Book review, movie criticism

Friday, January 29, 2021

Σπύρος Πλασκοβίτης, Το φράγμα

Σπύρος Πλασκοβίτης, Το φράγμα, Τα Νέα 2013, σελ. 371

 


  Το «Φράγμα» ήθελα εδώ και χρόνια να το διαβάσω, από τότε που έμαθα, πρωτοδιορισμένος καθηγητής στην Κάσο, ότι στο σπίτι που νοίκιαζα έμενε εξόριστος ο Σπύρος Πλασκοβίτης. Δεν ξέρω αν είχε στη διάθεσή του και τα δυο δωμάτια ή μόνο το ένα, όπως εγώ. Η τουαλέτα και η κουζίνα ήταν έξω. Το πρότεινα στην Λέσχη Ανάγνωσης του Victoria Square Project, έγινε δεκτό, και θα συζητηθεί στις 17 Φεβρουαρίου, στις έξι η ώρα το απόγευμα.  

  Ενώ συνήθως τα λογοτεχνικά αριστουργήματα είναι κοινωνικά, το «Φράγμα» είναι θρίλερ. Συνήθως, γιατί υπάρχει το «1984», «Ο θαυμαστός καινούριος κόσμος», το «Περί τυφλότητος», για να αναφέρω μόνο αυτά που μου έρχονται τώρα στο μυαλό.

  Διαβάζω στο οπισθόφυλλο ότι το μυθιστόρημα είναι γεμάτο συμβολισμούς, όμως εγώ θα αντισταθώ στον πειρασμό να τους ψάξω. Συχνά γίνονται υπερερμηνείες με τους συμβολισμούς, έχω γράψει αλλού σχετικά, να μην επανέλθω. Θα επιχειρήσω μόνο έναν, το συμβολισμό του φράγματος: η τιθάσευση της φύσης από τον άνθρωπο, που μπορεί όμως να γυρίσει μπούμερανγκ εναντίον του. Το Τσέρνομπιλ είναι ένα καλό παράδειγμα.

  Διαβάζω επίσης για την καφκική ατμόσφαιρα. Δεν θα έλεγα ιδιαίτερα, όμως, επηρεασμένος, όταν διάβασα για τον υδρολόγο μου ήλθε αμέσως στο μυαλό συνειρμικά ο χωρομέτρης. Στον χωρομέτρη είχε ανατεθεί μια εργασία, έπρεπε να επισκεφθεί τον «Πύργο» για να μάθει λεπτομέρειες. Στο υδρολόγο έχει ανατεθεί να μελετήσει το φράγμα, να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει κάποιες φήμες ότι υπάρχει κίνδυνος να σπάσει. Τόσο το φράγμα όσο και ο Πύργος δεσπόζουν της περιοχής.

  Και αν έσπαγε;

  Τα βαλτοτόπια που είχαν αποξηρανθεί είχαν γίνει καλλιεργήσιμες εκτάσεις και είχαν μοιραστεί. Εργοστάσια επεξεργασίας βαμβακιού είχαν δημιουργηθεί καθώς το βαμβάκι ήταν η καλλιέργεια της περιοχής, και βέβαια η πόλη στην οποία έμενε όλος αυτός ο κόσμος που εργαζόταν στην αγροτική παραγωγή, στα εργοστάσια και στο φράγμα. Η μισή πόλη θα κατακλυζόταν από τα νερά αν έσπαγε. Ήταν λοιπόν ζωτικής σημασίας να διαπιστωθεί αν όντως υπήρχε κίνδυνος.

  Ο νεοδιόριστος επιθεωρητής ούτε που ξέρει πού βρίσκονται τα σχέδια του φράγματος για να τα δώσει στον υδρολόγο να τα μελετήσει. Πρώτη περίπτωση ανεπάρκειας μιας κρατικής υπηρεσίας.

  Τι μπορεί να γίνει λοιπόν;

  Ο υδρολόγος προσλαμβάνει έναν ζωγράφο που είναι και σχεδιαστής ώστε να του κάνει τα σχέδια του φράγματος, όπως το βλέπει. Τον προειδοποιεί: θα κάνει σχέδια, όχι πίνακες, θέλει να έχουν απόλυτη ακρίβεια.

  Όμως τα σχέδια δεν ήταν το μόνο κώλυμα που είχε να αντιμετωπίσει ο υδρολόγος. Ο χημικός ήταν αδύνατον να αναλύσει το πέτρωμα που του πήγε. Το τσούρμο των παιδιών του είχαν καταστρέψει τα όργανα με τα οποία θα μπορούσε να κάνει την ανάλυση. Δεύτερο παράδειγμα ανεπάρκειας μιας κρατικής υπηρεσίας.  

  Η φήμη διαδίδεται: το φράγμα έχει ίσως σοβαρά προβλήματα, από μια αυξημένη πίεση λόγω ανεβάσματος της στάθμης θα μπορούσε να καταρρεύσει. Ο εργοστασιάρχης της περιοχής, μπροστά στον κίνδυνο της κατάρρευσης του φράγματος, κλείνει το εργοστάσιο για να μεταφέρει αλλού τα μηχανήματα. Οι εργάτες, ένα πρωί που πηγαίνουν να πιάσουν δουλειά, βρίσκονται προ κεκλεισμένων των θυρών, με μια ανακοίνωση κολλημένη πάνω τους.

  Ξεσπά μια γερή νεροποντή, ανεβαίνει η στάθμη, λιμνούλες νερού εμφανίζονται σε αγρούς πίσω από το φράγμα και ένα εργοστάσιο καταρρέει, καθώς υπήρξε καθίζηση του εδάφους πάνω στο οποίο είχε ανεγερθεί.

  Ξαφνικά βλέπουν την πόλη να πλημμυρίζει με νερό. Έρχεται από τη μεριά του φράγματος. Πανικόβλητοι όλοι, πατείς με πατώ σε, τρέχουν να απομακρυνθούν. Ο επιθεωρητής που μόλις έχει ανακαλύψει τα σχέδια, εντελώς τυχαία, στην αποθήκη με τα αρχεία, τρέχει να τα τοποθετήσει πίσω.

  Για ποιο λόγο;

  Είχε προειδοποιήσει τον υδρολόγο ότι ήταν αδύνατο να βρεθούν, και τώρα, με την κατάρρευση του φράγματος, θα του επιρρίπτονταν ευθύνες που άργησε να του τα παραδώσει.

  Και αφού τα τοποθετεί τι κάνει;

  Βάζει φωτιά.

  Η αποθήκη καίγεται.

  Δεν θα υπάρξει πια πειστήριο της ενοχής του.

  Αυτός;

  Αργότερα θα μάθουμε ότι είναι νεκρός. Δεν θυμάμαι όμως να διάβασα πώς πέθανε.

  Και βρισκόμαστε για μια ακόμη φορά στο λογικό λάθος post hoc, ergo propter hoc, μετά απ’ αυτό, άρα εξαιτίας αυτού. Δεν είχε σπάσει το φράγμα, αλλά…

  «… στη φάμπρικα του “Φαέθωνα” είχαν ξεχάσει ανοιχτές τις στρόφιγγες του κεντρικού υδαταγωγού, που διοχέτευε νερό στα καζάνια. Η πίεσή του, αφού έσπασε πρώτα τα καζάνια και σάρωσε καθετί μέσα στο εργοστάσιο, προκάλεσε μια μικρή πλημμύρα στις κοντινές συνοικίες. Από κει άρχισε έπειτα το νερό, μαζί με την τρομερή φήμη, να κατρακυλά στους δρόμους» (σελ. 285-286).

  Οι κάτοικοι επιστρέφουν σαν βρεγμένες γάτες. Γίνηκαν ρεζίλι στα μάτια του υδρολόγου, ένας λόγος παραπάνω για να τον μισούν.

  Έρχεται ο υπουργός.

  Το φράγμα άντεξε, θέλει μια διαβεβαίωση ότι δεν κινδυνεύει ώστε να καθησυχαστούν τα πλήθη.

  Πώς να δώσει μια τέτοια διαβεβαίωση ο υδρολόγος, αφού δεν το έχει μελετήσει;

  Το ζήτημα επείγει.

  Και για μια φορά ακόμη βρισκόμαστε μπροστά στο θέμα του συμβιβασμού/μη συμβιβασμού, το οποίο πραγματεύθηκα στο διδακτορικό μου.

  Θα αρνηθεί.

  Δεν κάνει εκπτώσεις στη συνείδησή του.

  Θα απολυθεί.

  Ο μη συμβιβασμένος πληρώνει τον μη συμβιβασμό του αλλά κερδίζει τον θαυμασμό μας.

  Γυναίκες, έρωτας, σεξ, δεν υπάρχουν στο μυθιστόρημα;

  Έρωτας όχι, ερωτικό πάθος ναι.

  Ο νονός, πλούσιος κτηματίας της περιοχής, τα έχει με τη μητέρα. Κάποια φορά την αποδιώχνει, θέλει να δώσει ένα τέλος σ’ αυτή τη σχέση. Τη κτυπάει.

  Η μικρή κόρη, που παρακολουθεί άθελά της τη σκηνή, πέφτει αναίσθητη. Θα συνέλθει, αλλά δεν θα ξαναμιλήσει. Τόσο μεγάλο ήταν το σοκ που υπέστη.

  «Μα όπως βλέπει κανένας στο κρεβάτι του κακόν εφιάλτη και θέλει να φωνάξει “βοήθεια!”, νιώθει να κόβονται ξαφνικά μέσα του οι δρόμοι της φωνής, έτσι και στο λαρύγγι της Μαρίνας περάστηκε από κείνη τη στιγμή ο αθέατος βρόχος, που έδεσε τη μιλιά της» (σελ. 207).  

  Λίγο μετά πεθαίνει η μάνα της και την αναλαμβάνει ο νονός σαν ψυχοκόρη μαζί με την μεγαλύτερη αδελφή της, την οποία αργότερα θα παντρέψει με τον χημικό. Τη μουγγή όμως ποιος να την πάρει;

  Το ερωτικό πάθος που νιώθει γι’ αυτήν θα τον οδηγήσει στο να τη βιάσει. Η μικρή δεν αντιστέκεται, όμως το αγκάθι από ένα φυτό δίπλα που τον τρύπησε κατά τη διάρκεια της πράξης θα αποβεί μοιραίο για τη ζωή του. Η κατάρα της μάνας της έπιασε.

  Και η μουγγή;

  Δεν θα μάθουμε τι απέγινε.

  Όμως να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.  

  «Γιατί, όπως αναδεύεται η πεσμένη φωτιά από ’να καινούριο δαυλί κι ακούγεται να τρίζει μαλακά το κορμί της κι ύστερα μια ξαφνική λάμψη φωτίζει τ’ άνοιγμα του τζακιού, όμοια με δαυλί δούλεψε μέσα στην καρδιά του γέρου κι εκείνο το κρασοπότηρο πυρώνοντας μονομιάς το πρόσωπό του» (σελ. 172).

  Τέτοιες μακροσκελείς παρομοιώσεις συναντήσαμε μόνο στα ομηρικά έπη και στον «Ερωτόκριτο». Παραθέσαμε μια παρόμοια και πιο πριν.

