Book review, movie criticism

Thursday, October 31, 2019

Pedro Almodóvar, Πόνος και δόξα (Dolor y Gloria, 2019)




  Από σήμερα στους κινηματογράφους.  
  Μεγάλος ο Almodóvar, έχω δει τις περισσότερες ταινίες του εδώ και χρόνια. Όμως μόνο για τις «Μια ζωή ταλαιπωρία, «Ραγισμένες αγκαλιές» και «Julieta» έχω γράψει. Από τις αγαπημένες μου, η «Μίλα της».
  Όσο προχωρούσε η ταινία όλο και περισσότερο υποψιαζόμουν ότι σε μεγάλο βαθμό είναι αυτοβιογραφική. Πριν αρχίσω να γράφω αυτή την ανάρτηση διάβασα το βιογραφικό του στη βικιπαίδεια και το επιβεβαίωσα.
  Σε τρεις χρόνους κινείται η ταινία: στα παιδικά χρόνια του Σαλβαδόρ, σκηνοθέτη και συγγραφέα (Αντόνιο Μπαντέρας), στο παρόν κατά το οποίο, σχεδόν εξηντάρης πια, άρρωστος και καταπτοημένος είναι ολότελα παραιτημένος, και σε λίγα χρόνια πριν, με την ηλικιωμένη μητέρα του, σαν flash back όμως, ολότελα συγκινητικό.
  Εφέ έκπληξης: όλο το κλίμα της ταινίας προσημαίνει ένα unhappy end. Θα το κάνω όμως το σπόιλερ, ο Σαλβαδόρ συνέρχεται από τον λήθαργο της κατάθλιψής του, αποφασίζει να εγκαταλείψει την ηρωίνη την οποία όμως έπαιρνε για να καταπραΰνει τους πόνους του (υπάρχουν και μη εθιστικά παυσίπονα) και να στρωθεί ξανά στη δουλειά.
  Όλη η ταινία μας άρεσε, όμως ιδιαίτερα αυτό το αισιόδοξο τέλος.
  Παρά λίγο να το ξεχάσω, στο ρόλο της μητέρας του όταν ήταν παιδί η Πηνελόπη Κρουζ. Τους άλλους, ζητώ συγνώμη, αλλά δεν τους ξέρω, όπως εσείς δεν ξέρετε την Leila Hatami, τον Mani Haghigi, τον Ge You. Όχι, την Golshifteh Farahani την ξέρετε.


Gilles de Maistre, Το κορίτσι και το λιοντάρι (Mia and the white lion 2018)


Gilles de Maistre, Το κορίτσι και το λιοντάρι (Mia and the white lion 2018)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Η κεντρική ηρωίδα: ένα δεκάχρονο κορίτσι. Το λιοντάρι: ένα νεογέννητο λευκό λιονταράκι, που το αναθρέφουν σαν σκυλάκι, και το ίδιο φέρεται σαν σκυλάκι. Χαριτωμένο με τις ζημιές που κάνει μέσα στο σπίτι. Το ζευγάρι άφησε το εστιατόριό του στο Λονδίνο και ήλθε στη Νότιο Αφρική μαζί με την κόρη τους και τον λίγο πιο μικρό γιο τους για να ασχοληθούν με τη φάρμα του παππού. Τι θα κάνουν ακριβώς; Θα αναθρέφουν λιοντάρια τα οποία θα πουλούν σε τσίρκα και σε ζωολογικούς κήπους. Ταυτόχρονα θα τα έχουν για τουριστική ατραξιόν, επιδεικνύοντάς τα στους τουρίστες.  
  Αυτό λέει ο σύζυγος και πατέρας στη γυναίκα του και τα παιδιά του. Στην πραγματικότητα όμως τα πουλάει σε κάποιον κακό στον οποίο είναι χρεωμένος. Αυτός τα μεταπουλάει σε κυνηγούς οι οποίοι τα σκοτώνουν, εκ του ασφαλούς μέσα στους χώρους περίφραξης που τα έχει.
  Όχι, το λευκό λιονταράκι δεν θα το πουλήσει ποτέ, υπόσχεται στην κόρη του. Όμως δεν μπορεί να μένει πια μέσα στο σπίτι, είναι επικίνδυνο, ποτέ δεν ξέρεις. Το μεταφέρουν σε ένα ειδικό χώρο περίφραξης, βγάζοντάς το βέβαια και έξω, όμως ποτέ πια δεν το βάζουν μέσα στο σπίτι. Το κορίτσι που έχει μεγαλώσει και είναι τώρα μια νεαρή έφηβη, εξακολουθεί να παίζει μαζί του, είτε μέσα είτε έξω από την περίφραξή του.
  Ένα μικρό ατύχημα για το οποίο την ευθύνη τη φέρει ο πατέρας θα τον κάνει να πάρει την απόφαση να το πουλήσει. Τα δάκρυα της κόρης του δεν τον συγκινούν. Τότε είναι που αυτή θα ανακαλύψει τι κρύβεται πραγματικά πίσω από την εκτροφή των λιονταριών, και θα αποφασίσει να το σώσει. Θέλει να το μεταφέρει στον ποταμό Τιμπαβάτι, όπου βρίσκεται μια προστατευμένη περιοχή για τα λιοντάρια (ναι, το κυνήγι των λιονταριών επιτρέπεται, διαβάζουμε στα γράμματα τέλους, και αυτό που βλέπουμε στην ταινία συμβαίνει πραγματικά στη Νότιο Αφρική. Ένα ίδρυμα παλεύει για τη σωτηρία τους). Και θα αρχίσει η περιπέτεια, γιατί στο κατόπιν τους βρίσκεται ο πατέρας της, ο δανειστής του και η αστυνομία με την εντολή να το πυροβολήσουν μόλις το δουν.
  Πολύ μου άρεσε η ταινία, εκτός από ένα σημείο: που το λιοντάρι δεν ξέσκισε τον κακό αλλά απλά τον έριξε κάτω.  
   Πάρα λίγο να το ξεχάσω, υπάρχει και ένα βιβλίο που αναφέρεται σε πραγματική ιστορία, αυτοβιογραφικό, με τίτλο «Γεννημένη ελεύθερη». Διάβασα για πρώτη φορά γι’ αυτό σε κάποιο βιβλίο του Desmond Morris. Αργότερα είδα και την ταινία. Ακόμη θυμάμαι ένα ανάλογο στόρι που είδα σε ντοκιμαντέρ αλλά όχι με λιοντάρια, αλλά με τίγρεις.
  

