Book review, movie criticism

Sunday, March 31, 2019

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Ο έφηβος


Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Ο έφηβος (μετ. Δημήτρης Παπαδόπουλος), Νέος Σταθμός χχ, σελ. 564

  Όλα τα μείζονα έργα του Ντοστογιέφσκι τα διάβασα μαθητής, με πρώτο τον «Ηλίθιο», δευτέρα γυμνασίου, που με έκανε αμέσως φαν του μεγάλου συγγραφέα. Γιατί δεν διάβασα και τον «Έφηβο»; Γιατί απλούστατα δεν είχε έλθει στο πρακτορείο εφημερίδων της κας Αεράκη στην Ιεράπετρα, στο οποίο κατέφταναν κατά καιρούς καινούριες εκδόσεις, όπως π.χ. Εκδόσεις Δαρεμά. Μετά, φοιτητής, είχα μπλέξει με άλλα διαβάσματα. Πολύ αργότερα, για την ακρίβεια πριν λίγα χρόνια, διάβασα αρκετές νουβέλες και διηγήματά του. Γιατί όχι και τον «Έφηβο»; Διότι δεν έτυχε να πέσει στα χέρια μου, σε καμιά προσφορά. Τον αγόρασα πριν λίγους μήνες σε ένα καροτσάκι, και τώρα αποφάσισα να τον διαβάσω.
  Διαβάζοντας την εισαγωγή σε μια αγγλική μετάφραση κατάλαβα γιατί δεν έτυχε να πέσει στα χέρια μου μέχρι τότε. Διαβάζω ότι παρ’ όλο που είναι το προτελευταίο του μυθιστόρημα, είναι το λιγότερο γνωστό. Συζητήθηκε λιγότερο από όλα, και κάποιοι το παραλείπουν κιόλας σε μελέτες τους για τον Ντοστογιέφσκι. Ο Joseph Frank λέει γι’ αυτό ότι είναι «ένα περίεργο υβρίδιο μυθιστορήματος» και «κάτι σαν ανωμαλία στα μεγάλα έργα του Ντοστογιέφσκι της τελευταίας περιόδου». Ο Edward Vasiolek το χαρακτηρίζει σαν «αποτυχία».
  Ψάχνοντας στη biblionet βλέπω ότι τα υπόλοιπα έργα του έχουν γνωρίσει αλλεπάλληλες εκδόσεις, ενώ ο «Έφηβος» έχει εκδοθεί μόνο από τις εκδόσεις Γκοβόστη με άγνωστη ημερομηνία έκδοσης, που σημαίνει ότι εκδόθηκε πολύ παλιά, αλλά με την ένδειξη ότι κυκλοφορεί. Ψάχνοντας και στην Πολιτεία βρήκα ότι το διαθέτει μόνο από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, έκδοση το 1996, ενώ στην Πρωτοπορία δεν υπάρχει.
  Το βιβλίο που αγόρασα είναι σίγουρα πειρατική έκδοση. Οι εκδόσεις Νέος Σταθμός φαίνεται ότι δεν υπάρχουν πια, ενώ στη ράχη του βιβλίου διάβασα Εκδοτικός οίκος Αφοι Βλαστού. Ακόμη, στην πρώτη σελίδα διαβάζω Τόμος Α΄, ενώ περιέχονται και οι δυο τόμοι. Τέλος, κάπου προς το τέλος είναι μπερδεμένες οι σελίδες, πιθανώς ενός δεκαεξασέλιδου.  Ευτυχώς είχα το αγγλικό κείμενο ώστε να μπορέσω να τις βάλω στη σειρά, πράγμα που μου έφαγε αρκετή ώρα. Να θυμάστε το εξώφυλλο, αν το βρείτε σε πάγκο μην το αγοράσετε.
  Και δυο λόγια για την πλοκή.
  Ο Αρκάντι είναι νόθος γιος του Βερσίλοφ. Όμως «έκλεψε» τη γυναίκα του από τον νόμιμο σύζυγό της, έναν πολύ μεγαλύτερό της δουλοπάροικο. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν υπήρξε διεκδίκηση. Μαζί της έκανε και μια κόρη. Σε όλο το έργο βλέπουμε τις σχέσεις πατέρα-γιου, πάντα σχέσεις αγάπης, αλλά και με εντάσεις κατά καιρούς.
  Η ιστορία είναι αρκετά περίπλοκη για να τη δώσω ολόκληρη σε περίληψη.