  «Απ’ όταν ήταν νέος [ο υδρομέτρης] είχε την ιδέα πως δεν υπάρχει άλλη πραγματικότητα απ’ τον άνθρωπο, πως αγαπούσε τάχα τους ανθρώπους. Αλλά ποιους ανθρώπους; Αυτούς τώρα δα, που αντίκρυζε μπρος του τις φάτσες τους;…Μ’ αυτούς δεν θα μπορούσες να κάνεις ούτε μιαν ώρα μαζί, συλλογιόταν… Όχι, δεν πρόκειται, θα πεις, γι’ αυτούς… Πρόκειται μονάχα για την ιδέα: άνθρωπος. Για τη μοίρα του, για τον συνολικό ανθρώπινο πόνο-κάτι τέτοιο… Μα τότε… τότε, αν είναι έτσι, τι μένει τάχα απ’ αυτή την περίφημη αγάπη στον άνθρωπο, εξόν από μιαν ιδεοληψία ή έναν κούφιο ρομαντισμό;» (σελ. 234).

  Όλο αυτό είναι συζητήσιμο. Το έχω ξαναγράψει, καλό είναι να μη γενικεύουμε.

  «Είμαι υποχρεωμένος να αποχωρήσω με την εντύπωσιν ότι η επιστημονική σας πολυπραγμοσύνη τίθεται υπεράνω των κρατικών σκοπών…» (σελ. 342).

  Οι κρατικοί σκοποί έγραψαν στα τέτοια τους την επιστημονική πολυπραγμοσύνη των λοιμωξιολόγων που έλεγαν να επιβληθεί καραντίνα πριν του Αγίου Δημητρίου, με τα γνωστά αποτελέσματα.   

  Και ποιοι ήταν αυτοί οι κρατικοί σκοποί;

  «…Αν σου έδιναν τάχα καιρό… καιρό! Μας κυνηγάει όμως η ανυπομονησία του Κόσμου!» (σελ. 346).

  Αυτό το λένε, πιο ειδικά, πολιτικό κόστος.

  Αλήθεια πόσο θα πάει το ματς ανάμεσα στη Νίκη Κεραμέως και στον Νίκο Τζανάκη (χωριανό, φίλο και συγκάτοικο μια ηρωική εποχή, καθηγητή και διευθυντή της  πνευμονολογικής κλινικής του ΠΑΓΝΗ); Να ανοίξουν τα σχολεία (Κεραμέως), ή να μην ανοίξουν (Τζανάκης); Ο Νίκος παίζει εκτός έδρας, άραγε θα νικήσει; Σήμερα μάλλον θα ξέρουμε.

  Εξαιρετικός στην προσωπογράφηση των ηρώων του ο Πλασκοβίτης, μας δίνει ένα θρίλερ με όλη τη συμβολική του επικαιρότητα. Όμως δεν είμαι φαν των θρίλερ, και γι’ αυτό θα δηλώσω ότι ο Μυριβήλης μου άρεσε περισσότερο.  

  Είδαμε και την ομώνυμη ταινία του Δημήτρη Μακρή, γυρισμένη το 1982. Μεγάλο ατού της, ο Νίκος Κούρκουλος.

  Μικροπροσθήκες και μικροαλλαγές, καθώς και παραλήψεις, συμβαίνουν πάντα σε μια κινηματογραφική μεταφορά. Αυτό γίνεται για τους εξής κυρίως λόγους: Δεν μπορεί να χωρέσει όλο το μυθιστόρημα σε μια ταινία. Ο κινηματογράφος απαιτεί συνεχείς κορυφώσεις, όπως το θέατρο, σε αντίθεση με το μυθιστόρημα, έχω αναφερθεί σ’ αυτό σε μια από τις πιο πρώιμες κριτικές μου, για το «Αντίο παλλακίδα μου» της Lilian Lee. Υπάρχουν λόγοι προϋπολογισμού, ένα χαμηλό budget περιορίζει την κινηματογραφική μεταφορά κάποιων επεισοδίων. Τέλος ο σεναριογράφος επινοεί συνήθως κάποιες βελτιώσεις στο μυθιστόρημα.

  Δεν παρουσιάζεται καθόλου η ζωή του επιθεωρητή πριν τοποθετηθεί στο φράγμα, είναι η πιο χαρακτηριστική παράλειψη.   

  Έξυπνα ο Μακρής το συναρπαστικό επεισόδιο που ο νονός, στα νιάτα του, παγιδεύεται στη λάσπη του βάλτου και βουλιάζει σιγά σιγά, το αποδίδει με animation. Μια ρεαλιστική σκηνή θα ήταν πιο εντυπωσιακή, το animation την κάνει ποιητική, και πιο φτηνή. Επίσης οι σκηνές του πανικού περιορίζονται στο ελάχιστο.

  Βλέπουμε τρεις φορές μια σκηνή με ηθοποιούς να κάνουν πρόβες. Απόηχος από το «Θίασο»; Στο μυθιστόρημα δεν υπάρχουν.

  Έγραψα πιο πάνω ότι αφήνεται αναπάντητο στο μυθιστόρημα τι έγινε η μουγγή. Στην ταινία ο Μακρής τη βάζει να ψελλίζει τις πρώτες λέξεις, μετά το θάνατο του νονού της, τον οποίο είχαμε δει να περιποιείται, κάνοντάς του μπάνιο, σε σκηνές που αποπνέουν μια ερωτική αφοσίωση, και που δεν υπάρχουν στο μυθιστόρημα.

  Τέλος οι συμπότες του χημικού εδώ γίνονται μουσικοί, έχουν φτιάξει μια μπάντα, καλούν μάλιστα και τον Κούρκουλο να συμμετάσχει.

  Τόσο η ταινία όσο και το μυθιστόρημα τελειώνουν με μια κορύφωση: ο Κούρκουλος σε μια κινηματογραφική αίθουσα μιλάει μπροστά σε αρμόδιους για τους κινδύνους του φράγματος και τους παροτρύνει να το καταστρέψουν, αποσβολώνοντάς τους. Έτσι έγινε εχθρός όχι μόνο του λαού αλλά και τον αρμοδίων. Ο υπουργός στο μυθιστόρημα τον είχε προειδοποιήσει.

  Υπερβολικός;

  Το 1961 που δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημα ο Πλασκοβίτης δεν μπορούσε να ξέρει τι συνέβη δυο χρόνια αργότερα στο φράγμα του Βάιοντ στην Ιταλία. Μας το λέει η Έρη Σταυροπούλου, της Λέσχης, με τον σύνδεσμο που μας κοινοποίησε. Η κατάρρευσή του είχε ως αποτέλεσμα 2000 νεκρούς.

  Μας κοινοποίησε επίσης ένα σύνδεσμο, ένα επεισόδιο από την εκπομπή του Βασίλη Βασιλικού «Άξιον εστί» με προσκεκλημένο τον Σπύρο Πλασκοβίτη στο οποίο μιλάει και η ίδια.

  Περιέργως, άκουσα ότι ο Πλασκοβίτης έμεινε φυλακή από τότε που συνελήφθη το 1968 μέχρι την αποφυλάκισή του λίγους μήνες πριν την πτώση της χούντας για λόγους υγείας. Δεν άκουσα για εξορία. Λάθος με πληροφόρησαν στην Κάσο; Ή μήπως συμπτύχθηκαν φυλακή και εξορία σε ένα;

  Ε, δεν θα κάτσω να το ψάξω.  

  Ξέχασα να το γράψω: Η μουσική είναι του Νίκου Μαμαγκάκη, του Θανάση Νικόπουλου και του W. Wagner.

  Δεν ξέρω κανένα W. Wagner, αναγνώρισα όμως μουσική του R.Wagner.

  Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι. Είπαμε, στο εξής παραθέτουμε μόνο τους πέντε πρώτους που συναντούμε.

Το κυπαρίσσι το ’νιωσαν, απέξω στο σκοτάδι (σελ. 33)

Με τις πικρές ανασαιμιές της ιδρωμένης πέτρας (σελ. 64)

Παίζοντας με τα κάγκελα και τ’ απλωμένα ρούχα (σελ. 86)

Ο ήλιος το περίλουζε, το λόγχιζε στη ράχη (σελ. 125)

Όπου ο ανθός κι η άνοιξη σου θάμπωναν τα μάτια (σελ. 165)

 

Wednesday, January 27, 2021

(Σκύλος προς το Αφεντικό του) ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ ΦΙΛΕ ΚΑΙ ΑΦΕΝΤΗ...

(Σκύλος προς το Αφεντικό του) ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ ΦΙΛΕ ΚΑΙ ΑΦΕΝΤΗ...

  Όταν ήμουν κουταβάκι σε ψυχαγωγούσα με τα καμώματα μου και σε έκανα να γελάς. Με αποκαλούσες «παιδί σου» και αν εξαιρέ­σεις το γεγονός ότι σου μασουλούσα τις παντόφλες σου και δολοφόνησα 1-2 διακοσμη­τικά μαξιλάρια, έγινα ο καλύτερος σου φίλος. Όποτε ήμουν «κακό παιδί» συνήθιζες να μου κουνάς επιβλητικά το δάχτυλο σου και να με ρωτάς «ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΣΕΣ» αλλά μετά με συγχωρούσες και μου χάριζες απλόχερα τα χάδια σου.

  Δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνες τις νύχτες που νανουριζόμασταν παρέα  και παρακολουθούσα  τα κρυφά σου όνειρα και πραγματικά πίστευα ότι η ζωή δεν μπορούσε να είναι πιο τέλεια. Πηγαίναμε ατελείωτες βόλτες στο πάρκο, κάναμε βόλτες με το αυτοκίνητο και σταματούσαμε για ένα χωνάκι παγωτό (εγώ βέβαια έπαιρνα μόνο το χωνάκι γιατί «το πα­γωτό κάνει κακό στα σκυλιά» έλεγες). Αργό­τερα άρχισες να αφιερώνεις περισσότερο χρό­νο στην δουλειά και στην καριέρα σου και φυσικά στην αναζήτηση κάποιου συντρόφου. Σε καρτερούσα πάντοτε με αγάπη, προσέχοντας να σε παρηγορήσω και να σε χαλαρώνω από  τις όποιες απογοητεύσεις είχες και να σε κάνω να ξεχαστείς.

  Η κυρία που επέλεξες για σύντροφό σου, δεν είναι αυτό που λέμε «φίλη των σκυλιών», μολονότι την υποδέχτηκα στο σπίτι μας όλο χαρά δείχνοντας ακέραια αφοσίωση και υπα­κοή κάθε στιγμή. Ήμουν πολύ ευτυχισμένο γιατί ήσουν και εσύ ευτυχισμένος. Αυτό μου ήταν αρκετό!!!

  Μετά κάνατε μωράκια και η χαρά μου ή­ταν απερίγραπτη και την μοιράστηκα μαζί σας. Ήταν τόσο συναρπαστικό το πόσο ροδα­λό χρώμα είχαν, η μωρουδίστικη μυρωδιά που πλημμύρισε το σπίτι, και πόσο ήθελα να τα νταντεύω και να τα προσέχω και εγώ. Μόνο η σύζυγος σου και εσύ ανησυχούσατε ότι μπο­ρούσα να βλάψω τα μωρά και έτσι περνούσα τον περισσότερο χρόνο απομονωμένα σε άλ­λο δωμάτιο. Αχ! Πόσο ήθελα να τα αγαπώ και να το δείχνω αλλά έγινα «αιχμάλωτος της α­γάπης μου». Όταν μεγάλωσαν τα μωρά έγινα ο κολλητός τους, μου έβαζαν κατά λάθος τα χεράκια τους στα μάτια, εξερευνούσαν όλο περιέργεια τα αυτιά μου και μου έδιναν κλε­φτά φιλάκια. Αγάπησα και λάτρεψα τα πάντα πάνω τους και αυτό το αθώο άγγισμά τους και ήμουν έτοιμο να τα προστατεύσω με την ίδια μου την ζωή σε οποιαδήποτε στιγμή χρειαζό­ταν. Χωνόμουν κάτω από το κρεβατάκι τους και άκουγα τις έννοιες τους και τα μυστικά τους όνειρα. Μαζί περιμέναμε να ακούσουμε τον ήχο του αυτοκινήτου σας και τρέχαμε όλο χαρά να σας υποδεχτούμε όταν γυρίζατε σπίτι.

  Στο παρελθόν όταν σε ρωτούσαν αν έχεις σκύλο, όλο περηφάνια έβγαζες την φωτο­γραφία μου από το πορτοφόλι σου και διη­γιόσουν αστείες ιστορίες με μένα πρωταγω­νιστή. Τα τελευταία χρόνια όταν σε ρωτούν αν έχεις σκύλο απαντάς με ένα ξερό «ναι» και αλλάζεις αμέσως θέμα. Απέγινα με τον καιρό λοιπόν από «σκύλος σου» απλώς ένα σκυλί.

  Τώρα σου προσφέρθηκε μια δουλειά σε άλλη πόλη και εσύ μαζί με την έως τώρα οι­κογένεια μου θα μετακομίσετε σε ένα διαμέ­ρισμα που δεν δέχονται κατοικίδια. Πήρες ό­πως λες την σωστή απόφαση για την οικογέ­νεια σου αλλά ξέχασες ότι κάποτε για σένα ή­μουν η μόνη σου οικογένεια.

  Είχα ενθουσιαστεί με την βόλτα με το αυτοκίνητο μέχρι που συνειδητοποίησα ότι με πήγαινες σε άσυλο ζώων. Ολόγυρα μύριζε α­πόγνωση, φόβο και απορία από τα υπόλοιπα ζωάκια που υπήρχαν εκεί. Συμπλήρωσες ένα έντυπο και είπες «Είμαι σίγουρος ότι θα βρε­θεί ένα καλό σπίτι γι’ αυτό». Σε κοίταζαν όλο νόημα εφόσον καταλάβαιναν απόλυτα ποια ήταν η πραγματικότητα για ένα μεσήλικα σκυλί ακόμα και για ένα με «χαρτιά» από σπί­τι. Μετά ξεκόλλησες με μανία τα χεράκια του γιου σου από το κολάρο μου καθώς ούρλιαζε «Όχι μπαμπά! Σε παρακαλώ μην τους αφήσεις να πάρουν το σκυλί μου». Πραγματικά ανη­σύχησα τόσο πολύ γι’ αυτόν και τα μαθήματα που μόλις είχε διδαχθεί από σένα σχετικά με την φιλία, την αφοσίωση, την αγάπη, την υ­πευθυνότητα και τον σεβασμό για κάθε μορφή ζωής. Μου έριξες ένα αποχαιρετιστήριο χάδι στο κεφαλάκι μου, απέφυγες να με κοιτάξεις στα μάτια και αυτό ήταν!

  Αφού έφυγες, δύο ευγενικές κυρίες συζητούσαν ότι προφανώς την μετακόμιση σου την ήξερες εδώ και καιρό αλλά δεν έκανες καμία ενέργεια για να μου βρεις κάποιο α σπί­τι να με δώσεις. Κούνησαν το κεφάλι τους και αναρωτήθηκαν «ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΣΕΣ» Η ε­νασχόληση των ανθρώπων εδώ στο κυνοκομείο είναι τόση όση τους επιτρέπει το βεβαρημένο πρόγραμμα τους. Μας ταΐζουν φυσι­κά, αλλά, εγώ έχω χάσει την όρεξη μου μέρες τώρα. Στην αρχή όποτε άκουγα ανθρώπινο ή­χο έτρεχα μπροστά ελπίζοντας ότι ήσουν εσύ, ότι άλλαξες γνώμη, ότι όλα ήταν ένα κακό ό­νειρο ή τουλάχιστον ήλπιζα ότι ήταν κάποιος που ενδιαφερόταν, κάποιος που θα με διέσωζε. Συνειδητοποίησα σύντομα ότι δεν είχα καμία ελπίδα σε σύγκριση με τα τρισχαριτωμένα κουτάβια που είχαν καλύτερη μοίρα και έτσι απομονώθηκα σε μια γωνιά περιμένοντας.

  Άκουσα τα βήματα της, καθώς ερχόταν για μένα στο τέλος της ημέρας και την ακο­λούθησα ήρεμα σε ένα εξαιρετικά ήσυχο δω­μάτιο. Με έβαλε επάνω στο ιατρικό τραπέζι, μου έτριψε τα αυτάκια και μου είπε να μην α­νησυχώ. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από την αγωνία για το άγνωστο που με περίμενε, αλλά συγχρόνως υπήρχε και μία αίσθηση α­νακούφισης.

  Ο χρόνος τελείωνε για τον «αιχμάλωτο της αγάπης». Όμως όπως στην φύση μου είναι να ανησυχώ και να σκέφτομαι τους ανθρώ­πους, έτσι ανησυχούσα και γι' αυτήν. Ένιωσα απόλυτα το αίσθημα της ευθύνης που βάρυνε τον εαυτό της εκείνη την στιγμή, με τον ίδιο τρόπο που ένιωθα κάθε διάθεση καλή ή κακή δική σου. Ευγενικά μου έβαλε μία σύριγγα στο ποδαράκι μου καθώς κυλούσε ένα δάκρυ στο μάγουλο της. Της έγλυψα το χεράκι με τον ίδιο τρόπο που συνήθιζα να το κάνω και σε σένα όλα αυτά τα χρόνια. Καθώς ένιωσα την βελόνα και το κρύο υγρό να διαπερνά τις φλέβες μου, παραδόθηκα μισονυσταγμένα, την κοίταξα στα μάτια και μουρμούρισα «ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΣΕΣ». Νιώθοντας τον πόνο της ψυχής μου, είπε ότι πάω σε ένα καλύτερο μέρος, όπου δεν θα με αγνοούσαν, κακο­ποιούσαν η θα με εγκατέλειπαν. Ένα μέρος γεμάτο αγάπη και φως τόσο διαφορετικό από αυτόν τον επίγειο τόπο. Με την τελευταία σταγόνα ενέργειας που μου απέμεινε κούνη­σα την ουρά μου, προσπαθώντας να της εξη­γήσω ότι το «ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΣΕΣ» δεν ανα­φερόταν σε αυτήν. Αναφερόταν σε «ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΕ ΜΟΥ ΦΙΛΕ ΚΑΙ ΑΦΕΝΤΗ».

  Θα σε σκέφτομαι και θα σε περιμένω πάντα. Μακάρι όλοι στην ζωή σου από δω και πέρα να σου δείξουν τέτοιους είδους αφοσίω­ση.

 

Ο καλύτερος σου φίλος

 

* (Σημείωση Εκδότη:

Ο Συγγραφέας είναι Άγνωστος.)

 

Σημείωση Μπάμπη Δερμιτζάκη.

Ο εκδότης (εκδόσεις mini-book) μου είπε ότι ένας σεμνός άνθρωπος τον επισκέφτηκε κάποτε στο γραφείο του και του άφησε το παραπάνω διήγημα. Όταν το διάβασε μετά από μέρες είδε ότι ήταν καταπληκτικό, αλλά ανώνυμο, χωρίς διεύθυνση και τηλέφωνο. Το δημοσίευσε σε διαφημιστικό προσπέκτους και μου το έδωσε. Θα ήθελα να διδάξετε αυτό το κείμενο ως ένα φόρο τιμής στον άγνωστο, σεμνό συγγραφέα. 

Αυτό, κάπου το 2002. Τότε που ήμουν σχολικός σύμβουλος (2003-2007) το συνιστούσα στους συναδέλφους να το διδάξουν. Το έχω αναρτήσει στη σελίδα μου στο Πανελλήνιο Σχολικό Δίκτυο