Book review, movie criticism

Monday, April 27, 2015

Στέργιος Βαγγλής, Η ζωή τους μια φάρσα



Στέργιος Βαγγλής, Η ζωή τους μια φάρσα, Θεσσαλονίκη 2015, Εντευκτήριον, σελ. 216

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Το τυχαίο, όχι σαν τροχαίο αλλά σαν φάρσα, μπορεί να αποβεί μοιραίο στη ζωή μας

  Ο Στέργιος Βαγγλής, όπως διαβάζουμε στο αυτί του βιβλίου, γεννήθηκε στην Πορταριά Χαλκιδικής το 1954. Αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. και υπηρέτησε ως φιλόλογος σε σχολεία της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής.
  Συνάδελφος λοιπόν ο Βαγγλής.
  Έχει γράψει πεζογραφία, ποίηση, θέατρο, και έχει κάνει λαογραφικές και φιλολογικές μελέτες. Το «Η ζωή τους μια φάρσα» είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα.
  Το μυθιστόρημα αυτό διαθέτει τις αρετές που έχουν συνήθως τα καλά μυθιστορήματα: σασπένς, δηλαδή αγωνία για τη δράση, και επίσης απροσδόκητα και ανατροπές. Αυτά βέβαια δεν αποτελούν επαρκή συνθήκη για ένα καλό μυθιστόρημα, καθώς τα διαθέτουν επίσης και τα παραλογοτεχνικά είδη. Η άρτια σκιαγράφηση των χαρακτήρων αποτελεί μια ακόμη σημαντική προϋπόθεση. Και ο Βαγγλής μας παρουσιάζει ανάγλυφα τους κύριους χαρακτήρες του που είναι ο Θανάσης, ο Φάνης και η Μελίνα.
  Ο Θανάσης και η Μελίνα ζουν μια ευτυχισμένη ζωή. Μια διαβολική συγκυρία τους ανατρέπει τον ήρεμο οικογενειακό τους βίο. Ο Θανάσης πάσχει από καρκίνο. Αυτό δείχνει η ακτινογραφία. Ο γιατρός του δίνει μόλις έξι μήνες ζωή.
  Και η άλλη διαβολική συγκυρία: ο ιδιοκτήτης ενός καφέ-μπαρ στο οποίο συχνάζει, και που είναι καφέ-μπαρ μόνο για τα μάτια του κόσμου αφού χρησιμεύει και ως πορνείο και ως κέντρο διακίνησης ναρκωτικών, όταν του εκμυστηρεύεται το πρόβλημά του αυτός του κάνει μια πρόταση: αφού έτσι κι αλλιώς είναι ξεγραμμένος, γιατί να μην αναλάβει, ως άτομο υπεράνω πάσης υποψίας, να διακινήσει δυο βαλίτσες με ναρκωτικά;
  Γιατί όχι άραγε; Το σπίτι είναι υποθηκευμένο και έχει να πληρώσει ακόμη αρκετές δόσεις, και η γυναίκα του θα τα βρει σκούρα όταν αυτός θα έχει «φύγει». Θα πάρει 100.000 ευρώ, και το ένα τέταρτο σε προκαταβολή.
  Τα πράγματα όμως θα στραβώσουν. Θα συλληφθεί από την αστυνομία και θα προφυλακισθεί. Δεν τον νοιάζει η ποινή αφού έτσι κι αλλιώς θα πεθάνει σε λίγο, αλλά που θα σπιλωθεί το όνομα της οικογένειάς του. Και φυσικά που έχασε το υπόλοιπο της αμοιβής, αν και τα 25.000 ευρώ δεν είναι ευκαταφρόνητο ποσό.
  Στη συνέχεια έρχεται μια ανατροπή, αλλά και ένα δίδαγμα: πάντα να παίρνετε και μια δεύτερη γνώμη όταν αντιμετωπίζετε ένα πρόβλημα υγείας. Μπορεί να έχει γίνει λάθος διάγνωση, ή να μην έχει δοθεί η κατάλληλη θεραπευτική αγωγή. Στην περίπτωσή του το πράγμα ήταν ιδιαίτερα εξωφρενικό: είχαν μπερδέψει τις ακτινογραφίες. Στο φάκελό του έβαλαν την ακτινογραφία ενός άλλου ασθενή που είχε το ίδιο όνομα, και που οι πρώτες δυο συλλαβές των επιθέτων τους ήταν ίδιες.
  Ο Φάνης δεν παρουσιάζεται ως μια τυπική φιγούρα του υποκόσμου. Έχει ένα ιστορικό που τον βαραίνει ψυχολογικά, πράγμα που τον οδηγεί στο να φλερτάρει την Μελίνα και να τα φτιάξει τελικά μαζί της. Ο άντρας της έτσι κι αλλιώς είναι ξεγραμμένος και αυτή έχει ανάγκη την οικονομική στήριξή του, που της παρέχεται πλουσιοπάροχα.
  Τι θα κάνει ο Φάνης όταν μάθει ότι τελικά ο Θανάσης είναι απόλυτα υγιής; Δεν είναι φυσικό να φοβηθεί ότι θα τα ξεράσει όλα στη δίκη για να ελαφρύνει τη θέση του; Και, επί πλέον, δεν θα ξανασμίξει με τη γυναίκα του;  
  Το τι κάνει μπορείτε να το μαντεύσετε.
