Book review, movie criticism

Showing posts with label Το Φραγκιό. Show all posts
Showing posts with label Το Φραγκιό. Show all posts

Monday, January 21, 2013

Το Φραγκιό: Όνειρο εαρινής νυχτός



Όνειρο εαρινής νυκτός, 5ο και τελευταίο διήγημα

  Τα καφενεία τα θεωρούσα πάντα σαν χώρους για αργόσχολους συνταξιούχους, σε αντίθεση από τις καφετέριες που είναι γεμάτες από νιάτα και σφύζουν από ζωή.
  Τα καφενεία της Αθήνας μου θυμίζουν πολύ τα καφενεία του χωριού μου. Φτηνές καρέκλες, φτηνά τραπέζια, και ένα περιορισμένο μενού επιλογής: καφές, αναψυκτικά, κανένα ρόφημα και ούζο ή τσικουδιά.
  Τα καφενεία του χωριού μου έχουν τώρα πια λιγοστέψει και έχει συρρικνωθεί η πελατεία τους. Αυτή αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από γεροντάκια που τα κουτσοκαταφέρνουν με την αγροτική τους σύνταξη. Η κύρια απασχόλησή τους ήταν η ελαιοκαλλιέργεια. Σήμερα οι νέοι αγρότες είναι ελάχιστοι, και ασχολούνται με τα θερμοκήπια. Τα λιοχώραφα έχουν περιέλθει τώρα στην ιδιοκτησία των γιων, που είναι κυρίως υπάλληλοι ή ελεύθεροι επαγγελματίες, και ασχολούνται με την καλλιέργεια της ελιάς και το λιομάζωμα στον ελεύθερό τους χρόνο. Για το λιομάζωμα μπορεί να αναβάλουν τις άλλες δουλειές για  αργότερα, και οι υπάλληλοι να χρησιμοποιήσουν κάποιες μέρες από την άδεια τους. Αλλά για αυτά τα πράγματα έχω γράψει στο βιβλίο μου «Το χωριό μου-από την αυτοκατανάλωση στην αγορά». Εξάλλου για τα καφενεία της Αθήνας ήθελα να μιλήσω.
  Στα ελάχιστα καφενεία που υπάρχουν στη γειτονιά μου πήγα ελάχιστες φορές. Καθώς οι θαμώνες είχαν ήδη σχηματίσει τις παρέες τους, διάλεγα συνήθως μια γωνιά να καθίσω μόνος μου, διαβάζοντας την εφημερίδα μου – αυτό παλιά, τότε που αγόραζα εφημερίδα- ή κανένα βιβλίο. Καφέ δεν έπινα, έπινα πάντα αναψυκτικό. Ευτυχώς σπάνια έβαζαν μουσική, και έτσι δεν ενοχλούμουν στο διάβασμά μου.
  Προχθές που άνοιξε ο καιρός σκέφτηκα να κάνω μια βόλτα μέχρι το καφενείο της παλιάς μου γειτονιάς, που βρίσκεται δίπλα στο φαρμακείο του Αντώνη, που είναι φίλος μου. Αν το φαρμακείο ήταν ανοιχτό θα πήγαινα εκεί. Είναι και αυτό κάτι σαν καφενείο: μαζεύεται κόσμος για να περάσει την ώρα του. Οι συζητήσεις περιστρέφονται πάντα γύρω από το ποδόσφαιρο ή την πολιτική. Πολλοί από αυτούς που συχνάζουν στο φαρμακείο του Αντώνη του τα πρήζουν κανονικά, ξεχνώντας να φύγουν. Εγώ φροντίζω πάντα να φεύγω πριν του τα πρήξω. Αυτή τη φορά γλίτωσε από μένα, μια και ήταν κλειστός. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή, το καφενείο ήταν μονόδρομος.
  Τώρα γιατί μου ήλθε να πάω στο καφενείο, μετά από χρόνια;
  Δεν ήταν επειδή ένοιωθα πλήξη στο σπίτι, ούτε για να δω κανένα φίλο, αφού άλλωστε οι φίλοι μου δεν είναι καφενόβιοι. Ο μοναδικός μου φίλος που είναι καφενόβιος πηγαίνει σε ένα καφενείο κάτω στην Πατησίων, με μια παλιοπαρέα που τα τσούζουνε κανονικά. Ο λόγος που πήγα ήταν ότι ήθελα να κάνω ανίχνευση, κατά πόσο θα άντεχα να πηγαίνω σε καφενείο μετά από λίγους μήνες που θα είμαι συνταξιούχος, ύστερα από τριάντα συναπτά χρόνια στην δημόσια εκπαίδευση, δυόμισι στην ιδιωτική και δυόμισι στο στρατό. Αυτά τα δυόμισι χρόνια φρόντισα να τα αναγνωρίσω εδώ και δυο δεκαετίες.
  Κάθισα πάλι σε μια γωνιά, όμως όχι στο βάθος του καφενείου αλλά έξω, κοντά στο πεζοδρόμιο. Δεν πήρα μαζί μου κανένα βιβλίο. Ξαφνικά με έπιασαν οι ντροπές, θα έδειχνα σαν τη μύγα μες στο γάλα. Ο μόνος δημόσιος χώρος που μπορεί να διαβάσει κανείς χωρίς να τον παρεξηγήσουν ή να τον πάρουν για περίεργο είναι το λεωφορείο και το μετρό. Γι αυτό άλλωστε ο εκδότης μου έβγαλε τη σειρά «metroαναγνώσματα», στην οποία θα παρουσιαστεί και αυτό το διήγημα.
  Καθόμουν λοιπόν όσο πιο ραχατλίδικα μπορούσα στην άβολη καρέκλα μου, με τον δεξιό μου αγκώνα ακουμπισμένο πάνω στο τραπεζάκι και τα πόδια απλωμένα μπροστά, και περίμενα να έλθει ο καφετζής ή ο βοηθός του να πάρει παραγγελία.
  Δεν άργησε να έλθει. –Μια λεμονίτα παρακαλώ, του λέω.
  Ήλθε και η λεμονίτα. Με καλαμάκι και ποτήρι, διαλέχτε. Προτιμώ πάντα το καλαμάκι, για να κρατάει περισσότερο η απόλαυση.
  Η αίσθηση της γεύσης ήταν απασχολημένη με τη λεμονίτα, που την κατέβαζα γουλιά γουλιά σε αραιά διαστήματα. Η αίσθηση της ακοής, θέλοντας και μη, ασχολιόταν με τη συζήτηση που είχαν κάποια γεροντάκια στο διπλανό τραπέζι. Μιλούσαν για υπέρταση και καρδιακά προβλήματα. Δεν με ενδιέφερε, ήξερα περισσότερα από αυτούς. Υπερτασικός ο ίδιος και αρκετά υποχόνδριος, είχα φροντίσει να αντλήσω πληροφορίες επί του θέματος εδώ και αρκετά χρόνια από το διαδίκτυο.
  Η κυρίαρχη αίσθηση της όρασης καραδοκούσε. Ήξερα από το φαρμακείο του Αντώνη ότι ο δρόμος είναι περατζάδα για αρκετές πολύ όμορφες κοπέλες. Κάποιες μάλιστα τις είχα γνωρίσει, μια και ήταν πελάτισσες του Αντώνη. Και καθώς εκείνη την εποχή ασχολιόμουν με το να του μηχανοργανώσω το φαρμακείο του-υπολογιστής, εκτυπωτής και σύνδεση στο διαδίκτυο-όταν βρισκόμουν στον υπολογιστή και έμπαινε μέσα καμιά αιθέρια ύπαρξη (προσπαθώ να κρατήσω το διήγημά μου σε κάποιο υφολογικό επίπεδο, αλλιώς θα έλεγε γκόμενα) φρόντιζα με αρκετά διακριτικό τρόπο να της ζητήσω το email της για να της κάνω πρόσκληση να γίνουμε φίλοι στο facebook.
  Γκαντεμιά. Καθόμουν ήδη κανένα μισάωρο και δεν είχε περάσει καμιά γκ… συγνώμη, καμιά ωραία ήθελα να πω. Στο μεταξύ είχα σχεδόν τελειώσει την λεμονίτα μου και απογοητευμένος σκεφτόμουνα μήπως είναι καλύτερα να φύγω. Όμως δεν έφυγα. Σε πείσμα. Σαν εκείνον που αγοράζει λαχείο κάθε εβδομάδα και ποτέ δεν κερδίζει, όμως εξακολουθεί να αγοράζει μήπως και κερδίσει τελικά.
  Να την, φάνηκε ξαφνικά η Εύα η Πολωνέζα, μια πανέμορφη κοπέλα, μου σκάει ένα χαμόγελο και προσπερνάει πριν προλάβω –ή μήπως πριν βρω το θάρρος; - να την καλέσω να την κεράσω και αυτή μια λεμονίτα –ή ό, τι άλλο, που λέει και ο Σολωμός. Αν και αυτό το «ό, τι άλλο» το έχει σε παρένθεση: «Κλείσε μέσα στην ψυχή σου την Ελλάδα (ή ό, τι άλλο) και θα αισθανθείς κάθε είδους μεγαλείο». Κλείσε μέσα στην αγκαλιά σου την Εύα (ή, όποιαν άλλη;) και θα αισθανθείς… Καλά έβαλε την παρένθεση ο Σολωμός, σε πρώτη προτίμηση βρίσκεται η Εύα.
  Και θυμήθηκα ξαφνικά την Μαρία, την κόρη της πρώην καφετζούς αυτού του καφενείου, που παρέδωσαν τη διεύθυνση και έφυγαν, μάνα και κόρη, προς άγνωστη κατεύθυνση. Κάθε φορά που ο Αντώνης προθυμοποιούνταν να με κεράσει κάτι, κατά προτίμηση μια ζεστή σοκολάτα, δεχόμουνα μόνο με τον όρο να τη φέρει η Μαρία. Έπαιρνε τηλέφωνο λοιπόν, ήταν εκεί η Μαρία; Και αν ήταν δεχόμουν την σοκολάτα.
