Book review, movie criticism

Thursday, March 31, 2016

Lenny Abrahamson, Room



Lenny Abrahamson, Room (2015)

Το «Δωμάτιο» είναι μια τηλεταινία, μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος της Emma Donoghue που υπογράφει και το σενάριο.
Την Ma την απαγάγει, όταν ήταν δεκαεπτά χρονών, ο «γέρο-Νικ». Την κρατάει φυλακισμένη σε μια αποθήκη. Σε δυο χρόνια θα γεννήσει ένα μωρό, τον Τζακ. Εμείς παρακολουθούμε την ιστορία όταν ο Τζακ είναι πια πέντε χρονών και η Μα έχει κλείσει επτά χρόνια σ’ αυτή τη φυλακή. Κάποτε που προσπάθησε να δραπετεύσει ο γερο-Νικ της στραμπούλιξε το χέρι. Από τότε την πονάει. Μηχανεύεται ένα τρόπο απόδρασης: θα υποκριθούν ότι ο Τζακ είναι άρρωστος και πρέπει να μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Στην τσέπη του έχει βάλει ένα χαρτί όπου γράφει τα της απαγωγής της. Όμως ο γερο-Νικ αρνείται, θα φέρει, λέει, αντιβίωση. Η Μα μηχανεύεται άλλο τρόπο. Θα τυλίξει τον Τζακ σε ένα χαλί. Θα πει ότι έχει πεθάνει. Ο γερο-Νικ θα τον αφήσει κάπου. Στη πρώτη στάση που θα κάνει το φορτηγάκι, ο Τζακ θα ξετυλιχθεί από το χαλί, θα πηδήξει από την καρότσα και θα πει στον πρώτο που θα συναντήσει το όνομά της και για την απαγωγή.
Το σχέδιο πετυχαίνει, όμως η προσαρμογή δεν είναι εύκολη. Οι δημοσιογράφοι κάνουν ανόητες ερωτήσεις, και ο πατέρας είναι δύσκολο να αποδεχθεί έναν εγγονό που είναι προϊόν βιασμού. Και για τη μητέρα είναι δύσκολη αυτή η κατάσταση, και θα οδηγηθεί σε απόπειρα αυτοκτονίας. Η αγάπη του γιου της όμως θα την επαναφέρει ψυχολογικά.
Μεγάλο το δίδαγμα της ταινίας. Ένα παιδί, όποιες και αν είναι οι συνθήκες με τις οποίες έρχεται στον κόσμο, είναι δώρο θεού.

Monday, March 28, 2016

Λαμπρίνα Μαραγκού, Μάτση Χατζηλαζάρου, από την ποίηση στη μύηση



Λαμπρίνα Μαραγκού, Μάτση Χατζηλαζάρου, από την ποίηση στη μύηση, Παπαζήσης 2016, σελ. 89

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Μια διεισδυτική μελέτη πάνω στο έργο και την προσωπικότητα της ποιήτριας

