Χαρούκι Μουρακάμι, Νορβηγικό δάσος (μετ. Αργυρώ Μαντόγλου), Ψυχογιός 2012, σελ. 453
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μια συγκλονιστική ιστορία αγάπης αφηγείται ο Μουρακάμι στο πρώτο του μυθιστόρημα που τον έκανε διάσημο
Το «Νορβηγικό δάσος» είναι από τα πιο πολυμεταφρασμένα και πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα. Μέχρι τώρα έχει πουλήσει, από το 1987 που πρωτοκυκλοφόρησε, πάνω από δέκα εκατομμύρια αντίτυπα. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Ωκεανίδα, και τώρα σε δεύτερη έκδοση από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε διαφορετική μετάφραση.
Θα ξεκινήσω μιλώντας για τις «ρίζες της σύμπτωσης». Το προ-προηγούμενο βιβλίο που διάβασα είναι ο «Ξενώνας» της Σπυριδούλας Ραφτοπούλου (εκδόσεις ΑΛΔΕ), και έχω γράψει ήδη το κείμενο για την βιβλιοπαρουσίαση που θα γίνει κάποια στιγμή. Ο ξενώνας αυτός είναι ένα θέρετρο ανάρρωσης για άτομα που πάσχουν από σοβαρές αρρώστιες, κυρίως καρκινοπάθειες. Στο κείμενο αυτό έκανα αναφορά στον πιο διάσημο λογοτεχνικό «ξενώνα», που βρίσκεται σε βουνό μια και πρόκειται για φυματικούς, στο «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν. Και συναντάω στο βιβλίο του Μουρακάμι έναν ακόμη ξενώνα, που εδώ είναι για άτομα που υποφέρουν από ψυχικές παθήσεις. Σ’ αυτόν φιλοξενείται η Ναόκο, η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος. Όμως κάποια στιγμή πεθαίνει. Όταν μας ανακοινώνεται ο θάνατός της δημιουργείται ένα μίνι σασπένς: πώς πέθανε; Φαντάζομαι όμως ότι ελάχιστοι αναγνώστες έχουν αμφιβολία για το πώς. Θα μας το πει ο φίλος της ο Watanabe που αφηγείται την ιστορία μερικές σελίδες πιο κάτω: αυτοκτόνησε.
Πάντα πίστευα ότι ανάμεσα στα γονίδια των γιαπωνέζων υπάρχει και ένα αυτοκτονικό γονίδιο. Έχουν τους περισσότερους αυτόχειρες συγγραφείς, με πιο διάσημους τον Γιούκιο Μισίμα και τον Γιασουνάρι Καουαμπάτα. Οι καμικάζι είναι σε όλους γνωστοί. Μόνο ένας τέτοιος λαός θα μπορούσε να επινοήσει μια τελετουργική αυτοκτονία, το χαρακίρι όπως είναι γνωστό σε μας, ή σεπούκου όπως το λένε οι ίδιοι.
Και δεν είναι η μόνη που αυτοκτονεί σε αυτό το μυθιστόρημα. Από τους off the stage ήρωες η αδελφή της αυτοκτόνησε επίσης με τον ίδιο τρόπο, με απαγχονισμό, ενώ ένας θείος τους σαν την Άννα Καρένινα, πέφτοντας στις ράγες ενός τραίνου. Επίσης μια γραμματέας του ξενώνα έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Από τους on the stage ήρωες αυτοκτονούν, πρώτα ο Κιζούκι, ο φίλος της Ναόκο, με τον ίδιο τρόπο που αυτοκτόνησε και ο ποιητής Αλέξης Τραϊανός, πριν τριάντα περίπου χρόνια: έδεσε στην εξάτμιση του αυτοκινήτου του έναν σωλήνα τον οποίο μετά πέρασε στο εσωτερικό, και έβαλε μπροστά τη μηχανή. Μετά τον ακολούθησε η Ναόκο.