  Μια φορά ήλθε ντυμένη στα κίτρινα. «Μαρία με τα κίτρινα, ποιον αγαπάς καλύτερα», άρχισα να τραγουδάω εγώ μόλις την είδα, για να καταλήξω σε πεζό: «Εμένα ή τον Αντώνη»; Ήξερα πως αγαπούσε τον Αντώνη, εξάλλου είναι και δέκα χρόνια μικρότερός μου, αλλά εκεί που είχε φτάσει το πράγμα ήθελα μια σαφή δήλωση.
  Δεν την είχα. Περιορίστηκε να σκάσει ένα γλυκό χαμόγελο. Μάζεψε ένα παλιό φλιτζάνι, ένα παλιό ποτήρι και εξαφανίστηκε. «Ρε μαλάκα, τι της λες της κοπέλας», κάγχασε ο Αντώνης.
  Ρουμάνα η Μαρία. Δεν ήμουν ποτέ ρατσιστής, αλλά και να ήμουν, ο ρατσισμός μου θα διαλυόταν μπροστά στην ομορφιά αυτού του αιθέριου πλάσματος. Αναρωτιέμαι πώς μπορεί να υπάρχουν ρατσιστές αφού σε όλες τις ράτσες του κόσμου υπάρχουν θεσπέσιες γυναίκες, γυναίκες σαν τα κρύα νερά, σαν τα... κ.λπ.
  Θυμήθηκα τη Μαρία γιατί πολύ θα ήθελα να μου είχε σερβίρει εκείνη τη λεμονίτα και όχι ο χοντρούλης νεαρός που μου την έφερε.
  Άρχισα να παίζω το παιχνίδι «στα επόμενα πέντε λεπτά θα εμφανιστεί μια γκόμενα», και να κοιτάζω το ρολόι μου, για να δω πότε θα περάσουν τα πέντε λεπτά. Όταν περνούσαν, έδινα παράταση για άλλα πέντε.
  Δεν θυμάμαι μετά από πόσα πεντάλεπτα γκρεμοτσακίστηκε μπροστά μου ένας μηχανόβιος. Μηχανόβιος κι εγώ, πετάχτηκα πάνω σαν τη σφαίρα να τρέξω να τον βοηθήσω. Η μηχανή του, μια παλιά καβασάκι eliminator, διακοσοπενηντάρα, είχε γλιστρήσει σε κάτι λάδια που ήταν στην άκρη του δρόμου. Υπήρχε απαγορευτικό, και αυτός ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, και γι αυτό πήγαινε άκρη άκρη, να μην πέσει πάνω στο γιώτα χι που ερχόταν από απέναντι.
  Τον βοήθησα να σηκωθεί όρθιος. Δεν φαινόταν να έχει πάθει σπουδαία πράγματα, το γδαρμένο παντελόνι του έδειχνε ότι θα υπήρχαν σίγουρα γρατζουνιές από κάτω, όμως δεν υπήρχε κάταγμα αφού στεκόταν μια χαρά στα πόδια του. Σήκωσα τη μηχανή του και την έστησα στην άκρη, και του πρότεινα να καθίσει σε μια καρέκλα στο καφενείο να συνέλθει λίγο και μετά να συνεχίσει το δρόμο του. Στηρίχτηκε στον ώμο μου και κούτσα κούτσα πήγαμε στο τραπεζάκι που καθόμουνα. Έβγαλα το κράνος μου από την καρέκλα δίπλα μου (αυτός δεν φορούσε), και τον έβαλα να καθίσει. «-Μια λεμονίτα;» του πρότεινα, σίγουρος ότι το πιο καλό πράγμα που μπορούσε να παραγγείλει κανείς σε ένα καφενείο είναι μια λεμονίτα. Συγκατένευσε κουνώντας αφηρημένα το κεφάλι του. Έκανα νόημα στον καφετζή στο βάθος, σηκώνοντας το μπουκάλι μου, να μας φέρει μια λεμονίτα ακόμη.
  Μας την έφερε. Ο νεαρός καμικάζι που αψήφησε όχι ατιμωρητί το σήμα της τροχαίας την ήπιε μονορούφι. Ήταν ακόμη σοκαρισμένος από το πέσιμο, και ένοιωθε τυχερός που την είχε γλιτώσει με μερικά γδαρσίματα. Στο κεφάλι δεν είχε κτυπήσει, ευτυχώς, για να μη φοβόμαστε κανένα κρυφό αιμάτωμα.
  Δεν θέλησε να καθίσει άλλο. Με ευχαρίστησε ευγενικά και μου είπε πως πρέπει να πηγαίνει. Ελάχιστες κουβέντες είχαμε προλάβει να ανταλλάξουμε, και είχαμε βέβαια συστηθεί. Μπάμπης εγώ, Γιάννης αυτός. «Περίμενε» του είπα, «να φύγουμε μαζί, φεύγω κι εγώ». Ξαφνικά είχα χάσει κάθε ενδιαφέρον με το παιχνίδι των πεντάλεπτων, οι όμορφες σήμερα φαίνεται πως είχαν λουφάξει για τα καλά στα σπίτια τους. Φώναξα τον καφετζή για τον λογαριασμό. «Πόσο κάνουν οι δυο λεμονίτες»; Ρωτώ. «Δώδεκα ευρώ», μου κάνει. «Δώδεκα ευρώ»; Φωνάζω εγώ κατάπληκτος. «Έξι ευρώ η μία; Ούτε στην καφετέρια δεν κάνουν τόσο, αυτό είναι ληστεία». «Τι να κάνουμε», μου λέει, «αφού τόσο κάνουνε».
  Δεν τολμούσα να το πιστέψω. Αυτό το πράγμα μόνο στο όνειρό μου θα μπορούσε να συμβεί. Ακούς εκεί, έξι ευρώ η λεμονίτα σε καφενείο. «Δεν θα πάρεις δραχμή» του λέω, που από την ταραχή μου είχα ξεχάσει ότι εδώ και μια δεκαετία είχαμε περάσει στο ευρώ. «Θα φωνάξω την αγορανομία, τώρα θα δεις, ληστή, απατεώνα».
  Έβγαλα το κινητό μου για να πάρω τηλέφωνο, ενώ ο νεαρός δίπλα μου περίμενε στωικά, έχοντας κάθε διάθεση φαντάζομαι να πληρώσει αυτός τα δώδεκα ευρώ και να σηκωθούμε να φύγουμε για να γλιτώσουμε από το χασομέρι. Αν η Άμεσος Δράση ως γνωστόν καθυστερεί, και ας λέγεται άμεση, φαντάσου πόσο θα καθυστερούσε η αγορανομία.
  Επάνω που αναρωτιόμουνα ποιο να είναι άραγε το τηλέφωνο της αγορανομίας – του Εκατό το ήξερα, είναι το 100- ξύπνησα.
  Ξύπνησα με ένα φοβερό αίσθημα απογοήτευσης. Ξύπνησα επάνω στο πιο συναρπαστικό σημείο του ονείρου. Θα ερχόταν η αγορανομία, και αφού θα κατσάδιαζε άγρια τον καφετζή θα του έκοβε ένα χοντρό πρόστιμο, ενώ εγώ δίπλα θα παρακολουθούσα τη σκηνή και θα γελούσαν και τα μουστάκια μου από την ικανοποίηση.
  Αγαπητέ αναγνώστη, δεν σου είπα από την αρχή ότι πρόκειται για όνειρο, γιατί σίγουρα θα έχανες το ενδιαφέρον να διαβάσεις αυτή την αφήγηση. Κρίνω από τον εαυτό μου. Όταν διαβάζω σε ένα μυθιστόρημα ή ένα διήγημα για ένα όνειρο χάνεται αυτομάτως το ενδιαφέρον μου, διαβάζω μηχανικά, αφαιρούμαι, και όταν φτάνω στο τέλος της αφήγησης του ονείρου δεν θυμάμαι τι διάβασα.
  Γράφω αυτές τις γραμμές σήμερα Σάββατο, 2 Απριλίου 2011, ενώ θα έπρεπε κανονικά να διορθώσω ένα πακέτο εκθέσεις του Α4. Σκέφτηκα όμως ότι το όνειρο αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ένα καλούτσικο διήγημα. Και πρέπει να προπονηθώ στο να γράφω λογοτεχνία. Σε λίγους μήνες θα είμαι συνταξιούχος, και δεν θέλω να περνάω τον καιρό μου φυτεύοντας πατάτες, ντομάτες και αγγουράκια στο περιβόλι στο πατρικό μου σπίτι στο χωριό, θέλω να γράφω. Και επειδή το να γράφω μόνο βιβλιοκριτικές για βιβλία που διάβασα μπορεί να καταντήσει κάποια στιγμή βαρετό σκέφτηκα ότι πρέπει να συνηθίσω να γράφω και λογοτεχνία, για εναλλαγή. Λίγο δύσκολο, γιατί μου αρέσει η αλήθεια, και η λογοτεχνία είναι όλο ψευτιές. «Είντα τσι διαβάζεις αυτισές τσι ψευτιές», μου έλεγε η μακαρίτισσα η μητέρα μου κάθε φορά που με έβλεπε να διαβάζω τον αγαπημένο μου Ντοστογιέφσκι, «να διαβάζεις τα μαθήματά σου». Φαντάσου να τις γράφεις κιόλας αυτές τις ψευτιές.
  Όμως «μάρτυράς μου να ’ναι ο στίχος, ο απλός κι αληθινός ετούτος στίχος», όπως επαναλαμβάνει ο Άγγελος Σικελιανός στο ποίημά του «Στ’ όσιου Λουκά το μοναστήρι», το όνειρο που σας αφηγήθηκα είναι πέρα για πέρα αληθινό. Όμως κάθε ομοιότητα με πρόσωπα, χώρους και γεγονότα είναι εντελώς συμπτωματική.
 
