Book review, movie criticism

Showing posts with label Κατωχωρίτικες ιστορίες. Show all posts
Showing posts with label Κατωχωρίτικες ιστορίες. Show all posts

Thursday, May 23, 2013

Κατωχωρίτικες ιστορίες, 32η ιστορία, Τρεις φόνοι



Κατωχωρίτικες ιστορίες, 32η ιστορία, Τρεις φόνοι

  Η ιστορία δεν είναι εντελώς κατωχωρίτικη, αλλά την άκουσα στο Κάτω Χωριό, στην πλατεία. Μου την είπε ένας κεντριανός, ο Γιώργης ο Χατζάκης. Για την ακρίβεια πρόκειται για τρεις σύντομες ιστορίες που έχουν να κάνουν με τον παππού του, του οποίου μάλιστα πήρε και το όνομα.
  Υπάρχει ένα κοινό νήμα σ’ αυτές τις ιστορίες. Ο φόνος. Ναι, ο παππούς του σκότωσε τρεις ανθρώπους.
  Σας φαντάζομαι να ανατριχιάζετε. Όμως επίσης φαντάζομαι να σας μειώνεται η ανατριχίλα όταν ακούσετε ποιους σκότωσε.
  Σκότωσε τρεις τούρκους.
  Καλά, και γιατί τους σκότωσε;
  Ο λόγος που γράφω αυτές τις τρεις μικρούλες ιστορίες είναι για να μην ξεχάσουμε τι σημαίνει να είσαι υπόδουλος σε κατακτητή, και πόσο μεγάλο δώρο είναι η λευτεριά που έχουμε σήμερα, και την οποία βέβαια πλήρωσαν οι προπάπποι μας με το αίμα τους.
  Ο πρώτος φόνος:
  Πηγαίνει ο Γιώργης στη βρύση να γεμίσει το σταμνί του. Ένας τούρκος έρχεται να γεμίσει κι αυτός το δικό του. Δεν μπορεί να περιμένει, δίνει μια κλωτσιά στο σταμνί του Γιώργη και το σπάζει, και βάζει στη θέση του το δικό του.
  Το Κεντρί είναι τουρκοχώρι, με διπλάσιους μουσουλμάνους από τους χριστιανούς, και ο τούρκος αυτός έχει επί πλέον τον αέρα του κατακτητή. Όμως λογάριασε χωρίς τον ξενοδόχο. Ο Γιώργης τον αρπάζει από το κεφάλι και του στρουφίζει το λαιμό. Ο τούρκος έπεσε κάτω άψυχος.
  Ο δεύτερος φόνος:
  Ο Γιώργης πηγαίνει να βγάλει νερό από κάποιο πηγάδι για να πιει με το γεράνι. Βυθίζει τον κουβά στον πάτο του πηγαδιού και τον γεμίζει νερό. Τον σέρνει σιγά σιγά προς την επιφάνεια, όμως ένας τούρκος έχει πλησιάσει στο μεταξύ. Όχι, δεν θέλει νερό όπως ο προηγούμενος, απλά θέλει να πειράξει τον χριστιανό. Τραβάει το μαχαίρι του και πριν προλάβει ο Γιώργης να τον εμποδίσει κόβει το σκοινί. Ο κουβάς πέφτει με πάταγο στο βάθος του πηγαδιού. Μετά τον κουβά όμως έρχεται η σειρά του τούρκου να πέσει στο πηγάδι.
  Για τον τρίτο φόνο έχω κάποιες αντιρρήσεις.
  Ο Γιώργης είναι φτωχός, η γυναίκα του λεχώνα, και σκέφτηκε να την ταΐση με καμιά πέρδικα. Δεν είναι εποχή του κυνηγιού, αλλά δεν είναι δα ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που θα παραβιάσει τον απαγόρευση. Τον τσακώνει όμως ο αγροφύλακας. Του εξηγεί το λόγο που βγήκε να κυνηγήσει, και όπως ήταν φυσικό δεν τον έπεισε, όπως δεν πείσθηκα κι εγώ, ούτε φαντάζομαι και ο Γιώργης όταν του είπαν την ιστορία. Του ζήτησε λοιπόν να τον ακολουθήσει για να τον πάει αυτόφωρο.
  Πάει κι αυτός.
