Ανδρέας Μήτσου, Η παγίδα: βίωμα και γραφή, Καστανιώτης 2021,
σελ. 516
Ο απολογισμός ενός συγγραφέα
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Έχω διαβάσει όλα τα
βιβλία του Ανδρέα Μήτσου και έχω γράψει γι’ αυτά. Οι βιβλιοκριτικές μου είναι
δημοσιευμένες σε περιοδικά, ηλεκτρονικά και μη. Μάλιστα τις συγκέντρωσα σε ένα
αρχείο σε format βιβλίου με τίτλο «Ανδρέας Μήτσου, ένας συμπτωματικά
ρεαλιστής», παραφράζοντας τον τίτλο της συλλογής διηγημάτων του «Ιστορίες
συμπτωματικού ρεαλισμού», αλλά κάπου κόλλησε η έκδοση. Το έχω αναρτήσει στο wordpress, όποιος
ενδιαφέρεται μπορεί να το κατεβάσει πατώντας εδώ.
Πολλοί μιλάνε σε
συνεντεύξεις τους για το τελευταίο τους βιβλίο, στην «Παγίδα» ο Μήτσου μιλάει
εφ’ όλης της ύλης. Μιλάει για κάθε βιβλίο του ξεχωριστά, από το πρώτο μέχρι το
τελευταίο, και παραθέτει επίσης ορισμένα διηγήματά του.
Το ήξερα για κάποιες,
το φανταζόμουν για τα περισσότερες, ότι οι ιστορίες του, αν δεν ήταν
εξολοκλήρου αληθινές, εν τούτοις είχαν σαν αφετηρία τους ένα πραγματικό
γεγονός. Κάποιες είναι προσωπικές ιστορίες, σε κάποιες υπήρξε μάρτυρας ενώ κάποιες
άλλες τις άκουσε. Θέλοντας να τις κατανοήσει ολόπλευρα, αλλά και τον εαυτό του
μέσα απ’ αυτές, έπεσε μέσα στην παγίδα της γραφής.
Ο Μήτσου δεν είναι
μόνο εξομολογητικός αποκαλύπτοντας αρκετά αυτοβιογραφικά του στοιχεία, είναι
και θεωρητικός. Μιλάει για τη θεωρία της λογοτεχνίας, για την πρόσληψη, για τον
συγγραφέα, για τον αναγνώστη. Μάλιστα στον αναγνώστη «εκχωρεί» περισσότερα
δικαιώματα από ό,τι συνήθως οι συγγραφείς, αναγνωρίζοντας σε μεγάλο βαθμό την
εγκυρότητα της ανάγνωσής του, τη στιγμή που οι περισσότεροι μιλάνε για
παρερμηνείες.
Σε μεγάλο βαθμό.
Γιατί θα διαβάσουμε κάπου προς το τέλος «Δεν δικαιούται ο καθένας να
καταλαβαίνει, να διαβάζει ό,τι θέλει αυτός. Οφείλει “να βγάλει το σακάκι του”, να
ξεφορτωθεί τον εαυτό του, για να σηκώσει το ξένο φορτίο και να το παραλάβει.
Και ας το κάνει μετά, αφού το πάρει πάνω του, ό,τι θέλει και μπορεί» (σελ.
439).
Κάτι ανάλογο έλεγε ο
Λούκατς για το ιστορικό μυθιστόρημα, ότι πρέπει ο αναγνώστης να κάνει ένα «άλμα
αναχρονισμού», να μπει στην ψυχολογία των ανθρώπων της εποχής που συνέβαιναν τα
γεγονότα.
Γιατί ο Μήτσου είναι
συμπτωματικά ρεαλιστής;
Διότι οι ιστορίες
του είναι αληθινές, όμως όχι συνηθισμένες αλλά αφύσικες, που συχνά πλησιάζουν
το γκροτέσκο και το φανταστικό. Νοιώθει την ανάγκη να απολογηθεί γι’ αυτό, να
πείσει για την πραγματικότητα του αρχικού γεγονότος το οποίο μεταπλάθει
λογοτεχνικά, καθώς δεν έχει γίνει πιστευτός από πολλούς.
Πριν χρόνια είχα
συμμετάσχει σε ένα συνέδριο με μια εισήγηση που είχε τίτλο «Το πραγματικό και
το φανταστικό στη λογοτεχνία». Με ενδιέφερε πολύ το θέμα γιατί όταν διαβάζω
ένα λογοτεχνικό βιβλίο ξέρω ότι κρύβονται πίσω από αυτό πολλά αυτοβιογραφικά
στοιχεία. Ποια άραγε να είναι αυτά;
Πολλοί παρασύρονται
και πιστεύουν ότι όλα τα επεισόδια που αναφέρονται σε μια ιστορία είναι πραγματικά.