                                                                                                                                                     2-4-2011

Το Φραγκιό: Να αυτοκτονήσει κανείς ή να μην αυτοκτονήσει;



Να αυτοκτονήσει κανείς η να μην αυτοκτονήσει; Το 4ο διήγημα.

  Πάντα είχα αδυναμία στις αυτοκτονίες. Υποθέτω ήταν τα βιβλία που διάβαζα μικρός, οι ταινίες. Οι ήρωές μου πάντα καταλήγουν να αυτοκτονούν. Πάντα εξαιτίας μιας γυναίκας. Παρά τις συμπάθειές μου όμως για τις αυτοκτονίες, δεν είχα ποτέ τα κότσια να αυτοκτονήσω. Δεν ξέρω, νομίζω πως είμαι δειλός. Ή δεν έχω βρει ακόμη τη σωστή γυναίκα.
  Όχι, δεν ξεκινάει έτσι η ιστορία που θα σας διηγηθώ. Έτσι ξεκινάει η ταινία Historias de amor duran apenas 90 minutos ( Οι ερωτικές ιστορίες διαρκούν μόλις 90 λεπτά) του Paulo Halm που υπογράφει και το σενάριο, βραζιλοαργεντίνικη παραγωγή. Αντί να καθίσω να γράψω την ιστορία που έπρεπε να γράψω, με έπιασε ξαφνικά μια βαρεμάρα, ένα spleen (η ταινία, πριν ξεκινήσει, παραθέτει κάποιους στίχους του Μπωντλέρ από το Spleen, να μην τους παραθέσω και αυτούς), και είπα να δω μια ταινία. Αλλά η ιστορία μου με ακολουθούσε, σκέφτηκα ότι τις παραπάνω γραμμές θα μπορούσε να τις είχε πει ο δικός μου ήρωας, έτσι άφησα την ταινία να κυλάει με κλεισμένο ήχο και κάθισα στον υπολογιστή. Έπρεπε πραγματικά να βρεθεί μια αφορμή, μια αιτία (αν και αυτά τα δυο διαφέρουν) για να στρωθώ στο γράψιμο ενός διηγήματος.
  Το να ασχοληθεί κανείς με τη λογοτεχνία το θεωρούσα πάντοτε, λίγο πολύ, χάσιμο χρόνου. Από τον χαμένο αυτό χρόνο κέρδιζα κάτι γράφοντας για τα βιβλία που διάβαζα. Εσείς, αγαπητοί μου αναγνώστες (άραγε απευθύνεται σήμερα, τον 21ο αιώνα, κανείς συγγραφέας άμεσα στους αναγνώστες του; Αλλά ούτε και τον προηγούμενο αιώνα, από όσο ξέρω), εσείς, λέω, αγαπητοί μου αναγνώστες, δεν πρόκειται να χάσετε το χρόνο σας αν διαβάσετε την ιστορία μου στο μετρό. Ο χρόνος μας κυνηγάει, γι αυτό ο Αλέξανδρος, ο εκδότης μου, σκέφτηκε να βαφτίσει τη σειρά στην οποία έχουν εκδοθεί τα διηγήματα που θα διαβάσετε, metroαναγνώσματα. Αν και το έκανε και με μια, ασυνείδητη θέλω να πιστεύω, υστεροβουλία: Αν δεν αξίζουν και πολλά πράγματα οι ιστορίες που θα διαβάσετε, της δικιάς μου μη εξαιρουμένης, δε χάσατε δα και σπουδαίο χρόνο. Χαμένος χρόνος είναι έτσι κι αλλιώς ο χρόνος που ξοδεύουμε στα μέσα μαζικής μεταφοράς, που λέγονται έτσι όχι γιατί μας μεταφέρουν μαζικά αλλά γιατί μεταφέρουν τις μάζες. Κι εσείς ανήκετε στις μάζες, όσο και αν δεν σας αρέσει, οι εκλεκτοί κυκλοφορούν με αμάξι, οι πιο εκλεκτοί με BMW. Υπάρχουν και οι πολύ πιο εκλεκτοί, που τη Ferarri τους δεν την οδηγούν οι ίδιοι αλλά έχουν οδηγό. Υπάρχουν και οι λιγότεροι εκλεκτοί, όπως εγώ, που οδηγούν μοτοσυκλέτα, και οι πολύ λιγότερο εκλεκτοί, που κυκλοφορούν με παπάκι, μεταξύ των οποίων είναι… άσε να μη πω ποιος και θυμώσει και δεν μου εκδώσει την ιστορία αυτή. Όσο για τους ποδηλάτες, αυτοί είναι οι οικολόγοι, έτσι θέλουν να αυτοαποκαλούνται, δεν μολύνουν την ατμόσφαιρα με καυσαέρια. Όμως εγώ απλά τους θεωρώ ριψοκίνδυνους.
  Συνέχεια κάνω παρεκβάσεις, έτσι κάνω και στις βιβλιοκριτικές μου και στις κριτικές για ταινίες που αναρτώ στο blog μου και από εκεί τις μεταφέρω στο facebook, καιρός να ασχοληθώ και με τον ήρωά μου.
  Ξύπνησε σήμερα αποφασισμένος να αυτοκτονήσει. Ίσως να είδε κάποιον εφιάλτη. Τώρα, αγαπητέ αναγνώστη, θα μου πεις πώς το ξέρω ότι είναι αποφασισμένος να αυτοκτονήσει, και γιατί δεν ξέρω αν πράγματι είδε έναν εφιάλτη.
  Θα σας το εξηγήσω αμέσως. Εγώ, σαν τριτοπρόσωπος αφηγητής (τι λεπτόλογες διακρίσεις που κάνουν οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας, ο τριτοπρόσωπος αφηγητής συνήθως δεν είναι παρά ο ίδιος ο συγγραφέας), είμαι παντογνώστης – όλα τα βιβλία της θεωρίας της λογοτεχνίας το αναφέρουν, και αν δεν το αναφέρουν είναι απλά παράλειψη του συγγραφέα τους-όμως εγώ, με μεγάλη ταπεινότητα, αποφασίζω να μην ξέρω τα πάντα για τον ήρωά μου. Αυτό μόνο που μπορώ με σιγουριά να πω είναι ότι, αν όντως είδε εφιάλτη, αυτό ήταν η αφορμή. Η αιτία είναι, όπως λέει και ο ήρωας της ταινίας, μια γυναίκα (κάθε καλός μαθητής στο λύκειο ξέρει για τη διάκριση που κάνει ο Θουκυδίδη ανάμεσα στα αίτια και στις αφορμές, και κάθε ευσυνείδητος αναγνώστης του Φρόιντ ξέρει τη διαφορά ανάμεσα στους αιτιακούς και τους εκλυτικούς παράγοντες μιας νεύρωσης).
  Αφορμή και αιτία τίνος;
  Για να μη χάνουμε τον ειρμό μας: της απόφασής του να αυτοκτονήσει.
  Από παλιά τον τριγύριζε η ιδέα της αυτοκτονίας. Όχι δηλαδή πως έψαχνε κιόλας με το μυαλό του τον τρόπο με τον οποίο θα αυτοκτονούσε, απλά σκεφτόταν τι καλά θα ήταν να μην υπήρχε, να μην είχε γεννηθεί, κ.λπ. κ.λπ. Μπορεί να ήταν λίγο δειλός, ή μπορεί να μην είχε συναντήσει ακόμη την ιδανική γυναίκα, που όταν θα χώριζε μαζί της θα έβρισκε τη ζωή του χωρίς νόημα, μα τόσο χωρίς νόημα που δεν θα άξιζε πια να τη ζει. Όμως έτρεφε ένα κρυφό θαυμασμό για τα άτομα εκείνα που έβρισκαν το θάρρος να αυτοκτονήσουν (αυτό κανονικά δεν πρέπει να το γράψω, να μην το πάρει κανείς αναγνώστης μου για ενθάρρυνση, όμως δεν μπορώ να μην είμαι αντικειμενικός).
