Book review, movie criticism

Sunday, September 29, 2024

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Ταπεινοί και καταφρονεμένοι

 

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Ταπεινοί και καταφρονεμένοι (μετ. Βασίλη Λιάσκα), Δαμιανός 2010, σελ. 322

 


  Δεν ήταν στις άμεσες προτεραιότητές μου να διαβάσω τους «Ταπεινούς και καταφρονεμένους» του Ντοστογιέφσκι, πιο πρώτα θέλω να ξαναδιαβάσω τους Αδελφούς Καραμάζοφ, όμως αποφάσισα να τους διαβάσω καθώς διάβασα στη βικιπαίδεια για τον «Κοκκινογένη» του Ακίρα Κουροσάβα τον οποίο βλέπω πακέτο ότι Fyodor Dostoevsky's novel Humiliated and Insulted provided the source for a subplot about a young girl, Otoyo (Terumi Niki), who is rescued from a brothel.

  Νόμισα ότι θα έβρισκα κάτι ανάλογο με τη «Γειτονιά των καταφρονεμένων» του Κουροσάβα, όμως δεν ήταν ακριβώς έτσι. Υπάρχουν δυο καταφρονεμένες στο μυθιστόρημα, όμως μόνο η μια ζει τη ζωή της απόλυτης αθλιότητας και θα πεθάνει φθισική σε ένα υπόγειο, αφήνοντας την δεκατριάχρονη κόρη της έρμαιο στα χέρια μιας κακιάς μαστροπού. Πριν προφτάσει όμως να τη βγάλει στο κλαρί προλαβαίνει και τη σώζει ο Βάνιας, ένας φτωχός συγγραφέας.

  Θα τη σώσει από την μιζέρια, δεν θα καταφέρει όμως να της σώσει τη ζωή, καθώς η καρδιά της έχει πάθει ανεπανόρθωτη βλάβη από τις κακουχίες και τις στερήσεις.

  Η ιστορία του κοριτσιού αυτού είναι μια αντικατοπτρική (mise en abyme) ιστορία της Νατάσας, το πιο κεντρικό πρόσωπο της πλοκής μετά τον αφηγητή Βάνια. Η Νατάσα ξεχνάει τον Βάνια τον οποίο περιμάζεψαν, ορφανό μικρό παιδί, οι γονείς της και τον σπούδασαν, ερωτεύεται τον γιο ενός πρίγκηπα ο οποίος τη σπιτώνει τάζοντάς της γάμο. Την αγαπάει, όμως ταυτόχρονα αγαπάει και την Κατερίνα. Ο πατέρας του θέλει να παντρευτεί την Κατερίνα, γιατί έχει πολλά λεφτά. Με διάφορες μηχανορραφίες θα καταφέρει ώστε ο γιος του τελικά να προτιμήσει την Κατερίνα. Είναι ο δεύτερος κακός της ιστορίας.

  Οι γονείς των δυο γυναικών τις αποκήρυξαν, τις καταράστηκαν, δεν ήθελαν να τις ξαναδούν, να τις συγχωρέσουν, παρόλο που στο βάθος της καρδιάς τους τις αγαπούσαν. Ο παππούς της μικρούλας δεν θα προλάβει την κόρη του ζωντανή, να της ζητήσει συγχώρεση για τη σκληρή του στάση.

  Η αντικατοπτρική ιστορία δεν είναι απλά μια διπλοτυπία της κύριας πλοκής, έχει και ένα λειτουργικό χαρακτήρα, επηρεάζει την εξέλιξή της: την αφηγείται η μικρούλα στους γονείς της Νατάσας, και ο πατέρας της, συγκινημένος, επί τέλους τη συγχωρεί.

  Ο Βάνια μου θύμισε τον Κνουτ Χαμσούν και τον Πολ Όστερ, που και αυτοί, συγγραφείς, πέρασαν δύσκολα τα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Η αυτοβιογραφική πινελιά που βάζει εδώ ο Ντοστογιέφσκι είναι εμφανής.

  Σίγουρα δεν φτάνει το ύψος των μεταγενέστερων μυθιστορημάτων του, όπου, αν θυμάμαι καλά, απουσιάζουν οι κακοί, και όσοι φαίνονται «κακοί» είναι περισσότερο τραγικοί. Ίσως για αυτό δεν έπεσε στα χέρια μου όταν ήμουν μαθητής και το διαβάζω για πρώτη φορά.

  Όμως καιρός να περάσουμε σε αποσπάσματα.