  Όμως υπάρχει και ένα απροσδόκητο, που θα το αποκαλύψω εξαιτίας μιας σύμπτωσης. Πριν λίγες μέρες παρουσίασα την ιρανική ταινία του Mehdi Sabbaghzadeh «The senator». Και αυτή έχει ως θέμα τη διακίνηση ναρκωτικών. Σ’ αυτή βλέπουμε ότι το μεγάλο αφεντικό της διακίνησης είναι ο γερουσιαστής, ενώ κάτω από αυτόν βρίσκονται αστυνομικοί σε όλη την κλίμακα της ιεραρχίας.
  Το ίδιο και εδώ. Οι «συνεταίροι» του Φάνη είναι αστυνομικοί, που του προμηθεύουν τα ναρκωτικά και του παρέχουν προστασία στη διακίνηση. Όμως για να μην τους υποψιαστούν πρέπει κατά καιρούς να έχουν και κάποια επιτυχία στη δίωξη. Η σύλληψη λοιπόν του Φάνη δεν ήταν τυχαία, ήταν προσχεδιασμένη.
  Το εφέ του απροσδόκητου δεν συνεπάγεται πάντα ανατροπή. Η ανατροπή λειτουργεί ως πυρήνας, δίδοντας μια άλλη εξέλιξη στην ιστορία. Εδώ το εφέ του απροσδόκητου, η αποκάλυψη της προδιαγεγραμμένης σύλληψης του Φάνη, σχεδιασμένη στο παρελθόν, λειτουργεί ως ένας επιπλέον «δείκτης» της διαφθοράς της αστυνομίας.
  Μια από τις αφηγηματικές προσδοκίες είναι και η απόδοση δικαιοσύνη. Οι κακοί πρέπει πάντοτε τιμωρούνται.
  Και ο Φάνης τιμωρήθηκε. Με ποιον ακριβώς όμως τρόπο δεν θα το φανερώσουμε.   
  Μια πρωτοτυπία στην αφήγηση είναι η παρεμβολή, με πλαγιαστά, αφηγήσεων των παιδικών χρόνων των ηρώων, που αφενός λειτουργούν ως ηθογραφικές μαρτυρίες μιας εποχής και αφετέρου προσθέτουν στην σκιαγράφησή τους.
  Αφήσαμε τελευταία τη γλώσσα. Θα δώσουμε ένα δείγμα από τα αποσπάσματα με τα πλαγιαστά.
  «Το πρώιμο αντριλίκι, εκτός απ’ το ότι επέβαλλε να ξυρίζουν το εφηβικό χνούδι, απαιτούσε και το γόητρο του τσιγαρόμαγκα. Έτσι, ύστερα από κωμικοτραγικές δοκιμές, άπαντες είχαν αποδεχθεί τον ρόλο του καπνιστή, μοιρασμένοι σε οπαδούς του Ματσάγκου και του Καρέλια, ανάλογα με τη μάρκα των τσιγάρων που έκλεβαν συστηματικά από τους πατεράδες τους. Αυτά τα αντράκια, όταν φυσούσαν τον καπνό μπροστά στις συνεσταλμένες κοπελίτσες, κέρδιζαν μπόι κι έβλεπαν τον κόσμο από ’να σκαλί παραπάνω» (σελ. 23).
  Δεν παρασύρομαι καθόλου από το ευφυολόγημα του Marshall McLuhan, αφοριστικό στη διατύπωση και  σε οξύμωρο σχήμα: «το μέσο είναι το μήνυμα». Αυτό μπορεί να ισχύει σε μεγάλο βαθμό στην ποίηση και στον μοντερνισμό, αλλά όχι στην πριν και στη μετά από αυτόν πεζογραφία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ποιότητα της γλώσσας δεν επηρεάζει την απήχηση που θα έχει το μήνυμα.
  Στη λογοτεχνία ισχύει ότι και στα ανέκδοτα. Το ίδιο ανέκδοτο μπορεί να το αφηγηθούν διάφορα πρόσωπα, όμως στις αφηγήσεις κάποιων θα ξεραθείς στα γέλια, ενώ στις αφηγήσεις κάποιων άλλων μπορεί να μη χαμογελάσεις καν. Και την ιστορία της Τασούλας την αφηγήθηκαν τουλάχιστον τρεις συγγραφείς, ανάμεσά τους και η Ρέα Γαλανάκη. Σίγουρα δεν είναι όλες εξίσου καλές. Το χάρισμα της αφήγησης είναι ταλέντο, και δεν το διαθέτουν όλοι. Ο Βαγγλής σίγουρα το έχει. Η αφήγησή του είναι απέριττη, χωρίς πλατειασμούς αλλά και χωρίς τηλεγραφικές περιλήψεις. Η ανάγνωση κυλάει αβίαστα και ευχάριστα. Πιστεύω ότι η ιδιότητά του ως φιλολόγου έχει προσθέσει στο λογοτεχνικό του ταλέντο.
  Συνηθίζω εδώ και μήνες να παραθέτω στο τέλος κάθε βιβλιοκριτικής μου τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που συναντώ. Ξεκίνησα να το κάνω για να αποδείξω ότι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος είναι ο πιο φυσικός κυματισμός της γλώσσας μας και προβάλλει ασυνείδητα, μη προγραμματικά, τόσο σε πεζά κείμενα όσο και σε ποιήματα που είναι γραμμένα στον ελεύθερο στίχο. Έχω παραθέσει πάρα πολλούς από πάρα πολλά βιβλία. Νομίζω ότι έχω πείσει αυτούς που με διαβάζουν, ενώ συνειδητοποιώ ότι σιγά σιγά αρχίζει να μου γίνεται σωστός ιδεοψυχαναγκασμός. Καιρός είναι λοιπόν να σταματήσω. Όμως μια και τους υπογράμμισα σ’ αυτό το μυθιστόρημα, θα τους παραθέσω. Για τελευταία φορά.