  Υπάρχει ένας νεαρός πρίγκηπας που έχει αφήσει έγκυο την αδελφή του. Μετανιώνοντας για μια απάτη για την οποία ενοχοποιήθηκε κάποιος άλλος, θα ομολογήσει χρόνια αργότερα έχοντας έντονες τύψεις και θα καταλήξει στη φυλακή. Υπάρχει μια νεαρή χήρα την οποία αγαπάει ο Αρκάντι, αλλά και ο πατέρας του. Έγραψε ένα γράμμα το οποίο βρίσκεται στην κατοχή του Αρκάντι, στο οποίο ζητάει από κάποιον δικηγόρο να φροντίσει ώστε ο πατέρας της να τεθεί υπό απαγόρευση σαν γέρος με άνοια, καθώς φοβάται ότι θα παντρευτεί και έτσι θα χάσει μεγάλο μερίδιο από την περιουσία του.
  Γύρω από το γράμμα διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής, καθώς η νεαρή χήρα θέλει να το αποκτήσει μήπως πέσει στα χέρια του πατέρα της και την αποκληρώσει, ενώ ένας παλιάνθρωπος, παλιός συμμαθητής του Αρκάντι, θέλει να το πάρει στην κατοχή του και να την εκβιάσει ώστε να του δώσει 30.000 ρούβλια. Στο τέλος καταφέρνει και το κλέβει από τον Αρκάντι.
  Η ιστορία αυτή έχει σε μεγάλο βαθμό αστυνομική πλοκή, και μου θύμισε το «Purloined letter» του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, ένα αστυνομικό διήγημα που η πλοκή του περιστρέφεται επίσης γύρω από ένα γράμμα.
  Όπως βλέπουμε και στα περισσότερα έργα του Ντοστογιέφσκι, μεγάλο τμήμα του είναι δοκιμιακό πάνω σε διάφορα ζητήματα, για το θεό, για τη ρώσικη ψυχή, κ.λπ. κ.λπ., για τα οποία συζητάνε τα πρόσωπα του έργου, κυρίως πατέρας και γιος.
  Και ξαφνικά συνειδητοποίησα κάτι για το οποίο αναρωτιόμουνα εδώ και χρόνια.
  Τα έργα των δυο μεγάλων κλασικών, του Ντοστογιέφσκι και του Τολστόι, μπορώ να τα διαβάσω στα ρώσικα, με κάποια δυσκολία βέβαια. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με μυθιστορήματα του 20ου αιώνα, όπως ο «Δόκτωρ Ζιβάγκο», η «Λολίτα» και ο «Ήρεμος Δον», από τα οποία διάβασα ανιχνευτικά την πρώτη σελίδα. Νομίζω κατάλαβα τώρα το γιατί.
  Τα μυθιστορήματα αυτά διακρίνονται για ένα μεγάλο βαθμό λογοτεχνικότητας, βασικό στοιχείο της οποίας κατά τους ρώσους φορμαλιστές (Σκλόφσκι, Άιχενμπαουμ κ.λπ.) είναι οι ανοίκειες λέξεις (αστρανιένιγιε είναι η λέξη-κλειδί που χρησιμοποιούν). Αυτό σημαίνει ότι πέφτω πάνω σε ένα σωρό άγνωστες λέξεις, πολλές από τις οποίες θα ήταν αμφίβολο αν θα ξανασυναντούσα. Τα έργα όμως των δυο μεγάλων ρώσων κλασικών περιέχουν καθημερινές λέξεις, και η λογοτεχνικότητά τους βρίσκεται στο συνταγματικό επίπεδο των φράσεων και των προτάσεων και, συνειδητοποιώ τώρα, και της πλοκής. Ο Joseph Frank στον οποίο αναφερθήκαμε πιο πριν λέει ότι ο «Έφηβος» δεν διαθέτει τη σύγκρουση πνευματικών-ηθικών αξιών που χαρακτηρίζει τα καλύτερά του έργα.
  Το μυθιστόρημα αυτό είναι το μόνο από τα μεγάλα του έργα στο οποίο η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη. Παρουσιάζεται σαν αυτοβιογραφία του Αρκάντι, που όμως απευθύνεται στον «αναγνώστη». Στέλνοντας (δήθεν) το χειρόγραφο σε ένα παιδαγωγό του, παίρνει την απάντηση μαζί με το χειρόγραφο, από το οποίο ο Αρκάντι παραθέτει αποσπάσματα. Σ’ αυτά βλέπουμε την εικόνα που δίνει των ρώσων εφήβων τώρα και παλιά, ενώ μιλάει εκτεταμένα για τους ευγενείς, οι οποίοι, πιστεύει, πρέπει να είναι τα κεντρικά πρόσωπα σε ένα μυθιστόρημα. Αυτό πράγματι βλέπουμε στον «Έφηβο». Συνιστώ σε όσους τον διαβάσουν, να ξεκινήσουν διαβάζοντας το τέλος του προτελευταίου κεφαλαίου και το τελευταίο κεφάλαιο στο οποίο περιέχονται αυτά τα αποσπάσματα.