  Χρησιμοποιώ χωρίς να το θέλω κοινότοπες εκφράσεις, άκου «κρυφό θαυμασμό», όχι, έτρεφε φανερό θαυμασμό για τους αυτόχειρες και τον εξέφραζε κάθε φορά που το έφερνε η κουβέντα, δηλαδή όχι και πολύ συχνά, μια και οι φίλοι του δεν συμμερίζονταν τις δικές του εμμονές. Πάντως κι αυτοί συμμερίζονταν το θαυμασμό του για τους καμικάζι, αν και κανείς δεν είχε το κουράγιο να τους μιμηθεί τότε που όλοι μαζί φωνάζαμε –ναι, ήμουν κι εγώ μαζί τους- «Έξω οι αμερικάνοι» (Το «ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα» δεν το φώναξε κανείς, το έγραψε ένας χιουμορίστας αναρχικός σε κάποιον τοίχο, νομίζω των Εξαρχείων).
  Είχε διαβάσει κάποτε την παρουσίαση ενός βιβλίου που είχε κυκλοφορήσει στην Ιταλία όπου αναφερόταν εντυπωσιακοί τρόποι αυτοκτονίας που είχαν χρησιμοποιήσει κάποιοι αυτόχειρες. Και ο πιο εντυπωσιακός: Ένας πάμπλουτος ξεναγούσε τους καλεσμένους του στον ατομικό ζωολογικό του κήπο. Τους πήγε στο κλουβί με τα λιοντάρια. Τα λιοντάρια τα είχε αφήσει νηστικά μια βδομάδα. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια των καλεσμένων του άνοιξε την πόρτα του κλουβιού, μπήκε μέσα και την έκλεισε πίσω του. Τα λιοντάρια δεν ήταν χαζά, αλλά και χαζά να ήταν, ήταν πολύ πεινασμένα, και έτσι, παρά το ότι ήταν το αφεντικό τους που τα τάιζε, τον κατασπάραξαν.
  Σκέφτηκε να παραγγείλει αυτό το βιβλίο. Τελικά δεν το παράγγειλε. Όχι γιατί δεν ήξερε ιταλικά, αλλά γιατί δεν ήθελε να του μπουν ιδέες-δηλαδή να του παραμπούν οι ιδέες, ή μάλλον η ιδέα της αυτοκτονίας.
  Επαναλαμβάνω για όσους μπορεί να έχουν χάσει τον ειρμό της ιστορίας, αλλά και για να μην τον χάσω κι εγώ: Αφορμή μπορεί να ήταν ένα κακό όνειρο, ένας εφιάλτης. Είπα μπορεί γιατί, σαν συγγραφέας, άφησα ανοικτή την πιθανότητα  η αφορμή να ήταν κάτι άλλο.
  Όχι μόνο λόγω παραίτησής μου από την ολοκληρωτική παντογνωσία του τριτοπρόσωπου αφηγητή. Σαν αναγνώστης, κάθε φορά που διαβάζω σε ένα λογοτεχνικό βιβλίο την αφήγηση ενός ονείρου αφαιρούμαι. Δεν μπορώ να το παρακολουθήσω. Είναι που είναι η λογοτεχνία γεμάτη ψέματα, αλλά ψέμα μέσα στο ψέμα, αυτό παραπάει.
  Και τώρα πάμε στην αιτία, που είναι και το σημαντικότερο. Ναι, ο ήρωάς μας, ο επίδοξος αυτόχειρ, ο Νίκος (αν και δεν είναι απαραίτητο να πω το όνομά του, θα μπορούσα απλά να βάλω ένα Ν. Δεν θέλω να αντιγράψω τον Κάφκα που ονόμασε τον ήρωα στη «Δίκη» του Joseph K. Αν ήθελε να γράψει Κάφκα, για να δώσει στο έργο μια αυτοβιογραφική χροιά, ας το έκανε, αλλά φαίνεται ήθελε να δώσει στους φιλόλογους της χαρά να εντρυφήσουν στο μυστικό του ονόματος). Ο Νίκος λοιπόν, αφού παρέλασαν κάμποσες γυναίκες στο κρεβάτι του που δεν έκρυψαν τη σιχασιά τους για τα βρώμικα σεντόνια του και την ακαταστασία του δωματίου, γνώρισε την ιδανική γυναίκα της ζωής του. Σίγουρα ήταν ιδανική, όχι μόνο γιατί είχε το κορμί της Ούρσουλα Άντρες (θυμήθηκα τώρα τον δάσκαλό μου στα αγγλικά, στο φροντιστήριο του κυρίου Σταυρακάκη στην Ιεράπετρα, τον John Carter, που μας έλεγε ότι στην Αμερική το επώνυμο της Ούρσουλας δεν το γράφουν Andres αλλά Undress) ναι, όχι μόνο γιατί είχε το κορμί της Ούρσουλας Άντρες (ας γράψω στα ελληνικά το όνομά της, για να αποφύγουμε χυδαίους συνειρμούς), αλλά και το μυαλό της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Η συγχωρεμένη σίγουρα δεν θα ζήλευε το κορμί της Ούρσουλας Άντρες –αλήθεια, πόσους άντρες είχε; Όπως βλέπω και στα ελληνικά δεν μπορούμε να αποφύγουμε τους συνειρμούς- που άλλωστε τότε που άφησε την τελευταία της πνοή δολοφονημένη από τα γερμανικά γουρούνια που σε δυο δεκαετίες θα έστηναν τα κρεματόρια, η Ούρσουλα Άντρες μπορεί να μην ήταν ούτε καν σπερματοζωάριο στα κοχόνες του πατέρα της (βάζω επίτηδες την ισπανική λέξη, είναι λιγότερο χυδαία από την ελληνική). Όσο για την Ούρσουλα Άντρες σίγουρα δεν θα ζήλευε το μυαλό της Ρόζας Λούξεμπουργκ, της οποίας είναι πολύ πιθανόν να αγνοούσε την ίδια της την ύπαρξη.
  Υποθέτω ότι στο σημείο αυτό πρέπει να πω την ιστορία της σχέσης του ήρωά μας με αυτή την αιθέρια ύπαρξη με το κοφτερό μυαλό και τη χρόνια ρινίτιδα (το δωμάτιό του δεν ήταν μόνο ακατάστατο αλλά έζεχνε και λιγάκι, γιατί δεν το καθάριζε και τόσο συχνά, ή, για να ακριβολογήσουμε, το καθάριζε αραιά και πού. Βέβαια, να πούμε και του στραβού το δίκιο, υπήρξαν και κάποιες γυναίκες που παρέλασαν εκεί μέσα – με αδαμιαία περιβολή εννοείται, αν και, για να ακριβολογήσω, θα χρησιμοποιούσα το αδόκιμο «Ευα-ϊαία» - που το καθάρισαν, οι περισσότερες μόνο μια φορά, αλλά κάποιες μαζοχίστριες και δυο. Καμιά πάντως τρεις.
  Επαναλαμβάνω, στο σημείο αυτό θα πρέπει να γράψω την ιστορία της σχέσης αυτής, που πρέπει να έχει υποχρεωτικά, ή περίπου υποχρεωτικά, τα εξής επεισόδια: Γνωριμία, σχέση, πελάγη ευτυχίας, εντάσεις στη σχέση και τελικός χωρισμός.
  Πώς γνωρίστηκε λοιπόν ο Νίκος μας με την… Ξέχασα να της βρω ένα όνομα, αλλά μπορεί και να μην έχει σημασία. Θα μπορούσαμε να την πούμε Εύα. Εύα λέγανε και μια πανέμορφη καθαρίστρια, από την Πολωνία, που κάποτε μας καθάριζε το σπίτι, όμως η Εύα του Νίκου δεν του το καθάρισε ούτε μια φορά. Αυτός, δυστυχώς, έπρεπε να μοιράζει τις δυνάμεις του ανάμεσα στο να το καθαρίζει πότε πότε – δεν ήταν βλάκας, αλλιώς θα την έχανε- αλλά μόνο πότε πότε, και στο να κάνει σεξ.
  Αλήθεια πώς γνωρίστηκαν;
  Και πού θέλετε να ξέρω;
  Και δεν σκοπεύω να σπάσω το κεφάλι μου για να επινοήσω έναν τρόπο με τον οποίο συναντήθηκαν. Σε πάρτι; Πολύ μπανάλ. Στο δρόμο καμάκι; Ποιος θα το πίστευε (κι όμως, σας ορκίζομαι, ένα ζευγάρι που ξέρω, πρώην σύντροφος αυτός, έτσι γνώρισε τη γυναίκα του, και όσο κι αν φαίνεται απίστευτο έχουν πολύ ωραία σχέση, μετά από πάρα πολλά χρόνια). Ας το προσπεράσουμε λοιπόν.
