78η ιστορία, Οι φακές
Πιστεύετε στις
συμπτώσεις;
Έχω γράψει
ένα αυτοβιογραφικό κείμενο με το δανεικό τίτλο «Οι ρίζες της σύμπτωσης», από το
βιβλίο του Άρθουρ Κέσλερ. Σ’ αυτό, ανάμεσα σε άλλα, αναφέρω αρκετές συμπτώσεις
που μου έτυχαν στη ζωή μου. Σήμερα μου συνέβη ακόμη μία.
Πριν λίγη ώρα μια φίλη μου μού έστειλε σε email ένα ανέκδοτο με τον Διογένη. Το έκανα προώθηση σε μια λίστα με φίλους όπως
κάνω πάντα, και επίσης το ανάρτησα στο facebook. Μέχρι αυτή τη στιγμή που γράφω
αυτές τις γραμμές βλέπω 9 like. Είναι το παρακάτω.
«Μια μέρα ο
Διογένης έτρωγε ένα πιάτο φακές καθισμένος στο κατώφλι κάποιου σπιτιού. Δεν
υπήρχε σε όλη την Ελλάδα πιο φθηνό φαγητό από μια σούπα με φακές. Μ’ άλλα
λόγια, αν έτρωγες φακές σήμαινε ότι βρισκόσουν σε κατάσταση απόλυτης ανέχειας.
Περνάει ένας
απεσταλμένος του άρχοντα και του λέει.
-Α! Διογένη, αν
μάθαινες να μην είσαι ανυπότακτος κι αν κολάκευες λιγάκι τον άρχοντα, δε θα ήσουν αναγκασμένος να τρως συνέχεια φακές.
Ο Διογένης σταματά να τρώει, σηκώνει
το βλέμμα, και κοιτάζοντας στα μάτια τον πλούσιο συνομιλητή του αποκρίνεται.
-Α, φουκαρά
αδελφέ μου! Αν μάθαινες να τρως λίγες φακές, δεν θα ήσουν αναγκασμένος να
υπακούς και να κολακεύεις συνεχώς τον άρχοντα».
Αμέσως μετά τηλεφωνήθηκα με ένα
ξάδελφό μου ο οποίος μου είπε την παρακάτω κατωχωρίτικη ιστορία, που τη θυμήθηκε
όταν του είπα την προηγούμενη κατωχωρίτικη ιστορία με το στοίχημα που μόλις είχα
αναρτήσει.
Ένας πλούσιος κτηματίας του χωριού
(μου είπε το όνομά του, αλλά για ευνόητους λόγους δεν θα το αναφέρω) έχει
εργάτες και του μαζεύουν τις ελιές. Όταν λέμε εργάτες εννοούμε χωριανούς (εκείνα
τα χρόνια δεν υπήρχαν ούτε αλβανοί ούτε βούλγαροι-στο χωριό εννοώ) που, αφού
τέλειωναν το μάζεμα των δικών τους ελιών έκαναν και κανένα μεροκάματο για να
συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Είχα συμμετάσχει κι εγώ μικρός σε τέτοιου είδους
μεροκάματα, στα χωράφια του γιατρού του Αριστείδη, όχι για να πληρωθούμε αλλά
για να συμψηφίσουμε τα χρωστούμενα από τις επισκέψεις του. Και τότε, όπως και
τώρα, υπέφερα από συχνά κρυολογήματα. Τότε είχα επί πλέον και τις αμυγδαλές,
που τις έβγαλα όταν πήγαινα στην έκτη δημοτικού.
Θυμάμαι μια φασολάδα, στο χωράφι
του στη σιδερένια καμάρα. Παχιά παχιά, πεντανόστιμη.
Ο κτηματίας αυτός του οποίου δεν
αναφέρω το όνομα δεν είχε φασολάδα αλλά φακές. Οι φακές όμως αυτές ήταν σκέτο νεροζούμι.
Σε τέτοιο βαθμό, που κάποια στιγμή ο Γιώργης ο Βορδονάρης αρχίζει να γδύνεται.
-Ωρέ Γιώργη, εκουζουλάθηκες; Είντα
γδύνεσαι χειμωνιάτικο;
-Γδύνομαι γιατί θέλω να κάνω μια
βουτιά στο καζάνι, μήπως και βρω κάμποσες φακές, γιατί αυτό που τρώμε είναι
νεροζούμι.
Είχε χιούμορ ο συγχωρεμένος. Και
από τότε έμεινε η ατάκα, «Βορδονάρη, τρως φακές»;
Στην προηγούμενη ανάρτηση έγραψα
για μια άλλη ατάκα: «Δεν σε βλέπω Πισκοπάκη».
Αυτές τις ατάκες της είχα ξεχάσει,
αλλά μου τις θύμισε ο ξάδελφος. Την παρακάτω όμως την θυμόμουνα πάντα, και την
έχω πει κάμποσες φορές: «Φάτονε μαμούνα!».
Μαμούνα στα κρητικά είναι η
κατσαρίδα. Την ατάκα την πετάγαμε όταν βλέπαμε κάποιον να φοβάται κάτι.