  Ο λόγος που τον σκότωσε είναι πιο πειστικός από το λόγο που βγήκε να κυνηγήσει: του χρωστούσε κουκιά. Ο αγροφύλακας αυτός παλιά εκτελούσε χρέη μουλτεζίμη, δηλαδή φοροεισπράκτορα. Οι μουλτεζίμηδες αυτοί συχνά αυθαιρετούσαν, και ο συγκεκριμένος κάποτε είχε εισπράξει πολύ περισσότερο φόρο από ότι έπρεπε, προφανώς για να κατακρατήσει το πλεόνασμα για τον εαυτό του. Το πλήρωσε με τη ζωή του.
  Πριν λίγους μήνες είδα ένα ντοκιμαντέρ για τους οικονομικούς δολοφόνους, βασισμένο σε ένα βιβλίο. Σ’ αυτό μιλούσε ο συγγραφέας του. Οι αμερικανοί έστελναν απεσταλμένους στους αρχηγούς κρατών, κυρίως της Λατινικής Αμερικής, με τις προτάσεις τους για το πώς να χειριστούν κάποια θέματα. Αν αρνιόντουσαν, σειρά είχαν οι δολοφόνοι. Τρεις πρόεδροι λατινοαμερικάνικων χωρών σκοτώθηκαν από πτώση αεροπλάνου, τα αίτια της οποίας και στις τρεις περιπτώσεις έμειναν αδιευκρίνιστα. Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά την αφήγηση του οικονομικού αυτού δολοφόνου στη χήρα του ενός, πόσο στενοχωρήθηκε που δεν κατάφερε να τον πείσει, γιατί ήξερε ότι μετά από αυτόν θα ακολουθούσαν οι δολοφόνοι.
  Οι τούρκοι, μου είπε ο πατέρας μου, έκαναν κάτι ανάλογο. Αν σε κάποιον τούρκο άρεσε το χωράφι σου, σου έστελνε έναν απεσταλμένο που κρατούσε ένα φάκελο. Στον φάκελο μέσα υπήρχε ένα γράμμα με την προσφορά του και μια σφαίρα. Είχες να επιλέξεις ή να δεχθείς την προσφορά ή να ρισκάρεις τη ζωή σου.
  Δεν ήταν όλοι οι τούρκοι καθάρματα ούτε και όλοι οι χριστιανοί άγγελοι.
  Την ιστορία την άκουσα από την ξαδέλφη μου τη Μαρίκα χθες. Αλλά να μην τα γράφω από την αρχή, να κάνω μια αντιγραφή και επικόλληση από άλλη ανάρτηση, την 20η ιστορία «Του τάφου» που έχει τίτλο «Το φάντασμα του πατέρα μου».
  «Η γιαγιά μου η Ψαρουδάκαινα ήταν αρχοντομαθημένη. Στην Επισκοπή δεν υπήρχε βρύση, οι γυναίκες ανέσυρναν νερό από ένα πηγάδι. Αυτό δεν της άρεσε καθόλου και άρχισε να μουρμουράει τον παππού μου τον Χαραλάμπη να πάνε να καθίσουνε στο Κάτω Χωριό που είχε βρύση. Κάποια στιγμή ο παππούς μου δεν άντεξε τη μουρμούρα της και υποχώρησε. Αγόρασε ένα σπίτι που το είχε ένας τούρκος, ο Μπιλάλης· ο οποίος, όπως έμαθα, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών αρρώστησε από τη στενοχώρια του και πέθανε στο πλοίο που τον μετέφερε στη Μικρά Ασία».
  Και τώρα η ιστορία που μου είπε η ξαδέλφη μου.
  Κάποιοι κατωχωρίτες τρύπησαν το δώμα του σπιτιού του Μπιλάλη (ήταν χωματοταράτσα, στο βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά» γράφω σχετικά για τον τρόπο κατασκευής της) και του έκλεψαν όλο το λάδι που είχε στα πιθάρια. Ήταν τόση η αγανάκτησή του, που όταν αποφάσισε να πουλήσει το σπίτι, είπε «Δεν το πουλάω σε κανένα κερατά κατωχωρίτη». Το πούλησε στον παππού μου που ήταν από την Επισκοπή.
  Το Κάτω Χωριό δεν ήταν τουρκοχώρι, οι μουσουλμάνοι ήταν ελάχιστοι, και είμαι σχεδόν σίγουρος ότι τη δουλειά την έκαναν οι χριστιανοί. Και δεν το έκαναν, είμαι γι’ αυτό πιο σίγουρος, για να εκδικηθούν στο πρόσωπο του Μπιλάλη την τουρκιά, αλλά για να καρπωθούν το λάδι.

