Book review, movie criticism

Tuesday, July 24, 2018

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου


Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου (μετ. Κλαίτη Σωτηριάδου), Λιβάνης 2004, σελ. 205


  Είναι το κύκνειο άσμα του Μάρκες, ένα βιβλίο που με γεμίζει αναμνήσεις. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που ήθελα να το ξαναδιαβάσω.
  Το διάβασα τότε που εκδόθηκε, ταξιδεύοντας με το αεροπλάνο για Μαδρίτη. Το αγόρασα στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος». Ήταν οι διακοπές των Χριστουγέννων. Βέβαια στις δυόμισι ώρες πτήσης δεν πρόλαβα να το τελειώσω, το τέλειωσα στο ξενοδοχείο.   
  Υπογράμμισα τα πιο ενδιαφέροντα, όπως συνηθίζω πάντα (τώρα που διαβάζω συχνά σε pdf βάζω μια λέξη σε highlight ή σε note αν δεν μου παίρνει το highlight το adobe reader). Ένα απόσπασμα το θυμόμουν πάντα, το χρησιμοποίησα μάλιστα και σαν άλλοθι: «Το σεξ είναι η παρηγοριά που έχει κανείς όταν δεν υπάρχει έρωτας» (σελ. 110).
  Το ξαναδιάβασα τη Δευτέρα το βράδυ (16 Ιούλη) στο πλοίο, κατεβαίνοντας στην Κρήτη. Το ξεκίνησα κατά τις 10 στο μπαρ του πλοίου και το τέλειωσα κατά τις 1.30. Οι σελίδες του ήταν αρκετά αραιογραμμένες, ώστε με το να γίνουν 205 τον αριθμό δικαιολογούσαν τα 15 ευρώ που έδωσα για να το αγοράσω.
  Την πλοκή την είχα ξεχάσει εντελώς. Θυμόμουνα πάντως ότι τα κύρια πρόσωπα ήταν ένας ενενηντάρης και μια δεκατετράχρονη που του την πλασάρισε μια ματρόνα.
  Τώρα που έχω διαβάσει το «Σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών» ξέρω από πού το εμπνεύστηκε. Υπάρχει άλλωστε και σαν μότο στην αρχή του βιβλίου ένα απόσπασμα από αυτό το μυθιστόρημα του Γιασουνάρι Καουαμπάτα:
  «Η γυναίκα που υποδέχτηκε τον Εγκούτσι στο πανδοχείο τον προειδοποίησε ότι δεν επιτρεπόταν να κάνει τίποτα που να μη συμφωνεί με τους κανόνες της αισθητικής. Δεν επιτρεπόταν να βάλει το δάχτυλό του μέσα στο στόμα της κοιμισμένης κοπέλας ή να επιχειρήσει κάτι παρόμοιο».
  Και φυσικά, όπως θυμάμαι, και το όργανό του στο αιδοίο της. Μόνο να τη χαϊδέψει μπορούσε, ενώ αυτή ήταν ναρκωμένη με κάποιο υπνωτικό.
  Ο ενενηντάρης δημοσιογράφος, όπως μας αφηγείται ο ίδιος, γνώρισε μόνο τον πληρωμένο έρωτα. Μάλιστα και σ’ αυτές που δεν ήθελαν να πάρουν χρήματα τους έδινε με το ζόρι. Μας λέει ότι «Με τις πουτάνες δεν μου έμεινε χρόνος για να παντρευτώ».
  Ξαφνικά, για να γιορτάσει τα ενενήντα του χρόνια, του ήλθε η επιθυμία να κάνει σεξ με μια παρθένα. Παίρνει τηλέφωνο μια παλιά μαστροπό με την οποία είχε να επικοινωνήσει 20 χρόνια και της ανακοινώνει την επιθυμία του. Θέτει όμως έναν όρο: να είναι δεκατεσσάρων χρονών (βάζει αυτό τον όρο, υποθέτω, ξέροντας ότι θα δυσκολευόταν η ματρόνα να βρει παρθένα σε μεγαλύτερη ηλικία, και δεν ήθελε να περιμένει). 
