Book review, movie criticism

Tuesday, November 30, 2021

Karen Shakhnazarov, Anna Karenina: Vronsky’s story (Анна Каренина. История Вронского, 2017)

Karen Shakhnazarov, Anna Karenina: Vronsky’s story (Анна Каренина. История Вронского, 2017)

 


  Αφού είδαμε τον «Λευκό τίγρη» του Κάρεν Σαχναζάροφ που προβλήθηκε στις 26 του Νοέμβρη, η πρώτη ταινία του αφιερώματος για τα εβδομήντα πέντε χρόνια της απελευθέρωσης, είπαμε να δούμε και την ιστορία του Βρόνσκι.

  Ωραία επινόηση, η αφήγηση της ιστορίας της «Άννας Καρένινα» σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση από τον Βρόνσκι.

  Πριν δεκαετίες διάβασα την Άννα Καρένινα, στα ρώσικα, θυμόμουνα μόνο τις βασικές γραμμές της ιστορίας: τον έρωτα της Άννας με τον Βρόνσκι, την αδυναμία να πετύχει διαζύγιο από το σύζυγό της, τη ζήλεια για τον Βρόνσκι, ότι βλέπει άλλες γυναίκες, και την αυτοκτονία της, πέφτοντας στις σιδηροδρομικές γραμμές μπροστά σε ένα τραίνο. Από την παράπλευρη ιστορία του Λέβιν θυμάμαι τις υπέροχες σελίδες με τον Λέβιν να βρίσκεται στους αγρούς, σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικές.

  Σε ποιον αφηγείται την ιστορία ο Βρόνσκι;

  Στον γιο της Άννας, τον Σεργκέι.

  Βρισκόμαστε στο 1904, στον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο. Ο Βρόνσκι είναι τραυματίας. Ο Σεργκέι στρατιωτικός γιατρός, που έχει αναλάβει τη διεύθυνση του νοσοκομείου. Κατά διαστήματα η διήγηση διακόπτεται για να δούμε σκηνές από το στρατόπεδο. Βρίσκονται σε ένα χωριό που οι γιαπωνέζοι είχαν σφαγιάσει τους περισσότερους κατοίκους του.

  Ο Βρόνσκι έχει σχεδόν αναρρώσει πλήρως όταν διηγείται το τέλος της ιστορίας. Έχει πάρει υπό την προστασία του ένα κοριτσάκι, ορφανό. Μου θύμισε τον Σοκολόφ στο «Η μοίρα ενός ανθρώπου», που κι αυτός πήρε υπό την προστασία του ένα ορφανό αγοράκι.

  Μα γιατί δεν παραθέτω τον σύνδεσμο;

  Γιατί δεν έχω αναρτήσει ακόμη, θα αναρτήσω την παραμονή της προβολής της ταινίας που θα γίνει στο Στούντιο στις 7 Δεκεμβρίου, στα πλαίσια του αφιερώματος για τα εβδομήντα πέντε χρόνια από την απελευθέρωση.

  Εδώ ο Βρόνσκι φαίνεται βαθιά ερωτευμένος με την Άννα. Δεν έχει ξεπεράσει τον θάνατό της. Όταν καταφτάνουν οι γιαπωνέζοι, θα φυγαδεύσει το κοριτσάκι με τους υπόλοιπους και αυτός θα μείνει με μια ομάδα για να αντισταθεί στους γιαπωνέζους καλύπτοντας την αποχώρισή τους. Ξέρουμε ότι δεν έχει ελπίδα.

  Δεν έχει νόημα να γράψω περισσότερα, τα φυλάσσω για όταν θα ξαναδιαβάσω το μυθιστόρημα και δω κινηματογραφικές μεταφορές του.

    

 

 

Ανδρέας Μήτσου, Η παγίδα: βίωμα και γραφή

Ανδρέας Μήτσου, Η παγίδα: βίωμα και γραφή, Καστανιώτης 2021, σελ. 516

 


Ο απολογισμός ενός συγγραφέα

 

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

 

  Έχω διαβάσει όλα τα βιβλία του Ανδρέα Μήτσου και έχω γράψει γι’ αυτά. Οι βιβλιοκριτικές μου είναι δημοσιευμένες σε περιοδικά, ηλεκτρονικά και μη. Μάλιστα τις συγκέντρωσα σε ένα αρχείο σε format βιβλίου με τίτλο «Ανδρέας Μήτσου, ένας συμπτωματικά ρεαλιστής», παραφράζοντας τον τίτλο της συλλογής διηγημάτων του «Ιστορίες συμπτωματικού ρεαλισμού», αλλά κάπου κόλλησε η έκδοση. Το έχω αναρτήσει στο wordpress, όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να το κατεβάσει πατώντας εδώ.  

