Book review, movie criticism

Thursday, April 27, 2023

Pawo Choyning Dorji, Λουνάνα: ένα γιακ μεσ’ στην τάξη (Lunana: a yak in the classroom, 2019)

Pawo Choyning Dorji, Λουνάνα: ένα γιακ μεσστην τάξη (Lunana: a yak in the classroom, 2019)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.

  Το Λουνάνα είναι ένα χωριό, όχι στη μέση του πουθενά, αλλά στην άκρη του κόσμου.

  Ή καλύτερα σε μια από τις πιο ψηλές κορυφές του κόσμου, στο Μπουτάν, σε ένα υψόμετρο πάνω από 4.000 μέτρα.

  Το Μπουτάν είναι μια ορεινή χώρα, που συνορεύει βόρεια με την Κίνα και Νότια με την Ινδία.

  Ο Ugyen συμπλήρωσε τα 4 από τα 5 υποχρεωτικά χρόνια του σαν δάσκαλος, και δεν του αρέσει καθόλου η δουλειά του. Έχει όνειρο να πάει να δουλέψει σαν τραγουδιστής στην Αυστραλία. Όμως είναι υποχρεωμένος, έχει υπογράψει συμβόλαιο.

  Το να πάει σε αυτό το απομονωμένο ορεινό χωριό είναι κυριολεκτικά μια Οδύσσεια. Τα πολύ καλά παπούτσια του δεν τον βοηθάνε να περάσει μέσα από τα λασπόνερα στα στενά μονοπάτια, χρειαζόταν γαλότσες, σαν αυτές που φορούσαν οι δυο συνοδοί του που είχαν έλθει για να τον μεταφέρουν. Θυμάμαι που είχαμε και εμείς παλιά στο χωριό, είχα αγοράσει και εγώ, για τις βροχερές, λασπωμένες χειμωνιάτικες μέρες.

  Θα κάνουν δυο ώρες δρόμο οι χωριανοί για να τον προϋπαντήσουν. Ο δάσκαλος δείχνει το μέλλον, λέει ένα παιδί, ατάκα που την ξέρουν όλοι οι χωριανοί. Τον έχουν σε μεγάλη εκτίμηση.

  Δεν του αρέσει η δουλειά του, δύσκολη η ζωή σ’ αυτό το μέρος, όμως βοηθάει όσο μπορεί τα παιδιά, που τον λατρεύουν.

  Βλέπουμε κάμποσα ηθογραφικά στοιχεία. Προσφορά στα πνεύματα, για να κάνουν εύκολο το πέρασμα στις επικίνδυνες διαβάσεις. Μια κοπέλα θα τον μαγέψει με το τραγούδι της. Το τραγουδάει στην κορυφή ενός λόφου, για να το ακούσουν τα ζώα και τα πουλιά.

  Είναι κτηνοτρόφοι οι κάτοικοι, εκτρέφουν γιακ.

  Η κοπέλα αυτή θα του πάει ένα γιακ. Πρέπει να μείνει μέσα στην τάξη, να μην κρυώνει. Ο κοπριά του είναι χρήσιμη για προσάναμμα, δεν χρειάζεται να τρέχει στα βουνά να τη μαζεύει.

  Σας φαίνεται περίεργο;

  Εμένα όχι.

  Όταν ήμασταν μικροί, την εποχή της φτώχειας, κάποια παιδιά έφτιαχναν τσιγάρα με καβαλίνα. Και πώς την άναβαν; Με τον φακό, στην κυριολεκτική του σημασία, που είχε εκείνη την εποχή. Όταν χάλαγε ένας φακός, βγάζαμε το κυρτό μπροστινό του μέρος που ήταν από γυαλί. Στρέφαμε το επίπεδο μέρος προς τον ήλιο και το κυρτό μάζευε τις ακτίνες και τις έστελνε συγκεντρωμένες στην άκρη του τσιγάρου που ήταν, είπαμε, φτιαγμένο με καβαλίνα, και μετά από λίγο έπαιρνε φωτιά. Για παιχνίδι εστιάζαμε στο πάνω μέρος της παλάμης μας, μέχρι που ζεσταινόταν τόσο που την τραβάγαμε γρήγορα από τον πόνο.