  Στο δωμάτιο που θα τη συναντήσει αυτή κοιμάται, όπως έχει συμφωνηθεί. Της έχουν δώσει ένα ελαφρύ υπνωτικό. Δεν θέλει να την ξυπνήσει, περιμένει να ξυπνήσει μόνη της. Όμως στο μεταξύ τον παίρνει τον ίδιο ο ύπνος.
  Στην επόμενη συνάντηση πάλι δεν θα την ξυπνήσει, αλλά θα της ψιθυρίζει στο αυτί της ιστορίες. Το ίδιο και στην επόμενη συνάντηση. Το σεξ πια δεν τον ενδιαφέρει, την έχει ερωτευθεί, πράγμα που φαίνεται από τα άρθρα του στην εφημερίδα, άρθρα που ξεσήκωσαν τον ενθουσιασμό.
  «Παραζαλισμένος από την αμείλικτη ανάμνηση της κοιμισμένης Ντελγαδίνα, άλλαξα, ασυνείδητα, το πνεύμα των κυριακάτικων άρθρων μου. Όποιο κι αν ήταν το θέμα, έγραφα τα άρθρα γι’ αυτή, γελούσα κι έκλαιγα μαζί τους γι’ αυτή και με κάθε λέξη έφευγε η ζωή μου. Αντί για συνηθισμένα σύντομα ειδησεογραφικά άρθρα, άρχισα να τα γράφω σαν ερωτικά γράμματα τα οποία ο καθένας θα μπορούσε να οικειοποιηθεί» (σελ. 105).
  Ένας δολοφονημένος στο σπίτι της ματρόνας θα βάλει τέρμα στις συναντήσεις αυτές. Θα τη χάσει. Θα την αναζητήσει, μάταια όμως.
  Φυσικά στο τέλος θα τη βρει. Τον έχει ερωτευθεί κι αυτή: «-Αχ, θλιμμένε μου δάσκαλε, ευτυχώς που είσαι γέρος αλλά όχι ηλίθιος, είπε η Ρόζα Καμπάρκας, σκασμένη στα γέλια. Αυτό το καημένο πλάσμα έχει ξετρελαθεί μαζί σου» (σελ. 179).
  Καθώς τη βλέπει στολισμένη και βαμμένη να τον περιμένει στο κρεβάτι, είναι σίγουρος πως έχει γίνει πόρνη. Τρελός από τη ζήλεια τα κάνει γης μαδιάμ εκεί μέσα και φεύγει. Η ματρόνα τον κατσαδιάζει και τον βάζει να πληρώσει τα σπασμένα. Αλλά φυσικά, τέλος καλό όλα καλά.
  «Με κοίταξε κατάματα, μέτρησε την αντίδρασή μου σε αυτό που μόλις μου είχε διηγηθεί και μου είπε: “Γι’ αυτό πήγαινε αμέσως να βρεις εκείνο το καημένο πλάσμα ακόμα κι αν είναι αλήθεια αυτό που σου λέει η ζήλια σου, όπως και να ’ναι, γιατί αυτά που έζησες κανείς δεν μπορεί να σου τα πάρει. Αλλά πρόσεξε, χωρίς γεροντικούς ρομαντισμούς. Ξύπνησέ τη, γάμησέ τη μέχρι τ’ αφτιά, μ’ εκείνο το μουλαρίσιο πούτσο που σου χάρισε ο διάβολος για τη δειλία και τη τσιγκουνιά σου. Σοβαρά όμως” συνέχισε από καρδιάς, “κοίτα μην πεθάνεις χωρίς να δοκιμάσεις τι θαύμα είναι να γαμάς από έρωτα» (σελ. 158-159). 