Monday, May 20, 2013

Κατωχωρίτικες ιστορίες, 31η ιστορία, Και πάλι οι ρακές

Κατωχωρίτικες ιστορίες, 31η ιστορία, Και πάλι οι ρακές

  Απόψε έκανα επίσκεψη στον ξάδελφό μου τον Κωστή τον Κοντοπόδη, στο Κεντρί. Η ξαδέλφη μου η Πόπη έφερε τη ρακή και τους μεζέδες, και εμείς λέγαμε ιστορίες πίνοντας. Όσο λέγαμε πίναμε και όσο πίναμε λέγαμε, σε μια διαδικασία που στη φυσική λέγεται θετική ανάδραση.
  Κάποια στιγμή άρχισα να ανησυχώ. Κι αν στην επιστροφή στο Κάτω Χωριό με πιάσουν για αλκοτέστ, τι γίνεται; Ο Κωστής προθυμοποιήθηκε να μου υποδείξει μια διαδρομή από όπου δεν θα με έπιαναν: να πάω από το δρόμο του Καπιστριού και να στρίψω μετά στο δρόμο που διασχίζει τα θερμοκήπια και βγάζει στη σιδερένια καμάρα, δυο χιλιόμετρα από το χωριό. Εγώ όμως προτίμησα να το ρισκάρω. Μπορεί να ήταν Κυριακή, όμως δεν ήταν καμιά γιορτή για να τη στήσει η τροχαία στα περάσματα. Και πράγματι έφτασα χωρίς κανένα απρόοπτο στο χωριό. Μόνο κάτι σκυλιά με γάβγισαν στο μονοπάτι που στρίβω για το σπίτι (το αμάξι το αφήνω στο δρόμο, στο σπίτι πάω με τα πόδια), αλλά αυτά με γαβγίζουν πάντα, είτε έχω πιει είτε όχι, είτε είναι μέρα είτε είναι νύχτα. Πρόκειται για δυο ηλίθια σκυλιά, σε αντίθεση με ένα τρίτο, που βρίσκεται και αυτό στο ίδιο περιβόλι, που όμως έχει καταλάβει πως είμαι γείτονας, ακίνδυνος δηλαδή, και δεν με γαβγίζει ποτέ.
  Είπα τις ιστορίες που ανάρτησα στο blog μου τώρα το Πάσχα στον Κωστή, μου είπε κι αυτός κάμποσες δικές του. Ανάμεσα στις ιστορίες που μου είπε, δυο είχαν να κάνουν με ρακές. Δεν είναι ακριβώς κατωχωρίτικες, είναι κεντριανές, αλλά είπα να τις ενσωματώσω κι αυτές στις κατωχωρίτικες, για δυο λόγους: πρώτον γιατί έχω ήδη γράψει μερικές ιστορίες με ρακές και αξίζει να κάνω μια μεγάλη υποενότητα με θέμα τη ρακή, και δεύτερον επειδή το Κεντρί είναι το χωριό της μητέρας μου. Βέβαια θα μπορούσα να τοποθετήσω αυτές τις ιστορίες στο Κάτω Χωριό, όμως δεν μου αρέσει να λέω ψέματα. Είμαι τόσο φιλαλήθης που ακόμη και το αλκοτέστ για μένα θα ήταν περιττό: Ναι, ήπια, ψέματα θα πω;
  Ο Ηλίας ο Χατζάκης είναι καφετζής. Αγοράζει ρακή από τον αδελφό του. Μια μέρα ο αδελφός του τού κουβαλάει δυο νταμιτζάνες, τις πληρώνεται και φεύγει.
  Όμως κάτι ξέχασαν και οι δυο. Δεν έχει προλάβει να κατέβει την κατηφόρα ο αδελφός του και γυρνάει πίσω, ενώ ο Ηλίας τρέχει να τον προλάβει. Τον προλαβαίνει όμως ο αδελφός του:
  -Κοίτα, μη βάλεις νερό στη ρακή, έχω βάλει εγώ.
  Αυτό ακριβώς ήθελε να τον ρωτήσει ο Ηλίας, αν έβαλε νερό στη ρακή για να μη βάλει κι εκείνος, γιατί θα γίνει πολύ νερουλή και άντε μετά να κάνεις καλά τους πελάτες.
  Και η δεύτερη ιστορία.
  Στα καζανίσματα ο κανανάρης έχει συνήθως επισκέπτες. Δοκιμάζουν τη ρακή, τρώνε τα μεζεδάκια τους, και ανάλογα με το βαθμό της ευθυμίας εν τη οποία διατελούν τραγουδάνε, χορεύουν, ή απλώς λένε αστείες ιστορίες.
  Ο Κωστής είναι καζανάρης, αλλά αυτό συνέβη σε άλλο καζανάρη. Έχει επισκέπτες δυο κινέζους. Δοκιμάζουν τη ρακή, δυνατή η ρακή, φαίνονται ευχαριστημένοι, όμως γιατί στο καλό ρωτάει ο ένας απ’ αυτούς «για τσει τσα»;
  Εγώ που ξέρω κινέζικα κατάλαβα τι είπαν: 呀沏茶, α! βάλε νερό στο τσάι, όμως ο καζανάρης άλλο κατάλαβε, γιάντα τσει ετσά, γιατί τσούζει έτσι. Μα αφού είναι πρωτόρακη, είναι δυνατό να μην τσούζει; Και δίνει αμέσως την απάντηση: Ετσά τσει παέ, έτσι τσούζει εδώ.   