Το λυπημένο βλέμμα του και η άχρωμη φωνή του (σελ. 25)
Ο αγώνας είναι άνισος, χαμένος από χέρι (σελ. 54)
Όμως του έβγαιναν λειψά, ή παραμορφωμένα (σελ. 58)
Μια σοβαρή εκκρεμότητα που τον ταλαιπωρούσε (σελ. 64)
Υπήρχαν κι άλλα πρόσωπα, με πρώτους τους γονείς του, και
Θα γίνονταν αντιληπτές σε ομαλές συνθήκες (σελ. 104)
Μοναχική επισκέπτρια στο πατρικό της σπίτι (σελ. 122)
Άναυδη την ομήγυρη με την αφέλειά του (σελ. 128)
Στον καθαρτήριο βωμό του καρτοτηλεφώνου (σελ. 134)
Στη μέση του αυλόγυρου με βλέμμα αφηρημένο (σελ. 139)
Με ένα δυνατό μούδιασμα σε γόνατα και κνήμες (σελ. 163)
Εύκολα θα του δήλωνε την αφοσίωσή του (σελ. 192)
Άδειασε η οικοδομή! Δεν έχω πια παρέα (σελ. 206)

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Άντον Τσέχωφ, Ψυχούλα



Άντον Τσέχωφ, Ψυχούλα (μετ. Μαρία Τσαντσάνογλου), Το ροδακιό 1995, σελ. 44

  Το βιβλίο το πήραμε με ανταλλαγή, στα πλαίσια του εορτασμού για την ημέρα του βιβλίου (23 Απριλίου) από τη βιβλιοθήκη της Μορφωτικής Στέγης Ιεραπέτρας.
  Το διήγημα το έχω ξαναδιαβάσει. Ήταν σε κάποιον από τους τόμους με διηγήματα του Τσέχωφ, με τον οποίο είχα καταπιαστεί πριν κάμποσους μήνες. Το ξαναδιάβασα όμως ευχαρίστως, όχι μόνο διότι είναι Τσέχωφ αλλά και γιατί υπάρχει στη συνέχεια ένα κείμενο του Τολστόι για αυτό το διήγημα, κείμενο που με κάνει να αναρωτηθώ ακόμη μια φορά πάνω στο ζήτημα της πρόσληψης.
  Η «Ψυχούλα» είναι μια απλοϊκή κοπέλα, πολύ καλόψυχη, αλλά χωρίς δική της προσωπικότητα. Είναι το «αντηχείο» του συζύγου της: του θεατρικού επιχειρηματία αρχικά, και όταν αυτός πεθαίνει του υπεύθυνου της ξυλαποθήκης ενός μεγαλέμπορου, τον οποίο παντρεύεται. Το θέατρο το έχει ξεχάσει. Όταν πεθαίνει και αυτός τα φτιάχνει με τον κτηνίατρο, και οι κουβέντες της πια περιστρέφονται γύρω από τις αρρώστιες των ζώων.
  «Επαναλάμβανε τις απόψεις του κτηνίατρου και τώρα είχε για όλα τα θέματα την ίδια γνώμη μ’ αυτόν. Ήταν ολοφάνερο ότι δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αφοσίωση ούτε ένα χρόνο…» (σελ. 19).
  Αυτόν στον οποίο θα αφοσιωθεί στη συνέχεια είναι ο γιος του, αλλά θα τον χάσει όταν θα τον διεκδικήσει η μητέρα του. Όμως ευτυχώς της μένει ο κτηνίατρος. «Δόξα τω Θεώ», σκέπτεται.
  Ο Τολστόι, πριν σχολιάσει το διήγημα, παραθέτει μια ιστορία από την Παλαιά Διαθήκη. Ο Βαλαάμ, αντί να καταραστεί τον λαό του Ισραήλ όπως του ζήτησε ο Βαλάκ, τον ευλόγησε.
  «Ο συγγραφέας», λέει ο Τολστόι, «ήθελε προφανώς να περιγελάσει αυτό το αξιολύπητο πλάσμα – καθώς το έκρινε με το μυαλό και όχι με την καρδιά – αυτή την Ψυχούλα…» (σελ. 32), ενώ πιο κάτω «Ο Βαλάκ της κοινής γνώμης κάλεσε τον Τσέχωφ να καταραστεί την αδύνατη, την υποταγμένη, την καθυστερημένη γυναίκα, που είναι αφοσιωμένη στον άνδρα, και ο Τσέχωφ ανέβηκε στο βουνό, και τα μοσχάρια και τ’ αρνιά ήταν επάνω στο βωμό, μα όταν άρχισε να μιλά, ο συγγραφέας ευλόγησε αυτό που σκόπευε να καταραστεί» (σελ. 33).
  Αυτό θυμίζει τον «θρίαμβο του ρεαλισμού» στον Μπαλζάκ για τον οποίο μιλάει ο Έγκελς. Ο αντιδραστικός στις πολιτικές του απόψεις αλλά ρεαλιστής Μπαλζάκ δεν μπορεί παρά να περιγράψει με ακρίβεια την αστική τάξη. (Εγώ όμως δεν θα συμφωνήσω με τον Έγκελς. Ο Μπαλζάκ δεν περιγράφει ρεαλιστικά, με μελανά χρώματα, την αστική τάξη αν και αντιδραστικός, αλλά κριτικάρει συνειδητά τον άξεστο αστό σε σχέση με τον καλλιεργημένο αριστοκράτη, τον οποίο έχει καταφέρει να διαβρώσει. Κάνει κριτική από δεξιά, όχι από αριστερά. Ήταν αντιδραστικός ως οπαδός της παλιάς αριστοκρατίας και όχι της αστικής τάξης. Ένας από τους αστούς του ήταν και ο νεόπλουτος πατέρας της «Ευγενίας Γραντέ», που από νερουλάς κατάφερε να γίνει πολύ πλούσιος).
  Όχι, δεν με παρασύρει η παρομοίωση που κάνει, αρκετά έξυπνα πρέπει να πούμε, ο Τολστόι. Αντίθετα προσυπογράφω αυτά που γράφει η μεταφράστρια στο  τέλος των «Σημειώσεών» της.
  «Κάτω από την επίδραση του κυρίαρχου κοινωνικού κλίματος των ημερών ο Λέων Τολστόι έδωσε την πρωτότυπη φεμινιστική, ή αντιφεμινιστική, ερμηνεία του στην Ψυχούλα, μιαν ερμηνεία με την οποία δύσκολα θα συμφωνούσε ο σημερινός αναγνώστης, πολύ λιγότερο ο ίδιος ο συγγραφέας του. Όπως κι αν είναι, χάρη στη μαεστρία του Αντόν Τσέχωφ να ισορροπεί ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό, το διήγημα αυτό, ένα από τα δημοφιλέστερα του ρώσου συγγραφέα, επιδέχεται σίγουρα πολλές ερμηνείες» (σελ. 44).
  Για το «πολλές ερμηνείες» διαφωνώ, συμφωνώ όμως ότι το διήγημα είναι κωμικοτραγικό και όχι απλά χιουμοριστικό, χαρακτηρισμό που του έδωσε ο Τσέχωφ σε μια επιστολή του, όπως αναφέρει η μεταφράστρια σε μια υποσημείωση. Ναι, η Ψυχούλα είναι κωμικοτραγική, όπως και ο δον Κιχώτης.