  Πολλοί μιλάνε σε συνεντεύξεις τους για το τελευταίο τους βιβλίο, στην «Παγίδα» ο Μήτσου μιλάει εφ’ όλης της ύλης. Μιλάει για κάθε βιβλίο του ξεχωριστά, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο, και παραθέτει επίσης ορισμένα διηγήματά του.

  Το ήξερα για κάποιες, το φανταζόμουν για τα περισσότερες, ότι οι ιστορίες του, αν δεν ήταν εξολοκλήρου αληθινές, εν τούτοις είχαν σαν αφετηρία τους ένα πραγματικό γεγονός. Κάποιες είναι προσωπικές ιστορίες, σε κάποιες υπήρξε μάρτυρας ενώ κάποιες άλλες τις άκουσε. Θέλοντας να τις κατανοήσει ολόπλευρα, αλλά και τον εαυτό του μέσα απ’ αυτές, έπεσε μέσα στην παγίδα της γραφής.

  Ο Μήτσου δεν είναι μόνο εξομολογητικός αποκαλύπτοντας αρκετά αυτοβιογραφικά του στοιχεία, είναι και θεωρητικός. Μιλάει για τη θεωρία της λογοτεχνίας, για την πρόσληψη, για τον συγγραφέα, για τον αναγνώστη. Μάλιστα στον αναγνώστη «εκχωρεί» περισσότερα δικαιώματα από ό,τι συνήθως οι συγγραφείς, αναγνωρίζοντας σε μεγάλο βαθμό την εγκυρότητα της ανάγνωσής του, τη στιγμή που οι περισσότεροι μιλάνε για παρερμηνείες.

 Σε μεγάλο βαθμό. Γιατί θα διαβάσουμε κάπου προς το τέλος «Δεν δικαιούται ο καθένας να καταλαβαίνει, να διαβάζει ό,τι θέλει αυτός. Οφείλει “να βγάλει το σακάκι του”, να ξεφορτωθεί τον εαυτό του, για να σηκώσει το ξένο φορτίο και να το παραλάβει. Και ας το κάνει μετά, αφού το πάρει πάνω του, ό,τι θέλει και μπορεί» (σελ. 439).

  Κάτι ανάλογο έλεγε ο Λούκατς για το ιστορικό μυθιστόρημα, ότι πρέπει ο αναγνώστης να κάνει ένα «άλμα αναχρονισμού», να μπει στην ψυχολογία των ανθρώπων της εποχής που συνέβαιναν τα γεγονότα.

  Γιατί ο Μήτσου είναι συμπτωματικά ρεαλιστής;

  Διότι οι ιστορίες του είναι αληθινές, όμως όχι συνηθισμένες αλλά αφύσικες, που συχνά πλησιάζουν το γκροτέσκο και το φανταστικό. Νοιώθει την ανάγκη να απολογηθεί γι’ αυτό, να πείσει για την πραγματικότητα του αρχικού γεγονότος το οποίο μεταπλάθει λογοτεχνικά, καθώς δεν έχει γίνει πιστευτός από πολλούς.

  Πριν χρόνια είχα συμμετάσχει σε ένα συνέδριο με μια εισήγηση που είχε τίτλο «Το πραγματικό και το φανταστικό στη λογοτεχνία». Με ενδιέφερε πολύ το θέμα γιατί όταν διαβάζω ένα λογοτεχνικό βιβλίο ξέρω ότι κρύβονται πίσω από αυτό πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ποια άραγε να είναι αυτά;

  Πολλοί παρασύρονται και πιστεύουν ότι όλα τα επεισόδια που αναφέρονται σε μια ιστορία είναι πραγματικά. Μια ακροάτρια του Μήτσου σε μια παρουσίαση του βιβλίου του νόμιζε ότι ο Μήτσου έβαλε πραγματικά φωτιά στη χελώνα.