  Πότε πρωτοέκαναν έρωτα και πού;
  Αν αυτό που γράφω τώρα ήταν σενάριο θα έλεγα μέσα στο αυτοκίνητό του. Γιατί ο Νίκος είχε αυτοκίνητο. Τώρα τι μάρκα και ποιο έτος πρώτης κυκλοφορίας, καλύτερα να μη με ρωτήσετε. Αν έγραφα ένα Άρλεκιν θα έλεγα σε ένα λόφο, γεμάτο πράσινα δένδρα και ευωδιαστούς θάμνους, και δίπλα ένα ρυάκι να κυλάει γάργαρο νερό. Το να γράψω ότι πρωτοέκαναν έρωτα πάνω στο κρεβάτι του που είχε κάτι μέρες να του αλλάξει τα σεντόνια –όχι να αλλαχτούν, τα σεντόνια δεν αλλάζονται ποτέ μόνα τους, πρέπει να υπάρξει ανθρώπινο χέρι που να τα αλλάξει, αν και για το Νίκο ένα τέτοιο θαύμα θα ήταν εντελώς ευπρόσδεκτο- πράγμα που θα ήταν και το πιο πιθανόν, είναι πολύ πεζό και θέλω να το αποφύγω.
  Θα αποφύγω και τα μέλια και τα ξίδια του έρωτά τους, καθώς και το πώς έφτασαν στο χωρισμό. Η ιστορία θα πλατείαζε αφάνταστα. Θα ικανοποιούσε ίσως έναν εκδότη, ιδιαίτερα αν επινοούσα επεισόδια που να καλύψουν καμιά πεντακοσαριά σελίδες και αυτή η ιστορία από διήγημα θα αναβαθμιζόταν στην κατηγορία των μυθιστορημάτων, που με λίγη τύχη θα μπορούσε να μπει και στην κατηγορία των ευπώλητων, αλλιώς best seller, αλλά δεν διαθέτω ούτε το κουράγιο, ούτε την υπομονή, αλλά ούτε και τη φαντασία για να επινοήσω τέτοιου είδους επεισόδια.
  Ούτε ο Μπόρχες την είχε. Κανένα μυθιστόρημα δεν έγραψε, μόνο διηγήματα, σε ένα μάλιστα από τα οποία λέει χαρακτηριστικά, ότι δεν χρειάζεται να πλατειάζει γράφοντας λεπτομέρειες ενώ μπορεί να δώσει την ιστορία διαγραμματικά, κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
  Έτσι ξαναπιάνουμε τον ήρωά μας, το Νίκο (να μην ξεχνάμε και το όνομά του), τη στιγμή που ξυπνάει αποφασισμένος να δώσει τέλος στη ζωή του. Όμως ήταν εντελώς απροετοίμαστος. Στο ταβάνι δεν υπήρχε γάντζος, για να κάνει με τη ζώνη του θηλιά και να κρεμαστεί από εκεί. Μόνο στο πατρικό του στην Κρήτη υπήρχε, στην κουζίνα συγκεκριμένα. Είχε αφήσει δυο γάντζους από τους πεντέξι που είχαν οι γονείς του για να κρεμούν διάφορα, από καλάθια με σταφύλια και άλλα φρούτα μέχρι το ψωμί. Όμως η Κρήτη έπεφτε κομμάτι μακριά, και αυτός βιαζόταν να αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο. Χάπια επίσης δεν είχε, αρνιόταν πεισματικά να ξεγελάσει τη δυστυχία του, ήθελε να υποφέρει μαζοχιστικά. Να κόψει ίσως τις φλέβες του; Τα μαχαίρια που είχε στην κουζίνα έκοβαν αρκετά καλά το ψωμί και μέτρια τα φρούτα. Ήταν μαχαίρια σερβίτσιου, για να κόψεις μια μπριζόλα και όχι τις φλέβες σου.
  Ξαφνικά του ήλθε μια ιδέα. Θυμήθηκε την ηρωίδα στην ταινία της Shirin Neshat «Women without men» (Αν γράψω την ελληνική μετάφραση «Γυναίκες δίχως άντρες» θα δημιουργηθούν άσχετοι συνειρμοί, ιδιαίτερα στους κρητικούς αναγνώστες), που έπεσε από την ταράτσα του σπιτιού της. Να κάνει και αυτός το ίδιο. Βέβαια το δυαράκι του βρισκόταν στον τρίτο όροφο, και παρόλο που δεν πίστευε στα θαύματα δεν ήθελε να το ρισκάρει. Έτσι ανέβηκε στην ταράτσα της εξαώροφης πολυκατοικίες (με το ασανσέρ; Από τις σκάλες; Μα τι περίεργοι που είστε τέλος πάντων!).
  Και τον βρίσκουμε λοιπόν στην ταράτσα της πολυκατοικίας, στην άκρη άκρη, με σκυμμένο ελαφρά το κεφάλι να κοιτάζει προς τα κάτω.
  Μπορώ να σπρώξω αυτή τη στιγμή τον ήρωά μου στην πλάτη του και να βουλιάξει στο κενό (δικός μου είναι, ό, τι θέλω τον κάνω). Ή μπορώ να τον βάζω να κάνει μεταβολή, γιατί θυμήθηκε ότι πήγε στην τουαλέτα και ξέχασε να τραβήξει το καζανάκι, ή καλύτερα γιατί άφησε την τοστιέρα στην πρίζα (ήθελε να πάει χορτάτος στον άλλο κόσμο, σαν τον Σπίθα, για όσους θυμούνται το θρυλικό παιδί φάντασμα, τον «Μικρό ήρωα»).
  Εδώ, σαν αφηγηματογράφος που σέβεται τον εαυτό του, θα πρέπει να παρατείνω το σασπένς που ήδη έχω δημιουργήσει. Για παράδειγμα, μπορώ να τον βάλω να κοιτάζει με περιέργεια ένα τροχαίο που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή ακριβώς στο σημείο που ετοιμάζεται να πηδήσει. Ένας γιώτα χι κτυπάει ένα μηχανάκι που περνάει σφήνα δίπλα του χωρίς ο οδηγός του να υπολογίσει καλά το άνοιγμα ανάμεσα στις δυο σειρές των οχημάτων. Ή, καλύτερα, ο μηχανάκιας αρπάζει την τσάντα μιας κυρίας που αρχίζει να ουρλιάζει υστερικά, ενώ δυο άλλοι μηχανάκηδες πίσω του που αντιλήφθηκαν τη σκηνή τον καταδιώκουν. Ή…
  Μπορώ να κάνω και κάτι άλλο. Μπορώ να βάλω τον ήρωά μου να αναπολεί στιγμές από τη σχέση του με αυτό το ερμαφρόδιτο πλάσμα (είπαμε, σώμα Ούρσουλα Άντρες και μυαλό Ρόζα Λούξενμπουργκ, πράγματα που σπάνια πάνε μαζί), τι έφταιξε και δεν πήγαν καλά τα πράγματα (το δωμάτιο που έζεχνε, τα βρώμικα σεντόνια δεν μπορεί να ήταν επαρκείς αιτίες) κ.λπ. κ.λπ. Μπορώ τέλος να τον βάλω να σκεφτεί αυτό το απίθανο:
  Διάβασε πρόσφατα μια ανάρτηση στο blog του Μπάμπη Δερμιτζάκη (αν δεν ξέρετε ποιος είναι αυτός, κλείστε το βιβλιαράκι που διαβάζετε και κοιτάξετε στο εξώφυλλο το όνομα του συγγραφέα), την παρουσίαση μιας ταινίας του Μοχσέν Μαχμαλμπάφ –ιρανός αυτός- «Οι κραυγές των μυρμηγκιών», όπου η ηρωίδα σκεφτόταν με τρόμο τα μυρμήγκια που ποδοπάταγε πηγαίνοντας με τον φίλο της στην έρημο να συναντήσουν τον «ολοκληρωμένο άνθρωπο».
  Όχι, θα ήταν ελάχιστα πειστικό, για να μην πω γελοίο, να ματαιώσει το απονενοημένο διάβημά του ο ήρωάς μας μόνο και μόνο για να μην λειώσει πέφτοντας ένα μυρμήγκι. Στα πλακόστρωτα της Αθήνας σπάνια θα συναντήσεις μυρμήγκι. Όμως θα μπορούσε να πέσει πάνω στο κεφάλι ενός περαστικού. Και βεβαίως θα μπορούσε να πει ο άνθρωπος «Δεν πήγαινες από κάπου αλλού να φουντάρεις, από κανένα γκρεμό για παράδειγμα, στο κεφάλι μου βρήκες να πέσεις; –Αχ, Μιχάλη, Μιχάλη, τώρα θα ακούνε τις δοξαριές σου οι Αγγέλοι στον ουρανό, εσύ το πρόβλεψες, έπεσες από γκρεμό.  