Sunday, April 26, 2015

Friedriech Nietzsche, Η αυγή




Friedriech Nietzsche, Η αυγή (μετ. Ε. Ανδρουλιδάκη), Πηγή γνώσεων 1963, σελ. 365

  Και με την «Αυγή» τελειώνουμε, προς το παρόν τουλάχιστον, το «(ξανα)διαβάζοντας τον Νίτσε». Έχουμε ήδη αναφερθεί στα θέματα που κυρίως τον απασχολούν μιλώντας για τα άλλα τέσσερα έργα του που διαβάσαμε. Στα θέματα αυτά επανέρχεται συνεχώς στα μικρά δοκίμια αυτών των έργων (και τα οποία χαρακτηρίζονται εδώ όλα αφορισμοί, παρά το ότι αρκετά συχνά ξεπερνούν σε έκταση τη μια σελίδα), ακόμη και στο Ζαρατούστρα, ακόμη και σε εκείνα τα έργα στα οποία υπάρχει μια συγκεκριμένη θεματική όπως στο Λυκόφως και στον Αντίχριστο. Στους τίτλους των κεφαλαίων των πέντε «βιβλίων», δηλαδή ενοτήτων, συναντάμε τις λέξεις «ηθικότητα», «ηθικών» και «ηθικής». Στην ηθική θα αφιερώσει το μοναδικό συστηματικό έργο του, τη «Γενεαλογία της ηθικής», λίγα χρόνια αργότερα.  Η χριστιανική ηθική είναι εκείνη που τον απασχολεί περισσότερο. Θα προχωρήσουμε αμέσως στο σχολιασμό κάποιων αποσπασμάτων.
  Επειδή στην προηγούμενη ανάρτησή μας για τη «Χαρούμενη γνώση» αναφερθήκαμε σε ορισμούς και αφορισμούς, θα παραθέσουμε δυο ακόμη (αφ)ορισμούς:
  «Τι είναι παράδοση;
Μια ανώτερη εξουσία στην οποία υπακούει κανείς όχι επειδή διατάζει το ωφέλιμο αλλά επειδή απλώς διατάζει» (σελ. 22).
  Τον παρακάτω τον προσυπογράφω απόλυτα:
  «Η εξέλιξη δεν θέλει την ευτυχία-θέλει μόνο την εξέλιξη και τίποτα περισσότερο» (σελ. 107).
  Για να μην υπάρξει παρεξήγηση να πούμε ότι ο Νίτσε είναι αντιδαρβινιστής. Εξάλλου δεν τα πάει καλά παρά με ελάχιστους του παρελθόντος (ανάμεσα σ’ αυτούς είναι ο Γκαίτε, ο Αριστοτέλης και ο Θουκυδίδης) και νομίζω με κανένα του παρόντος.
  Διαβάζουμε:
 «Διδάσκει (ο Καντ) ότι πρέπει να είμαστε αναίσθητοι μπροστά στον ξένο πόνο (τα πλαγιαστά δικά μου, για να τονίσω τον δεκαπεντασύλλαβο), αν οι ευεργεσίες μας πρέπει να έχουν κάποια ηθική αξία, πράγμα που ονομάζει ο Σοπενχάουερ, με μια οργή κατανοητή σ’ αυτόν, καντιανή βλακεία» (σελ. 138).
  Τελικά στις δηκτικές κρίσεις τους ο Σοπενχάουερ και ο Νίτσε είναι συγγενικές ψυχές, παρά τη διαφορά στη φιλοσοφία τους.
  Προτείνει και ένα πολιτικό όρκο, όχι όμως για τους άπιστους:
  «Αν ψεύδομαι τώρα δεν είμαι πια ένας τίμιος άνθρωπος και καθένας έχει το δικαίωμα να μου το πει κατά πρόσωπο» (σελ. 160).
  Το επιχείρημα;
  «Δεν θα επικαλεστείς μάταια το όνομα του κυρίου σου, του θεού σου».
  Το σύντομο 186 είναι αφορισμός. Έχει τίτλο «Ζητιάνοι».
  «Πρέπει να εξαλείψουμε τους ζητιάνους, γιατί θυμώνουν όταν τους δίνουμε ελεημοσύνη, γιατί θυμώνουν επίσης και όταν δεν τους δίνουμε ελεημοσύνη» (σελ. 178).
  Δεν με παρασύρει το οξύμωρο του ευφυολογήματος (είναι απίθανο να θυμώνουν και στις δυο περιπτώσεις). Εγώ, σαν απλοϊκός ρεαλιστής, ξέρω ότι όταν δώσεις στο ζητιάνο ελεημοσύνη, τουλάχιστον σε ευχαριστεί, αν δεν σε γεμίσει με χίλιες ευχές. Ο Νίτσε εδώ δεν είναι ειλικρινής στην αιτιολόγησή του-που πιστεύω όμως ότι δεν την προτείνει στα σοβαρά. Οι ζητιάνοι, πολλοί από αυτούς με σωματικά προβλήματα, μπαίνουν εμπόδιο στην έλευση του υπερανθρώπου. Αναρωτιέμαι όμως αν θα είχε τη δύναμη να γυρίσει τη στρόφιγγα στους θαλάμους των αερίων που θανάτωναν τους τσιγγάνους, κάποιοι από τους οποίους θυμάμαι, στα παιδικά μου χρόνια, επιδίδονταν στη ζητιανιά.
  «Η ζωή είναι μια περιπέτεια. Είτε από τη μια είτε από την άλλη όψη την πάρετε τη ζωή θα διατηρήσει πάντοτε αυτό το χαρακτήρα (κι άλλος δεκαπεντασύλλαβος)» (σελ. 228). Στη «Χαρούμενη γνώση» ο Νίτσε είχε αναφερθεί πιο διεξοδικά στο vivere pericolosamente.
  «Ο Λίβινγκστον άκουσε μια μέρα κάποιον να λέει: Ο Θεός δημιούργησε τους λευκούς και τους μαύρους ανθρώπους, αλλά ο διάβολος δημιούργησε τις ανάμεικτες φυλές» (σελ. 241). Ο Νίτσε, αφού μιλάει σε δυο ακόμη παραγράφους για την καθαρότητα της φυλής καταλήγει: «Οι αρχαίοι Έλληνες αποτελούν το πρότυπο μιας φυλής και ενός πολιτισμού έτσι εξαγνισμένου και θα πρέπει να ελπίζουμε ότι η δημιουργία μιας φυλής και ενός πολιτισμού Ευρωπαϊκού καθαρού θα επιτευχθεί επίσης μια μέρα» (σελ. 242).
  Πρέπει να παραδεχθούμε ότι οι ευρωπαίοι κάνουν ό,τι μπορούν γι’ αυτό. Οι ιταλοί μάλιστα έφτασαν στο σημείο να βουλιάξουν ένα πλοίο με λαθρομετανάστες.
  Κι άλλος αφορισμός, ο 282, που έχει τίτλο «Κίνδυνος της ομορφιάς».
  «Η γυναίκα αυτή είναι ωραία κι έξυπνη, αλλοίμονο! Πόσο πιο έξυπνη θα είχε γίνει αν δεν ήταν ωραία» (σελ. 281).