Sunday, May 19, 2013

Κατωχωρίτικες ιστορίες, 30η ιστορία, Το παγκάρι



Κατωχωρίτικες ιστορίες, 30η ιστορία, Το παγκάρι

  Την ιστορία την ήξερα από παλιά, έχω μάλιστα την εντύπωση ότι κυκλοφορεί πανελλαδικά. Ο Γιώργης ο Τζανετάκης, φίλος και συγκάτοικός μου και στα τέσσερα φοιτητικά μου χρόνια, με διαβεβαίωσε ότι είναι αληθινή. Στις αντιρρήσεις μου επέμενε έντονα. Όπως και να έχει είναι πολύ αστεία, γι’ αυτό, μετά από κάποιους δισταγμούς, αποφάσισα να τη γράψω στη δική του εκδοχή.
  Ο συγχωρεμένος ο Λιανός ήταν αγροφύλακας στην Επισκοπή. Όπως και με τον δικό μας τον Κωστή τον Παραουλάκη κυκλοφορούν και με αυτόν πολλές αστείες ιστορίες. Ο παπάς τού παραπονέθηκε ότι κάποιος κλέβει το παγκάρι στην Παναγία την Ευαγγελίστρια (μεγάλη η χάρη της, έχω δεκαετίες να πάω, λέω να κάνω καμιά βόλτα, να ανάψω κανένα κερί και να αφήσω τον οβολό μου).
  -Μα αφού είναι εξωκλήσι, τι λεφτά να έχει; ρωτάει ο Λιανός
  -Και όμως, πηγαίνουν χωριανοί, ανάβουν τα καντήλια και αφήνουν τον οβολό τους. Και επειδή δεν είναι σίγουροι αν βρίσκω τα λεφτά, μου το λένε για να ξέρω.
  -Καλά λοιπόν, θα το ψάξω.
  Στο εξής όταν περνούσε κοντά από την Ευαγγελίστρια έμπαινε μέσα και καθόταν κανένα μισάωρο στο ιερό, να ξεκουραστεί από την πεζοπορία. Δεν είναι μικρό πράγμα να γυρνάς στα χωράφια όλη μέρα. Ένας συγγενής μου, ο Αθάνατος, αγροφύλακας του Κεντριού, συνήθιζε να παίρνει ένα βολταρέν πριν ξεκινήσει για την καθημερινή του περιπολία.
  Μια από τις πολλές φορές λοιπόν που σταμάτησε εκεί ακούει κάποιον να μπαίνει μέσα στην εκκλησία.
  -Παναγία μου, να πάρω τα ψιλά από το παγκάρι για να αγοράσω τσιγάρα;
  -Όχι, απαντάει μέσα από το ιερό ο Λιανός.
  -Σκάσε εσύ μικρό, δεν ρωτώ εσένα, τη μάνα σου ρωτώ.
  Και μια ακόμη αστεία ιστορία με τον Λιανό. Την ήξερα, αλλά την αφηγούμαι και αυτή όπως μου την είπε ο Γιώργης.