Οι ήρωες αυτοί αυτοκτονούν «κατά το εικός και το αναγκαίον». Οι δυο αδελφές μάλλον εξαιτίας μιας βεβαρημένης κληρονομικότητας, υποψία που δηλώνεται εξάλλου στο μυθιστόρημα με την αναφορά στο θείο τους που αυτοκτόνησε. Ο Κιζούκι προφανώς από την απελπισία, που δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τη σχέση του με τη Ναόκο. Όσο κι αν προσπάθησαν, η Ναόκο δεν μπορούσε να υγρανθεί ώστε να τον δεχτεί μέσα της. Αφού πεθάνει ο Κιζούκι θα υγρανθεί μια και μοναδική φορά, για να κάνει έρωτα με τον Βατανάμπε. Οι παρηγορητικές αγκαλιές είχαν εξελιχθεί σε τρυφερό αίσθημα και στη συνέχεια σε έρωτα, αλλά η Ναόκο δεν θα υγρανθεί ποτέ ξανά για να μπορέσει να κάνει έρωτα μαζί του.
Υπάρχει όμως και μια τελευταία αυτοκτονία εντελώς αδικαιολόγητη. Η Χατσούμι, η κοπέλα του φίλου του Ναγκασάβα, δυο χρόνια αφού χώρισαν και δυο χρόνια αφού παντρεύτηκε, έκοψε τις φλέβες της. Γιατί; Επειδή δεν μπόρεσε να τον ξεπεράσει; Επειδή δεν τα πήγε καλά στο γάμο της; Δεν θα το μάθουμε. Η αυτοκτονία αυτή δεν εξυπηρετεί στην οικονομία του έργου, εκτός ίσως από το να εντείνει περισσότερο τη μελαγχολική του ατμόσφαιρα, μετά τις αυτοκτονίες που προηγήθηκαν. Ή μήπως ο Μουρακάμι είχε υπόψη του ένα αληθινό περιστατικό, και θεώρησε σκόπιμο να το παραθέσει;
Ο Ναγκασάβα είναι ένας χαρισματικός τύπος που οι γυναίκες πέφτουν σαν τις μύγες στην αγκαλιά του. Ωραίος, μορφωμένος, γλωσσομαθής, θα πετύχει τελικά στις εξετάσεις για το διπλωματικό σώμα και θα εγκαταλείψει την Χατσούμι. Είχε μήπως κανένα πρότυπο γι’ αυτόν ο Μουρακάμι;
Δεν είναι ακριβώς ο «Υπέροχος Γκάτσμπυ», όμως έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά μ’ αυτόν. Ο θαυμασμός του αφηγητή, που δεν είναι όμως απεριόριστος όπως στην περίπτωση του Φίτζεραλντ, καθώς και οι κάμποσες αναφορές στο έργο του, δεν αφήνουν αμφιβολία για το λογοτεχνικό του πρότυπο.
Ο περίπου σεξομανής Ναγκασάβα, που οι περισσότερες κατακτήσεις του είναι κατακτήσεις της μιας βραδιάς, παρασύρει κάποια στιγμή και τον Βατανάμπε. Οι σχέσεις αυτές δεν θα τον γεμίσουν. Και αναρωτιέται πώς μπορούν να γεμίζουν τον Ναγκασάβα. Φαίνεται όμως ότι ούτε αυτόν τον γεμίζουν.
Τι είναι αυτό που γεμίζει τον Βατανάμπε;
Ο έρωτας. Ο έρωτας είναι τελικά αυτό που μετράει στη ζωή. Και για να γίνει αυτό πειστικό, πρέπει ο έρωτας να αποδεσμευτεί από το σεξ. Στο έργο του Μουρακάμι το σεξ εμφανίζεται μόνο μια φορά, ως επικύρωση του έρωτα, όπως και στο «Σκύλο της Μαρί», το μυθιστόρημα του Ανδρέα Μήτσου. Αντίθετα στο έργο του Μάρκες «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» δεν υπάρχει καθόλου σεξ, υπάρχει μόνο έρωτας.
Στη ζωή του Βατανάμπε (δεν μπορώ να μην το αναφέρω, το ίδιο όνομα έχει και ο ήρωας της θαυμάσιας ταινίας του Κουροσάβα «Ο καταδικασμένος») μπαίνει και μια άλλη κοπέλα, η Μιντόρι (που, παρεμπιπτόντως, θα πει πράσινη). Όμως δεν θα τα φτιάξει μαζί της. Δεν είναι μόνο απόλυτα ερωτευμένος, αλλά και βαθιά αφοσιωμένος στη δυστυχισμένη Ναόκο. Μια αφοσίωση που μας θυμίζει τις «Κούκλες», για να αναφερθώ και πάλι σε μια γιαπωνέζικη ταινία, του Τακέσι Κιτάνο.