Ποια είναι η Λαμπρίνα Μαραγκού;
Αγαπητή φίλη και συνάδελφος. Διδάκτωρ όπως κι εγώ, διδάσκει σε πειραματικό όπως δίδασκα κι εγώ πριν βγω στη σύνταξη. Της έχω παρουσιάσει ήδη δύο άλλα βιβλία της, το «Η αγάπη φοράει φτερά από μετάξι» και «Πάθος».
Ποια είναι η Μάτση Χατζηλαζάρου;
Είναι μια διπλοτυπία της Λου Σαλομέ, που εμφανίστηκε περίπου μισό αιώνα αργότερα. Διαβάζουμε από το βιβλίο της Μαραγκού:
«Γεννημένη το 1914 στη Θεσσαλονίκη εμφανίστηκε με την πρώτη της συλλογή το Μάη του 1944 (Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης) υπογράφοντας ως Μάτση Ανδρέου. Η θυελλώδης σχέση της με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και ο γάμος της μαζί του (τρίτος για εκείνη), ο έντονος ερωτικός δεσμός της με τον ποιητή Ανδρέα Καμπά, τον Βιλατό και τον Καστοριάδη, υποδεικνύουν μια έντονα παράφορη φύση καθοδηγούμενη από την επιθυμία» (σελ. 10).
Πιο κάτω μας πληροφορεί ότι «Ο εκδοτικός οίκος Ίκαρος περιλαμβάνει όλο το έργο της Μάτσης Χατζηλαζάρου σ’ ένα τόμο με ενδεικτικό χρονικό διάστημα 1944-1985» (σελ. 37).
Για την ποίησή της γράφει:
«Ζωή περιπετειώδης, ιδωμένη μέσα από ένα πρίσμα όπου διαθλώνται όλα τα χρώματα της ερωτικής ίριδος, έντονη, ατέρμονα διεισδυτική με μια ματιά εντελώς προσωπική, πάντα εκτός συμβατικού οραματισμού. Και η κατάργηση του συμβατικού οραματισμού, όσο κι αν αυτό ακούγεται οξύμωρο, απαιτεί όχι απλώς προσανατολισμό προς τον σουρεαλισμό αλλά τον ίδιο τον σουρεαλισμό σαν πρώτη ύλη της ύπαρξης… η Μάτση Χατζηλαζάρου οικοδομεί ένα εντελώς προσωπικό ύφος το οποίο την καθιστά αναγνωρίσιμη και σαφώς μοναδική. Η ένταση, ο χρωματισμός των αισθημάτων, η βαθιά φωνή που δυναμώνει όσο προχωρά το ποίημα, η κραυγή του πάθους είναι κύρια χαρακτηριστικά της δημιουργίας της για όλους εκείνους που επιμένουν να τα εντοπίζουν και να τα αξιολογούν» (σελ. 10-11).
Με διεισδυτική ματιά και οξύ κριτικό πνεύμα η Λαμπρίνα πραγματεύεται το ποιητικό της έργο, κάθε συλλογή της χωριστά, σε θεματικά κεφάλαια που κάθε ένα αναφέρεται και σε μια διαφορετική διάσταση της ποίησής της. «Η μαν(τ)ική τέχνη της ποίησης», «Η εντροπία του έρωτα, σημείο αναδόμησης της αρμονίας», «Μήτρα και σπέρμα: η μορφολογία έρωτα-θανάτου», «Το πένθος-πάθος ως μέσο αυτοπραγμάτωσης» είναι τέσσερα από αυτά. Στο τέλος παραθέτει ένα μακροσκελές ποίημά της, την «Αντίστροφη αφιέρωση». «Πρόκειται», όπως μας λέει η Μαραγκού, «για ένα ιδιάζον ποίημα γραμμένο σε πεζό και έμμετρο λόγο –στην ουσία είναι μια de profundis εξομολόγηση η οποία συμπυκνώνει τον λόγο, τα συναισθήματα, τις μεταβολές των σκέψεων και την αναζήτηση του ιδεατού τόπου όπου όλα συμβαίνουν και όλα καταργούνται συγχρόνως. Ο σπαραγμός του συναισθήματος πάνω σε κάθε λέξη, η μεγαλειώδης ενατένιση του έρωτα και η λακωνική εκφορά του νόστου για ένα ονειρώδη τόπο αλλού, εγκολπώνουν την ψυχική διάσταση της ποιήτριας…» (σελ. 79).
Σταχυολογώ χαρακτηριστικά αποσπάσματα που δείχνουν τη διεισδυτική ματιά της μελετήτριας πάνω στα ποιήματα και την προσωπικότητα της ποιήτριας.
«Η σχέση της Μάτσης Χατζηλαζάρου με τις λέξεις είναι άκρως παθιασμένη. Ολοφύρεται με τις συλλαβές, συμφύεται μαζί με το ανοίκειο που τελικά μετασχηματίζεται σε οικείο, αναγορεύει τον πόθο σε πρωταγωνιστή, δυνάστη, εξουσιαστή μέσα από τις διαδικασίες μιας εσωτερικής επανάστασης την ώρα που οπλίζει τον ερωτισμό με την ανάγκη, την έλξη με το αναπόφευκτο, την επιθυμία με μεταφυσικό εξουθενωτικό βίωμα, την έλλειψη με αγγελτήριο θανάτου» (σελ. 16).
Πριν συνεχίσουμε όμως, να δώσουμε ένα δείγμα της ποιήτριας, από τα αποσπάσματα που παραθέτει η Λαμπρίνα.
  «Την πιο ηδονική αφή την έχει το σταφύλι το πρωί,
σαν είναι δροσερό και σκεπασμένο με κείνη την άχνη
τη λεπτή. Πιάνω την κοιλιά σου, με τα τρία μου δάχτυλα,
και μου γεννιέται πάλι η εικόνα της δροσιάς του αμπελιού» (σελ. 33).
  Και πάλι η Λαμπρίνα:
 «Σκοτάδι, φως, ορμή προς το θάνατο και ορμή προς την έκσταση είναι οι πόλοι της ποίησης της Μάτσης Χατζηλαζάρου, με τη διαφορά πως πόρρω απέχει από τον ρομαντισμό της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, τη μελαγχολική εκείνη εμμονή που στις αποτυχημένες περιπτώσεις καταλήγει σε παθολογία» (σελ. 54).
 Και πάλι η Μάτση:
 «Απόψε πονάω σ’ όλες μου τις απογνώσεις.
Κάνει πολύ κρύο κάτω απ’ τη σκιά
της ζωής μου που γέρασε.
Βαθιές γουλιές οι μελαγχολίες,
είναι πληρωμένοι δολοφόνοι.
Ας οργανωθεί πια η σφαγή
απ’ ό,τι αγαπάω ακόμα» (σελ. 57).
  Και πάλι η Λαμπρίνα:
 «Ο εσωτερικός μονόλογος έχει αποδέκτη τον εραστή που έχει αντικειμενικά χαθεί, αλλά που στην ουσία του είναι διαρκώς παρών, καθώς συντηρείται μέσα από τη νηπενθή ενατένιση μιας και μόνης εμμονής, αυτής της ευτυχίας» (σελ. 62).
 Και πάλι η Μάτση:
 «…σταγόνες δάκρυα, γάλα και σπέρμα,
σταγόνες χυμό, σταγόνες φαρμάκι.
Τόσες σταγόνες που πλανιούνται
μετρημένες για κάθε μοίρα
αδιάκοπα ως τον ουρανό
απ’ τα βάθη της γης και των ωκεανών
ως το αίμα» (σελ. 63).
  Και η Λαμπρίνα καταλήγει:
  «Το αντικείμενο του έρωτα λίγο διαφέρει αν είναι το ίδιο ή αλλάζει διαρκώς, καθώς το πρόσωπο γίνεται μάσκα που αλλάζει, μάσκα από υδάτινη ονειρική ύλη, από αστερόσκονη, από σιωπή… Στο τέλος εκριζώνεται από την ίδια την ένταση του πάθους, απομονώνεται από το σβώλο της γης που μέσα του έχει θρέψει τον σπόρο του έρωτα, για να ξαναφυτευτεί με ελευσινιακή κατάνυξη σε καινούριο πηχτό χώμα» (σελ. 80).
  Δεν μπορώ να μη σχολιάσω:
  Λαμπρίνα μου, δίνεις το τέλειο άλλοθι για το κεράτωμα.
  Όμως τελικά έτσι είναι τα πράγματα.
  Υπέροχη η Λαμπρίνα, υπέροχη η Χατζηλαζάρου, συνιστώ ανεπιφύλακτα το βιβλίο.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Sunday, March 27, 2016