  Πηγαίνει στο καφενείο. Σε μια γωνιά κάθονται τρεις χωριανοί και παίζουν πρέφα. Κάθεται στο διπλανό τραπέζι, με κατσουφιασμένο πρόσωπο και κατεβασμένο το κεφάλι. Κάποια στιγμή τον παίρνουν χαμπάρι. Βρε τι έπαθε ο αγροφύλακάς τους και είναι τόσο άκεφος;
  -Βρε συ, τι έπαθες και είσαι τόσο κατσούφης;
  Αναστενάζοντας τους απαντάει ο Λιανός.
  -Να δείτε μωρέ κοπέλια ειντά ’παθα. Επήγε ο κάτης, ήσυρε το μάνταλο της πόρτας και μπήκε μέσα στη κουζίνα και μού ’φαγε τη στάκα.
  Δεν ξέρουμε αν γέλασαν ή αν πήγαν να τον δείρουν. Σε τέτοιες αστείες ιστορίες δεν έχει άλλωστε σημασία. Το παρατσούκλι του ενός ήταν κάτης (γάτος), του άλλου μάνταλος (χερούλι της πόρτας) και του άλλου στάκα (νοστιμότατο παραπροϊόν από το φτιάξιμο βουτύρου με το γάλα της κατσίκας ή του προβάτου).
  Τους πισκοπιανούς μόνο με τα παρατσούκλια τους μπορείς να τους βρεις. Μάλιστα για τον ταχυδρόμο η επίσκεψη στο χωριό ήταν αληθινός μπελάς, γιατί όταν ρωτούσε πού θα βρει τον τάδε, διαβάζοντας το όνομα που έγραφε ο φάκελος, κανείς δεν τον ήξερε.
  Το διαπιστώνω κι εγώ. Όταν μου μιλάνε για πισκοπιανό αναφέρονται σ’ αυτόν πάντα με το παρατσούκλι του («παρανόμι» στα Πανωκατωχωρίτικα, δηλαδή στην τέως κοινότητα Κάτω Χωρίου), και πρέπει να ρωτήσω και το ονοματεπώνυμό του για να καταλάβω για ποιον μιλάνε, δηλαδή ποιο είναι το σόι του, και με την περιέργεια μήπως τυχόν πρόκειται για κανένα συμμαθητή μου. Και όταν θέλω εγώ να αναφερθώ σε πισκοπιανό πρέπει να πω και το παρατσούκλι του, γιατί αλλιώς δεν ξέρουν για ποιον τους μιλάω. Μου έχει συμβεί δυο τρεις φορές αυτό το Πάσχα που ξαναβρίσκομαι στην Κρήτη.
  Όμως επειδή «κακολογήσαμε» τους πισκοπιανούς, να πούμε και κάτι κολακευτικό γι’ αυτούς.
  Την ιστορία την άκουσα από τον Κίμωνα Φράιερ σε μια εκδήλωση για τον Καζαντζάκη. Μου την επανέλαβε όταν κάποτε τον επισκέφτηκα σπίτι του, τότε που ήμουν φοιτητής.