  «Εκείνη την εποχή, εδώ και ένα χρόνο δηλαδή, συνεργαζόμουν σε διάφορες εφημερίδες με μικρά άρθρα. Πίστευα ωστόσο πως θα κατάφερνα να γράψω κανένα σπουδαίο έργο και είχα καταπιαστεί μ’ ένα μεγάλο μυθιστόρημα. Όμως τα πρώτα αυτά σχέδια δεν μ’ εμπόδιζαν να καταντήσω στη θέση που βρίσκομαι τώρα… ξαπλωμένος δηλαδή απάνω σ’ ένα κρεββάτι νοσοκομείου και έτοιμος ν’ αποχαιρετήσω αυτόν τον κόσμο» (σελ. 20).

  Θα μπορούσε να δώσει ένα χάπι εντ στο μυθιστόρημά του ο Ντοστογιέφσκι, με τη Νατάσα να ξαναγυρίζει σ’ αυτόν, όμως δεν το έκανε. Ο Ντοστογιέφσκι, όπως και ο Τολστόι άλλωστε, έχουν μια τραγική αίσθηση της ζωής.

  «Αυτό όμως που με παρηγορεί κάπως σε σένα, συνέχισε, είναι που το έργο σου δεν είναι γραμμένο σε στίχους. Οι στίχοι αγόρι μου είναι ένα πράγμα ολότελα κουτό, ό,τι κι αν μου πεις, χαμένος καιρός…» (σελ. 31).

  Αυτά τα λέει ο Ικμένιεφ, ο πατέρας της Νατάσας που τον είχε πάρει ψυχοπαίδι του. Να είναι άραγε ο porte parole του συγγραφέα; Από όσο θυμάμαι, ο Ντοστογιέφσκι δεν έγραψε ποτέ ποίηση. Αλλά ούτε και οι πεζογράφοι της εποχής του, αν δεν κάνω λάθος. Μόνο οι σημερινοί πεζογράφοι, κάποιοι τουλάχιστον, έχουν γράψει και ποίηση.

  «Αγαπώ τον Αλιόσα με μια τρελή αγάπη, όμως εσένα μου φαίνεται πως σ’ αγαπώ ακόμα περισσότερο σα φίλο μου. Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς εσένα» (σελ. 45).

  Η περίπτωση μιας αγαπημένης φίλης.

  «…μου ήρθε στο νου πως αυτές τις μέρες είχαμε πάει σ’ ένα μέντιουμ και καλέσαμε πολλά πνεύματα. Περίεργο πράγμα, μα την αλήθεια, εγώ κάλεσα το πνεύμα του Ιούλιου Καίσαρα» (σελ. 93).

  Εγώ το πρώτο πνεύμα που κάλεσα ήταν το πνεύμα του Καρλ Μαρξ, και το δεύτερο της Μέριλιν Μονρόε. Τέλη της δεκαετίας του ’70, γράφω σχετικά στο βιβλίο μου «Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα». 

  «Το πρόσωπό της είχε παραμορφωθεί και φαίνονταν σαν να είχε πάθει μια κρίση επιληψίας» (σελ. 119).

  Αυτή είναι Ελένη, το κοριτσάκι, που θέλει να τη φωνάζουν Νέλλη. Ο Ντοστογιέφσκι βάζει κάποιους από τους ήρωές του να έχουν επιληψία, από την οποία υπέφερε και ο ίδιος.

  «Από καιρό τώρα θα μπορούσα μια χαρά να σας κλείσω σε κανένα σωφρονιστήριο, με το δικαίωμα ενός πατέρα που διαφθείρατε το παιδί του» (σελ. 284).

  Αυτά τα λέει ο πρίγκηπας στη Νατάσα.

  Απίστευτο.

  Όσο πιο πριν πηγαίνουμε στην ιστορία, τόσο και πιο θύμα η γυναίκα. Μου θυμίζει τους λιθοβολισμούς των μοιχών στο ισλάμ, που την γυναίκα τη λιθοβολούν με κοτρόνες και τον άντρα με πετραδάκια.

  Είδαμε και την ομώνυμη ταινία του Andrej Eshpai, με έναν εξαιρετικό Νικήτα Μιχάλκωφ, γνωστό σε όλους μας σαν σκηνοθέτη, και μια πολύ καλή Ναστάζια Κίνσκι. Όσο για τον σκηνοθέτη, ακολουθεί πιστά το μυθιστόρημα.

  Είδα και την τρίωρη ταινία «Ο κοκκινογένη» του Κουροσάβα, το τελευταίο μέρος της οποίας, ωριαίο, είναι η ιστορία της Ελένης. Αλλά για αυτήν θα παραπέμψω στον σύνδεσμο.

  Ξέχασα να υπογραμμίσω, το βρήκα τώρα. Αντιγράφω:

    «-Ξέρεις τι σκέφτομαι, μου είπε μόλις άκουσε την αφήγησή μου, νομίζω πως σ’ αγαπάει.

  -Μπα; Έκανα ξαφνιασμένος.

  -Μάλιστα, είναι η αρχή μιας γυναικείας αγάπης.

  -Τι μου λες; Μα είναι παιδί ακόμα, Νατάσα.

  -Ναι, αλλά σε λίγο θα γίνει δεκατεσσάρων ετών. Έχει θυμώσει που δεν νιώθεις την αγάπη της κι ίσως να μη τη νιώθει ούτε και η ίδια. Μπορεί σε πολλά πράγματα να είναι ακόμα παιδί, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο πόνος της είναι λιγότερο σκληρός. Με ζηλεύει. Μ’ αγαπάς τόσο πολύ που φαίνεται, κι όταν βρίσκεσαι μαζί της δε θα μιλάς παρά μονάχα για μένα και θα την παραμελείς. Το κατάλαβε φαίνεται και πικράθηκε. Θα ήθελε να σου μιλήσει, να σου ανοίξει την καρδιά της, όμως δεν ξέρει τον τρόπο και περιμένει να έλθει η κατάλληλη ευκαιρία, κι εσύ αντί να τη φέρεις πιο κοντά αυτή τη στιγμή, την αφήνεις μόνη και έρχεσαι σε μένα. Την άφησες μόνη κι άρρωστη ολόκληρες μέρες. Αυτός είναι ο λόγος λοιπόν που κλαίει. Της λείπεις, και το πιο θλιβερό γι’ αυτή είναι πως εσύ δεν υποπτεύεσαι τον πόνο της» (σελ. 267).

  Αυτό που εδώ δίνεται σε αφήγηση, στην ταινία δίνεται με επεισόδιο (αυτό συμβαίνει συχνά στις κινηματογραφικές μεταφορές). Η Νέλλη πετάει στα σκουπίδια του κιμονό που της έφερε η μέλλουσα γυναίκα του γιατρού. Δεν θυμάμαι ποιος αποκρυπτογραφεί αυτή τη συμπεριφορά.

  Και κάτι ακόμη:

  Κλαίνε συχνά, και όχι μόνο η Νέλλη. Κάπου 37 φορές συναντάμε το «κλαίω» σε διάφορα πρόσωπα, χρόνους και τύπους.

Akira Kurosawa, Red beard (1965)

 

Akira Kurosawa, Red beard (1965)

 


  Ο Κουροσάβα επιστρέφει στην προ Meiji (1868) περίοδο μετά το «High and low» με την Jidaigeki (ταινία εποχής) ταινία του «Ο κοκκινογένης».

  Ο κοκκινογένης (Toshiro Mifune) είναι ένας αυστηρός γιατρός που όμως δουλεύει σκληρά σε μια επαρχιακή πόλη. Δέχεται δωρεάν τους φτωχούς το απόγευμα.

  Στο νοσοκομείο του καταφτάνει ο Noburu Yasumoto, ένας νεαρός φιλόδοξος γιατρός. Νόμιζε ότι θα πήγαινε εκεί για επίσκεψη, όμως μαθαίνει ότι εκεί τοποθετήθηκε μετά τη θητεία του στο Ναγκασάκι, αντί να γίνει γιατρός του Σογκούν όπως περίμενε.  

  Δεν του αρέσει καθόλου. Απειθαρχεί στους κανόνες, βέβαιος ότι ο κοκκινογένης θα τον διώξει. Όμως σιγά σιγά συγκινείται από την αφοσίωση που δείχνει στους αρρώστους, και από την οικτρή μοίρα των περισσότερων από αυτών. Στο τέλος, ενώ του έρχεται η μετάθεση για την αυλή του σογκούν, αποφασίζει να μείνει εκεί.  

  Η ταινία είναι σχεδόν σπονδυλωτή, με επεισόδια-σπόνδυλους έξυπνα σοφιλιασμένα (καζαντζακική λέξη αυτή) στην σπονδυλική στήλη της πλοκής.