Έφη Βενιανάκη, Σε ακανόνιστο ρεύμα



Έφη Βενιανάκη, Σε ακανόνιστο ρεύμα, Ψυχογιός 2016, σελ. 2012

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

  Συγκινητικό σαν ιστορία, επινοητικό σαν πλοκή, μαγευτικό σαν γλώσσα, το καινούριο μυθιστόρημα της Έφης Βενιανάκη που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
  Συγκινητικό:
  Αναφέρεται στην θλιβερή ιστορία μιας κοπέλας που οδηγήθηκε στην αυτοκτονία. Εγκατάλειψη από τον πατέρα στα δεκατρία της χρόνια, κατάθλιψη στα εφηβικά με απόπειρες αυτοκτονίας και νοσηλείας, ένα ατύχημα στο πόδι που της στοίχισε την καριέρα της ως ταλαντούχα χορεύτρια και επέσπευσε το τέλος μιας σχέσης που έτσι κι αλλιώς ήταν υπό προθεσμία, το κύλισμα στο βούρκο των στριπτιζάδικων με την τελική ψυχολογική συντριβή.
  Επινοητικό σαν πλοκή:
  Την πτώση της από το μπαλκόνι τη βλέπει μια κοπέλα που περνάει την κατάθλιψη της εγκατάλειψης. Την ακολουθεί στο νοσοκομείο, της κάνει παρέα ενώ βρίσκεται σε κόμμα, της μιλάει, της πιάνει το χέρι, την ενθαρρύνει. Και παρακολουθούμε διαδοχικά το λόγο των δύο κοριτσιών, της Ανθής που έκανε την απόπειρα και της Μαρίας που υπήρξε μάρτυράς της, ένας λόγος που ενώ έχει αποδέκτη το άλλο πρόσωπο, σε μεγάλο βαθμό είναι και εσωτερικός μονόλογος, συγκροτημένος όμως και όχι όπως ο διαταραγμένος συντακτικά και συνειρμικά «χείμαρρος συνείδησης». Εξαίρεση αποτελεί μια μακροσκελής περίοδος όπου συναντάς τελεία μετά από σχεδόν μια σελίδα (σελ. 137-138).
  Μαγευτικό σαν γλώσσα:
  Η γλώσσα είναι αρκετά ποιητική, ένα χαρακτηριστικό που παρατηρούμε συχνά στη γυναικεία γραφή. Μάλιστα υπάρχουν εμβόλιμες παράγραφοι με διαφορετική γραμματοσειρά, συχνά ιδιαίτερα ποιητικοί. Παραθέτουμε δειγματικά μια μικρή.
  «Ίσως φταίγαν τα στεφάνια του κλήδονα που πηδούσα από μικρή-
βουβή μάγισσα θερινού ηλιοστασίου-
φλεγόμενη σε αναθυμιάσεις πεθαμένων λουλουδιών – προέβλεπα τα μελλούμενα στις νωπές στάχτες –
Πάσχω από την Ιερή Νόσο. Μελαγχολία τ’ όνομά της» (σελ. 171). 
  Αλλά δεν είναι μόνο η ποιητικότητα της γλώσσας ως λυρισμός, ως ξεχείλισμα αισθημάτων. Για δεύτερη φορά ανιχνεύω ένα μετρικό κυματισμό σε αρκετές προτάσεις και φράσεις, σε όλα τα μέτρα της παραδοσιακής μας ποίησης (η πρώτη ήταν στην «Πολυφίλητη» του Νίκου Ψιλάκη). Ενδεικτικά παραθέτω:
  «Ούτε ένα αυγό δεν υπήρχε, γαμώ τη ζωή μου» (ανάπαιστος, σελ. 17).
  «Μη μου λες να μη φωνάζω. Όπως θέλω θα μιλάω και θα λέω ό,τι θέλω» (τροχαίος, σελ. 54).
  «Κάτι δακρύζει στα χείλη μου (δάχτυλος, σελ. 90).
  «και βγαίνω στο δρόμο» (αμφίβραχυς, σελ. 134).
 Και βέβαια έχουμε και τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, τον οποίο ανιχνεύω υποσυνείδητα σε κάθε κείμενο που διαβάζω, ακόμη και σε δικά μου κείμενα, όπως στην τελευταία μου ανάρτηση για τον «Armadale» του Wilkie Collins. Τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους τους παραθέτω κάθε φορά στο τέλος.