Μια ακροάτρια του Μήτσου σε μια παρουσίαση του βιβλίου του νόμιζε ότι ο Μήτσου
έβαλε πραγματικά φωτιά στη χελώνα.
«Μα, έβαλες στ’
αλήθεια φωτιά κι έκαψες ζωντανή μια χελώνα, και το ομολογείς;» (σελ. 400).
Έπρεπε να διαβάσω την αυτοβιογραφία του
Αλμπέρτο Μοράβια για να μάθω ότι το μυθιστόρημά του η «Περιφρόνηση»
είναι αυτοβιογραφικό. Διαβάζοντας επίσης το «Ο Ντοστογιέφσκι
και εγώ», μια βιογραφία του γραμμένη από τη γυναίκα του Άννα, έμαθα ότι
κάποια επεισόδια από τους «Δαιμονισμένους»
είναι αυτοβιογραφικά. Όσο για τις «Αναμνήσεις από το
σπίτι των πεθαμένων», παρά την επινοημένη περσόνα, ξέρουμε όλοι ότι είναι
αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα.
Όμως να παραθέσουμε
κάποια αποσπάσματα σχολιάζοντάς τα, όπως το συνηθίζουμε.
«Πήρε ένα τσόφλι
μύγδαλου, το ’κανε βάρκα» (σελ. 41).
Εγώ πήρα ένα τσόφλι
καρυδιού και το ’κανα βάρκα, αφού το περιτύλιξα με αλουμινόχαρτο, για να το παρουσιάσω
σαν τη χειροτεχνία της χρονιάς. Έχω διηγηθεί την ιστορία
στο βιβλίο μου «Το χωριό μου, από την αυτοκατανάλωση στην αγορά» (Θυμάρι 1995).
«Είχε μείνει τρεις
φορές στην πρώτη-, ο Μάμαλης» (σελ. 53).
Και ένας συμμαθητής
μου είχε μείνει τρεις φορές, όμως δεν νομίζω όλες στην πρώτη. Τελειώνοντας στο
δημοτικό εμείς είμασταν δώδεκα χρονών, αυτός δεκαπέντε. Υπάρχει και μ’ αυτόν μια ιστορία,
την αφηγήθηκα στο ίδιο βιβλίο.
«Ο καθένας
δικαιούται σε μια ορισμένη στιγμή να αποδεχτεί ή να απορρίψει κάποιο έργο, δεν
δικαιούται όμως να εκφέρει άποψη άλλη, συλλογικής αποτίμησης, πέρα από την
προσωπική του» (σελ. 71).
Προσυπογράφω
απόλυτα. Δυστυχώς όλοι σχεδόν θεωρούν την δική τους πρόσληψη ενός έργου ως τη
μοναδική σωστή. Ο Κουμανταρέας έγραψε ότι ο Γουίλιαμ Φώκνερ είναι ένας
συγγραφέας «που δεν του πάει». Όχι ότι είναι κακός συγγραφέας, απλά «δεν του
πάει». Αργότερα τον πήγαινε.
«Πώς να τους πείσεις
πως δεν λειτουργώ με σύμβολα και ιδέες» (σελ. 107).
Αλήθεια πώς;
Όλοι ψάχνουν παντού
για σύμβολα και ιδέες, για να αποδείξουν ότι είναι επαρκέστατοι αναγνώστες. Εγώ
όχι.
Ας το γράψω μια
ακόμη φορά:
Ρώτησαν τον Ελύτη τι
συμβολίζει η «Τρελή ροδιά».
Και η απάντησή του:
Τίποτα, είδα μια ροδιά που τη φυσούσε ο άνεμος και εμπνεύστηκα το ποίημα.
«Ένας “ιδιόμορφος”
άντρας πήγε προσκεκλημένος σ’ επίσημο δείπνο ντυμένος με φουστανέλα, με στολή
τσολιά» (σελ. 111).
Θα έχετε διαβάσει
την ιστορία με τον αντιεμβολιαστή γονιό που παρουσιάστηκε στο δικαστήριο με
στολή τσολιά.
«Τώρα καταλαβαίνω
πως η θάλασσα είναι για να κολυμπάμε, οι παραλίες για να λιαζόμαστε και το
κορμί για ν’ αγαπιέται» (σελ. 129).
Και το διακείμενο:
«Kι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν
Tα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι
Tο αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά
Kι η λευτεριά για ν’ αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!» (Οδυσσέας Ελύτης, «Άσμα
ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»).