  Δεν ξέρω γιατί ο παραπάνω αφορισμός μου θύμισε τα ανέκδοτα με τις ξανθιές.
  Πάντως δεν αποκλείεται να έχει δίκιο ο Νίτσε. Κάποιος φοιτητής, πριν πολλά χρόνια (οι παλιοί μπορείτε να φανταστείτε πριν πόσα περίπου χρόνια), δήλωνε ότι δεν θα παντρευτεί αν δεν συναντήσει μια γυναίκα με την ομορφιά της Ούρσουλα Άντρες και το μυαλό της Ρόζας Λούξεμπουργκ.
  Ακόμη είναι ανύπαντρος.
  Όλοι με ξέρουν για υπναρά. Στο αναμνηστικό έντυπο της σειράς μου στη Σχολή Αξιωματικών του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Εφοδιασμού Μεταφορών στη Σπάρτη, τον Αύγουστο του 1973, το σατιρικό σκίτσο που σκαρφίστηκαν για μένα είχε σαν λεζάντα «Μπάμπη ξύπνα, πάμε για ύπνο». Τη σιέστα μου τη βάφτισε αγαπητή φίλη sacrada. Γι’ αυτούς που δεν θέλουν να κοιμούνται πολύ με το επιχείρημα ότι θα έχαναν χρόνο από τη ζωή τους παραθέτω όλο το 376 που έχει τίτλο «Το να κοιμάται κανείς πολύ».
  «Τι μπορεί να κάνει κανείς για να σταθεί όταν είναι κουρασμένος από τους άλλους και από τον εαυτό του;
  Ο ένας συνιστά τα χαρτιά, ο άλλος το χριστιανισμό, ένας τρίτος τον ηλεκτρισμό (αυτό δεν το κατάλαβα). Το ανώτερο όμως αγαπητέ μου μελαγχολικέ είναι το να κοιμάσαι πολύ, στην κυριολεξία και στη μεταφορική έννοια (εντάξει, το «στη μεταφορική έννοια» μπορούμε να το διαγράψουμε).
  Έτσι θα κατορθώσει κανείς να εξασφαλίσει και πάλι το πρωϊνό του (εγώ, αν είχα κακοκοιμηθεί τη βραδιά που μας πέρασε δεν θα καθόμουν τώρα να γράφω αυτές τις γραμμές). Μια δύναμη φρονήσεως στη ζωή είναι το να ξέρει κανείς να παρεμβάλει πότε πότε τον ύπνο σε όλες του τις μορφές» (σελ. 375).
  Το 417 είναι το ωραιότερο που έχω διαβάσει στο Νίτσε. Έχει τίτλο «Τα όρια της ταπεινοφροσύνης».
  «Υπάρχουν ασφαλώς πολλοί που έχουν φτάσει στην ταπεινοφροσύνη και λένε: Πιστεύω επειδή είναι ανόητο (credo, quia absurdum est, γράφω εγώ το λατινικό), υπάρχουν άλλοι που προσφέρουν τη λογική τους σαν θυσία. Από όσα όμως μπορώ να κρίνω, κανείς ακόμη δεν έφθασε σ’ αυτή την ταπεινοφροσύνη, που εν τούτοις δεν απομακρύνεται από την άλλη περισσότερο από ένα βήμα και λέει: Πιστεύω επειδή είμαι ανόητος» (σελ. 288).
  Διαβάζουμε:
  «Η φιλοσοφία επιδιώκει ό,τι επιδιώκουν όλες οι τέχνες και όλα τα ποιήματα. Να διασκεδάσει πριν απ’ όλα» (σελ. 296).
  Δεν ξέρω αν το έχω ξαναγράψει, είναι όμως πολύ παλιά μου πεποίθηση, που τη σχημάτισα όταν διάβασα το βιβλίο του Johan Huizinga «Ο άνθρωπος και το παιχνίδι», ότι και η φιλοσοφία είναι κατά βάση ένα παιχνίδι.
  Και πιο κάτω, στην ίδια σελίδα:
  «Τώρα ήδη ακούονται φωνές αντίθετες, κατά της φιλοσοφίας, φωνές που κραυγάζουν: -Επιστροφή στην επιστήμη, στη φύση και στο φυσικό της επιστήμης».
  Είμαι κι εγώ μια τέτοια φωνή, μόνο που διαφωνώ ως προς τη διατύπωση: η επιστήμη έπεται της φιλοσοφίας, κυριολεκτικά της έχει τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια, και γι’ αυτό δεν μπορούμε να μιλάμε για επιστροφή.
   Ο Νίτσε γράφει τα περισσότερα έργα του όπως ένας ποιητής τα ποιήματά του. Σε στιγμές έμπνευσης γράφει σύντομα δοκίμια και αφορισμούς. Φαντάζομαι θα πίεσε τον εαυτό του για να γράψει ένα συστηματικό έργο όπως είναι η «Γενεαλογία της ηθικής». Σε κανένα έργο του δεν θα δει κανείς βιβλιογραφία και παραπομπές.
  Τελικά κάποιοι έχουν ικανότητα σε ένα ιδιαίτερο είδος γραφής, το οποίο και προτιμούν. Σαν τον Νίτσε για παράδειγμα γράφει ο Κώστας Μαυρουδής: μικρά κείμενα-αφορισμούς, τα οποία εμπνέεται συνήθως από εικόνες, οιονεί φωτογραφικές, τις οποίες σχολιάζει τρυπώντας το φαινομενολογικό τσόφλι τους ενώ διαθλάται ταυτόχρονα σε συνειρμούς και, προπαντός, σε συγκρίσεις και αναλογίες. Αυτό κάνει στη «Στενογραφία» για παράδειγμα, ενώ στην βραβευμένη «Αθανασία των σκύλων» επιλέγει ένα προσχηματικό θεματικό άξονα που λειτουργεί όπως το στημόνι σε ένα υφάδι, τους σκύλους. Όσο για μένα, έχω εγκαταλείψει τα «συστηματικά» έργα, και αυτό που κάνω τα τελευταία χρόνια είναι να γράφω για βιβλία και για ταινίες. Από τα βιβλία παραθέτω πάντα αποσπάσματα τα οποία σχολιάζω, συχνά χιουμοριστικά. Στο τέλος παραθέτω τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που έχω επισημάνει, και που οι συγγραφείς τους γράφουν ασυνείδητα, σαν να τους έχουν στο αίμα τους ή, όπως λέει ο Γιώργος Βέης σε κείμενα και ποιήματα του οποίου έχω επισημάνει αρκετούς, στα γονίδιά τους. Παραθέτω αμέσως τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που ανίχνευσα σ’ αυτό το βιβλίο, και που πιστώνονται βέβαια στον μεταφραστή.   