  Μόλις άκουσα σε ένα βίντεο στο youtube  που μου έστειλε μια φίλη ότι ένας τρόπος για να μειώσεις τις αρνητικές συνέπειες του στρες είναι να προσφέρεις στον συνάνθρωπό σου. Η Μαρία, παραστεκόμενη στην Ανθή (κάθε μέρα βρίσκεται δίπλα στο κρεβάτι της στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται σε κώμα), «ακούγοντας», ποιητική αδεία, την εξομολόγησή της, βοηθιέται να ξεπεράσει τη δική της κατάθλιψη, κατάθλιψη που της προκάλεσε η εγκατάλειψη από το φίλο της.  Διαβάζουμε:
  «Εσύ, Ανθή, κατάφερες να καταρρίψεις τις άμυνές μου, να ξαναβρώ το κορίτσι που είχα αφήσει πίσω μου. Διαχειρίζομαι πιο ώριμα τα συναισθήματά μου, αλλά ταυτόχρονα με παρακολουθώ ψυχρά. Σαν να συνομιλώ με το άρρωστο κομμάτι του εαυτού μου, να επικοινωνώ με το υποσυνείδητό μου μ’ ένα θεαματικό τρόπο» (σελ. 131).
  Και η Ανθή,
  «Μην επιτρέψετε να σας τσακίσουν. Μια περαστική κρίση είναι αυτό που βιώνετε. Μην παραμείνετε στην παθητική κατάσταση. Μη χάσετε την κοινωνική και πνευματική σας ελευθερία. Δεν είστε ιδιοκτησία κανενός. Ξυπνήστε, κορίτσια, δουλέψτε με τον εαυτό σας» (σελ. 143), συμβουλεύει φεύγοντας από την ψυχιατρική κλινική. Τώρα, τι ήταν αυτό που στράβωσε μετά και την έκανε να φουντάρει από το μπαλκόνι;
  Και κάποια αποσπάσματα ακόμη:
  «Αλήθεια, την είδες την ταινία Οι ζωές των άλλων;» (σελ. 32).
  Εγώ την είδα.
  «Βρεθήκαμε τυχαία σ’ ένα κινηματογράφο, μόνη αυτή, μόνη και εγώ, μας ένωσε Η πηγή της ζωής του Αρονόφσκι» (σελ. 77).
  Αυτή δεν την είδα, αλλά λέω να τη δω, αφού τόσο άρεσε στη Μαρία.
  «Χθες είδα (γράφει η Μαρία) τα 21 γραμμάρια για τρίτη φορά στο βίντεο» (σελ. 131-132).
  Κι αυτή την είδα, και ίσως την ξαναδώ.
  «Χωρίσαμε γιατί νόμιζε ότι είμαι “εύκολη”» ( σελ. 175).
  Την «Easy A» την είδε άραγε η Μαρία;   
«Δεν είμαι τρελή, ρε μαλάκες. Η γαμημένη μας ζωή φταίει» (σελ. 127).
  Είναι πεποίθησή μου από παλιά ότι τα προβλήματα δεν είναι ψυχολογικά, είναι πραγματικά, απλά κάποιοι έχουν λιγότερες αντοχές, για διάφορους λόγους. Αν δεν είχαν προβλήματα, τα πράγματα θα ήσαν μια χαρά.
  Εξαιρετικό, ευχάριστο, διδακτικό το βιβλίο της Βενιανάκη. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα.
  Και οι δεκαπεντασύλλαβοι:
Πιστοί από όλο το νησί κατέφταναν στην πόλη (σελ. 25)
Τοποθετούσε αδέξια τα φρούτα στη σακούλα (σελ. 38)
Δεν της ζητούσε να τη δει έξω από τη δουλειά του (σελ. 57)
Ή χειροποίητο λικέρ τις μουσαφίρισσές της (σελ. 119)
Γι’ αυτό φρόντιζα μόνη μου για την εμφάνισή μου (σελ. 123)
Τα χάπια της με κοίταζαν σαν ρημαγμένα μάτια (σελ. 124)
Τον αγκαλιάζω εγκάρδια με παγωμένα χέρια (σελ. 158)
Υπέγραφα αυτόγραφα με κόκκινο μελάνι (σελ. 168)
Το άρωμα με ταξίδεψε σ’ αυτά που αφήνω πίσω (σελ. 177)
Θα βρεις το Φιατάκι μου σαν πεταμένη γλάστρα (σελ. 194)
Το χιόνι μάς συντρόφευε στη φωταγωγημένη… (σελ. 194)
Εντάχθηκα στο πρόγραμμα του μαγαζιού με όρους (σελ. 204)
…χριστεί αυτόπτες μάρτυρες της εξαφάνισής μου (σελ. 207)

Ομιλία για το στρες

Από το youtube

Saturday, March 26, 2016

Wilkie Collins, Αρμαντέιλ



Wilkie Collins, Αρμαντέιλ (μετ. Σάντυ Παπαϊωάννου), Gutenberg 2012, σελ. 1214

  Ο φίλος μου ο Πολ, όπως είναι γνωστός ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, και που στο αρχείο-ατζέντα μου, δίπλα στο όνομά του έχω γράψει σε παρένθεση «ο συνομιλητής» για να τον ξεχωρίσω από τον άλλο φίλο μου, τον «σύντροφο» Γιώργο Παπαδάκη και παλιό συγκάτοικο στα χρόνια της μεταπολίτευσης, μου το σύστησε με θέρμη.
Γιατί «συνομιλητής»;
Βρεθήκαμε πριν 12 χρόνια στο ίδιο πάνελ, παρουσιάζοντας το βιβλίο του Σταμάτη Δανά «Στα μονοπάτια του ανέφικτου». Από τότε γίναμε φίλοι.
Ο άλλος φίλος, ο Μανόλης Πρατικάκης, προσφέρθηκε να μου το δανείσει. Ποτέ δεν δανείζομαι βιβλία, γιατί για να γράψω γι’ αυτά πρέπει να τα στραπατσάρω. Κάνω υπογραμμίσεις και τσακίζω τις σχετικές σελίδες για να ανατρέξω κατόπιν σ’ αυτές όταν είναι να γράψω τη βιβλιοκριτική μου.
Ο Μανόλης λέει ότι δεν τον πειράζει.
Εν τάξει τότε, να το πάρω.
Δεν μου αρέσουν τα ογκώδη βιβλία, με αποθαρρύνουν. Όμως ο Wilkie Collins είναι κλασικός, και υπάρχουν κλασικοί τους οποίους δεν έχω διαβάσει ακόμη. Ένας απ’ αυτούς είναι και ο Κόλινς.
Να μην λέω ψέματα, το βιβλίο του «Η γυναίκα με τα άσπρα» το διάβασα στα Κλασικά Εικονογραφημένα, όταν ήμουν μαθητής.
Πριν ξεκινήσω με το βιβλίο θα μιλήσω πάλι για ζητήματα πρόσληψης και γούστου, σε σημείο «να γίνομαι κουραστικός σε όσους με διαβάζουν» (τον δεκαπεντασύλλαβο τον συνειδητοποιώ ξαναδιαβάζοντας για διορθώσεις).
Το γούστο δεν έχει να κάνει μόνο με κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο, είναι και ειδολογικό. Δεν μου αρέσουν τα έργα με αστυνομική πλοκή. Θυμάμαι με τι προσπάθεια διάβασα το «Σκάνδαλο του πατρός Μπράουν» του Chesterton. Κορυφαίος άγγλος συγγραφέας, είχα ακούσει το όνομά του, αλλά ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι ο πατήρ Μπράουν θα ήταν κάτι σαν τον Ντετέκτιβ Χ της Μάσκας, που εγώ δεν τον διάβαζα πιτσιρικάς, προτιμούσα τον Γερόλυκο και το Γεράκι, τα καουμπόικα. Επίσης δεν μου αρέσουν τα θρίλερ. Δεν σκοπεύω να ξαναδώ Χίτσκοκ (τον έβλεπα στα φοιτητικά μου χρόνια), και ας είναι κορυφαίος.
Σε ένα κείμενό μου για τον Σολωμό απέδωσα ως μια αιτία για το ανολοκλήρωτο του έργου του το ότι γράφει μια εποχή που η ποίηση κάνει μια στροφή, και από αφηγηματική γίνεται λυρική. Αυτό έχει ως συνέπεια ο Σολωμός να μην ενδιαφέρεται να γράψει αφηγηματικούς στίχους παρά μόνο λυρικούς, πάνω σε αφηγηματικούς όμως κόμβους. Ο Κορνάρος δεν είχε τέτοιους ενδοιασμούς, όμως ο Μαμαγκάκης επέλεξε δυο από τα κορυφαία λυρικά σημεία του έργου του για να τα μελοποιήσει, το «Τραγούδι της Αρετούσας» και το «Θρήνο της Αρετούσας», από τα πιο αγαπημένα μου κομμάτια που τα έχω ακούσει άπειρες φορές, κυρίως στα ταξίδια μου στο πρόγραμμα της Εξομοίωσης (μαθήματα στους δασκάλους απόφοιτους παιδαγωγικών ακαδημιών για απόκτηση βεβαίωσης τετραετούς φοίτησης). Με ανάλογο τρόπο και εγώ ως αναγνώστης σε ένα έργο ξεχωρίζω υφολογικές ή άλλες «νησίδες», σημεία δηλαδή που με εντυπωσιάζουν και τα υπογραμμίζω, και αυτά κυρίως καθορίζουν αν θα μου αρέσει ένα έργο ή όχι.
Ξεκινώντας τον «Αρμαντέιλ» δεν ενθουσιάστηκα καθόλου. Έβλεπα μια συναρπαστική αστυνομική ιστορία με ελάχιστες τέτοιες «νησίδες». Μετά όμως τις πρώτες διακόσιες σελίδες οι νησίδες αυτές άρχισαν σιγά σιγά να πληθαίνουν, για να μειωθούν πάλι αισθητά στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.
Εκτός από τις μικρο-νησίδες (σατιρικά και χιουμοριστικά αποσπάσματα, μεταφορές, διακείμενα κ.λπ.) υπάρχουν και οι μεγα-νησίδες, σελίδες δηλαδή με μια λογοτεχνική αυτοτέλεια που εντυπωσιάζουν. Τέτοιες είναι οι σελίδες στις οποίες ο συγγραφέας αφηγείται με λεπτό χιούμορ, που εξάλλου είναι άφθονο, κυρίως σατιρικό, σε όλο το έργο, το φλερτ ανάμεσα στον Αρμαντέηλ και τη δεσποινίδα Μιλρόι, σελίδες που τις θεωρώ αντάξιες ενός Σταντάλ (παρεμπιπτόντως, η εμμονή του πατέρα της με την κατασκευή ενός πολύπλοκου ρολογιού μου θύμισε την εμμονή του θείου Τόμπι με τα οχυρωματικά έργα, εκατό χρόνια πριν, στον «Tristram Shandy» του Στερν).
Έχω ξαναγράψει – πάλι - ότι αρκετά από αυτά που γράφει ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» του για την τραγωδία ισχύουν γενικότερα στην αφήγηση, τουλάχιστον σε πάρα πολλά αφηγηματικά έργα. Τραγικούς ήρωες δεν θα δούμε μόνο στην τραγωδία, αλλά και σε μυθιστορήματα και κινηματογραφικά έργα. Η Λύντια είναι μια γνήσια τραγική ηρωίδα. Δυστυχισμένα παιδικά χρόνια, ένας άθλιος σύζυγος που θα την οδηγήσει μάλιστα σε απόπειρα αυτοκτονίας, θα σκληρύνουν το χαρακτήρα της και θα διαπράξει την «αμαρτία» του τραγικού ήρωα: για να ξεφύγει από τη φτώχεια θα καταφύγει σε μια συνομωσία, η οποία θα ολοκληρωνόταν με ένα φόνο. Αυτό θα της έδινε ένα ισόβιο εισόδημα, αρκετά μεγάλο ώστε να της διώξει την έγνοια για την επιβίωση για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Όμως ο έρωτας θα την εξαγνίσει, και κυρίως η αυτοκτονία της στο τέλος, που μας κάνει να νοιώσουμε γι’ αυτήν τον «έλεο» που νοιώθουμε και για τους τραγικούς ήρωες. Και φυσικά ο φόνος δεν θα διαπραχθεί.
Να πούμε εδώ ότι οι τραγικοί ήρωες είναι δύο ειδών: ο τραγικός ήρωας που υποφέρει χωρίς να του πρέπει (Αντιγόνη) και ο τραγικός ήρωας που υποφέρει «δι’ αμαρτίαν τινά» (Κρέοντας). Προϋπόθεση όμως για να νοιώσουμε τον έλεο για τον δεύτερο τύπο τραγικού ήρωα στον οποίο ανήκει και η Λύντια είναι η συνειδητοποίηση του σφάλματος και η μετάνοια.