Θα τα φτιάξει τελικά με τη Μιντόρι;
Το τέλος είναι σκοτεινό, δεν ξέρω, ίσως ηθελημένα. Αλλά ας μην προκαταλάβω τον αναγνώστη.
Θα ήθελα να αναφερθώ και σε επί μέρους θέματα. Ο Μουρακάμι αντιμετωπίζει με αρκετό σαρκασμό τους αριστερούς φοιτητές, που διαβάζουν Μαρξ και στήνουν οδοφράγματα, αλλά καταλήγουν να γίνουν στελέχη μεγάλων εταιρειών.
«Καλά το κατάλαβα. Αυτοί οι τύποι είναι υποκριτές. Το μόνο που σκέφτονται είναι πώς να εντυπωσιάσουν τις νεοφερμένες με τα μεγάλα λόγια, για τα οποία είναι ιδιαίτερα περήφανοι, ενώ χώνουν τα χέρια τους κάτω από τις φούστες τους. Και όταν αποφοιτήσουν, κόβουν τα μαλλιά τους και πάνε όλοι για δουλειά στη Mitsubishi ή στην ΙΒΜ ή στη Fuji Bank» (σελ. 282).
Μα όλοι; Δεν μένουν κάποιοι να κάνουν καριέρα σε κανένα αριστερό κόμμα;
Όμως να πούμε και του στραβού το δίκιο: στις καταλήψεις δεν τα έκαναν λίμπα, όπως γίνεται εδώ.
Στο προηγούμενο μυθιστόρημα που διάβασα, την Γκιουζέλ Ανθή της Ελένης Δραμητινού, βρήκα μια καταπληκτική περιγραφή μιας κρίσης πανικού. Δεν ξέρω κανένα γνωστό μου που να έχει περάσει κρίση πανικού, όμως κάποιος βίωνε για αρκετό διάστημα την παρακάτω κατάσταση που περιγράφει ο Μουρακάμι, για την οποία δεν είχα ξανακούσει.
«…την ανατριχίλα που με κυρίευε. Συνήθως ένοιωθα έτσι στη δύση του ήλιου. Στο αμυδρό φως του δειλινού, με το απαλό άρωμα της μανόλιας στον αέρα, η καρδιά μου σφιγγόταν απροειδοποίητα και ριγούσε. Προσπαθούσα να κλείσω τα μάτια, να σφίξω τα δόντια και περίμενα να περάσει. Και περνούσε-αλλά αργά, χρειαζόταν το χρόνο της, αφήνοντας ένα βουβό πόνο στο πέρασμά της» (σελ. 397).
Αυτό ακριβώς μου έλεγε και ο φίλος μου: κατά τη δύση του ηλίου ένοιωθε απαίσια.
Για τον τίτλο δεν είπαμε: Το Norwegian wood είναι ένα τραγούδι των Beatles, από τα αγαπημένα μου. Στο μυθιστόρημα αυτό ο Μουρακάμι παραθέτει ένα σωρό τίτλους τραγουδιών και ονόματα συγκροτημάτων και τραγουδιστών, πράγμα που έκαναν κατά κόρο στα πρώτα τους μυθιστορήματα ο Γιάννης Ξανθούλης και ο Γεράσιμος Δενδρινός. Καθώς ο Μουρακάμι είναι μόλις ένα χρόνο μεγαλύτερος από μένα (γεννήθηκε το 1949), τα περισσότερα τραγούδια και συγκροτήματα μου ήσαν γνωστά, όπως και οι περισσότεροι τραγουδιστές. Ένας από αυτούς είναι και ο Thelonius Monk. Τελόνιους και όχι Θελόνιους όπως γράφει ο μεταφραστής.
Όμως υπάρχει και ένα άλλο μεταφραστικό ατόπημα, του άγγλου μεταφραστή αυτή τη φορά από τον οποίο μεταφράζει η Αργυρώ Μαντόγλου. Γράφει Pavanne for Dying Queen, αναφερόμενος στο έργο του Ραβέλ. Η Μαντόγλου το αφήνει αμετάφραστο. Ο γαλλικός τίτλος είναι Pavane Pour Une Infante Defunte. Στο youtube υπάρχει σε αγγλική μετάφραση ως pavane for a dead princess. Infante είναι ο τίτλος που έπαιρναν γιοι ή κόρες ισπανού βασιλιά που δεν ήσαν διάδοχοι του θρόνου. Στα ελληνικά το έργο είναι γνωστό "Παβάνα για μια νεκρή ινφάντη" (τώρα που το ψάχνω στο youtube το βρίσκω και ινφάντα).