  Βέβαια, υπάρχει και εδώ η λύση: θα μπορούσε να υπολογίσει το χρόνο ανάμεσα στον πλησιάζοντα περαστικό και στη δική του πτώση. Και πάλι βέβαια δεν θα ήταν ευχάριστη έκπληξη για αυτόν τον περαστικό να βλέπει έναν συνάνθρωπό του να σκάζει ξαφνικά μπροστά στα μάτια του σαν καρπούζι. Γιατί δηλαδή να του χαλάσει την ημέρα του ανθρώπου; Άσε που θα μπορούσε να εμφανιστεί εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένας καμικάζι της ασφάλτου από το πουθενά και να πέσει πάνω του.
  Θα μπορούσα να τον φανταστώ να θυμάται ξαφνικά τα κεράσια – σε λίγους μήνες είναι η εποχή τους - και να σκέφτεται τρομαγμένος: «Αλήθεια, δεν θα ξαναδοκιμάσω πια κεράσια;»
  Όμως αυτό ειδικά δεν γίνεται, γιατί είναι ατάκα από την ταινία «Η γεύση του κερασιού» του ιρανού σκηνοθέτη Αμπάς Κιαροστάμι, που έχει σαν θέμα της την αυτοκτονία. Ο ήρωας  έχει σκοπό να αυτοκτονήσει. Ένας άνθρωπος τον οποίο έχει προσλάβει για να τον θάψει μετά θα προσπαθήσει να τον μεταπείσει. Ο ίδιος είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας στο παρελθόν. Ανάμεσα στα άλλα του λέει: «Θέλεις να εγκαταλείψεις τη γεύση του κερασιού;» Πρέπει να τον έπεισε, γιατί τελικά δεν αυτοκτόνησε. Ο Κριστόφ Κισλόφσκι αντίθετα, ανελέητος, θα αφήσει την ηρωίδα του στο «Δίχως τέλος» να αυτοκτονήσει.
  Θα μπορούσα να φανταστώ και άλλα παρόμοια πράγματα μέχρι που να το πάρει το ποτάμι, να μάθει ο αναγνώστης τι έχω αποφασίσει για τον ήρωά μου, να τον κάνω να πεθάνει ή να τον γλιτώσω;
  Νομίζω υφολογικά θα έχετε μαντέψει.
  Θα σας πω και μια προσωπική ιστορία.
  Πριν είκοσι χρόνια, τότε που το Οικολογικό Κίνημα ήταν στο φόρτε του, έγραψα δώδεκα οικολογικά παραμύθια. Όλα τους ήσαν μέσα στο καταστροφολογικό κλίμα που κινιόντουσαν οι οικολόγοι.
  Ένα παραμύθι μιλούσε για την πυρκαγιά στο δάσος. Ένα σκιουράκι ήταν ο πρωταγωνιστής του. Τελικά κάηκε από την πυρκαγιά. Και η φίλη μου η Ζοζεφίνα μου μιλάει για την κόρη της  που ήταν απαρηγόρητη. –Καλά ρε μαμά, αυτός ο φίλος σου δεν μπορούσε να το σώσει αυτό το σκιουράκι;
  Δεν ήταν μόνο το σκιουράκι, ήταν και δυο ψαράκια, και κάποια άλλα ζωάκια σε άλλα παραμύθια με άλλα οικολογικά προβλήματα (κάθε παραμύθι πραγματευόταν και ένα), και δεν ήταν μόνο η κόρη της Ζοζεφίνας αλλά και άλλα παιδάκια με ανάλογες αντιδράσεις. Ευτυχώς που είχα διαισθανθεί το ατόπημα, και τα τελευταία έξι με τα οποία συμπληρώθηκε ο τόμος με τον οποίο κυκλοφόρησαν («Ο χορός της βροχής: οικολογικά παραμύθια και διηγήματα») κινούνταν σε ένα κλίμα χιουμοριστικό. Σε δυο μάλιστα πρωταγωνιστής ήταν ο Μπόμπος.
  Όμως και εδώ μπορώ να δημιουργήσω ένα σασπένς. Γιατί τελικά δεν προέβη στο απονενοημένο του διάβημα ο ήρωάς μας; Για να μην σκάσει πάνω στο κεφάλι ενός περαστικού; Επειδή δείλιασε την τελευταία στιγμή; Επειδή θυμήθηκε ότι, μοναχογιός ων, ποιος θα φρόντιζε τους γέρους γονείς του στα γεράματα; Ή σκέφτηκε, έχοντας μια αδελφή, ποιος θα έδινε το γιο του στην αδελφή ενός αυτόχειρα; Μήπως θα ήταν καλύτερα να ζήσει, να της μαζέψει λίγη προίκα για να βρει έναν καλό γαμπρό;
  Δεν έχω δυνατή φαντασία, αυτά τα καθόλου πρωτότυπα περνάνε στο κεφάλι μου. Όμως έχω από ώρα σκεφτεί πώς να σώσω τον ήρωά μου, προς απογοήτευση των αναγνωστών εκείνων που ψάχνουν για δυνατές συγκινήσεις. Αυτός ο τρόπος μου μοιάζει original.
  Ξαφνικά ο ήρωάς μας ισιώνει το κορμί του αποφασιστικά και κατευθύνεται προς το κλιμακοστάσιο. Όχι, δεν άλλαξε γνώμη για το πώς θα αυτοκτονήσει. Άλλαξε γνώμη και ΔΕΝ θέλει ποια να αυτοκτονήσει. Γιατί άλλαξε γνώμη;
  Ξαφνικά θυμήθηκε μια κρητική μαντινάδα:
  «Άσπλαχνα με παράτησες και κάθομαι και κλαίω
Μα σαν το καλοσκέφτομαι, ρε δε γ…. λέω».
  Όχι, δεν είμαι φαλλοκράτης. Ακόμη και αν ο ήρωάς μου δεν ήταν ήρωας αλλά ηρωίδα και την έλεγα Νίκη, πάλι την ίδια μαντινάδα θα την έβαζα να σκεφτεί.
  Αν αυτό το διήγημα ήταν να διδαχθεί σε μια τάξη Γυμνασίου ή Λυκείου (η μαντινάδα δεν του προσφέρει και πολλές ελπίδες, αλλά λέμε τώρα) μια από τις ερωτήσεις που θα το συνόδευαν θα έπρεπε να είναι και η εξής: Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα αυτής της ιστορίας; Εγώ, στους μαθητές μου, πάντα μιλάω για αυτό το περιφρονημένο: Τι θέλει να πει ο ποιητής;
  Δεν αξίζει να αυτοκτονήσουμε εξαιτίας μιας ερωτικής απογοήτευσης. Γενικά δεν αξίζει να αυτοκτονήσουμε για τίποτα. Η ζωή είναι η υπέρτατη αξία, και πρέπει να τη ζήσουμε όσο πιο καλά μπορούμε, υπομένοντας με στωικότητα ό, τι πικρίες και στενοχώριες μας περιμένουν στην πορεία της. Στο δρόμο μας για την Ιθάκη, που η Ιθάκη είναι ο θάνατος, πρέπει να προσπαθήσουμε να φτάσουμε όσο πιο αργά γίνεται. Γιατί δεν γίνεται να μη φτάσουμε, αυτός είναι ο προορισμός. Όσο και αν ξεστρατίζουμε ζώντας περιπέτειες με τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες και έρωτες με την Καλυψώ, το καράβι μας κάποτε θα φτάσει στην Ιθάκη. Ας το αφήσουμε να πηγαίνει με χαμηλωμένα τα πανιά, αργά, πολύ αργά. Και, αν είμαστε τυχεροί και συναντήσουμε στο δρόμο μας τις σειρήνες, να μην κάνουμε τη μ…α του Οδυσσέα και κλείσουμε τα αυτιά μας. Να τρίψουμε τις παλάμες μας από χαρά και, όρτσα τα πανιά, να τρέξουμε να τις συναντήσουμε.

