Φραντς Κάφκα, Ο
πύργος (μετ. Κώστας Προκοπίου), Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 2006, σελ. 320)
Μετά τη «Δίκη»
ξαναδιαβάσαμε και τον «Πύργο». Λειτουργώ καλύτερα όταν γράφω συγκριτολογικά,
και έτσι θα συγκρίνω τη «Δίκη» με τον «Πύργο».
Το
κοινό: το άγχος μπροστά σε μια απρόσιτη εξουσία (μεταφορά του άγχους του Κάφκα
μπροστά σε ένα καταπιεστικό πατέρα, που φαίνεται καθαρότατα στο «Γράμμα στον πατέρα»)
το βλέπουμε και στα δυο έργα, και χαρακτηρίζει σχεδόν (το «σχεδόν» για να μην
είμαι απόλυτος, μια και δεν το έχω διαβάσει όλο) το σύνολο του έργου του. Και
τα δυο έμειναν ατέλειωτα, με τον «Πύργο» να προηγείται (τα χειρόγραφά του τα απέκτησε
ο φίλος του Μαξ Μπροντ το 1920 ενώ της «Δίκης» το 1923). Όμως στη «Δίκη»
ξέρουμε το τέλος, ενώ στον «Πύργο» όχι. Βέβαια δεν είναι το τέλος αυτό που
ενδιαφέρει αλλά το φόντο στο οποίο κινούνται οι δυο ήρωες. Και οι δυο έχουν να
κάνουν με μια εξουσία που τους είναι απρόσιτη και ακατανόητη. Έρχονται σε επαφή
μόνο με τους κατώτερους λειτουργούς της, ενώ οι πιο πάνω είναι απρόσιτοι, τόσο
σ’ αυτούς όσο και στους κατώτερους λειτουργούς. Όσες προσπάθειες και αν κάνει ο
Κ. δεν θα καταφέρει να συναντήσει τον Κλαμ. Η ξενοδόχα δεν είχε καμιά
αμφιβολία:
«Κάποτε η ξενοδόχα είχε
παρομοιάσει τον Κλαμ με τον αετό· τότε του φάνηκε γελοίο, μα τώρα όχι.
Φαντάστηκε τον Κλαμ σαν ένα ον απρόσιτο, σε μια απόρθητη κατοικία, σιωπηλό, που
τη σιωπή του τη διέκοπταν κάτι κραυγές, που ποτέ του δεν είχε ακούσει ο Κ. Το
βλέμμα του ήταν καταθλιπτικό· ποτέ δεν μπορούσες να το ερευνήσεις και να το
δαμάσεις· έγραφε κύκλους με τη δύναμη ανεξιχνίαστων νόμων εκεί ψηλά· δω χαμηλά
που ήταν ο Κ. δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, για να τους διαταράξει. Όλα αυτά
ήταν κοινά σημεία ανάμεσα στον Κλαμ και τον αετό» (σελ. 119).
Βέβαια δεν ξέρουμε αν στο μυαλό του ο Κάφκα είχε τελικά
κάποια συνάντηση.
Και στα δυο έργα το παράλογο μιας απόλυτα
γραφειοκρατικής εξουσίας και η σάτιρα εικονογραφούνται με το γκροτέσκο. Πιο
κάτω θα δώσουμε κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
Στον «Πύργο» ο Κ. (έχει έλθει στο χωριό σαν
χωρομέτρης, αλλά η πρόσληψή του από τον Πύργο είναι αμφιλεγόμενη), έχει και
κάποια αρνητικά χαρακτηριστικά. Στη σχέση του με τη Φρίντα δεν είναι
ειλικρινής, έχει την υστεροβουλία μήπως μέσω αυτής συναντήσει τον Κλαμ.
Αλλά και οι δυο γυναίκες με τις οποίες
εμπλέκεται, κυρίως η Φρίντα, αποδεικνύεται ότι είναι εξίσου υστερόβουλες. Όμως
δεν είναι, πιστεύω, ένας προγραμματικός αντιφεμινισμός του Κάφκα, απλά έτσι
εικονογραφεί πιο χαρακτηριστικά το παράλογο της απρόσιτης εξουσίας που
διαστρέφει τον ψυχισμό των ανθρώπων.