Μπορώ ακόμη να υποθέσω ότι το bureaucrats (σελ. 90) είναι στην πραγματικότητα diplomats, μια και μιλάνε για το διπλωματικό σώμα. Ίσως να ξέφυγε του άγγλου μεταφραστή.
Είδαμε και την ταινία του βιετναμέζου Tran Anh Hung. Πολύ καλή, αν και πιστεύω ότι κάποιες σκηνές θα φαίνονται ξεκάρφωτες σε έναν θεατή που δεν έχει διαβάσει το μυθιστόρημα. Μια ταινία a priori έχει αφηγηματικά κενά, που είναι δύσκολο να καλυφθούν με τη φαντασία του θεατή όταν το μοντάζ δεν γίνεται με προσοχή. Ο μοντέρ έχει υπόψη του το μυθιστόρημα, όχι όμως υποχρεωτικά και ο αναγνώστης. Το έχω παρατηρήσει αυτό σε πολλές ταινίες, και όχι μόνο σ’ αυτές που είναι μεταφορές από μυθιστορήματα. Αυτά στην αρχή της ταινίας με πολλά σύντομα επεισόδια, γιατί μετά ο σκηνοθέτης επικεντρώθηκε στα κομβικά σημεία του έργου.
Κάποιες φορές η κάμερα περιφερόταν γύρω από τους ακίνητους ήρωες που συνομιλούσαν (στο έργο υπάρχει πολύς διάλογος), ή τους παρακολουθούσε καθώς περπατούσαν συνομιλώντας έντονα, αναπαριστώντας έτσι σε υφολογικό επίπεδο τον ταραγμένο κόσμο της Ναόκο. Άλλες φορές τους παρατηρούσε σταθερή καθώς εκείνοι συζητούσαν ακίνητοι, συνήθως καθισμένοι σε ένα τραπέζι, δημιουργώντας την δραματική ένταση του θεάτρου Νο. Μου άρεσε πολύ αυτή η ταινία, αν και όχι όσο το μυθιστόρημα.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μια συγκλονιστική ιστορία αγάπης αφηγείται ο Μουρακάμι στο πρώτο του μυθιστόρημα που τον έκανε διάσημο
Το «Νορβηγικό δάσος» είναι από τα πιο πολυμεταφρασμένα και πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα. Μέχρι τώρα έχει πουλήσει, από το 1987 που πρωτοκυκλοφόρησε, πάνω από δέκα εκατομμύρια αντίτυπα. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Ωκεανίδα, και τώρα σε δεύτερη έκδοση από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε διαφορετική μετάφραση.
Θα ξεκινήσω μιλώντας για τις «ρίζες της σύμπτωσης». Το προ-προηγούμενο βιβλίο που διάβασα είναι ο «Ξενώνας» της Σπυριδούλας Ραφτοπούλου (εκδόσεις ΑΛΔΕ), και έχω γράψει ήδη το κείμενο για την βιβλιοπαρουσίαση που θα γίνει κάποια στιγμή. Ο ξενώνας αυτός είναι ένα θέρετρο ανάρρωσης για άτομα που πάσχουν από σοβαρές αρρώστιες, κυρίως καρκινοπάθειες. Στο κείμενο αυτό έκανα αναφορά στον πιο διάσημο λογοτεχνικό «ξενώνα», που βρίσκεται σε βουνό μια και πρόκειται για φυματικούς, στο «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν. Και συναντάω στο βιβλίο του Μουρακάμι έναν ακόμη ξενώνα, που εδώ είναι για άτομα που υποφέρουν από ψυχικές παθήσεις. Σ’ αυτόν φιλοξενείται η Ναόκο, η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος. Όμως κάποια στιγμή πεθαίνει. Όταν μας ανακοινώνεται ο θάνατός της δημιουργείται ένα μίνι σασπένς: πώς πέθανε; Φαντάζομαι όμως ότι ελάχιστοι αναγνώστες έχουν αμφιβολία για το πώς. Θα μας το πει ο φίλος της ο Watanabe που αφηγείται την ιστορία μερικές σελίδες πιο κάτω: αυτοκτόνησε.
