Τάσος Γουδέλης, Το ωραίο ατύχημα, Κέδρος 2013, σελ. 218
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο
Λέξημα.
Μια σειρά από εξαιρετικές προσωπογραφίες αποτελούν τα
κείμενα του βιβλίου αυτού
Με το τελευταίο του
βιβλίο «Το ωραίο ατύχημα» ο Τάσος Γουδέλης αποδεικνύεται ότι είναι ένας
ικανότατος προσωπογράφος. Στα περισσότερα από τα 22 διηγήματα της συλλογής δίνει
εξαιρετικές προσωπογραφίες ατόμων, κυρίως γυναικών. Στις προσωπογραφίες των
ατόμων αυτών αφθονεί ο θαμιστικός παρατατικός (φρόντιζε, έδινε, κρυβόταν, έτρεμε,
σχολίαζε, υπερασπιζόταν, κ.λπ.) με τον οποίο περιγράφονται συνήθειες και συχνές
δραστηριότητες οι οποίες τα χαρακτηρίζουν.
Όμως ο Γουδέλης δεν
δίνει μόνο ατομικά πορτραίτα, πορτραίτα ατόμων τα οποία σίγουρα γνωρίζει
προσωπικά, αλλά και συλλογικά πορτραίτα, πορτραίτα «ανθρώπινων χαρακτήρων», για
να θυμηθώ τον τίτλο ενός βιβλίου του Άλφρεντ Άντλερ που διάβασα στα μαθητικά μου
χρόνια, τότε που στην πρώτη λυκείου γράφαμε εκθέσεις χαρακτήρων, πριν περάσουμε
στις εκθέσεις ιδεών στη δευτέρα και στην τρίτη. Βέβαια, η διεξοδική περιγραφή των
προσώπων αυτών προβάλει μια μοναδικότητα, πίσω από την οποία όμως αναγνωρίζουμε
τα χαρακτηριστικά ενός κλασικού τύπου, όπως π.χ. η ματαιόδοξη στο «Αφοσίωση», όμως
σε μια περίπτωση αναφέρεται γενικά σε δύο τύπους σε ένα και το αυτό διήγημα, το
«Μετέωροι». Ο πρώτος είναι ο internet addicted.
«Καθισμένοι στο
τίποτα που είδαν το μοναδικό φως στον Ορίζοντα. “Αλήθεια, δεν μπορώ να φανταστώ
τον κόσμο χωρίς τον internet”.
Σαν να έγινε δεκτός επί τέλους ο Κ. στον Πύργο και δεν θέλει να θυμηθεί τα
προηγούμενα» (σελ. 101).
Ο Γουδέλης τον τύπο
αυτόν τον χρησιμοποιεί αντιστικτικά για να προσωπογραφήσει έναν άλλο τύπο, τον
νοσταλγό του παρελθόντος, που βρίσκεται «μετέωρος» ανάμεσα σε ένα παρελθόν που
έχει περάσει ανεπιστρεπτί και στον θαυμαστό καινούριο κόσμο του διαδικτύου.
«Δεν συστήνονται με
γάντια και δεν υποκρίνονται στους συντροφικούς πίσω από το αλεξίσφαιρο τζάμι.
Το ίδιο αγοραφοβικοί, παρά τα φαινόμενα, με τους ηλεκτρονικούς χρήστες. Και
επειδή κυκλοφορούν πολλές οικόσιτες σκιές στο σπίτι, θέλουν να ξέρουν ποιος κτυπά
την πόρτα τους απροειδοποίητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν μετρήσει στον
περίπατο τα βήματά τους, ότι μελετούν φανατικά θεωρίες του τυχαίου ή ζώδια,
χαμένοι σε γελοίες προλήψεις» (σελ. 105).
Και:
«Όταν πρόκειται να
αλλάξουν modem ή άλλο
αναλώσιμο, τους συνοδεύει στο κατάστημα ηλεκτρονικών ο μικρός τους γιος, που
δεν μεσολαβεί ανάμεσα σε εμπόλεμους οπωσδήποτε, αλλά εκτελεί χρέη διερμηνέα ή
νοσοκόμου. Όσο κρατά η σανσκριτική της συναλλαγής με τον υπάλληλο, τους ενοχλεί
το κάθισμα, το συνωμοτικό ύφος των νεαρών και ο διαπλανητικός χώρος, που θα
προτιμούσαν, αν όχι παλιά βιβλιοθήκη στο Μπουένος Άιρες, με τον μισότυφλο
υπεύθυνο βυθισμένο στον Αρτεμίδωρο ή στην καμπάλα, τουλάχιστον μικρό βασίλειο
τυπωμένου χαρτιού» (σελ. 105-106).
Ο Γουδέλης διαθέτει
μια εξαιρετική συνειρμική μνήμη. Τα διακείμενά του είναι άφθονα, και μάλιστα
από έργα που, αν και δεν είναι ελάσσονα, δεν είναι όμως ευρέως γνωστά, κυρίως κινηματογραφικά.