  «Μα, έβαλες στ’ αλήθεια φωτιά κι έκαψες ζωντανή μια χελώνα, και το ομολογείς;» (σελ. 400).

   Έπρεπε να διαβάσω την αυτοβιογραφία του Αλμπέρτο Μοράβια για να μάθω ότι το μυθιστόρημά του η «Περιφρόνηση» είναι αυτοβιογραφικό. Διαβάζοντας επίσης το «Ο Ντοστογιέφσκι και εγώ», μια βιογραφία του γραμμένη από τη γυναίκα του Άννα, έμαθα ότι κάποια επεισόδια από τους «Δαιμονισμένους» είναι αυτοβιογραφικά. Όσο για τις «Αναμνήσεις από το σπίτι των πεθαμένων», παρά την επινοημένη περσόνα, ξέρουμε όλοι ότι είναι αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα.

  Όμως να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα σχολιάζοντάς τα, όπως το συνηθίζουμε.

  «Πήρε ένα τσόφλι μύγδαλου, το ’κανε βάρκα» (σελ. 41).

  Εγώ πήρα ένα τσόφλι καρυδιού και το ’κανα βάρκα, αφού το περιτύλιξα με αλουμινόχαρτο, για να το παρουσιάσω σαν τη χειροτεχνία της χρονιάς. Έχω διηγηθεί την ιστορία στο βιβλίο μου «Το χωριό μου, από την αυτοκατανάλωση στην αγορά» (Θυμάρι 1995).

  «Είχε μείνει τρεις φορές στην πρώτη-, ο Μάμαλης» (σελ. 53).

  Και ένας συμμαθητής μου είχε μείνει τρεις φορές, όμως δεν νομίζω όλες στην πρώτη. Τελειώνοντας στο δημοτικό εμείς είμασταν δώδεκα χρονών, αυτός δεκαπέντε. Υπάρχει και μ’ αυτόν μια ιστορία, την αφηγήθηκα στο ίδιο βιβλίο. 

  «Ο καθένας δικαιούται σε μια ορισμένη στιγμή να αποδεχτεί ή να απορρίψει κάποιο έργο, δεν δικαιούται όμως να εκφέρει άποψη άλλη, συλλογικής αποτίμησης, πέρα από την προσωπική του» (σελ. 71).

  Προσυπογράφω απόλυτα. Δυστυχώς όλοι σχεδόν θεωρούν την δική τους πρόσληψη ενός έργου ως τη μοναδική σωστή. Ο Κουμανταρέας έγραψε ότι ο Γουίλιαμ Φώκνερ είναι ένας συγγραφέας «που δεν του πάει». Όχι ότι είναι κακός συγγραφέας, απλά «δεν του πάει». Αργότερα τον πήγαινε.

  «Πώς να τους πείσεις πως δεν λειτουργώ με σύμβολα και ιδέες» (σελ. 107).

  Αλήθεια πώς;

  Όλοι ψάχνουν παντού για σύμβολα και ιδέες, για να αποδείξουν ότι είναι επαρκέστατοι αναγνώστες. Εγώ όχι.

  Ας το γράψω μια ακόμη φορά:

  Ρώτησαν τον Ελύτη τι συμβολίζει η «Τρελή ροδιά».

  Και η απάντησή του: Τίποτα, είδα μια ροδιά που τη φυσούσε ο άνεμος και εμπνεύστηκα το ποίημα.

  «Ένας “ιδιόμορφος” άντρας πήγε προσκεκλημένος σ’ επίσημο δείπνο ντυμένος με φουστανέλα, με στολή τσολιά» (σελ. 111).

  Θα έχετε διαβάσει την ιστορία με τον αντιεμβολιαστή γονιό που παρουσιάστηκε στο δικαστήριο με στολή τσολιά.

  «Τώρα καταλαβαίνω πως η θάλασσα είναι για να κολυμπάμε, οι παραλίες για να λιαζόμαστε και το κορμί για ν’ αγαπιέται» (σελ. 129).

  Και το διακείμενο:

«Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!» (Οδυσσέας Ελύτης, «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»).