Πάντα πίστευα ότι ανάμεσα στα γονίδια των γιαπωνέζων υπάρχει και ένα αυτοκτονικό γονίδιο. Έχουν τους περισσότερους αυτόχειρες συγγραφείς, με πιο διάσημους τον Γιούκιο Μισίμα και τον Γιασουνάρι Καουαμπάτα. Οι καμικάζι είναι σε όλους γνωστοί. Μόνο ένας τέτοιος λαός θα μπορούσε να επινοήσει μια τελετουργική αυτοκτονία, το χαρακίρι όπως είναι γνωστό σε μας, ή σεπούκου όπως το λένε οι ίδιοι.
Και δεν είναι η μόνη που αυτοκτονεί σε αυτό το μυθιστόρημα. Από τους off the stage ήρωες η αδελφή της αυτοκτόνησε επίσης με τον ίδιο τρόπο, με απαγχονισμό, ενώ ένας θείος τους σαν την Άννα Καρένινα, πέφτοντας στις ράγες ενός τραίνου. Επίσης μια γραμματέας του ξενώνα έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Από τους on the stage ήρωες αυτοκτονούν, πρώτα ο Κιζούκι, ο φίλος της Ναόκο, με τον ίδιο τρόπο που αυτοκτόνησε και ο ποιητής Αλέξης Τραϊανός, πριν τριάντα περίπου χρόνια: έδεσε στην εξάτμιση του αυτοκινήτου του έναν σωλήνα τον οποίο μετά πέρασε στο εσωτερικό, και έβαλε μπροστά τη μηχανή. Μετά τον ακολούθησε η Ναόκο.
Οι ήρωες αυτοί αυτοκτονούν «κατά το εικός και το αναγκαίον». Οι δυο αδελφές μάλλον εξαιτίας μιας βεβαρημένης κληρονομικότητας, υποψία που δηλώνεται εξάλλου στο μυθιστόρημα με την αναφορά στο θείο τους που αυτοκτόνησε. Ο Κιζούκι προφανώς από την απελπισία, που δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τη σχέση του με τη Ναόκο. Όσο κι αν προσπάθησαν, η Ναόκο δεν μπορούσε να υγρανθεί ώστε να τον δεχτεί μέσα της. Αφού πεθάνει ο Κιζούκι θα υγρανθεί μια και μοναδική φορά, για να κάνει έρωτα με τον Βατανάμπε. Οι παρηγορητικές αγκαλιές είχαν εξελιχθεί σε τρυφερό αίσθημα και στη συνέχεια σε έρωτα, αλλά η Ναόκο δεν θα υγρανθεί ποτέ ξανά για να μπορέσει να κάνει έρωτα μαζί του.
Υπάρχει όμως και μια τελευταία αυτοκτονία εντελώς αδικαιολόγητη. Η Χατσούμι, η κοπέλα του φίλου του Ναγκασάβα, δυο χρόνια αφού χώρισαν και δυο χρόνια αφού παντρεύτηκε, έκοψε τις φλέβες της. Γιατί; Επειδή δεν μπόρεσε να τον ξεπεράσει; Επειδή δεν τα πήγε καλά στο γάμο της; Δεν θα το μάθουμε. Η αυτοκτονία αυτή δεν εξυπηρετεί στην οικονομία του έργου, εκτός ίσως από το να εντείνει περισσότερο τη μελαγχολική του ατμόσφαιρα, μετά τις αυτοκτονίες που προηγήθηκαν. Ή μήπως ο Μουρακάμι είχε υπόψη του ένα αληθινό περιστατικό, και θεώρησε σκόπιμο να το παραθέσει;
Ο Ναγκασάβα είναι ένας χαρισματικός τύπος που οι γυναίκες πέφτουν σαν τις μύγες στην αγκαλιά του. Ωραίος, μορφωμένος, γλωσσομαθής, θα πετύχει τελικά στις εξετάσεις για το διπλωματικό σώμα και θα εγκαταλείψει την Χατσούμι. Είχε μήπως κανένα πρότυπο γι’ αυτόν ο Μουρακάμι;
Δεν είναι ακριβώς ο «Υπέροχος Γκάτσμπυ», όμως έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά μ’ αυτόν. Ο θαυμασμός του αφηγητή, που δεν είναι όμως απεριόριστος όπως στην περίπτωση του Φίτζεραλντ, καθώς και οι κάμποσες αναφορές στο έργο του, δεν αφήνουν αμφιβολία για το λογοτεχνικό του πρότυπο.