Την πλοκή του έργου πιστεύω ότι ο Κόλινς την εμπνεύστηκε από ένα πραγματικό περιστατικό. Μια γυναίκα ισχυρίστηκε ότι είναι χήρα κάποιου για να του κληρονομήσει την περιουσία. Όμως η απάτη αποκαλύφτηκε γιατί ο υποτιθέμενος άντρας της τελικά ήταν ζωντανός. Αυτή η ιστορία ενέπνευσε στη Λύντια το δικό της σχέδιο.
Ο Κόλινς βάζει τους δυο κύριους ήρωες να φέρουν το ίδιο όνομα, αν και ο ένας απ’ αυτούς, ο φτωχός, παρουσιάζεται με ψευδώνυμο. Πώς έγινε αυτό; Με μια απίστευτη επινόηση, περίπλοκη για να την πούμε εδώ. Η Λύντια θέλει να παντρευτεί τον πλούσιο. Τελικά παντρεύεται τον φτωχό, με το πραγματικό του όνομα. Δεν φανταζόταν όμως ότι θα τον ερωτευόταν. Βέβαια πρέπει να σκοτώσει τον πλούσιο και να αρνηθεί τον τωρινό της σύζυγο, πράγμα ίσως όχι δύσκολο αφού μόνο αυτή ξέρει το πραγματικό του όνομα.
Συναρπαστική πλοκή, άφθονο σασπένς, προσημάνσεις και ανατροπές, μπορείτε να διαβάσετε στο σύνδεσμο της βικιπαίδειας την περίληψη του έργου. Εγώ, επειδή ήδη κοντεύω να συμπληρώσω και τη δεύτερη σελίδα, θα προχωρήσω στην παράθεση κάποιων αποσπασμάτων.
«Αν θέλεις να κάνεις ένα πιάτο με ψέματα εύπεπτο, πρέπει να το γαρνίρεις πάντοτε με λίγη αλήθεια» (σελ. 382).
Μου φαίνεται πως πρέπει να παραθέτω συστηματικά τις αποφθεγματικές φράσεις που συναντώ στα διαβάσματά μου, στο τέλος θα μπορούσαν να βγουν σε βιβλίο.
«-Όταν λέτε όχι σε μια γυναίκα, κύριε… πάντοτε θα το λέτε μονολεκτικά. Αν της δώσετε εξηγήσεις, εκείνη θα πιστεύει πάντα πως εννοείτε ναι» (σελ. 654-655).
Χρήσιμη συμβουλή.
«Έχω ακούσει πολλές φορές πως οι γυναίκες των συγγραφέων είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος δυστυχισμένες γυναίκες» (σελ. 983).
Καλά να πάθουν. Ποιος τους είπε να παντρευτούν συγγραφέα;
«…πρόκειται για τον συνηθισμένο αντικειμενικό σκοπό των δικηγόρων, τον σχηματισμό ενός μακροσκελούς λογαριασμού» (σελ. 1077).
Όχι, ο φίλος μου ο Θόδωρας δεν ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία.  
Η μετάφραση είναι πολύ καλή, υπάρχει όμως ένα μεταφραστικό ατόπημα: το Eleanor η μεταφράστρια το αποδίδει ως Ελεάνορ. Μα καλά, δεν άκουσε ποτέ το «Έλινορ Ρίγκμπι» των Beatles

Ξέχασα να το γράψω, θα το κολλήσω εδώ: η αφήγηση εναλλάσσεται σε τριτοπρόσωπη, σε επιστολική και σε ημερολογιακή καταγραφή, αξιοποιώντας έτσι ο συγγραφέας τα πλεονεκτήματα που διαθέτει το κάθε είδος, χρησιμοποιώντας τα εκεί όπου ελαχιστοποιούνται τα μειονεκτήματά τους.  
Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι:
Χυδαία ευχαρίστηση στη μυστική δουλειά της (σελ. 565)
Κουραστικό και μάταιο, εδώ και πολλά χρόνια (σελ. 918)
Ακούγοντας μιαν άμαξα να σταματά στην πόρτα (σελ. 1077-1078)