«Εμείς όμως ξέρουμε πως
μια γυναίκα, σαν δεχτεί τη ματιά ενός υπαλλήλου, δεν μπορεί να μην τον
αγαπήσει· τον αγαπάει πριν από τη ματιά κι ας δε (sic) θέλει να το ομολογήσει» (σελ. 200).
Αυτά στην περιοχή του Πύργου, όχι στη δική
μας.
Ή μήπως όχι;
Υπάρχουν βέβαια και οι εξαιρέσεις.
Η Αμαλία, διηγείται η Όλγα στον Κ. για την
αδελφή της, όταν έσκισε το προκλητικό και προσβλητικό γράμμα ενός υπαλλήλου του
Πύργου που την καλούσε να… έπεσε όλη η οικογένεια σε δυσμένεια. Μια από τις
συνέπειες ήταν η παρακάτω:
«Κανείς όμως δεν καθόταν στο σπίτι πολλή ώρα,
και μάλιστα πιο γρήγορα έφευγαν οι πιο καλοί μας φίλοι» (σελ. 205).
Μιασμένοι, σαν τους αριστερούς μια παλιά
εποχή.
«Χάνεται η ύπαρξή μου,
εξαιτίας μιας προκλητικής γραφειοκρατίας· δε θέλω να σας απαριθμήσω τις ιδιαίτερες
αποτυχίες της, μια που και σεις ανήκετε σ’ αυτήν» (σελ. 94).
Αυτά τα λέει ο Κ. στον δάσκαλο. Μέχρι να
δούνε τι θα κάνουνε με τον ισχυρισμό του ότι είχε διορισθεί από τον Πύργο ως χωρομέτρης,
του δίνεται μια θέση επιστάτη. Μένει με τη Φρίντα σε μια σχολική αίθουσα, σε
αθλιότατες συνθήκες.
Στον «Πύργο» υπάρχει πολύ περισσότερος διάλογος. Όμως αυτός δεν είναι
θεατρικός, δηλαδή σύντομος. Κάθε ένα από τα άτομα που συζητούνε μιλάει εκτενώς
μέχρι να απαντήσει ο άλλος, εξίσου εκτενώς.
Υφολογικά ο
Κάφκα είναι περίπου ο ίδιος και στα δυο έργα.
Βλέπουμε μια «στερεοσκοπική», λεπτομερειακή, ολόπλευρη παρουσίαση
προσώπων και καταστάσεων, με μια γλώσσα λιτή, χωρίς λογοτεχνικές φιοριτούρες.
Πιστεύω ότι αυτό έχει να κάνει με τις νομικές σπουδές του αλλά και με τη
δουλειά του σε μια ασφαλιστική εταιρεία. Αυτοί που υποστηρίζουν ότι στη
λογοτεχνία το παν είναι η γλώσσα μάλλον δεν έχουν διαβάσει τον Κάφκα.
Και τώρα κάποια ακόμη αποσπάσματα.
«Όταν καλέσει κανείς τον Πύργο από το χωριό,
όλα τα τηλέφωνα των κατώτερων υπηρεσιών κουδουνίζουν ή μάλλον θα κουδούνιζαν, αν
οι υπηρεσίες, όπως το ξέρω πολύ θετικά, δεν άφηναν τα
ακουστικά ξεκρέμαστα.
Καμιά φορά, κανένας βαριεστημένος υπάλληλος για λόγους αναψυχής, το βράδυ, κρεμά
το ακουστικό του, και τότε παίρνουμε απάντηση» (σελ. 77).
Η σάτιρα είναι εμφανής, όλοι μας έχουμε
σχετική εμπειρία.
«Η μυρωδιά ήταν πολύ γλυκιά, χαδιάρικη σαν
τους επαίνους και τα ενθαρρυντικά λόγια που μας λέει ένα αγαπημένο πρόσωπο»
(σελ. 107). Συγκρίσεις, μεταφορές και λοιπά «καλολογικά» στοιχεία θα
συναντήσουμε ελαχιστότατα στο έργο.
«Πράγματι, δουλεύει στον Πύργο; Δεχόμαστε πως
πηγαίνει στα γραφεία του Πύργου, είναι όμως αυτά τμήμα του Πύργου; Κι αν πούμε
πως ο Πύργος έχει γραφεία, είναι αυτά τα ίδια, όπου του επιτρέπεται
του Βαρνάβα να πηγαίνει;»
(σελ. 177).
Είναι χαρακτηριστικό αυτό το απόσπασμα για
την αβεβαιότητα που καλύπτει κάθε τι που αναφέρεται στον Πύργο. Τώρα θυμήθηκα
την «Απαγορευμένη πόλη» μιας άλλης γραφειοκρατικής κοινωνίας, της
αυτοκρατορικής Κίνας.
«Πάνω στο αναλόγιο είναι σκορπισμένα μεγάλα
βιβλία, όλα ανοιχτά, το ένα δίπλα στο άλλο· πάνω στα βιβλία είναι σκυμμένοι οι
υπάλληλοι κι οι περισσότεροι διαβάζουν. Δε διαβάζουν πάντα το ίδιο βιβλίο, κι
ωστόσο, δε μετατοπίζουν τα βιβλία, αλλά αλλάζουν εκείνοι θέση» (σελ. 181).
Ένα χαρακτηριστικά γκροτέσκο στοιχείο.
Και άλλο ένα, μαζί με το σατιρικό στοιχείο:
«Όχι, όχι» φώναξε ο Μπίργκελ γελώντας πάλι,
«δυστυχώς δεν μπορώ να κοιμηθώ, αν μου το ζητούν, μόνο κατά τη διάρκεια της
συνέντευξης είναι δυνατό να βρω την ευκαιρία· το πιο πιθανό είναι πως με
νανουρίζουν οι συνομιλίες (σελ. 261).
Και ένα τελευταίο:
«Μερικές φορές ο διεκδικητής έπαιρνε ένα μέρος
των φακέλων και στον άλλο που τους κατείχε έδιναν
για αποζημίωση άλλους φακέλους,
μια που όλα οφείλονταν σε λάθη. Σε κάποιες περιπτώσεις συνέβαινε, ο κάτοχος των
φακέλων να τους παραδώσει όλους, όχι όμως με κανονική επιστροφή, αλλά πετώντας τους
φακέλους στο διάδρομο· έτσι κόβονταν οι σπάγκοι, λύνονταν τα έγγραφα κι οι
υπηρέτες έτρεχαν να τα τακτοποιήσουν. Όλα αυτά εντούτοις δεν ήταν τίποτα,
μπροστά στις εξελίξεις…» (σελ. 278).
Νομίζω φτάνει, να μην παραθέσουμε και τις
εξελίξεις.
Από τα κορυφαία έργα ο «Πύργος» και η «Δίκη»
αν και ημιτελή, όπως και ο «Τρίστραμ Σάντι»
και ο «Άνθρωπο
χωρίς ιδιότητες».
Είδαμε και τρεις κινηματογραφικές μεταφορές
του «Πύργου». Η πρώτη
είναι του Αλεξέι Μπαλαμπάνοφ, έργο του
1994.
Βλέποντας το έργο συνειδητοποιώ ότι κάποια
μυθιστορήματα δεν μπορούν να μεταφερθούν κινηματογραφικά χωρίς να χάσουν. Δεν
μπόρεσα να βρω τις δυο κινηματογραφικές μεταφορές του «Οδυσσέα» του Τζόυς,
έτσι, για επιβεβαίωση. Όπως ο Τζόυς είναι γλώσσα, έτσι και ο Κάφκα είναι
εξονυχιστική περιγραφή. Σ’ αυτόν η πλοκή είναι λιγότερο υποτυπώδης. Φαντάζομαι
ότι όσοι δεν έχουν διαβάσει ήδη Κάφκα θα βρουν τις κινηματογραφικές μεταφορές
μέτριες ταινίες.