  «Δέος για εκείνους που μπορούν τις μεγάλες πράξεις, όσους υπερβαίνουν το μέτρο, και απόπειρα κατανόησής τους χαρακτηρίζουν τα περισσότερα βιβλία μου…» (σελ. 193).

  Η «Φόνισσα» είναι ένα καλό παράδειγμα.

  «Ο σκύλος της Μαρί, το δεύτερο μυθιστόρημά μου, αφορμάται από τη σκέψη που μόλυνε τον ήρωά μου, σαράντα περίπου χρόνια πριν, όταν αξιώθηκε ν’ αγγίξει τη στιγμή της απόλυτης ηδονής. Τότε του πέρασε η ιδέα να αυτοκτονήσει, για να μην αρχίσει εφεξής η αναπότρεπτη έκπτωση και παρακμή του, γιατί, όπως εκτίμησε, πιο μεγάλη χαρά δεν επρόκειτο να λάβει στην υπόλοιπη ζωή του» (σελ. 316).

  Την ίδια σκέψη έκανε και η κομμώτρια στον «Εραστή της κομμώτριας»  (1990) του Patrice Leconte, και την πραγματοποίησε.  

    «Είναι δυνατόν επίσης ένα διήγημα να λέει άλλο από αυτό που θέλει ο συγγραφέας του να δηλώσει. Γιατί υπάρχουν πάντα οι προθέσεις του έργου, οι οποίες συχνά υπερβαίνουν και αγνοούν τις προθέσεις του συγγραφέα, δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές του, αδιαφορούν γι’ αυτές, όπως ακόμα αδιαφορούν και για την ερμηνεία του αναγνώστη» (σελ. 70).

  Είναι αντίληψη που συμμερίζονται ο ρώσικος φορμαλισμός, ο γαλλικός δομισμός και η αμερικανική Νέα Κριτική, και που έχει διατυπωθεί επιγραμματικά με τη φράση Intentional fallacy, το λάθος της πρόθεσης, το να κοιτάζουμε να ερμηνεύσουμε ένα έργο με βάση τις προθέσεις του συγγραφέα. Νομίζω υπάρχει μια υπερβολή σ’ αυτό, όμως έτσι διάβασα τη «Φυλακισμένη της Τεχεράνης» της Μαρίνας Νεμάτ, αγνοώντας τις προθέσεις της συγγραφέως.

  «Περιττό να διευκρινιστεί πως είναι αναγκαίος όρος της καταγραφής μιας ιστορίας η ενσυναίσθηση, η συνταύτιση του συγγραφέα με τον ήρωά του, να έχει συγκινηθεί από τον πάσχοντα, να τον έχει αγαπήσει» (σελ. 445).

  Γι’ αυτό δεν μου αρέσουν έργα με αρνητικούς ήρωες (Από το χώρο της λογοτεχνίας θα αναφέρω σαν παράδειγμα το «Άρωμα» του Πάτρικ Ζίσκιντ), γιατί δεν λειτουργεί η ενσυναίσθηση ώστε να ταυτιστώ μαζί τους.

  «Πυγολαμπίδα ο συγγραφέας, μια κωλοφωτιά. Κι αποκοτάει, ο φαντασμένος, να φωτίσει το σκοτάδι, θέλει να κάνει λίγο τη νύχτα μέρα και να βγει έξω απ’ το δάσος του» (σελ. 502).

  Στα δοκιμιακά αποσπάσματα θα συναντήσουμε πολλές παρομοιώσεις και μεταφορές.

  Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι που έπεσαν στην αντίληψή μας:

Στην ίδια περιπέτεια, πάνω στην ίδια βάρκα (σελ. 25)

Αργά αργά κι αλύγιστος πλάι στην παραλία (σελ. 97)

Κι η θάλασσα από μακριά έπαιρνε να μαυρίζει (σελ. 122)

Μυρίζει ο τόπος ευωδιές κι οι μέλισσες πετώντας (σελ. 123)

Είπα να μείνω στα μαντριά, δίπλα στο παλιό κάστρο (σελ. 128)

Φάε μωρέ, γιατί δεν τρως; Φάε να γίνεις άντρας (σελ. 369)

Και θα ’ναι πάντα απόβραδο, τότε που πέφτει η νύχτα (σελ. 503).