  Το να γαμάς από έρωτα είναι θαύμα, αλλά δεν είναι καθόλου μικρότερο θαύμα να γαμάς στα ενενήντα σου, έστω και χωρίς έρωτα. Αλλά, για να είμαστε ρεαλιστές, αν ισχύει η κρητική παροιμία «μετά τα εβδομήντα σου, ας είσαι κι ευρωπαίος/ σου μένουν μόνο τα ευρώ και χάνεται το πέος», είναι μεγάλο θαύμα να φτάσεις τα ενενήντα και να πηγαίνεις μόνος σου στην τουαλέτα. Ο πατέρας μου τα πέρασε (πέθανε ενενήντα τεσσάρων χρόνων) και μόνο τις τελευταίες σαράντα μέρες ήταν κατάκοιτος. Εγώ δεν το πιστεύω για μένα, απλά θέλω να ελπίζω.  Όμως να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα ακόμη:
  «Από την άλλη πλευρά, πρόκειται για το θρίαμβο της ζωής το ότι η μνήμη των γέρων χάνεται για τα μη απαραίτητα πράγματα αλλά σπάνια λαθεύει για τα όσα στ’ αλήθεια μας ενδιαφέρουν. Ο Κικέρωνας το περιέγραψε με μια μόνο φράση: “Δεν υπάρχει γέρος που να ξεχάσει το σημείο που έχει θάψει το θησαυρό του”» (σελ. 21).
  Το αντέγραψα μήπως και το ξαναδιαβάσω κάποια στιγμή, όταν θα το έχω ξεχάσει. Γιατί δεν είναι κάτι που με ενδιαφέρει.
  «Γύρισα στο σπίτι ενώ με βασάνιζε το διαβολάκι που μας σφυρίζει στο αφτί τις αποστομωτικές απαντήσεις που δεν δώσαμε εγκαίρως» (σελ. 74).
  Και εμένα με έχει βασανίσει κάποιες φορές αυτό το διαβολάκι.
 «Έχω πολύ κακή χημεία με τα ζώα, όπως και με τα παιδιά που δεν έχουν αρχίσει να μιλούν» (σελ. 80).
  Και εγώ το ίδιο, με εξαίρεση τις γάτες.
  «Το μεσημέρι αποσύνδεσα το τηλέφωνο για να καταφύγω στη μουσική μ’ ένα εξαιρετικό πρόγραμμα: τη ραψωδία για κλαρινέτο και ορχήστρα του Βάγκνερ, τη ραψωδία για σαξόφωνο του Ντεμπισί και το κουιντέτο για έγχορδα του Μπρούκνερ, που αποτελεί ένα καταφύγιο της Εδέμ μες στον κατακλυσμό του έργου του» (σελ. 83-84).
  Τέτοιες αναφορές σε μουσικά έργα υπάρχουν αρκετές. Κάποια στιγμή λέω να τα ακούσω.
  «Είναι η γάτα ένας μικρός τίγρης του σαλονιού» (σελ. 125).
  Αυτό το έχει γράψει ο Νερούντα και το αντιγράφει ο Μάρκες.
  Και θυμήθηκα το «τιγράκι», όπως είχα ονομάσει ένα από τα γατάκια μου.
  «Την είδα με τα μάτια θολά από πόθο και την προσκάλεσα να αγκαλιαστούμε γυμνοί. Αυτή, με περιφρόνηση, μου είπε: -Έχετε σκεφτεί τι θα κάνετε αν σας πω ναι;».
  Θυμήθηκα μια ιστορία που αρέσει πολύ στο φίλο μου τον Πρατικάκη. Την παρουσιάζει σαν αληθινή, αλλά μάλλον για να δώσει αληθοφάνεια στο ανέκδοτο.
  Μια παρέα νεαροί Μυρτιανοί βλέπουν κάτι τουρίστριες ξαπλωμένες στην παραλία. -Πάμε να τους κολλήσουμε; Προτείνει ένας. -Κι αν μας πούνε όχι; Τους προσγειώνει ένας άλλος.
  Ναι, θα ρεζιλεύονταν.
  Εξηνταπεντάρηδες πια, βλέπουν πάλι κάποιες νεαρές τουρίστριες στην παραλία. -Πάμε να τους κολλήσουμε; Λέει ένας. -Κι αν μας πούνε ναι; Τους προσγειώνει πάλι ένας άλλος.
  Πάλι υπήρχε κίνδυνος να ρεζιλευτούν.
  «Είναι αδύνατο να μην καταλήξει κανείς να γίνει όπως οι άλλοι πιστεύουν πως είναι» (σελ. 153).