                                                                                                                 Δεκέμβρης 2010

Το Φραγκιό, 1,2,3

Το Φραγκιό, εκδόσεις ΑΛΔΕ 2011, σελ. 55

Κυκλοφόρησε στη σειρά "metroαναγνώσματα", και αποτελείται από πέντε διηγήματα. Τα δύο αναρτήθηκαν στο ηλεκτρονικό περιοδικό Λέξημα, το Requiem (1997) και η Πασχαλινή ιστορία (2010), η οποία μετονομάστηκε σε Φραγκιό, δίνοντας και τον τίτλο στη συλλογή. Το Requiem δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό "Γεραπετρίτικη Απόπειρα", την ίδια χρονιά που γράφηκε. Έγιναν ελάχιστες τροποποιήσεις. Ξεκινώντας από σήμερα θα αναρτήσουμε στο blog μας και τα υπόλοιπα τρία διηγήματα. Ξεκινάμε με το "Πρωταπριλιάτικο" (2000).



Την τελευταία φορά που τον είδα ήταν στο πανηγύρι του αγίου Αντωνίου, πέρυσι. Σαν μέλος του πολιτιστικού συλλόγου του χωριού, βοηθούσε κι αυτός να βγει άψογη η βραδιά, να φύγουν όλοι ευχαριστημένοι, όπως κάθε χρόνο. Ήταν στα ποτά. Οι διψασμένοι από την κάψα του χορού πήγαιναν κι έπαιρναν μπύρες, αναψυκτικά και εμφιαλωμένα νερά από το φορτηγάκι που ήταν σταματημένο στην είσοδο της πλατείας. Ο Γιώργης έπαιρνε την παραγγελία, έδινε την εντολή, έπαιρνε τα λεφτά, έδινε πίσω τα ρέστα.
  Δεν θυμάμαι τι λόγια ανταλλάξαμε. Για την κοσμοσυρροή στο πανηγύρι, για τον Γαργανουράκη, για την αδελφή του που παντρεύτηκε πρόσφατα; Αυτό που δεν ήξερα τότε είναι ότι θα ήταν τα τελευταία μας.
  Ήταν ο δεύτερος γιος μιας πολυμελούς οικογένειας. Έξυπνος, ωραίος, υπεύθυνος, όπως όλα τα παιδιά σ’ αυτές τις οικογένειες, που ξέρουν ότι θα πρέπει να παλέψουν στη ζωή, γιατί ο οικογενειακός κλήρος που θα τους πέσει είναι μικρός για να τους φτάσει να ζήσουν. Από καιρό εξάλλου τα εισοδήματα από τα λιοχώραφα είχαν καθηλωθεί. Έτσι, εκτός από γεωργός, δούλευε και οικοδόμος. Δούλευε και τα χωράφια της Μαρίας. Ο άντρας της τής είχε αφήσει χρόνους, και μια κόρη να φροντίσει. 
  Ο Γιώργης ανέλαβε τα χωράφια τους, που η γριά μάνα ήταν ανίκανη να καλλιεργήσει. Κλάδεψε, ξεχέρσωσε, φύτεψε καινούρια δένδρα, οι δυο τόνοι λάδι το χρόνο γίνηκαν έξι. Ευχαριστημένη η μάνα, ευχαριστημένη και η κόρη, που ένα τέτοιο ωραίο παιδί έμπαινε στο σπίτι τους, για να δώσει αναφορά πώς πήγε η σοδειά, για να λογαριαστούνε.
  Όμως μια περίεργη μελαγχολία σκίαζε το όμορφο πρόσωπό του, που ο Γιώργης την έκρυβε καλά κάνοντας συνεχώς αστεία. Ήταν ο πιο εύθυμος, ο πιο γλεντζές της παρέας. Πού να οφειλόταν άραγε;
  Ο Γιώργης ένιωθε όλο και πιο έντονη την ανάγκη να κρύψει αυτή τη μελαγχολία, που φαίνεται ότι θέριευε μέσα του, γι αυτό και έτρεχε πιο συχνά στις ταβέρνες και τα μπαρ με τους φίλους του. Η ευθυμία του ποτού γινόταν κανονικό μεθύσι.
  Ήλθε ο Μάρτης (Αχ, καρδούλα μου, γιατί μας το ’κανες αυτό), και σε μια ταβέρνα δηλώνει στην παρέα του ότι θα κάνει ένα πρωταπριλιάτικο αστείο, που θα τους αγγίξει όλους. Μεθυσμένα λόγια. Τα θυμήθηκαν όμως όλοι με ανατριχίλα την πρώτη του Απρίλη, του ίδιου αυτού Απρίλη που γράφω αυτές τις γραμμές.
  Ήταν η τελευταία μέρα του μήνα. Ο περισσότερος κόσμος ούτε που είχε στο μυαλό του τα πρωταπριλιάτικα αστεία της επομένης. Όμως κάποιοι λίγοι τα σχεδίαζαν αχνογελώντας το βράδυ στο κρεβάτι τους, πριν κοιμηθούν. Τι θα κάνουν, τι θα πουν, σε ποιους θα το κάνουν, σε ποιους θα το πουν. Μ’ αυτή τη σκέψη τους πήρε ο ύπνος.
  Έφευγαν από το μπαρ. -Έχεις πιει πολύ Γιώργη, πρόσεξε μην σε πιάσουν για αλκοτέστ στο δρόμο, και πάει το καινούριο σου αμάξι. Δυο δόσεις είχε προλάβει να πληρώσει μόνο. Γέλασε χωρίς να σχολιάσει.
  Αχ, γιατί να μην τη στήσουν οι αστυνομικοί, όπως το έκαναν τόσο συχνά, στο σταυροδρόμι, για αλκοτέστ. Ο Γιώργης έζεχνε ουίσκι, θα τον βούταγαν και θα τον έχωναν στο κρατητήριο. Θα του έκαναν κατάσχεση και στο αμάξι, αλλά ποιος νοιάζεται για το αμάξι, σημασία έχει ότι δεν θα πήγαινε σπίτι του, να βάλει μπρος το σατανικό του σχέδιο, για το μακάβριο πρωταπριλιάτικο αστείο που μας ετοίμαζε.
  Σπίτι έφτασε ξημερώματα. Πήγε στην τουαλέτα, και ξυρίστηκε με επιμέλεια, φροντίζοντας να μην κοπεί. Χτενίστηκε, και έριξε πάνω του αντρική κολόνια, σαν να πήγαινε για γαμπρός.
  Ή μήπως πήγαινε;
  Όμως δεν έβαλε το καλό του κουστούμι, που θα μπορούσε να είναι και γαμπριάτικο. Φόρεσε τις πιτζάμες του με ήρεμες κινήσεις, γεμάτες τελετουργική μεγαλοπρέπεια. Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ίσως να είπε κάποια προσευχή από μέσα του, όμως κανείς δεν είναι σίγουρος. Αν ναι, τι λόγια να είπε άραγε;   
  Άπλωσε το χέρι και πήρε το μπουκάλι που ήταν δίπλα στο κομοδίνο. Μα καλά, αυτό το παιδί, τόσο ήπιε απόψε, ακόμα δεν χόρτασε το πιοτό;
  Στο μπαρ κατέβασε πολλά ποτήρια ουίσκι. Πρόσεχε Γιώργη, μην το ανακατέψεις με άλλο ποτό και σε πειράξει περισσότερο. Να δούμε μήπως αυτό το μπουκάλι έχει ουίσκι, κι έτσι δεν υπάρχει φόβος. Πλησιάζουμε το κρεβάτι, ο Γιώργης έχει κλειστά τα μάτια. Σκύβουμε στο κομοδίνο, και σηκώνουμε το μπουκάλι, να δούμε τι ήπιε, πριν κοιμηθεί. Όχι, δεν μοιάζει για ουίσκι. Τι καινούριο ποτό είναι πάλι αυτό το Λανέιντ; Δεν το συνάντησα στην Αθήνα σε κανένα μπαρ, τόσα χρόνια που είμαι εκεί. Τέλος πάντων, καλή νύχτα Γιώργη.
  - Τον χάσαμε τον Γιώργη...
  - Βρε τον άθλιο, πού εξαφανίστηκε, αυτό ήταν το πρωταπριλιάτικο αστείο του; Κάπου θα κρύβεται.
  - Δεν κατάλαβες, αυτοκτόνησε.
   Η είδηση έπεσε σε όλους κεραυνός. Μακάβριο αστείο. Πάει ο Γιώργης, στα τριαντατρία του, στην ηλικία του Χριστού. Και του Μεγαλέξαντρου.
  Θυμάμαι τον Γιώργο τον Ντεμίρη, συνάδελφο της γυναίκας μου. Είχε την έμμονη ιδέα ότι θα πέθαινε τριαντατριών χρονών. Μια μέρα δεν πήγε στη δουλειά, χωρίς να ειδοποιήσει. Ανησύχησαν όλοι. Τι να κάνουμε;
  Επέμεινα να ανοίξουμε το σπίτι του εκείνο το βράδυ, μήπως και είναι σοβαρά άρρωστος. Η αστυνομία, παρά τις αρχικές της αντιρρήσεις, ήρθε σχεδόν ταυτόχρονα με τον κλειδαρά που είχαμε φωνάξει. Άνοιξαν την πόρτα. Ήταν ξαπλωμένος νεκρός πάνω στο κρεβάτι του. Όλες οι αρτηρίες της καρδιάς βουλωμένες, έδειξε η νεκροψία. Κάπνιζε πάρα πολύ. Ήταν τριαντατριών χρονών.
  Τι να γίνεται άραγε ο αντικαταστάτης μου στο στρατό, έφεδρος ανθυπολοχαγός, στο Λόχο διοικήσεως της Λάρισας; Θυμάμαι μόνο το επώνυμό του, Κοτσάφτης, και ότι ήταν δάσκαλος. Είχε κι αυτός την έμμονη ιδέα ότι θα πέθαινε τριαντατριών χρονών.
  Μα γιατί αυτό το μακάβριο πρωταπριλιάτικο αστείο σου, Γιώργη;
  Άκουσα διάφορες εκδοχές.
  Πρώτη εκδοχή: 
  Η Μαρία είχε πεθάνει πριν λίγο καιρό, αφήνοντας μόνη της την κόρη της. Ο Γιώργης της στάθηκε σαν αδελφός.
  Όμως υπάρχουν και οι καχύποπτοι. Κάποιοι είπαν ότι ο Γιώργης έβαλε χέρι στα χρήματά της. Με ποιον τρόπο; Τάζοντάς της γάμο.
  Ποτέ δεν αποδείχτηκε. Όμως ο Γιώργης ήταν ευαίσθητος, και οι υποψίες, και περισσότερο οι φήμες που άρχισαν να διαδίδονται σιγά σιγά, τον πλήγωναν. Πλήγωναν το φιλότιμό του, την αξιοπρέπειά του, το «πρόσωπό» του. Οι γιαπωνέζοι, όταν «χάσουν το πρόσωπό» τους, χρησιμοποιούν την αυτοκτονία ως μέσο επανόρθωσης. Δεν νομίζω ότι ο Γιώργης είχε διαβάσει για τους γιαπωνέζους. Όμως είναι ίσως γραμμένο σε κάποια γονίδια, όταν νιώθεις ότι προσβάλλεσαι να αυτοκτονείς. Και ο Γιώργης φαίνεται ότι είχε πολλά από αυτά τα γονίδια ευθιξίας, αν και δεν ήταν γιαπωνέζος.
  Δεύτερη εκδοχή:
  Ο Γιώργης δήλωσε μια μέρα ότι θα πάει στην Αθήνα για ιατρικές εξετάσεις. Πήγε, γύρισε. Δεν δήλωσε ποτέ τη φύση της αρρώστιας του. Ήξεραν όλοι ότι υπέφερε από τη μέση του. Όμως αυτή η αρρώστια δεν είναι θανατηφόρα, και οι πόνοι της δεν είναι δα και τόσο αβάσταχτοι. Μήπως είχε και κάποια άλλη αρρώστια, την οποία δε μολόγησε; Και ποια να είναι αυτή;
  Η φαντασία μπορούσε να οργιάζει ανάμεσα στον καρκίνο και το έητζ.
  Άκουσον, άκουσον, η τρίτη εκδοχή: Ο Γιώργης, όπως όλοι, ή σχεδόν όλοι, έπαιξε στο χρηματιστήριο, με δανεικά χρήματα. Μπορεί να μην έπαιξε φούσκες, όμως όλες οι μετοχές ξεφούσκωσαν, και πολύς κόσμος έχασε τα λεφτά του. Κι όταν τα λεφτά που παίζεις είναι δικά σου, μικρό το πρόβλημα. Όταν όμως είναι ξένα, και δεν έχεις να τα επιστρέψεις, όπως υποσχέθηκες, τότε τι κάνεις; 
  Αβασάνιστη η απάντηση, ότι αυτοκτονείς.
  Θα απορρίψω όλες τις παραπάνω εκδοχές. Ως λογοτέχνης, θα υπεραμυνθώ της δικής μου εκδοχής. Δεν με ενδιαφέρει αν είναι η αληθινή. Νεκρός ο Γιώργης ανήκει στη σφαίρα του μύθου, δηλαδή στη δική μου αρμοδιότητα.
  Ο Γιώργης αγάπησε κάποτε μια κοπέλα. Δεν ξέρω αν ήταν ξανθιά ή μελαχρινή, πάντως ήταν πολύ ωραία. Γιατί πρέπει να την ερωτεύτηκε με πάθος. Κι αν δεν το μάθαμε, είναι γιατί το πάθος αυτό κρατήθηκε κρυφό, μη μαθευτεί, και πρώτα απ’ όλα από τους γονείς της κοπέλας, που ήθελαν για την κόρη τους τον σπουδασμένο, τον δημόσιο υπάλληλο, τον πλούσιο, τον...
  Ο Γιώργης δεν είχε να τους παρουσιάσει παρά την εργατικότητά του και την καλή του καρδιά. Φτηνή πραμάτεια για τις απαιτήσεις των γονιών. Όμως, όπως είπαμε, ήταν ωραίο παιδί, και αυτό έφτανε και περίσσευε για την κόρη.
  Δεν ξέρω πού σκάλωσε το πράγμα. Χώρισαν. Στην πραγματική ζωή λίγες είναι οι Αρετούσες. Μάλλον όμως δεν ήταν αιτία οι γονείς, αλλά ο πλούσιος συμφοιτητής της. Μάτια που δεν βλέπονται... Οι φοιτητές ζουν το «εδώ και τώρα» στα μπαράκια, και οι καλοκαιρινοί έρωτες μοιάζουν με όνειρα θερινής νυκτός. Αν και δεν γνωρίστηκαν στα μπαράκια, στα μπαράκια ζεστάθηκε το πράγμα που είχε ξεκινήσει από τις φοιτητικές εκλογές, όταν δίπλα δίπλα μάχονταν για τη νίκη της παράταξης. Η παράταξη κέρδισε, μαζί και ο συμφοιτητής της που την κέρδισε. Ο Γιώργης ήταν ο μεγάλος χαμένος.
  Είχε αραιώσει τα δικά της τηλεφωνήματα. Όσο πιο σπάνια τον έπαιρνε αυτή, τόσο πιο συχνά την έπαιρνε αυτός. Μήπως δεν τον αγαπάει πια; Μήπως βρήκε άλλον; Μην είσαι ανόητος, μόνο εσένα αγαπάω, του έλεγε, όμως ο τόνος της φωνής της δεν ήταν πειστικός. Αυτός άρχισε να γίνεται πιεστικός, επίμονα πιεστικός, τι μου κρύβεις, στο τέλος του το ξεφούρνισε, λυπάται, πέρασε ωραία μαζί του, ήταν και ο άλλος που ήξερε την ιστορία της, και την πίεζε να ξεκαθαρίσει, είχε τους δικούς του φόβους.
  Ο Γιώργης έμεινε βουβός στην άλλη άκρη της γραμμής. Δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη. Κατέβασε σιγά σιγά το ακουστικό. Σωριάστηκε στο κρεβάτι που ήταν δίπλα του. Έκρυψε το πρόσωπό του μέσα στις παλάμες του, αλλά δεν μπόρεσε να κλάψει. Αυτό θα τον ανακούφιζε, το ήξερε, αλλά δεν μπόρεσε. Έτσι, ο πόνος που δεν βρήκε την έξοδο στο ρυάκι των ματιών, έμεινε μέσα του και του φαρμάκωσε την καρδιά.
  Το ίδιο βράδυ μέθυσε με τους φίλους του. Οι νέοι στην επαρχία συχνά μεθούνε χωρίς λόγο, ή μάλλον ο λόγος είναι η επαρχιακή ανία. Αυτός είχε συγκεκριμένο λόγο να μεθύσει. Μόνο που δεν τον εξομολογήθηκε στους φίλους του.
  Μέθυσε κι άλλα βράδια. Όμως το οινόπνευμα δεν σβήνει τη φωτιά, την φουντώνει. Μήπως μπορεί να τη σβήσει το νερό; Όμως,
  «Αυτό το αχ δεν είν’ φωτιά, να πιω νερό να σβήσει,
  μόνο ’ναι πόνος στην καρδιά, και θα με βασανίσει».
  Πρωτοδιόριστος στην Κάρπαθο, άκουσα πολλές φορές τον συνάδελφο το Γιάννη τον Αγγελάκη να τραγουδάει αυτή την μαντινιάδα. Ομοιοπαθής.
  Όταν την άκουσε κι ο Γιώργης, κατάλαβε ότι δεν θα γλύτωνε έτσι εύκολα. Το φάρμακο που χρειαζόταν ήταν πιο δραστικό. Τότε άρχισε να επεξεργάζεται το φρικιαστικό σχέδιό του. Αυτό που σας περιγράψαμε πιο πάνω. 
  Φρικιαστικό; Θα ’λεγα υπέρμετρα καλλιτεχνικό. Παρόμοια καλλιτεχνικό μπορώ να θεωρήσω μόνο το σχέδιο του καθηγητή Λιαντίνη, που εξαφανίσθηκε μέσα σε χαράδρα του Ταϋγέτου, κατά το παράδειγμα του Εμπεδοκλή που έπεσε στην Αίτνα.
  Υπάρχει όμως κάτι που το υπερβαίνει. Εδώ έχουμε το Χρονικό μιας προαναγγελμένης αυτοκτονίας, για να παραφράσουμε τον τίτλο του έργου του Μάρκες, τουλάχιστον ένα μήνα πριν. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρχε επιστροφή. Κάθε υποψήφιος αυτόχειρας έχει την δυνατότητα, και την πολυτέλεια, να δειλιάσει την τελευταία στιγμή, να ακυρώσει, να αναβάλει. Ο Γιώργης δεν την είχε. Τι θα έλεγε στους φίλους του την πρωταπριλιά, που θα τον ρωτούσαν για εκείνο το φοβερό πρωταπριλιάτικο που τους υποσχέθηκε, που «θα τους έπιανε όλους»; Ήταν μια καταδίκη χωρίς ελπίδα αναστολής.
  Είπα ότι θα υπεραμυνθώ της δικής μου εκδοχής. Όμως τι νόημα έχει άραγε ποια εκδοχή είναι η αληθινή; Έχει καμιά σημασία αν ο Οιδίπους τυφλώθηκε γιατί τον βάραινε μια κατάρα ή γιατί εκεί τον οδήγησε ένα προσωπικό πείσμα; Σημασία για μας έχει η ψυχική οδύνη, αυτό το ανακάτεμα των σπλάχνων που λέγεται απελπισία, που οδηγεί στις πιο παρανοϊκές ενέργειες, που και η πιο μεγάλη συμπόνια που είναι δυνατόν να νιώσουμε δεν μπορεί να τις ακυρώσει, να τις κάνει αντιστρεπτές. Μια απελπισία, που ο αριστοτελικός ‘έλεος’ μας κάνει να τη βιώνουμε σαν δική μας, ενώ η αριστοτελική ‘ταύτιση’ μας κάνει να νιώθουμε καταδικό μας το μέγεθος της αγωνίας του.
  Χλεύασες κατάμουτρα Γιώργη τη λαϊκή παροιμία που λέει «και με τα χίλια βάσανα πάλι η ζωή γλυκιά ’ναι.» Έδειξες με την πράξη σου ότι υπάρχουν όρια, πέρα από τα οποία η ζωή χάνει την όποια γλύκα της και γίνεται αβάσταχτη.
  Τον Γιώργη τον ντύσανε γαμπρό. Μοίρασαν κουφέτα στον κόσμο, που τα έτρωγε και έκλαιγε. Η νύφη έλειπε, ήταν στην Αθήνα, δεν το έμαθε. Ίσως γι αυτό ο γαμπρός δεν ήταν όρθιος, αλλά ξαπλωτός, μέσα στο φέρετρο. Το γαμήλιο ταξίδι το έκανε μόνος του, πολύ κοντά, στο νεκροταφείο. Όμως, αντίθετα από ό, τι συμβαίνει στους άλλους γάμους, ήταν πολύς ο κόσμος που τον κατευόδωσε. Και τα δάκρυα εδώ δεν ήταν δάκρυα χαράς.
  Ας είναι μνημόσυνο πρόσφορο αυτή η καταγραφή, που γίνεται τον ίδιο Απρίλη, την παραμονή της επετείου της σταύρωσης, δυο χιλιάδες χρόνια μετά. Ας συντηρήσει η τέχνη, έστω και με τις κάποιες παραποιήσεις που έχει κάνει, ό, τι θα σβήσει μια μέρα από τα τεφτέρια της η μνήμη. Για όσο μπορέσει.           

                                                                                                       Απρίλης 2000