  Υπάρχει όμως και κάτι που διαπερνά ως λάιτ μοτίφ το μυθιστόρημα. Αυτό είναι η «ιδέα». Τι ακριβώς είναι αυτή; Ας παραθέσουμε μια γνωστή ρήση του Σολωμού: «Κλείσε μέσα στην ψυχή στου την Ελλάδα (ή ό,τι άλλο) και θα αισθανθείς κάθε είδους μεγαλείο». Η ιδέα λοιπόν είναι ένα ιδανικό, μια ιδανική επιδίωξη. Το ιδανικό του Αρκάντι είναι να γίνει πλούσιος, και αφού αποκτήσει αρκετά πλούτη που θα του δώσουν μια αίσθηση δύναμης και ανεξαρτησίας, να μην κάνει τη ζωή που κάνουν οι πλούσιοι αλλά να ζήσει απλά. Νομίζω ότι προσημαίνεται κάπου ότι θα τα καταφέρει να γίνει πλούσιος (η αφήγηση γίνεται ένα χρόνο μετά τα τελευταία γεγονότα) όμως τελικά δεν βλέπω να γίνεται κάτι τέτοιο. Αφήνεται όμως ανοικτό το ενδεχόμενο μιας σχέσης, δηλαδή τελικά ενός γάμου, με τη νεαρή χήρα η οποία κληρονόμησε ένα πολύ μεγάλο μέρος από την περιουσία του πατέρα της μετά το θάνατό του.
  Όντως και εμένα δεν μου άρεσε ιδιαίτερα αυτό το μυθιστόρημα.
  Καθώς τα κορυφαία έργα του Ντοστογιέφσκι τα διάβασα όταν ήμουν μαθητής (τους «Αδελφούς Καραμάζοφ» τους διάβασα κάποια χρόνια αργότερα και στα ρώσικα), δεν έχω γράψει γι’ αυτά. Όμως έγραψα για αυτά που διάβασα τα τελευταία χρόνια, με εξαίρεση τον «Αιώνιο σύζυγο», καθώς δεν είχα αποκτήσει ακόμη το blog μου όπου αναρτώ τα κείμενά μου.
  Και τώρα κάποια αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.
  «Υπήρχαν έμποροι, Εβραίοι, που κοίταζαν λαίμαργα…» (σελ. 48).
  Και πιο κάτω:
  «Ήμουν καλοντυμένος. Τουλάχιστον δεν έμοιαζα με Εβραίο ή δεύτερης σειράς πραματευτή» (σελ. 50).
  Επίσης:
  «…είναι επονείδιστο που αυτά τα εκατομμύρια θα περνούσαν από βρώμικα, κακά, εβραϊκά χέρια..» (σελ. 83).
  Και τέλος: «…αριστερά δίπλα μου βρισκόταν όλη την ώρα ένας σιχαμερός νεαρός δανδής, Εβραίος υποθέτω» (σελ. 285).
  Στο ποίημα του Καριωτάκη «Στο άγαλμα της ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο» διαβάζουμε: «Λευτεριά, Λευτεριά, θὰ σ’ ἀγοράσουν/ ἔμποροι καὶ κονσόρτσια κι ἑβραῖοι».  
  Τους εβραίους πριν το ολοκαύτωμα τους έβλεπαν με περιφρόνηση. Ο Χίτλερ το είχε πει: δεν ανακαλύψαμε εμείς τον αντισημιτισμό».
  «Οι Ρώσοι είναι λαός δεύτερης κατηγορίας…
-Τρίτης! φώναξε δυνατά κάποιος άλλος!
-Ένας λαός δεύτερης κατηγορίας που πεπρωμένο του είναι να τον χρησιμοποιεί σαν πρώτη ύλη μια ευγενέστερη ράτσα, και όχι να παίζει έναν ανεξάρτητο ρόλο στην ιστορία της ανθρωπότητας».
  Αφού το λένε και οι ίδιοι, θα σχολίαζε ο Χίτλερ.
  «-Αν είχα εγώ ένα περίστροφο θα το φύλαγα, κρυμμένο κάπου, κλειδωμένο για καλά. Είναι στ’ αλήθεια μεγάλος πειρασμός. Μπορεί να μην πιστεύω σε μια επιδημία αυτοκτονιών, αλλά αν το έχω συνέχεια μπροστά στα μάτια μου, υπάρχουν στ’ αλήθεια στιγμές που να μου μπει ο πειρασμός στο κεφάλι» (σελ. 78).
  Ήταν μια από τις σκέψεις που έκανα κι εγώ μια εποχή (οι άλλες ήταν να σε συλλάβουν για παράνομη οπλοφορία, να σκοτώσεις ένα κλέφτη που μπήκε στο σπίτι σου κρατώντας μόνο ένα μαχαίρι, να μην προλάβεις να σκοτώσεις τον κλέφτη και να σε σκοτώσει αυτός νιώθοντας να απειλείται η ζωή του) που με απέτρεψαν, όταν μπήκα στον πειρασμό, σαν γνήσιος κρητικός, να αγοράσω πιστόλι.
  Παρεμπιπτόντως στο έργο βλέπουμε να πυροβολείται ο πατέρας του Αρκάντι και να τραυματίζεται ελαφρά, και τρεις αυτοκτονίες περιφερειακών χαρακτήρων, που όμως δεν επηρέασαν την εξέλιξη της πλοκής, οι δυο με πιστόλι. Η τρίτη για την οποία μαθαίνουμε με αρκετές λεπτομέρειες είναι της Όλιας, κόρης της Ντάρια, που δεν άντεξε την αφόρητη φτώχεια και κρεμάστηκε. Μου θύμισε το «Νορβηγικό δάσος» του Μουρακάμι, που ξεχειλίζει από αυτοκτονίες.
  «…ήταν ο μόνος από τους πιστωτές σου, αυτός ο ρουφιάνος ο Σέρπουχωφ, ήταν ο μόνος από τους πιστωτές που δεν συμφωνούσε να πάρει τα μισά απ’ αυτά που του χρωστούσες αντί για ολόκληρο το ποσό» (σελ. 108).
  Κοίτα να δεις, και τότε υπήρχε κούρεμα του χρέους.
  «…το συνηθισμένο ανθρώπινο αίσθημα για ευχαρίστηση στη δυστυχία κάποιου άλλου…» (σελ. 154).
  Εγώ πιστεύω ότι το πιο συνηθισμένο είναι η σκέψη ότι «υπάρχουν και χειρότερα».
  «Ένας Γάλλος κουρέας στο Στάδιο Νιέφσκι ήταν οικείος μαζί μου και μου έλεγα ανέκδοτα καθώς με κούρευε» (σελ. 197).
  Γνωστή η φλυαρία των κουρέων, από την αρχαία Ελλάδα. «-Πώς σε κείρω; -Σιωπών». -Πώς να σε κουρέψω-Χωρίς να μιλάς.
  «Τη χαρτοπαιξία εννοείς μητέρα; Τη χαρτοπαιξία; Θα την παρατήσω μητέρα! Θα πάω σήμερα για τελευταία φορά…» (σελ. 265).
  Πόσες φορές δεν θα το είπε αυτό ο Ντοστογιέφσκι για τον εαυτό του!
  «….εγώ ένοιωθα να με κυριεύει μια ακατανίκητη επιθυμία να δεχτώ παθητικά την προσβολή, και μάλιστα περισσότερο απ’ όσο ήθελε ο επιτιθέμενος, σα να έλεγα: -Εντάξει, με ταπείνωσες, θα ταπεινώσω λοιπόν κι εγώ τον εαυτό μου περισσότερο! Κοίτα και απόλαυσε!» (σελ. 332).
  Η αυτοταπείνωση είναι μια εμμονή στο έργο του Ντοστογιέφσκι, ίσως γιατί ένοιωσε και αυτός βαθιά ταπεινωμένος στους λογοτεχνικούς κύκλους στους οποίους άρχισε να συχνάζει σαν πολλά υποσχόμενος νέος συγγραφέας.
  «…δεν έπινε ποτέ καφέ τότε επειδή της έφερνε ταχυκαρδίες» (σελ. 336).
  Κι εγώ το ίδιο, έκοψα τον καφέ.    
  «Σημείωσα, επίσης, την αδυναμία της Τατιάνας αναφορικά μ’ αυτή τη μαγείρισσα…» (σελ. 371).
  «Αναφορικά με». Χρησιμοποιούσα πεισματικά αυτή τη φράση στις εκθέσεις μου, και ο φιλόλογός μου στην δευτέρα και τρίτη λυκείου επέμενε να μου την υπογραμμίζει σαν λάθος. Τη συναντάω άλλη μια φορά, στη σελίδα 447.
  «Είμαι βέβαιος ότι θα σπάσει σε δυο κομμάτια- ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα» (σελ. 491).
  Πώς γίνεται να σπάσει σε λιγότερα από δυο κομμάτια; συγγραφικό ή μεταφραστικό ατόπημα; Θα το ψάξω αφού τελειώσω την παράθεση των αποσπασμάτων.
  Μπα, δεν υπάρχει άλλο για να παραθέσω, το ψάχνω αμέσως.
  Я уверен, что он разом расколется на две половины — ни больше ни меньше (ας μη ξέρετε ρώσικα, θα έχετε ακούσει για τους μπολσεβίκους και τους μενσεβίκους).
  Συγγραφικό τελικά.
  Δεν μετάνιωσα βέβαια καθόλου που διάβασα αυτό το έλασσον μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι καθώς προσθέτει μια ψηφίδα στην εικόνα που έχω για το έργο του, απαράλλακτα όπως βλέπω όλα ανεξαιρέτως τα έργα ενός σκηνοθέτη τον οποίο βλέπω πακέτο.
  Θα ήθελα να διαβάσω ξανά κάποια τουλάχιστον από τα μεγάλα μυθιστορήματά του, και ό,τι δεν έχω διαβάσει φυσικά. Θα ήθελα…

Masaki Kobayashi, Samurai rebellion (1967)


Masaki Kobayashi, Samurai rebellion (1967)

  Έχω αναφερθεί πολλές φορές σ’ αυτή την ταινία, και στο τέλος θα εξηγήσω το γιατί.
  Ο άρχοντας αναγκάζει τον υποτακτικό του να παντρευτεί ο γιος του μια ερωμένη του. Την πήρε με τη βία από την οικογένειά της, και αφού του έκανε γιο, δεν την ήθελε πια. Ο υποτακτικός (Τοσίρο Μιφούνε) με το γιο του δεν είχαν καθόλου διάθεση για ένα τέτοιο γάμο, όμως τι να κάνουν.
  Η έκπληξη είναι ότι ο γιος, ενώ αναγκάστηκε να την παντρευτεί, την ερωτεύθηκε, όπως και αυτή εκείνον. Καρπός του γάμου τους υπήρξε μια κόρη.
  Αλλά ο γιος του άρχοντα πέθανε, και ο επόμενος διάδοχος ήταν ο γιος της γυναίκας που έδιωξε. Δεν μπορούσε η μητέρα του μελλοντικού άρχοντα να είναι γυναίκα ενός απλού υποτακτικού, την ήθελε πίσω. Όμως εκείνοι ήταν απρόθυμοι να του τη δώσουν. Το ίδιο και η ίδια, δεν ήθελε να ξαναγυρίσει.
  Μετά από αρκετές μηχανορραφίες ο άρχοντας δίνει εντολή να την πάρουν πίσω με τη βία. Όμως ο Τοσίρο Μιφούνε ήταν φοβερός στο σπαθί, τους σκότωσε όλους, αφού πρώτα αυτοκτόνησε η νύφη του και σκότωσαν το γιο του που έτρεξε να την αγκαλιάσει.
  Παίρνει το μωρό και κατευθύνεται προς τα σύνορα. Θέλει να πάει στο Τόκιο για να καταγγείλει τη βία του άρχοντα. Το 1927 που διαδραματίζεται η ιστορία, 25 χρόνια μετά το θρυλικό επεισόδιο των 47 σαμουράι το οποίο γυρίστηκε επανειλημμένα σε ταινίες, ήταν η εποχή Τοκουγκάβα κατά την οποία ο σογκούν είχε απεριόριστη εξουσία πάνω στους τοπικούς daimyo.
  Σε όλη την ταινία παρακολουθούμε το ανώτερο ήθος των σαμουράι και την αυθαιρεσία των αρχόντων. Όμως βλέπουμε και κάτι άλλο, στο τέλος. Ο γενναίος σαμουράι σκοτώνεται από δολοφόνους που έχουν πυροβόλα όπλα, όχι όμως πριν καθαρίσει μερικούς απ’ αυτούς.  
  Ακριβώς γι’ αυτό το επεισόδιο αναφέρω την ταινία. Ο παλιός κόσμος με το υψηλό ήθος των σαμουράι είναι καταδικασμένος να χαθεί με την έλευση των πυροβόλων όπλων, όπως ο κόσμος της Αντιγόνης, ο παλιός κόσμος όπου οι οικογενειακοί δεσμοί ήταν ισχυρότατοι με τη έλευση της πόλης-κράτους, στην οποία ο τύραννος είναι πιο πάνω απ’ αυτούς. «Το μυστικό της κοντέσας Βαλέραινας» του Ξενόπουλου είναι μια παρόμοια περίπτωση. Οι δημιουργοί εξυμνούν τον παλιό κόσμο με το ανώτερο ήθος του, όμως παρουσιάζουν την έλευση του καινούριου σαν αναπόφευκτη. Ο θάνατος της Αντιγόνης, του Σαμουράι και της κοντέσας Βαλέραινας δείχνει ακριβώς αυτό το αναπόφευκτο της επικράτησης του καινούριου πάνω στο παλιό, το οποίο είναι καταδικασμένο να εξαφανισθεί σιγά σιγά.
  Ήθελα να ξαναδώ την ταινία για να την ξαναθυμηθώ στις λεπτομέρειές της.

Friday, March 29, 2019

Luis Ortega, Ο άγγελος (El angel, 2018)


Luis Ortega, Ο άγγελος (El angel, 2018)


  Από χθες στους κινηματογράφους.
  Είναι ο δεύτερος Άγγελος που γυρίζεται ταινία, αλλά πολλά χρόνια μετά από τη δράση του, που δεν κράτησε ούτε καν ένα χρόνο (Μάρτης 1971-Φλεβάρης 1972). Ο πρώτος του σύντροφος στην εγκληματική δράση σκοτώθηκε σε τροχαίο ενώ ο δεύτερος…
  Όλα αυτά στην Αργεντινή.
  Και ο πρώτος; 
  Εδώ στην Ελλάδα, όχι πολλά χρόνια αργότερα, το 1982. Θυμάμαι που διάβασα την είδηση στις εφημερίδες, λίγο αφού απολύθηκα από το στρατό: ένας ναύτης σκότωσε το φίλο του. Θυμάμαι και το λόγο: ήταν ο ερωμένος στη σχέση τους, και κάποια φορά ζήτησε να γίνει κι αυτός εραστής. Ο άλλος αρνήθηκε και ταυτόχρονα τον ειρωνεύτηκε. Ο «Άγγελος» εξοργίστηκε τόσο που τον σκότωσε. Το έγκλημα έγινε το 1976, καταδικάστηκε σε ισόβια, όμως πήρε χάρη, σε αντίθεση με τον αργεντινό Άγγελο που βρίσκεται ακόμη στη φυλακή.
  Διαβάζω τη βιογραφία του στη βικιπαίδεια, φαίνεται να την ακολουθεί αρκετά πιστά η ταινία, παρουσιάζοντας όμως μόνο τρεις φόνους και κανένα από τους βιασμούς που διέπραξε ο δεύτερος φίλος του. Τον παρουσιάζει ως ελαφρώς διαταραγμένο, ενώ δείχνει και την αγωνία των γονιών του για το δρόμο που είχε πάρει ο γιος τους. Δεν είχε κλείσει καν τα είκοσι.