  Γυρνούσε την Κρήτη με τη βέσπα του την εποχή που μετάφραζε την «Οδύσσεια», αρχές της δεκαετίας του ’50. Έκανε στάσεις σε διάφορα χωριά. Έκανε μια στάση και στην Επισκοπή. Μόλις κάθεται στο καφενείο τον πλησιάζουνε τρεις πισκοπιανοί, όπως το συνηθίζουν στα χωριά της Κρήτης, για να τον ρωτήσουν ποιος είναι, από πού είναι, και να τον κεράσουν. Αφού τέλειωσε αυτό το τελετουργικό, ο Φράιερ άρχισε να τους μιλάει για τον Καζαντζάκη.
  -Ξαφνικά, μου λέει, ένας από αυτούς έφυγε. Γύρισε μετά από λίγο έχοντας μαζί του άλλους πέντε. Σε λίγο φεύγουν άλλοι δυο, για να επιστρέψουν και αυτοί μετά από λίγα λεφτά ακολουθούμενοι από άλλους δέκα. Τελικά αντιλήφθηκα ότι μιλούσα σε ένα ακροατήριο με πάνω από πενήντα άτομα.
  Αυτός είναι ο Καζαντζάκης, αλλά αυτοί είναι και οι Πισκοπιανοί.
  Υπάρχει και άλλο ανέκδοτο. Ο Φράιερ δεν πήγε να βγάλει εισιτήριο σε πρακτορείο, πιστεύοντας ότι θα εύρισκε στο πλοίο.
  -Δυστυχώς δεν υπάρχει θέση για τη βέσπα σας, έπρεπε να είχατε βγάλει εισιτήριο πιο πριν, του λέει ο υπεύθυνος.
  Βρε αμάν ο Φράιερ, τίποτα αυτός. Ξαφνικά του έρχεται μια ιδέα.
  -Ξέρεις, πηγαίνω στην Κρήτη για να μιλήσω για τον Καζαντζάκη.
  -Υπέρ ή κατά; ρωτάει εκείνος με έντονο τον τόνο της ανυπομονησίας για την απάντηση στη φωνή του.
  -Υπέρ, απαντάει ο Φράιερ.
  -Τακτοποίησε τη βέσπα του κυρίου, δίνει αμέσως την εντολή σε ένα ναύτη.
  Και ένα τελευταίο, που μου το αφηγήθηκε ο ξάδελφός μου ο Κωστής ο Κοντοπόδης, που δίνει πολύ ανάγλυφα ένα χαρακτηριστικό του Κρητικού.
  Ένας τουρίστας επισκέπτεται τα Ανώγεια. Ο ανωγειανός κάθεται στο πεζούλι του σπιτιού του. Ο τουρίστας ξέρει ελληνικά.
  -Από πού είσαι; τον ρωτάει ο ανωγειανός.
  -Από την Κίνα.
  -Και από ποιο μέρος της Κίνας;
  -Από τη Σαγκάη.
  -Μέσα από τη Σαγκάη;
  -Όχι, από ένα χωριό πιο έξω.
  -Και από ποιο χωριό;
  -Από το Suzhou (Στις ιστορίες μου θέλω να δίνω αληθοφάνεια. Έψαξα στο διαδίκτυο και βρήκα ότι υπάρχει ένα παραθαλάσσιο χωριό κοντά στη Σαγκάη με αυτό το όνομα).
  Και η καταπληκτική τελευταία ερώτηση:
  -Και τίνος είσαι από το Σου Τζόου;
  -Και τίνος είσαι από το Κάτω Χωριό; Ερώτηση που είχα βαρεθεί να την ακούω.
  -Του Μανώλη του Ντερμιτζή.