Monday, October 28, 2019

Sergei Loznitsa, Μια γλυκιά γυναίκα (Кроткая, 2017)


Sergei Loznitsa, Μια γλυκιά γυναίκα (Кроткая, 2017)


  Εν όψει της προβολής του «Donbass» στις 7 Νοεμβρίου στο Άστυ αποφάσισα να δω και τις υπόλοιπες ταινίες του Λοζνίτσα. Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν για την πρώτη του ταινία «Χαρά μου». Οι ταινίες μυθοπλασίας του είναι τέσσερις συνολικά, με μια πέμπτη να ετοιμάζεται, όπως βλέπω στη φιλμογραφία του στη βικιπαίδεια.
  Η ταινία, μεταφορά από διήγημα του Ντοστογιέφσκι, έχει τον γκροτέσκο χαρακτήρα του «Πύργου». Εδώ ο πύργος είναι η φυλακή, και ο χωροθέτης Κ. είναι η γυναίκα ενός κρατουμένου που επιχειρεί μάταια να τον δει. Αρχικά αρνούνται να δεχθούν τα πράγματα που του φέρνει, μια στρυφνή υπάλληλος της λέει ότι δεν επιτρέπονται τα συγκεκριμένα είδη. Στη συνέχεια κάθε προσπάθειά της να τον συναντήσει αποβαίνει άκαρπη. Μια γυναίκα που προτίθεται να τη βοηθήσει έχει το σκοπό της: να την πασάρει σε ένα νταβατζή. Όμως το αφεντικό του τη λυπάται, τη συμβουλεύει να γυρίσει στο σπίτι της. Η γυναίκα παραπόνων που έχει πάρει την αίτησή της την συμβουλεύει να την αποσύρει. Η μυστική υπηρεσία θα την ανοίξει, και θα την καταγράψει στα κατάστιχά της.
  Και, αντίθετα από τον «Πύργο» όπου βλέπουμε το παράλογο της εξουσίας, εδώ βλέπουμε τη σκληρότητά της. Όλοι οι υπάλληλοι της φυλακής στους οποίους απευθύνεται την αντιμετωπίζουν με σκαιότητα, ένας μάλιστα με την απειλή να τη συλλάβει αγανακτισμένος με την εμμονή της.
  Στο τέλος βρισκόμαστε σε ένα τελετουργικό επεισόδιο με τους υπαλλήλους των φυλακών που είχε συναντήσει, που μας θύμισε το «Μάτια ερμητικά κλειστά» του Κιούμπρικ. Το επεισόδιο αυτό τελειώνει με τον βιασμό της από μια ομάδα φρουρών σε ένα βαν. Όμως στη συνέχεια, σε ένα συνηθισμένο εφέ απροσδόκητου, βλέπουμε ότι το επεισόδιο αυτό ήταν όνειρο. Την είχε πάρει ο ύπνος στο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου περίμενε το τραίνο της επιστροφής.
  Εδώ το τέλος είναι ανοιχτό, όχι γιατί η ταινία είναι ημιτελής όπως το μυθιστόρημα του Κάφκα, αλλά για να δείξει ο Λοζνίτσα την χωρίς τέλος σκληρότητα μιας απόλυτα γραφειοκρατικής εξουσίας. Η γυναίκα την οποία είχε συναντήσει στην αρχή έρχεται και τη βρίσκει, την ξυπνάει και της λέει να την ακολουθήσει. Έχει βρει άκρη για το πρόβλημά της.
  Δεν πρόκειται για κοινωνική σάτιρα αλλά για ανθρωπολογικό σχόλιο: οι μισοί άνθρωποι είναι κακόψυχοι, οι άλλοι μισοί υποφέρουν όταν πέσουν στα χέρια τους. Αυτό, και στις τέσσερις ταινίες του Λοζνίτσα
  Εδώ δεν έχουμε ανεξάρτητα επεισόδια από την ηρωίδα, είναι παρούσα σε όλα. Σε κάποια είναι απλά μάρτυρας, όπως στον καυγά των επιβατών στο λεωφορείο, ενώ κάποια τα ακούει να τα αφηγούνται άνθρωποι γύρω της. Όλα δείχνουν την κακία και τη σκληρότητα που κυριαρχεί στον κόσμο.
  Ναι, επειδή το έχω ζήσει το πετσί μου, μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι υπάρχουν άνθρωποι απίστευτης κακίας ολόγυρά μας, καλό είναι να είμαστε προσεκτικοί.
  Η σκληρότητα και η κακία των ανθρώπων είναι η θεματική του Λοζνίτσα σε όλες του τις ταινίες. Όσο για την ποιητική του, αρέσκεται στις μεγάλες σκηνές και στα μακρά πλάνα. Δεν βιάζεται να ξεπετάξει την ιστορία του. Αλλά αυτό είναι χαρακτηριστικό αρκετών μεγάλων σκηνοθετών, όπως του δικού μας, συγχωρεμένου πια, Αγγελόπουλου, και του γείτονά μας, Nuri Bilge Ceylan.
  Πολύ ωραίες οι ταινίες του Λοζνίτσα αλλά καταθλιπτικές. Αυτή εδώ με ψυχοπλάκωσε ολότελα.