  Τώρα δεν υπάρχουν πια καβαλίνες στο χωριό. Την εξαφάνιση των υπομονετικών τετραπόδων, των γαϊδάρων, την επέφεραν τα αγροτικά αυτοκίνητα.

  Ξέχασα να πω ότι την κοπριά, δηλαδή τις καβαλίνες, την χρησιμοποιούσαμε σαν λίπασμα, και ήταν το καλύτερο. Θυμάμαι ένα καθυστερημένο νεαρό που μάζευε τις καβαλίνες από τους δρόμους και τις πουλούσε. Και όσων το μυαλό λειτουργεί συνειρμικά και έχουν διαβάσει τον «Καπετάν Μιχάλη», θα πάει στην Εφεντίνα Καβαλίνα.

  Μόλις ξεκινήσει ο χειμώνας τα πάντα καλύπτονται από χιόνι. Το σχολείο κλείνει, ο δάσκαλος επιστρέφει την άνοιξη. Τον παρακαλάνε να γυρίσει. Όμως η κοπέλα, το οιονεί φλερτ του, ξέρει ότι δεν θα γυρίσει.

  Θα γυρίσει τελικά;

  Μα σας το είπα.

  Η κάμερα προτιμάει τα εξωτερικά, μακρινά πλάνα. Εν τάξει, τους έχουμε δει και σε κοντινά πλάνα τους ήρωες, όμως με τα μακρινά πλάνα ο σκηνοθέτης μας δείχνει το μαγευτικό ορεινό τοπίο, ένα τοπίο που δεν έχετε ξαναδεί, ένα τοπίο που κατά κάποιο τρόπο «πρωταγωνιστεί» κι αυτό, δεν είναι απλά ο απαραίτητος χώρος για να κινηθούν οι ήρωες.

  Δεν θυμόμουνα ούτε τον τίτλο της ταινίας ούτε το όνομα του σκηνοθέτη. Το να την ψάξω θα ήταν σαν να ψάχνω ψύλλους στα άχυρα. Τελικά δεν άντεξα στον πειρασμό, διαβάζοντας τα ονόματα των γάλλων σκηνοθετών που έχω ταινίες τους έπεσα πάνω του και τον θυμήθηκα.

  Pascal Plisson, «Sur le chemin de l’ ecole» (2012).

  Ανθρωπολογικό ντοκιμαντέρ, δείχνει εδώ τις αντίστροφες δυσκολίες. Παιδιά διανύουν μακρινές και επικίνδυνες αποστάσεις για να πάνε στο σχολείο. Συναρπαστική ταινία, που θα έπρεπε να προβάλλεται σε κάθε σχολείο, για να μάθουν οι μαθητές να το εκτιμούν.  

 

Monday, April 24, 2023

Γιώργος Τζαβέλλας, Η κάλπικη λίρα (1955)

Γιώργος Τζαβέλλας, Η κάλπικη λίρα (1955)

 


  Θα προβληθεί μεθαύριο Τετάρτη 26 Απριλίου στη Δανειστική Βιβλιοθήκη Μύρτου

  Η «Κάλπικη λίρα» είναι μια από τις καλύτερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, και χάρηκα που την ξαναείδα με την ευκαιρία της προβολής της στη Δανειστική Βιβλιοθήκη Μύρτου.

  Πρόκειται για σπονδυλωτή ταινία, στην οποία όμως ο σπόνδυλος των επί μέρους ιστοριών είναι ο πιο δυνατός από τους σπόνδυλους όσων σπονδυλωτών ταινιών έχω δει μέχρι τώρα.

  Μια κάλπικη λίρα αλλάζει χέρια, και παρακολουθούμε ιστορίες των ανθρώπων που στα χέρια τους βρίσκεται κάθε φορά.

  Η πρώτη ιστορία έχει να κάνει με την κατασκευή της ίδιας της κάλπικης λίρας. Ο τίμιος χαράκτης πέφτει στα δίκτυα της γυναίκας, που δεν θα διστάσει να κερατώσει τον φίλο της με τον οποίο προσπάθησαν να τον τυλίξουν, προκειμένου να τον πείσει.

  Και τον πείθει.

  Τη φτειάχνει, αφού ξοδέψει τις 100 λίρες που είχε, οι κόποι μιας ζωής, για να αγοράσει τον εξοπλισμό.

  Να δοκιμάσουν να την πλασάρουν.

  Ποιος άλλος από αυτόν που είναι τίμιος θα μπορούσε να το κάνει;

  Όμως όλοι καταλαβαίνουν ότι η λίρα είναι κάλπικη.

  Μου θύμισε την ταινία «Ο γαλάζιος άγγελος», χωρίς όμως το δραματικό της τέλος.

  Η δεύτερη ιστορία είναι κωμική, με τον Μίμη Φωτόπουλο, και μου άρεσε περισσότερο. Η ατάκα του «αόμματος» ενώ βλέπει είναι η πιο χαρακτηριστική της ταινίας. Από όλους τους κωμικούς του ελληνικού κινηματογράφου είναι αυτός που μου αρέσει περισσότερο. Τον απόλαυσα όταν υπηρετούσα τη θητεία μου στην Κοζάνη στο «Δον Καμίλο», με τον Λαυρέντη Διανέλλο, τον οποίο παρεμπιπτόντως είδαμε στην επόμενη ιστορία.

  Θυμάμαι την ατάκα που έλεγε συνέχεια ο Λαυρέντης Διανέλλος: «Οι λαϊκές δυνάμεις αγρυπνούν», για να σχολιάσει, αφού την άκουσε για πολλοστή φορά, ο Φωτόπουλος. «Ήθελα και να κάτεχα (εν τάξει, το λέω στα κρητικά, δεν θυμάμαι πώς το είπε ακριβώς στην θεατρική παράσταση) πότε κοιμούνται αυτές οι λαϊκές δυνάμεις».

  Το τρίτο επεισόδιο μου θύμισε τις «Χριστουγεννιάτικες ιστορίες» του Ντίκενς. Όπως ο Εμπενέζερ Σκρουτζ, υφίσταται και αυτός μια συνειδησιακή μεταστροφή. Από σπαγγοραμένος που ήταν, που ήθελε να κάνει έξωση στη φτωχή, άρρωστη και χήρα γυναίκα και στην κορούλα της, γίνεται ο προστάτης τους.

  Το τέταρτο επεισόδιο είναι το ρομάντζο, με το γλυκόπικρο; εμείς θα το λέγαμε ρεαλιστικό, τέλος.

  Είναι αλήθεια ότι δεν μπορείς να έχεις και την πίττα σωστή και το σκύλο χορτάτο. Η Έλλη Λαμπέτη δεν αντέχει τη φτώχια κοντά στον φτωχό μποέμ ζωγράφο Δημήτρη Χορν. Θα τον παρατήσει και θα γυρίσει στον πατέρα της, θα πάρει διαζύγιο από τον Χορν για να παντρευτεί, χωρίς έρωτα, έναν παιδικό της φίλο που την αγαπά. Όμως ο μεγάλος αυτός έρωτας έχει στοιχειώσει και τους δυο.

  Η ζωή, τέσσερα χρόνια αργότερα, επανέλαβε αυτό που συνέβη στην ταινία. Η Έλλη Λαμπέτη χώρισε τον Δημήτρη Χορν όταν γνώρισε τον Frederic Wakeman, αμερικανό συγγραφέα.

  Φαντάζομαι οι περισσότεροι έχετε δει την ταινία. Όσοι δεν την έχετε δει, πρέπει οπωσδήποτε να την δείτε.    

     

 

Sunday, April 23, 2023

Kiumars Pourahmad, Shame (1992)

Kiumars Pourahmad, Shame (1992)

 


  Όπως το «Bibi Chelcheleh» έτσι και η "Ντροπή" είναι μια ταινία στην οποία κεντρικό πρόσωπο είναι ένα παιδί.

  Το βλέπουμε να περιφέρεται με μια κάμερα. Θέλει να γυρίσει ταινία.

  Στοιχειώδης αφηγηματικός ιστός: Του ζητάει λεφτά που του οφείλει, τα έδωσε για πάρτη του, 100 τομάν. -Και γιατί του τα έδωσες; Εμείς είχαμε συμφωνήσει να του δώσω μόνο 50.

  Στην αρχή δεν ήθελε να του δώσει τίποτα.

  Μου φάνηκε αφηγηματικά αρκετά ασαφής η ταινία, και γι’ αυτό ίσως δεν υπάρχει σχετικό λήμμα στο βικιπαίδεια και ούτε περίληψη της πλοκής στο IMDb.

  Κάποια πλάνα μόνο σαν σκέψη ή φαντασίωσή του μπορούν να ερμηνευτούν.

  Κάπου προς το τέλος βλέπουμε ότι αυτή η ιστορία με τα λεφτά είναι το σενάριο μιας ταινίας που γυρίζει.

  Ή μήπως όχι;

  Δεν είμαι εντελώς σίγουρος αν όλα τα πλάνα που έχουν να κάνουν με τα λεφτά είναι στο σενάριο ή όχι.

  Φυσικά όλα τα λεφτά είναι το τέλος της ταινίας.

  Θα δανειστώ όρους της αφηγηματολογίας.

  Ο εξωκειμενικός σκηνοθέτης γίνεται ενδοκειμενικός.

  Τον βλέπουμε να γυρίζει την ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί ο πιτσιρικάς, που πραγματικά είναι απίθανος.

  Κάποια στιγμή ο πιτσιρικάς ξεσπάει, κουράστηκε πια με αυτή την ταινία, έχει χάσει και μαθήματα στο σχολείο.

  -Μπράβο, πολύ ωραία τα είπες, του λέει ο Πουραχμάντ.

  -Σοβαρά τα λέω, δεν τα λέω για την ταινία.

  Δεν μπορώ να θυμηθώ ποια ήταν η ταινία, ιρανική και αυτή, με ένα κοριτσάκι με σπασμένο χέρι, στο γύψο, που στο τέλος μαθαίνουμε ότι γυρίζει ταινία, το χέρι του δεν είναι σπασμένο. Νομίζω βγάζει το γύψο, λέει δεν αντέχω πια μ’ αυτά τα γυρίσματα και σηκώνεται και φεύγει.

  Η κάμερα στο εξής το παρακολουθεί από μακριά.

  Αν θυμόμουνα ποια ήταν η ταινία (για να την ψάξω θα είναι σαν να ψάχνω ψύλλους στα άχυρα) θα ήξερα ποιος είχε πάρει την ιδέα από ποιον, ο Πουραχμάντ από τον άλλο σκηνοθέτη ή ο άλλος σκηνοθέτης από τον Πουραχμάντ.

  Βάζω ένα frame στην ανάρτηση όπου είναι και ο Πουραχμάντ.  

  Ο οποίος, δυστυχώς, αυτοκτόνησε στις 5 Απριλίου, σε ηλικία 73 χρονών.

  Βλέπω πακέτο τους ιρανούς σκηνοθέτες, αλλά αυτόν τον έβαλα σε προτεραιότητα, in memoriam. Είχα δει μόνο δυο ταινίες του, τώρα θα δω και άλλες.

  Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την ταινία του «Bibi Chelcheleh».