Σε γενικές γραμμές ο Μπαλαμπάνοφ μένει πιστός
στο μυθιστόρημα, στις λεπτομέρειες μάλλον όχι, και έχει προσθέσει και δικές
του. Στο τέλος όμως έχει μια δική του επινόηση: κάποιος αντιστρέφει τα ονόματα
του Κ. με τον Μπρούνσβικ, και έτσι ο Μπρούνσβικ μπορεί να διεκδικεί τώρα τη
θέση του τοπογράφου που τόσο πολύ ήθελε με περισσότερες ελπίδες, όπως φαίνεται
από μια παραχώρηση που του έκαναν. Μάταια ο Κ. ζητάει πίσω την ταυτότητά του.
Τον Michael Haneke τον είδα «πακέτο»,
All his films (up to now), γράφω στην ανάρτηση που έκανα το 2012.
Δεν ήταν ακριβές. Ξέχασα ότι δεν είχα δει τον
«Πύργο»,
περιμένοντας να τον δω όταν θα ξαναδιάβαζα το μυθιστόρημα.
Με
εντυπωσίασε ο Χάνεκε. Ενώ σαν σκηνοθέτης είναι πολύ πιο γνωστός από τον
Μπαλαμπάνοφ, που τώρα τον έμαθα για πρώτη φορά, είναι εικονολάτρης, σε αντίθεση
με τον εικονοκλάστη Μπαλαμπάνοφ: μένει ολότελα πιστός στο μυθιστόρημα. Με τη
λογική της τηλεταινίας, ή μάλλον του σήριαλ (φαντάζομαι αν είχε περισσότερα
κονδύλια στη διάθεσή του θα γύριζε σήριαλ) μεταφέρει με ακρίβεια από το βιβλίο τις
σκηνές που επιλέγει. Όταν λέω με ακρίβεια, θέλω να πω και τον λόγο του
Κάφκα-αφηγητή. Ένα απόσπασμα που παραθέτω παραπάνω το άκουσα αυτολεξεί και στην
ταινία. Μάλιστα συνδέει τα πλάνα του με μια ασπρόμαυρη οθόνη του ενός δευτερολέπτου,
υποβάλλοντας έτσι την ιδέα της παράλειψης από το μυθιστόρημα. Και το τέλος
τελειώνει ακριβώς με τα λόγια του μυθιστορήματος. Ο αφηγητής λέγει: «Μιλούσε με
δυσκολία και ήταν δύσκολο να την καταλάβεις. Αλλά αυτό που έλεγε...» για να
πέσουν αμέσως μετά τα γράμματα τέλους τα οποία ξεκινούν ως εξής: «Εδώ σταματά
το ανολοκλήρωτο έργο του Φραντς Κάφκα.
Ο Χάνεκε είναι ένας σκηνοθέτης «που δεν μου
πάει», για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση του συγχωρεμένου του Κουμανταρέα. Όμως
αυτή του η ταινία πολύ μου άρεσε.
Η τρίτη είναι επίσης ρώσικη, του Konstantin Siliverstov, γυρισμένη το 2016, με τον ίδιο τίτλο. Ασπρόμαυρη, κάνει και αυτός την επιλογή
του από το μυθιστόρημα. Η προσθήκη του είναι ένας σαν-κλόουν, με τις
χαρακτηριστικές γκριμάτσες και ένα σκουφάκι με δυο πάνινες μπαλίτσες που
κρέμονται απ’ αυτό δίπλα στα αυτιά του, που εμφανίζεται σαν λάιτ μοτίβ σε
διάφορα σημεία της ταινίας καθώς και στο τέλος. Ίσως τον εννοεί ο Σιλιβέρστοβ
σαν σύμβολο του παράλογου που κυριαρχεί στον «Πύργο».
No comments:
Post a Comment