  Αυτό αποδίδεται στον Ιούλιο Καίσαρα και το παραθέτει ο Μάρκες. Είπα να μην το παραθέσω κι εγώ μια και δεν συμφωνώ, αλλά το παρέθεσα για να δηλώσω ότι παραθέτω μόνο ό,τι με βρίσκει σύμφωνο.
  «…σκέφτηκα να παραιτηθώ από τη μοναχική ηδονή να παρακολουθώ τον ύπνο της Ντελγκαδίνα, όχι τόσο λόγω της βεβαιότητας του θανάτου μου όσο για τον πόνο να τη φαντάζομαι χωρίς εμένα στην υπόλοιπη ζωή της» (σελ. 171).
  Οι μαχαραγιάδες είχαν λύσει το πρόβλημα: τις έπαιρναν μαζί τους στον άλλο κόσμο καθώς, σύμφωνα με το έθιμο, οι χήρες καίγονταν στην πυρά. Ευτυχώς που ήλθαν οι Εγγλέζοι και το απαγόρευσαν. Νομίζω και στον «Ανυποψίαστο ανθρωπολόγο» διάβασα κάτι παρόμοιο.   
  Στο μοτίβο της Λολίτας έχω αναφερθεί και άλλες φορές. Και καθώς είμαστε μια φαλλοκρατική κοινωνία, την αντιστροφή του δεν θα τη συναντήσουμε παρά σπάνια (Στα «Σαράντα καράτια» του Μίλτον Κατσέλας, όπου όμως το μοτίβο της Λολίτας είναι κυρίαρχο), ενώ το μοτίβο του Σταχτοπούτου σε σχέση με το μοτίβο της Σταχτοπούτας («Pretty woman») είναι σήμερα κυρίαρχο, κυρίως στην κινηματογραφική μυθοπλασία: «Ο εραστής της Λαίδης Τσάτερλι», «Η παρθένα και ο τσιγγάνος», «Η αρχόντισσα και ο αλήτης», κ.ά.
  Είδα και την ομώνυμη ταινίαMemoria de mis putas tristes», 2011) του Henning Carlsen.
  Μικρό το μυθιστόρημα, το μετέφερε σχεδόν αυτούσιο ο Κάρλσεν, με μικροαλλαγές.
  Εδώ έχω να κάνω μια παρατήρηση σε σχέση με τα όρια της αφήγηση του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, που είναι ο δημοσιογράφος. Μπορεί να αφηγηθεί μόνο ότι του συμβαίνει ή ότι έχει ακούσει. Ο περιορισμός αυτός δεν υπήρξε στην ταινία, παρά το ότι ο σκηνοθέτης μπάζει συχνά τον αφηγητή. Αυτό του επέτρεψε να κάνει πιο πειστικό το «Αυτό το καημένο πλάσμα έχει ξετρελαθεί μαζί σου» που διαβάσαμε στο βιβλίο. Βλέπουμε την Ντελγκαδίνα να τον παρακολουθεί από μακριά με το ποδήλατο. Στο εργαστήριο που δουλεύει με πολλές άλλες κοπέλες ράβοντας κουμπιά, τις ακούει να λένε για το ποια να είναι άραγε η κοπέλα με την οποία είναι ξετρελαμένος ο δημοσιογράφος. Αποκλείεται να είναι από τα μέρη τους, σχολιάζει κάποια. Αυτή, με κατεβασμένο το κεφάλι, δεν βγάζει μιλιά.
  Για πρώτη φορά βλέπω ταινία να συναγωνίζεται το μυθιστόρημα.
  Ξεπέρασα τον ιδεοψυχαναγκασμό μου να παραθέτω τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους. Η αγαπημένη notion αγαπημένης φίλης «perdida de tiempo» με βοήθησε σ’ αυτό. Είναι πράγματι χάσιμο χρόνου να τους αντιγράφω. Εξάλλου νομίζω ότι αυτοί που με διαβάζουν έχουν πεισθεί πια ότι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος κυλάει στις φλέβες μας και ασυνείδητα διεισδύει στα πεζά μας κείμενα-ακόμη και στον προφορικό λόγο.


No comments: