είχε γίνει διαβόητος για τη σκληρότητά του. Κάτι ανάλογο πιθανότατα είχε κάνει και ο Αϊζενστάιν με τον «Ιβάν τον τρομερό», μια έμμεση κριτική στον Στάλιν. 

  Η κριτική αυτή γίνεται πιο ξεκάθαρη στην ταινία του «Tall shadows of the wind», την οποία θα ξαναδώ, γιατί την είδα πριν 13 χρόνια, δεν είχα πάρει ακόμη ζεστά τον κινηματογράφο, και στην ανάρτηση που έκανα προτίμησα να παραθέσω την αγγλική περίληψη, στην οποία, ανάμεσα στα άλλα, διαβάζω: Made at the end of the Shah’s reign, the film offers a metaphorical reflection on power relations — how people create their own idols who turn around to terrorize them. The film’s alleged political message was found so dangerous that it was banned both pre- and post-revolution. It was presented to great acclaim in Cannes Film Festival’s Critics’