Και, όντας βέβαιος ότι δεν μπορεί ο μέσος αναγνώστης του να συλλάβει όλα
τα διακείμενά του, τα αναφέρει σε υποσημειώσεις. Στο ίδιο κείμενο διαβάζουμε:
«Δεν τους εμποδίζει μονομανιακά η ιδέα ενός μονόλιθου για να πιστέψουν στο
Διαδίκτυο» (σελ. 102). Στη λέξη «μονόλιθο» βάζει αστερίσκο παραπέμποντας σε σημείωση
στην οποία μιλάει για τον μονόλιθο στην ταινία «Οδύσσεια του διαστήματος» του
Στάνλεϋ Κιούμπρικ. Υπογράμμισα το «του» γιατί άλλοι αναγνώστες, που διαβάζουν
ευπώλητους συγγραφείς, δεν θα αναγνώριζαν στον Πύργο το ομώνυμο έργο του Κάφκα,
ούτε στον μισότυφλο τον Μπόρχες.
Άφθονα διακείμενα
υπάρχουν επίσης σε χαρακτηρισμούς, παρομοιώσεις και μεταφορές, όπως: «…ο
πατέρας μου παίζει ένα ρόλο που σε πρώτη φάση θυμίζει κλοουνερί ενός Μπέκετ
συνοικίας ή ενός Φελίνι επαρχίας» (σελ. 44), «Σχεδόν τσεχοφικό» (σελ. 45),
«Ίσως βλέπει τον εαυτό της σαν ηρωίδα της Τζέην Όστεν…» (σελ. 117).
Παρόλο που
χαρακτηρίζει τα κείμενα αυτά ως διηγήματα, στην πραγματικότητα είναι
προπλάσματα διηγημάτων. Καθώς το στόρι υποχωρεί μπροστά στο ύφος, ποιητικό και
αφαιρετικό, ο Γουδέλης δεν ενδιαφέρεται να μας πει μια ιστορία με τον κλασικό
αφηγηματικό τρόπο ενός διηγήματος. Στο «Αντάλλαγμα», με υπότιτλο «Σχόλια σε μια
ιστορία», ο Γουδέλης ξεκινάει λέγοντας:
«Μια ιστορία που δεν
γράφεται παρά μόνο αφαιρετικά. Τηλεγραφικά. Είμαι σχεδόν βέβαιος» (σελ. 35).
Σχεδόν. Γιατί μια
ιστορία γράφεται με πολλούς τρόπους, όσοι και οι αφηγητές. Όμως ο Γουδέλης,
όπως και ο Σολωμός, δεν ενδιαφέρεται για τους «τάκους», όπως τους αποκαλεί ο
Ουμπέρτο Έκο στο έργο του «
Περί Λογοτεχνίας»:
«Οι τάκοι θεωρούνται σημεία στήριξης αναγκαία για το στήσιμο του συνόλου,
δεσίματα, συγκολλήσεις όπου ο καλλιτέχνης λειτουργεί με λιγότερη φροντίδα, με
μεγαλύτερη ανυπομονησία ή ακόμα και με αδιαφορία, ξεμπερδεύοντας μαζί τους
βιαστικά, διότι, ακριβώς επειδή του επιβάλλονται από την ανάγκη να προχωρήσει
παραπέρα, μπορούν να αφεθούν στη συμβατικότητα, χωρίς να επηρεάζουν το όλον»
(σελ. 253-254). Παραθέτει τα βασικά σημεία της ιστορίας, για να καταλήξει:
«Τελικά, πιστεύω ότι έχω κάνει μια καλή κίνηση, υπερνικώντας δισταγμούς για την
ποιότητα της ιστορίας όπως σχεδιάζω να τη γράψω. Λέω ν’ αρχίσω» (σελ. 45). Κάτι
ανάλογο κάνει και ο Τσίρκας στο διήγημά του «Η μνήμη», το οποίο τελειώνει με την
ίδια υπόσχεση του αφηγητή.
Στο «Άνθρωπο με
ιδιότητες», διακειμενική αναφορά στο «
Ο άνθρωπος χωρίς
ιδιότητες» του Ρόμπερτ Μούσιλ, έχει ξεκαθαρίσει την πρόθεσή του ήδη με τον
υπότιτλο: Προσχέδιο για ένα διήγημα. Το οποίο βέβαια δεν σκοπεύει να γράψει.
Δίπλα σε αυτές τις
προσωπογραφίες υπάρχουν και αυτοπροσωπογραφίες-εξομολογήσεις, η μία από τις
οποίες είναι εστιασμένη στις «Σκιές», ενώ κάποια άλλα κείμενα όπως το
«Αντάλλαγμα» είναι «διηγήματα» αυτοβιογραφικά.
Ποιητικά
αφαιρετικός, δοκιμιακός κατά περίπτωση, κυρίως όμως προσωπογράφος, ο Γουδέλης
και με αυτό του το έργο αποδεικνύεται ότι είναι ένας από τους καλύτερους
νεοέλληνες συγγραφείς.
Μπάμπης Δερμιτζάκης