Τους ευσεβείς και σταθερούς στην πίστη τους ανθρώπους (σελ. 61)
Παράδοξη περίπτωση για να το εννοήσει (σελ. 148)
Για κάθε αθλιότητα, για κάθε ξένο πόνο (σελ. 173)
Αποτελούσε εξαίρεση ανάμεσα στους Γάλλους (σελ. 185)
Τους στίχους της παρηγοριάς και της απελπισίας (σελ. 193)
Ήταν πολύ καλό γι’ αυτούς να τους μιλήσει έτσι (σελ. 230)
Εμπνέει την ασφάλεια και την εμπιστοσύνη (σελ. 231)
Να γράψει κανείς σήμερα κατά τον ίδιο τρόπο (σελ. 239)
Βρίσκεται σε αντίθεση με το μεγάλο πάθος (σελ. 317)
Που η καρδιά τους σφίγγεται και νοιώθουν αγωνία (σελ. 324)
Πόσο άπληστος είσαστε για τις στιγμές εκείνες (σελ. 350)

Friedriech Nietzsche, Η χαρούμενη γνώση



Friedriech Nietzsche, Η χαρούμενη γνώση (μετ. Μίνα Ζωγράφου) εκδόσεις Δαρεμά 1961, σελ. 294

  Μετά το «Τάδε έφη Ζαρατούστρα», το «Λυκόφως των θεών» και τον «Αντίχριστο» σειρά έχει η «Χαρούμενη γνώση».
  Αυτά που παρατηρήσαμε στο Λυκόφως και στον Αντίχριστο τα παρατηρούμε και εδώ: απόρριψη του χριστιανισμού και της ηθικής που πρεσβεύει, λατρεία της δύναμης και των ενστίκτων, περιφρόνηση των «σοφών». Η φόρμα είναι η γνωστή, μικρά δοκίμια και σύντομοι αφορισμοί. Και καθώς ο Νίτσε έχει μια ποιητική στόφα, το βιβλίο τελειώνει με ποιήματα (απ’ αυτά ξεχωρίσαμε την «Ευλαβική Βέππα»). Θα προχωρήσουμε κατ’ ευθείαν στον σχολιασμό αποσπασμάτων. 
  «Ένας φιλόσοφος που πέρασε και που ξαναπερνάει διαρκώς από πολλές καταστάσεις υγείας, περνάει και από άλλες τόσες φιλοσοφίες: δεν μπορεί, κάθε φορά, να κάνει διαφορετικά παρά να εκπνευματοποιεί την κατάστασή του, και να της δίνει την πιο κατάλληλη για τα αισθηματικά πράγματα απόσταση: αυτή την τέχνη της μεταμόρφωσης ονομάζουμε φιλοσοφία» (σελ. 9).
  Με το εφέ της υπερβολής διατυπώνει μια ουσιαστική αλήθεια. Σίγουρα η απαισιοδοξία του Σοπενχάουερ είναι αποτέλεσμα της κατάθλιψής του, κατάθλιψη κληρονομική, η οποία οδήγησε τον πατέρα του στην αυτοκτονία. Αυτή είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση. Η παράμετρος υγεία είναι σίγουρα μια από τις παραμέτρους που καθορίζουν τις αντιλήψεις ενός φιλοσόφου, αλλά σπάνια μπορεί να είναι η κύρια.
  «Είν’ αλήθεια πως ο καλός Θεός βρίσκεται παντού; Ρωτούσε ένα κοριτσάκι τη μητέρα του. Αυτό το βρίσκω πολύ άπρεπο…» (σελ. 11).
  Σπίρτο το κοριτσάκι!!!
  «ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑ
Μη φουσκώνεις: Το παραμικρό τσίμπημα θα σε κάνει να σκάσεις» (σελ. 16).
  Εγώ θα συμβούλευα: Καλύτερα καβάλα το καλάμι. Δεν υπάρχει περίπτωση να πέσεις.
  «ΣΥΜΒΟΥΛΗ
Τη δόξα σκοπεύεις;
Τότες θυμήσου τούτο δω:
Απαρνήσου ταυτόχρονα κι αυθόρμητα
Τη δόξα» (σελ. 22).
  Δεν νομίζω να την ακολούθησε ποτέ κανείς. Εξάλλου ο λαός λέει: -Άγιε Νικόλα βοήθα με. –Αλλά κούνα κι εσύ τα χέρια σου. Όλοι (ή σχεδόν όλοι) οι υποψήφιοι για βραβεία δεν περιμένουν να τους πέσει η δόξα του βραβείου στο κεφάλι σαν ώριμο μήλο.
  «…είχαν τιμωρήσει με θάνατο γυναίκες που τις είχανε πιάσει να πίνουν κρασί» (σελ. 66).
  Ποιοι;
  Οι Ρωμαίοι.
  Ούτε οι ισλαμιστές, που απαγορεύουν τα αλκοολούχα ποτά, δεν κάνουν κάτι τέτοιο (ή, τουλάχιστον, δεν έχω υπόψη μου).
  Πόσο ανώτεροι είμαστε εμείς οι Έλληνες!!!
  Οι αρχαίες Αθηναίες είχαν τη φήμη ότι ήσαν μεγάλες μπεκρούδες.
  Θα τολμούσα να πω ότι και οι σύγχρονες δεν πάνε πίσω.
  Άξιες απόγονοι!!!
  «Ο γέρο-Αριστοτέλης έλεγε πως μια κοντή γυναίκα δεν είναι ποτέ όμορφη» (σελ. 84).
  Αν είχε δει τη Shakira θα άλαζε γνώμη.
  Το κοροϊδεύουμε κάθε φορά που το ακούμε, όμως εγώ το βρήκα δυο τρεις φορές γραμμένο: «Από ανέκαθεν» (σελ.92). Ακόμη σε μια απαρίθμηση διαβάζω: «…τον Προσπέρ Μεριμέ, τον Ραλφ Βάλντο, τον Έμερσον…» (σελ. 100). Όμως μου αρέσει που συνάντησα κάμποσες φορές την έλξη του αναφορικού («απ’ όλους όσους αυτοβασανίζονται…» σελ. 61), στην οποία όσο επιμένω εγώ άλλο τόσο επιμένουν και οι επιμελητές να με διορθώνουν.
  «Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως σχεδόν πάντα οι μεγάλοι δάσκαλοι της πρόζας ήτανε ποιητές, είτε στα φανερά είτε στα κρυφά…» (σελ. 99).
  Το απόσπασμα αυτό το παραθέτω για τους φίλους μου ποιητές, για να το χρησιμοποιούν σαν επιχείρημα. Εγώ δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη.
  «Τι είναι η μελαγχολία του Άμλετ, όσο μεγάλη κι αν ήτανε, μπροστά στη μελαγχολία του Βρούτου; (σελ. 104).
  Εξαιρετικό το μικρό δοκίμιο «Για τη δόξα του Σαίξπηρ». Κι εμένα με συγκίνησε περισσότερο ο Βρούτος όταν διάβασα τον Σαίξπηρ μαθητής, στις πεζές μεταφράσεις των εκδόσεων Δαρεμά.
  «ΑΝΑΓΚΗ. Νομίζουμε πως η ανάγκη δημιουργεί το πράγμα μα συχνά, το πράγμα είν’ εκείνο που δημιουργεί την ανάγκη» (σελ. 156). Τελικά το είπε πρώτος ο Νίτσε.
  «Όποιος αγαπάει τον εαυτό του, μαθαίνει με τον ίδιο τρόπο ν’ αγαπάει και άλλα πράγματα» (σελ. 209). Να που και αυτό το πρωτοείπε ο Νίτσε.
  «ΣΕΒΑΣΜΟΣ. Οι πατέρες κι οι γιοι σέβονται περισσότερο ο ένας τον άλλο παρά οι μητέρες κι οι κόρες» (σελ. 160). Ο Σακούροφ γύρισε την ταινία «Πατέρας και γιος» (και «Μητέρα και γιος»), αλλά δεν γύρισε ταινία με τίτλο «Μητέρα και κόρη». Δεν νομίζω για το λόγο που αναφέρει ο Νίτσε. Πιστεύω ότι αυτό αποτελεί μια ακόμη έκφραση του φαλλοκρατικού «Έλα τώρα, ποιος νοιάζεται για τις γυναίκες…». Ακόμη και ο Φρόιντ (όπως και όλη η φροϊδική φιλολογία εξάλλου) το οιδιπόδειο σύμπλεγμα θα τονίσει, ενώ μόλις που αναφέρεται στο σύμπλεγμα της Ηλέκτρας.
  «Η ταπεινοφροσύνη των Ελλήνων ήταν εκείνη που επινόησε την ονομασία “φιλόσοφος” κι άφησε στους θεατρίνους του πνεύματος το μεγαλείο να ονομάζονται σοφοί… η ταπεινοφροσύνη αυτών των τεράτων της αλαζονείας και της αυτοϋπεροχής που ονομάζονται Πλάτωνας ή Πυθαγόρας» (σελ. 234).
  Και σ’ αυτό το βιβλίο μιλάει για φιλοσόφους, δηκτικά τις περισσότερες φορές («…του Έγελου… αυτού του χαϊδεμένου κοριτσιού…» σελ. 244). Όντως ένας σοφός δεν μπορεί να γίνει σοφός πριν γίνει φιλόσοφος, αλλά δύσκολα θα μπορούσες να ονομάσεις φιλόσοφο ένα νεαρό που αποζητάει τη σοφία, αλλά λόγω του νεαρού της ηλικίας του βρίσκεται ακόμη «στο πρώτο σκαλί» όπως θα έλεγε και ο Καβάφης.
  Αφήνω τελευταίο έναν αφορισμό:
  «Το γέλιο είναι μια πονηρή διασκέδαση που την κάνουμε με καθαρή συνείδηση» (σελ. 155).