  Μια υστερική γυναίκα, πολύ όμορφη, παρασύρει τους άντρες και μετά τους σκοτώνει με μια παραμάνα. Είναι σε ένα ξεχωριστό κτίριο που έκτισε ο πατέρας της, αναθέτοντας τη φύλαξή της σε μια νοσοκόμα. Όμως κάποτε ξεφεύγει από την προσοχή της και πέφτει πάνω στον Noburu. Λίγο αν αργούσε να έλθει ο κοκκινογένης θα την πάθαινε και ο Noburu.

  Ένας πεθαίνει μόνος του, χωρίς επισκέπτες, χωρίς να βγάλει λέξη από τότε που νοσηλεύτηκε. Όταν έλθει η κόρη του με τα τρία της παιδιά, η οποία ήλπιζε ότι θα εύρισκε στήριγμα σε αυτόν, έχει ήδη πεθάνει.

  Ο κοκκινογένης κατηγορεί τις κυβερνήσεις για τη φτώχια που μαστίζει τον κόσμο. Αν έλλειπε η φτώχια, οι μισοί θα είχαν γλιτώσει το θάνατο.

  Το έχω πει πρόσφατα πολλές φορές. Πάντα έτσι ήταν, αλλά σήμερα τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Όταν αρρωστήσουν, οι φτωχοί πεθαίνουν ενώ οι πλούσιοι ζουν. Όταν έχουν ένα πρόβλημα υγείας, οι πλούσιοι θα τρέξουν στις ιδιωτικές κλινικές ενώ οι φτωχοί θα περιμένουν μήπως βρουν να κλείσουν ραντεβού σε δημόσιο νοσοκομείο, και εκεί θα περιμένουν τη σειρά τους.

  -Μπορείς να δώσεις τίποτα χρήματα; Ρωτάει το φίλο μου γιατρός σε δημόσιο νοσοκομείο, που πήγε για εγχείρηση βουβωνοκήλης, για την οποία τον απέλυσαν από τη δουλειά του γιατί δεν μπορούσε να σηκώσει βάρη.

  -Πού να βρω, του λέει, με το επίδομα ανεργίας ζω.

  -Καλά, θα σε πάρουμε τηλέφωνο.

  Παίρνουν όντως τηλέφωνο; Ρωτάει μιαν αρμόδια φίλος μου ο οποίος δουλεύει σε νοσοκομείο. Τις μισές φορές παίρνουν, ήταν η απάντησή της.

  Μια γυναίκα εγκαταλείπει τον άντρα της μετά από ένα σεισμό, που τον θεώρησε σαν τιμωρία της για την ευτυχία που περνάει. Πέφτει πάνω στον άντρα για τον οποίο την προόριζαν οι γονείς της, και κάνει μαζί του ένα παιδί.

  Ξαναγυρνάει στον άντρα της, ζητώντας συγχώρεση. Αυτός θα την μαχαιρώσει. Εξαιρετική η σκηνή του μαχαιρώματος. Μετανιωμένος, ζητώντας εξιλέωση, αν και άρρωστος ο ίδιος, θα κατασκευάζει πράγματα στο νοσοκομείο τα οποία θα πουλάει και τα χρήματα θα τα διαθέτει για τους φτωχούς.

  Όταν διάβασα στη βικιπαίδεια ότι ένα επεισόδιο το έχει αντλήσει ο Κουροσάβα από το μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι «Ταπεινοί και καταφρονεμένοι» αποφάσισα πριν δω τον «Κοκκινογένη» να το διαβάσω πρώτα. Στη συνέχεια είδα μια κινηματογραφική μεταφορά του από τον Andrej Eshpai.

  To επεισόδιο αυτό είναι το τελευταίο τρίτο της ταινίας, που λόγω της αυτονομίας του χωρίζεται με ένα μουσικό θέμα που ακούγεται με μια μαύρη οθόνη που διαρκεί για λίγα λεπτά. Ο κοκκινογένης σώζει μια μικρή κοπέλα από τα χέρια μιας μαστροπού, πριν προλάβει να τη δώσει σε πελάτη.

  Πώς;

  Ο Κουροσάβα «ξεθάβει» τον αδέσποτο σαμουράι τον οποίο είδαμε στους «Επτά σαμουράι», στο «Γιοζίμπο» και στο «Σαντζουρό», μια πραγματική έκπληξη για το θεατή. Θα εξουδετερώσει όλους τους μπράβους της μαστροπού, που δεν ήταν και λίγοι.

  Την κοπέλα θα την αναλάβει ο Noburu.

  Ο Κουροσάβα βέβαια έχει κάνει τις ανάλογες προσαρμογές και έχει προσθέσει επεισόδια. Εδώ ο αφηγητής (στο μέρος αυτό έχουμε αφήγηση, όπως και στο μυθιστόρημα) δεν είναι συγγραφέας-δημοσιογράφος αλλά γιατρός. Το επεισόδιο με τον μικρό κλέφτη και την οικογένειά του που συμφώνησαν να δηλητηριαστούν γιατί δεν άντεχαν την φτώχεια δεν υπάρχει στον Ντοστογιέφσκι. Και βέβαια η μεταφορά αυτή δεν έχει καμιά σχέση με τη μεταφορά του ρώσου σκηνοθέτη. Κουροσάβα είναι αυτός. Αλλά για περισσότερα θα παραπέμψω στην ανάρτησή μου για το μυθιστόρημα.

  Μου άρεσε φοβερά η ταινία. Αυτή η διάθεση αυτοθυσίας για τους φτωχούς και η αθλιότητα που πλήττει τόσο κόσμο με συγκίνησαν βαθύτατα. 8,3 είναι η βαθμολογία της στο IMDb, εγώ έβαλα 10, νομίζω το δεύτερο που βάζω. Το πρώτο το έβαλα στα «Όνειρα». (Ναι, το επιβεβαίωσα, μήπως δεν θυμόμουν καλά).

  Δεκάρι μόνο στον Κουροσάβα, τον μεγάλο ανθρωπιστή γιαπωνέζο σκηνοθέτη.

Friday, September 27, 2024

Εισαγωγή στον ιρανικό κινηματογράφο-Προεπαναστατικός κινηματογράφος


 

 Εισαγωγή στον ιρανικό κινηματογράφο-Προεπαναστατικός κινηματογράφος

(Είπα να μην περιμένω να τον τελειώσω, ας αναρτήσω τώρα το πρώτο μέρος)

Μπορείτε να κατεβάσετε το pdf 

Thursday, September 26, 2024

Ladj Ly, Οι παρείσακτοι (Les indesirables, 2023)

 

Ladj Ly, Οι παρείσακτοι (Les indesirables, 2023)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους

  Ποιοι είναι οι «ανεπιθύμητοι»;

  Οι μετανάστες.

  Ο καινούριος δήμαρχος προσπαθεί να τους διώξει από την περιοχή. Θα την ανακαινίσουν. Αγοράζει σε εξευτελιστικές τιμές διαμερίσματα που είχαν πληρώσει πανάκριβα και τα κατεδαφίζει.

  Σε ένα δεν χρειάζεται. Βρίσκει την πρόφαση να διώξει τους ένοικους. Μια πυρκαγιά ξέσπασε σε ένα παράνομο εστιατόριο, το κτίριο είναι επικίνδυνο. Πρέπει να το εκκενώσουν αμέσως οι κάτοικοι.

  Σε ελάχιστα λεπτά.

  Θα πάρουν μόνο τα απαραίτητα.

  Ψυγεία και τέτοια να τα ξεχάσουν.

  Και πότε αυτό;

  Παραμονή Χριστουγέννων.

  Όμως ένας οργισμένος νέος θα εισβάλει μέσα στο σπίτι του (αυτός δεν έχει επιστρέψει ακόμη, τα πίνει με τον μαύρο – προδότη της φυλής του – αντιδήμαρχο, ενθουσιασμένος για αυτό που συνέβη, που γλίτωσαν τόσα λεφτά).

  Θα ρίξει βενζίνα να το κάψει. Τα κάνει όλα λίμπα, τρομοκρατώντας τη γυναίκα του δημάρχου (αυτή δεν ήθελε να γίνει δήμαρχος) τα παιδιά της και ένα σύριο με την κόρη του που τους κάλεσαν να γιορτάσουν μαζί.

  Τελικά τι έγινε, έβαλε φωτιά.

  Δεν θα κάνω σπόιλερ, θα πω μόνο ότι το τέλος δεν μου άρεσε.

  Ενδιαφέρον αυτό που γράφει η βικιπαίδεια. Αντιγράφω: Although it was written and in production well before the outbreak of the Nahel Merzouk protests in June 2023, it has been called a timely examination of some of the same social and political pressures that led to the riots.

  Πολύ καλή ταινία, με μια φεμινιστική χροιά (μια γυναίκα μαύρη είναι μπροστάρης στον αγώνα). Μου άρεσε, παρά τη χαμηλή βαθμολογία της, 6,4.