Ο περίπου σεξομανής Ναγκασάβα, που οι περισσότερες κατακτήσεις του είναι κατακτήσεις της μιας βραδιάς, παρασύρει κάποια στιγμή και τον Βατανάμπε. Οι σχέσεις αυτές δεν θα τον γεμίσουν. Και αναρωτιέται πώς μπορούν να γεμίζουν τον Ναγκασάβα. Φαίνεται όμως ότι ούτε αυτόν τον γεμίζουν.
Τι είναι αυτό που γεμίζει τον Βατανάμπε;
Ο έρωτας. Ο έρωτας είναι τελικά αυτό που μετράει στη ζωή. Και για να γίνει αυτό πειστικό, πρέπει ο έρωτας να αποδεσμευτεί από το σεξ. Στο έργο του Μουρακάμι το σεξ εμφανίζεται μόνο μια φορά, ως επικύρωση του έρωτα, όπως και στο «Σκύλο της Μαρί», το μυθιστόρημα του Ανδρέα Μήτσου. Αντίθετα στο έργο του Μάρκες «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» δεν υπάρχει καθόλου σεξ, υπάρχει μόνο έρωτας.
Στη ζωή του Βατανάμπε (δεν μπορώ να μην το αναφέρω, το ίδιο όνομα έχει και ο ήρωας της θαυμάσιας ταινίας του Κουροσάβα «Ο καταδικασμένος») μπαίνει και μια άλλη κοπέλα, η Μιντόρι (που, παρεμπιπτόντως, θα πει πράσινη). Όμως δεν θα τα φτιάξει μαζί της. Δεν είναι μόνο απόλυτα ερωτευμένος, αλλά και βαθιά αφοσιωμένος στη δυστυχισμένη Ναόκο. Μια αφοσίωση που μας θυμίζει τις «Κούκλες», για να αναφερθώ και πάλι σε μια γιαπωνέζικη ταινία, του Τακέσι Κιτάνο.
Θα τα φτιάξει τελικά με τη Μιντόρι;
Το τέλος είναι σκοτεινό, δεν ξέρω, ίσως ηθελημένα. Αλλά ας μην προκαταλάβω τον αναγνώστη.
Θα ήθελα να αναφερθώ και σε επί μέρους θέματα. Ο Μουρακάμι αντιμετωπίζει με αρκετό σαρκασμό τους αριστερούς φοιτητές, που διαβάζουν Μαρξ και στήνουν οδοφράγματα, αλλά καταλήγουν να γίνουν στελέχη μεγάλων εταιρειών.
«Καλά το κατάλαβα. Αυτοί οι τύποι είναι υποκριτές. Το μόνο που σκέφτονται είναι πώς να εντυπωσιάσουν τις νεοφερμένες με τα μεγάλα λόγια, για τα οποία είναι ιδιαίτερα περήφανοι, ενώ χώνουν τα χέρια τους κάτω από τις φούστες τους. Και όταν αποφοιτήσουν, κόβουν τα μαλλιά τους και πάνε όλοι για δουλειά στη Mitsubishi ή στην ΙΒΜ ή στη Fuji Bank» (σελ. 282).
Μα όλοι; Δεν μένουν κάποιοι να κάνουν καριέρα σε κανένα αριστερό κόμμα;
Όμως να πούμε και του στραβού το δίκιο: στις καταλήψεις δεν τα έκαναν λίμπα, όπως γίνεται εδώ.
Στο προηγούμενο μυθιστόρημα που διάβασα, την Γκιουζέλ Ανθή της Ελένης Δραμητινού, βρήκα μια καταπληκτική περιγραφή μιας κρίσης πανικού. Δεν ξέρω κανένα γνωστό μου που να έχει περάσει κρίση πανικού, όμως κάποιος βίωνε για αρκετό διάστημα την παρακάτω κατάσταση που περιγράφει ο Μουρακάμι, για την οποία δεν είχα ξανακούσει.