  Επειδή στη φιλοσοφία είμαι «απλοϊκός ρεαλιστής» ο αφορισμός αυτός, που έχει τη μορφή του ορισμού και έτσι τον είδα αρχικά, με ξένισε. Καθώς λοιπόν τον είδα σαν ορισμό, και σαν τέτοιο ανεπαρκή, πρότεινα τον δικό μου και τους έβαλα και τους δυο σε ψηφοφορία στο facebook, ενώ ρώτησα και φίλους. Φυσικά δεν αποκάλυψα την πατρότητά τους. Ο δικός μου ήταν: «Γέλιο είναι η ανακλαστική αντίδραση σε κάτι κωμικό, χιουμοριστικό, σατιρικό κ.λπ. που μας γεμίζει με μια χαρούμενη διάθεση». Βάζοντάς τους σε ψηφοφορία ήθελα να επιβεβαιώσω κάτι που έχω υποστηρίξει και αλλού, ότι τα υφολογικά σχήματα, τα εφέ, συχνά μας παρασύρουν ως προς το αληθινό περιεχόμενο μιας δήλωσης. Σε έναν άλλο αφορισμό ο Νίτσε γράφει: «Ο ποιητής θεωρεί τον ψεύτη σαν ομογάλακτο αδελφό του που του ’κλεψε το γάλα και γι’ αυτό, ο αδελφός αυτός έμεινε φτωχός και δεν κατάφερε ούτε ήσυχη συνείδηση να ’χει» (σελ. 160). Από τη στιγμή που ο ποιητής λέει ψέματα και τα κάνει να φαντάζουν σαν αλήθειες (κάτι ήξερε ο Πλάτων που τον εξόρισε από την ιδανική πολιτεία του), είναι πολύ πιο εύκολο μια μισή αλήθεια να την κάνει να φαντάζει σαν ολόκληρη. Στην προκειμένη περίπτωση η μισή αλήθεια του αφορισμού αυτού (που όμως πρέπει να ομολογήσω ότι αδυνατώ να την συλλάβω) περνάει σαν η ολόκληρη αλήθεια ενός ορισμού.
  Κάθε ορισμός είναι αναγκαστικά ελλιπής, αλλά φιλοδοξεί να καλύψει μια όσο γίνεται ευρύτερη περιοχή αυτού που ορίζει. Αυτό το ήξερε ο Αριστοτέλης, και γι’ αυτό έδωσε τον ορισμό της τραγωδίας σε μια ολόκληρη παράγραφο, προσπαθώντας να την περιγράψει όσο γινόταν πιο πλατιά.
  Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι έβαζα σε ψηφοφορία δυο ανόμοια πράγματα. Του Νίτσε είναι όπως είπα ένας αφορισμός, ένα ευφυολόγημα, ενώ ο δικός μου είναι (ή τουλάχιστον φιλοδοξεί να είναι) ένας ορισμός. Οι περισσότεροι, παρά τις προβλέψεις μου, επέλεξαν τον δικό μου. Η φίλη μου η Μαρίτα μάλιστα προκρίνοντάς τον έκανε αναφορά στον Αριστοτέλη.
  Το λάθος μου το κατάλαβα όταν διάβασα το παρακάτω:
  «…τη λογική, δηλαδή την τέχνη του να εκβιάζουν την επιδοκιμασία με συλλογισμούς» (σελ. 231). Είναι προφανές ότι ενώ η φράση αυτή έχει τη μορφή ορισμού, στην πραγματικότητα είναι ένας αφορισμός.
  Το τελευταίο βιβλίο του Νίτσε που κατάφερα να βρω, εκείνης της εποχής, είναι η «Αυγή», και αυτή διαβάζω τώρα. Ο «Μυστικισμός» και  το «Ecce homo» δεν ξέρω πού βρίσκονται. Η «Θέληση της δυνάμεως» και το «Πέραν του καλού και του κακού» ήταν του φίλου μου του Γιώργου του Μαυρόματου.
  Να σημειώσω τέλος ότι φοιτητής, προπονώντας τα γαλλικά μου, μετάφρασα τα «Ζητήματα μεθόδου» του Σαρτρ και τη «Γέννηση της φιλοσοφίας στον αιώνα της ελληνικής τραγωδίας», από τα πρώτα έργα του Νίτσε. Οι μεταφράσεις αυτές μαζί με τη μετάφραση ενός βιβλίου για τον Σαρτρ, του Μωρίς Γκαστόν, από τα αγγλικά αυτή, έμειναν ανέκδοτες.
  Φυσικά θα κλείσω, όπως πάντα, με τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους.

Αποτελεί τη φλόγα της και την ευφράδειά της (σελ. 34)
Ανάγκη ν’ αποκοιμηθούν για να το καταφέρουν (σελ. 77)
Κι ότι κάνανε νόμο τους αυτή τη συμφωνία (σελ. 85)
Το πάθος τσιγκουνεύεται τόσο πολύ τα λόγια (σελ. 88)
(το θέατρο κι η μουσική χρησιμοποιούνται) σαν ευρωπαϊκό χασίς και ινδικό πιπέρι (σελ. 96)
Μια χάρη στο μεθύσι σας, δεν σπάτε το λαιμό σας (σελ. 144)
(αγαπούσανε τη ζωή) όσο σκληρή κι αν ήτανε συχνά απέναντί τους (σελ. 182)
Δίνω αυτή τη συμβουλή σ’ εκείνους που το κάνουν, και
Πόσο έμπειροι είσαστε σ’ αυτές τις αντιαλχημίες (σελ. 183)