  Η «Παγίδα» είναι ένα βιβλίο αλλιώτικο από τα άλλα, και αξίζει να διαβαστεί.

 

Γυμναστικές επιδείξεις. Απόσπασμα από το βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά».

Γυμναστικές επιδείξεις. Απόσπασμα από το βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά».

 

  Σε εκείνες τις γυμναστικές επιδείξεις ήταν που συνέβη και το παρακάτω περιστατικό.

  Φοράγαμε τα φανελάκια μας και τα μπλε σωβρακάκια μας (σορτσάκια τα λέμε σήμερα). Ήταν πραγματικά σωβρακάκια, γιατί δεν φοράγαμε τίποτα από κάτω. Τα σλιπάκια ήταν άγνωστα, και τα σωβρακάκια ήταν κάτι σαν σκελέες, όχι βέβαια αυτές τις τεράστιες, τις στρατιωτικές, χωρίς άνοιγμα μπροστά και σε κάθε πλευρό είχαν μια άσπρη λουρίδα. Εκείνη την εποχή της αυτάρ­κειας, όπως ήταν φυσικό, αγόραζαν ύφασμα και μας τα έφτια­χναν οι μανάδες μας. Για ζώνη, όπως και τα κανονικά σωβρακά­κια, είχαν ένα στρογγυλό λάστιχο, περασμένο σε μια σούρα, και κάθε φορά που μας έσπαγε, περνάγαμε μόνοι μας με επιμέλεια καινούργιο λάστιχο.

  Αφού κάναμε κάποιες άλλες ασκήσεις, αρχίσαμε να χοροπη­δάμε στο ρυθμό της άσκησης «έκταση, ανάταση, πρόταση, κά­τω». Βλέπουμε ξαφνικά τους θεατές των πρώτων θέσεων να χασκογελάνε, γεμάτοι ιλαρότητα, και να τους ακολουθούν σιγά σιγά και οι άλλοι. Εμείς χοροπηδάγαμε και αναρωτιόμασταν τι διάβολο συνέβαινε. Μήπως κάποιος έχανε το ρυθμό;

  Αφού χοροπηδήσαμε κάμποσες φορές κάτω από τα χάχανα των θεατών, χωρίς ο δάσκαλος μας να κάνει πως κατάλαβε τίποτα, περάσαμε σε άλλες ασκήσεις. Τα χάχανα σταμάτησαν, όμως η ιλαρότητα καθρεφτιζόταν ακόμη στα πρόσωπα τους, και χανόταν σιγά σιγά, σαν τις τελευταίες ακτίνες του ηλιοβασιλέμα­τος.

  Κάναμε τις υπόλοιπες ασκήσεις μηχανικά, και αναρωτιόμα­σταν τι να είχε συμβεί. Όταν τελειώσαμε, πήγαμε και ρωτήσαμε με περιέργεια τους φίλους μας ανάμεσα στους θεατές, τι ήταν εκείνο που τους είχε κάνει να ξεκαρδιστούν μαζί μας στα γέλια.

  Και μάθαμε.

  Εκείνα τα χρόνια δεν πέρναγαν υποχρεωτικά όλοι οι μαθητές στην επόμενη τάξη, όπως συμβαίνει σήμερα. Οι κακοί μαθητές έμεναν στην ίδια τάξη. Ένας συνάδελφος μου σήμερα, έμεινε στην τετάρτη δημοτικού.

  Ένας συμμαθητής μου όμως, όνομα και μη χωριό, είχε μείνει τρεις ολόκληρες χρονιές στο δημοτικό, και έτσι σ’ αυτές τις τελευταίες μας γυμναστικές επιδείξεις, ήταν ήδη 15 χρονών. Το πουλί του ήταν πολύ πιο μεγάλο από τα δικά μας, μια και το είχε προπονήσει δεόντως, ενώ εμείς μόλις τότε αρχίζαμε. Έτσι σε κάθε πήδημα πεταγόταν προς τα πάνω, και καθώς το σωβρακάκι του ήταν λίγο φαρδύ, γινόταν αντιληπτό από τους θεατές. Αυτό όμως ανένδοτο, αντρόπιαστο, προκλητικό, συνέχιζε να χο­ροπηδάει.

  Έτσι μας λύθηκε η απορία.