«Δέος για εκείνους
που μπορούν τις μεγάλες πράξεις, όσους υπερβαίνουν το μέτρο, και απόπειρα
κατανόησής τους χαρακτηρίζουν τα περισσότερα βιβλία μου…» (σελ. 193).
Η «Φόνισσα» είναι
ένα καλό παράδειγμα.
«Ο σκύλος της Μαρί,
το δεύτερο μυθιστόρημά μου, αφορμάται από τη σκέψη που μόλυνε τον ήρωά μου,
σαράντα περίπου χρόνια πριν, όταν αξιώθηκε ν’ αγγίξει τη στιγμή της απόλυτης
ηδονής. Τότε του πέρασε η ιδέα να αυτοκτονήσει, για να μην αρχίσει εφεξής η
αναπότρεπτη έκπτωση και παρακμή του, γιατί, όπως εκτίμησε, πιο μεγάλη χαρά δεν
επρόκειτο να λάβει στην υπόλοιπη ζωή του» (σελ. 316).
Την ίδια σκέψη έκανε
και η κομμώτρια στον «Εραστή
της κομμώτριας» (1990) του Patrice Leconte, και την
πραγματοποίησε.
«Είναι δυνατόν
επίσης ένα διήγημα να λέει άλλο από αυτό που θέλει ο συγγραφέας του να δηλώσει.
Γιατί υπάρχουν πάντα οι προθέσεις του έργου, οι οποίες συχνά υπερβαίνουν και
αγνοούν τις προθέσεις του συγγραφέα, δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τις δικές
του, αδιαφορούν γι’ αυτές, όπως ακόμα αδιαφορούν και για την ερμηνεία του
αναγνώστη» (σελ. 70).
Είναι αντίληψη που
συμμερίζονται ο ρώσικος φορμαλισμός, ο γαλλικός δομισμός και η αμερικανική Νέα
Κριτική, και που έχει διατυπωθεί επιγραμματικά με τη φράση Intentional fallacy, το λάθος της
πρόθεσης, το να κοιτάζουμε να ερμηνεύσουμε ένα έργο με βάση τις προθέσεις του
συγγραφέα. Νομίζω υπάρχει μια υπερβολή σ’ αυτό, όμως έτσι διάβασα τη «Φυλακισμένη της
Τεχεράνης» της Μαρίνας Νεμάτ, αγνοώντας τις προθέσεις της συγγραφέως.
«Περιττό να
διευκρινιστεί πως είναι αναγκαίος όρος της καταγραφής μιας ιστορίας η
ενσυναίσθηση, η συνταύτιση του συγγραφέα με τον ήρωά του, να έχει συγκινηθεί
από τον πάσχοντα, να τον έχει αγαπήσει» (σελ. 445).
Γι’ αυτό δεν μου
αρέσουν έργα με αρνητικούς ήρωες (Από το χώρο της λογοτεχνίας θα αναφέρω σαν
παράδειγμα το «Άρωμα» του Πάτρικ Ζίσκιντ), γιατί δεν λειτουργεί η ενσυναίσθηση
ώστε να ταυτιστώ μαζί τους.
«Πυγολαμπίδα ο
συγγραφέας, μια κωλοφωτιά. Κι αποκοτάει, ο φαντασμένος, να φωτίσει το σκοτάδι,
θέλει να κάνει λίγο τη νύχτα μέρα και να βγει έξω απ’ το δάσος του» (σελ. 502).
Στα δοκιμιακά
αποσπάσματα θα συναντήσουμε πολλές παρομοιώσεις και μεταφορές.
Και οι ιαμβικοί
δεκαπεντασύλλαβοι που έπεσαν στην αντίληψή μας:
Στην ίδια περιπέτεια, πάνω στην ίδια βάρκα (σελ. 25)
Αργά αργά κι αλύγιστος πλάι στην παραλία (σελ. 97)
Κι η θάλασσα από μακριά έπαιρνε να μαυρίζει (σελ. 122)
Μυρίζει ο τόπος ευωδιές κι οι μέλισσες πετώντας (σελ. 123)
Είπα να μείνω στα μαντριά, δίπλα στο παλιό κάστρο (σελ. 128)
Φάε μωρέ, γιατί δεν τρως; Φάε να γίνεις άντρας (σελ. 369)
Και θα ’ναι πάντα απόβραδο, τότε που πέφτει η νύχτα (σελ.
503).
Η «Παγίδα» είναι ένα
βιβλίο αλλιώτικο από τα άλλα, και αξίζει να διαβαστεί.