«…την ανατριχίλα που με κυρίευε. Συνήθως ένοιωθα έτσι στη δύση του ήλιου. Στο αμυδρό φως του δειλινού, με το απαλό άρωμα της μανόλιας στον αέρα, η καρδιά μου σφιγγόταν απροειδοποίητα και ριγούσε. Προσπαθούσα να κλείσω τα μάτια, να σφίξω τα δόντια και περίμενα να περάσει. Και περνούσε-αλλά αργά, χρειαζόταν το χρόνο της, αφήνοντας ένα βουβό πόνο στο πέρασμά της» (σελ. 397).
Αυτό ακριβώς μου έλεγε και ο φίλος μου: κατά τη δύση του ηλίου ένοιωθε απαίσια.
Για τον τίτλο δεν είπαμε: Το Norwegian wood είναι ένα τραγούδι των Beatles, από τα αγαπημένα μου. Στο μυθιστόρημα αυτό ο Μουρακάμι παραθέτει ένα σωρό τίτλους τραγουδιών και ονόματα συγκροτημάτων και τραγουδιστών, πράγμα που έκαναν κατά κόρο στα πρώτα τους μυθιστορήματα ο Γιάννης Ξανθούλης και ο Γεράσιμος Δενδρινός. Καθώς ο Μουρακάμι είναι μόλις ένα χρόνο μεγαλύτερος από μένα (γεννήθηκε το 1949), τα περισσότερα τραγούδια και συγκροτήματα μου ήσαν γνωστά, όπως και οι περισσότεροι τραγουδιστές. Ένας από αυτούς είναι και ο Thelonius Monk. Τελόνιους και όχι Θελόνιους όπως γράφει ο μεταφραστής.
Όμως υπάρχει και ένα άλλο μεταφραστικό ατόπημα, του άγγλου μεταφραστή αυτή τη φορά από τον οποίο μεταφράζει η Αργυρώ Μαντόγλου. Γράφει Pavanne for Dying Queen, αναφερόμενος στο έργο του Ραβέλ. Η Μαντόγλου το αφήνει αμετάφραστο. Ο γαλλικός τίτλος είναι Pavane Pour Une Infante Defunte. Στο youtube υπάρχει σε αγγλική μετάφραση ως pavane for a dead princess. Infante είναι ο τίτλος που έπαιρναν γιοι ή κόρες ισπανού βασιλιά που δεν ήσαν διάδοχοι του θρόνου. Στα ελληνικά το έργο είναι γνωστό "Παβάνα για μια νεκρή ινφάντη" (τώρα που το ψάχνω στο youtube το βρίσκω και ινφάντα).
Μπορώ ακόμη να υποθέσω ότι το bureaucrats (σελ. 90) είναι στην πραγματικότητα diplomats, μια και μιλάνε για το διπλωματικό σώμα. Ίσως να ξέφυγε του άγγλου μεταφραστή.
Είδαμε και την ταινία του βιετναμέζου Tran Anh Hung. Πολύ καλή, αν και πιστεύω ότι κάποιες σκηνές θα φαίνονται ξεκάρφωτες σε έναν θεατή που δεν έχει διαβάσει το μυθιστόρημα. Μια ταινία a priori έχει αφηγηματικά κενά, που είναι δύσκολο να καλυφθούν με τη φαντασία του θεατή όταν το μοντάζ δεν γίνεται με προσοχή. Ο μοντέρ έχει υπόψη του το μυθιστόρημα, όχι όμως υποχρεωτικά και ο αναγνώστης. Το έχω παρατηρήσει αυτό σε πολλές ταινίες, και όχι μόνο σ’ αυτές που είναι μεταφορές από μυθιστορήματα. Αυτά στην αρχή της ταινίας με πολλά σύντομα επεισόδια, γιατί μετά ο σκηνοθέτης επικεντρώθηκε στα κομβικά σημεία του έργου.
Κάποιες φορές η κάμερα περιφερόταν γύρω από τους ακίνητους ήρωες που συνομιλούσαν (στο έργο υπάρχει πολύς διάλογος), ή τους παρακολουθούσε καθώς περπατούσαν συνομιλώντας έντονα, αναπαριστώντας έτσι σε υφολογικό επίπεδο τον ταραγμένο κόσμο της Ναόκο. Άλλες φορές τους παρατηρούσε σταθερή καθώς εκείνοι συζητούσαν ακίνητοι, συνήθως καθισμένοι σε ένα τραπέζι, δημιουργώντας την δραματική ένταση του θεάτρου Νο. Μου άρεσε πολύ αυτή η ταινία, αν και όχι όσο το μυθιστόρημα.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment