Η ταινία παίζεται (27-10-2016) στους
κινηματογράφους.
Πάλι η σύμπτωση: στην ανάρτησή μου για τη «Julieta» του Αλμοδόβαρ σχολιάζω πόσο έξυπνα ο
ισπανός σκηνοθέτης έπλεξε τρεις ιστορίες σε μια. Το ίδιο βλέπω κι εδώ στην
ταινία του Πιέρο Μεσίνα, «Η μεγάλη αναμονή»: δυο ιστορίες του Λουίτζι Πιραντέλο
τις πλέκει σε μία.
Η Jeanne έχει τσακωθεί με το φίλο της τον Giuseppe. Είναι περίπου χωρισμένοι εδώ και μήνες.
Του τα φόρεσε, όπως μαθαίνουμε αργότερα, το καλοκαίρι που πέρασε. Δεν την έχει
συγχωρέσει. Είναι βυθισμένος στη μελαγχολία.
Η Jeanne παίρνει ένα μήνυμά του να τον επισκεφτεί στο σπίτι του, στη
Σικελία (Η Jeanne είναι γαλλίδα). Αυτή έρχεται. Την υποδέχεται η μητέρα του. Την αφήνει
να ξεκουραστεί και αυτή πηγαίνει να περιποιηθεί κάποιους επισκέπτες. Οι
επισκέπτες είναι πολλοί. Υποπτευόμαστε, αλλά η επιβεβαίωση θα έλθει αργότερα. Ο
Giuseppe την
κάλεσα για να παρευρεθεί στην κηδεία του. Δεν λέγεται σαφώς, αλλά εύκολα το
συμπεραίνουμε. Αυτή δεν πρόλαβε.
Πού είναι ο Giuseppe; Ρωτά επανειλημμένα τη μητέρα του. Αυτή του λέει
ότι θα έλθει. Όμως ούτε την επομένη έρχεται, ούτε την μεθεπομένη. Η μητέρα,
μπροστά στην άφιξη της μικρής, αρνείται το θάνατο του γιου της. Ο Pietro που έφερε την Jeanne από το αεροδρόμιο την πιέζει να της
πει την αλήθεια. Ποιαν αλήθεια; Αυτή που έχουμε υποψιαστεί. Αυτή αρνείται και
αυτός παίρνει τα μπαγκάζια του και φεύγει, άγρια μεσάνυχτα. Θα φροντίσει όμως
να βάλει στο δωμάτιο της Jeanne το κινητό του Giuseppe. Στον τηλεφωνητή του δεν είναι γραμμένα μόνο τα
αλλεπάλληλα μηνύματα που του έστειλε η Jeanne, καλώντας τον να της απαντήσει, είναι και η
έκκληση της μητέρας του να της απαντήσει.
Πώς αυτοκτόνησε; Μήπως έπεσε σε κάποια
χαράδρα όπως ο συγχωρεμένος ο φίλος μου ο Μιχάλης; Η οθόνη
του κινητού του είναι ραγισμένη σε πολλά σημεία.
Ακούγοντας το μήνυμα αυτό η Jeanne καταλαβαίνει. Το έργο τελειώνει με
τις δυο γυναίκες να σφιχταγκαλιάζονται σε αποχαιρετισμό, βουτηγμένες στα
δάκρυα.
Εξαιρετικός ο νέος σκηνοθέτης. Με μεγάλα σε
διάρκεια πλάνα, εστιάζει συχνά σε gros plan στα
εκφραστικότατα πρόσωπα των ηθοποιών του: της Juliette Binoche, που είναι ένας μύθος, και της Lou de Laâge, επίσης εξαιρετικής και, όχι παρεμπιπτόντως, πολύ
όμορφης.
Με βάση αυτά τα gros plan συνειδητοποίησα ακόμα μια φορά τη διαφορά ανάμεσα σε κινηματογραφική
εικόνα και μυθιστορηματική περιγραφή. Ένας μυθιστοριογράφος μπορεί να
περιγράψει την έκφραση του ήρωά του και τα συναισθήματα υποδηλώνει η έκφραση
αυτή. Η περιγραφή μπορεί να αποβλέπει είτε στην ακρίβεια είτε στη
λογοτεχνικότητα, χωρίς βέβαια το ένα να αποκλείει το άλλο· στην πραγματικότητα κάθε
περιγραφή κλίνει περισσότερο ή λιγότερο είτε προς τη μια μεριά είτε προς την
άλλη. Η εικόνα είναι πιο εκφραστική, καθώς φυλογενετικά είμαστε
προγραμματισμένοι να αποκωδικοποιούμε τα μη λεκτικά σήματα. Όμως μόνο για τα
συναισθήματα ενός προσώπου μπορεί να «μιλήσει», όχι και για τις σκέψεις του,
πράγμα που κάνει η λογοτεχνία.
Εξαιρετική ταινία, τη συνιστώ.