  Την προσθήκη «μεταφορά από διήγημα του Ντοστογιέφσκι» την έκανα αργότερα, από μνήμης, αφού είχα διαβάσει τον σύνδεσμο της βικιπαίδειας. Ξανακοιτάζοντάς τον τώρα βλέπω ότι γράφει The film is inspired by the short story of the same name by Fyodor Dostoyevsky.
  Διάβασα το διήγημα του Ντοστογιέφσκι, και με έκπληξη βλέπω ότι αυτό που εμπνεύστηκε ο Λοζνίτσα είναι μόνο ο τίτλος. Καμιά σχέση με το διήγημα, το οποίο αναφέρεται στην αυτοκτονία της δεκαεξάχρονης γυναίκας ενός ενεχυροδανειστή, εικοσιπέντε χρόνια μικρότερής του. Το διήγημα είναι η αφήγηση του ενεχυροδανειστή για τους κλυδωνισμούς της σχέσης του με τη γυναίκα του. Ο Ντοστογιέφσκι είναι όχι μόνο βαθύς ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής αλλά και διεισδυτικότατος στις ανθρώπινες σχέσεις, συζυγικές εδώ, περιγράφοντας και τις πιο λεπτές αποχρώσεις τους.
 

Τάσος Αγγελίδης-Γκέντζος, Όλα ξεκίνησαν στο κοιμητήριο


Τάσος Αγγελίδης-Γκέντζος, Όλα ξεκίνησαν στο κοιμητήριο, εκδώσεις Δωδώνη 2018, σελ. 91

  Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

  Στην ανάρτησή μου για το βιβλίο του Τάσου Αγγελίδη-Γκέντζου «Οι δυο ώρες ύπνου και το memento mori ενός συγγραφέα» είχα γράψει: «Εξαιρετικό το βιβλίο του Τάσου Αγγελίδη- Γκέντζου. Ευφάνταστο, βαθυστόχαστο, συγκινητικό, δείχνει ένα συγγραφέα με ταλέντο, που θα μπορούσε πιστεύω να το αξιοποιήσει επίσης στη συγγραφή θεατρικών έργων». Και ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για μένα να δω ότι το έκανε, με το θεατρικό του έργο «Όλα ξεκίνησαν στο κοιμητήριο».
  Οξύμωρος ο τίτλος, αφού όλα τελειώνουν στο κοιμητήριο και ξεκινούν στο μαιευτήριο. Μου θύμισε το τελευταίο βιβλίο τους Ελένης Δραμητινού «Οι αθώοι ανάμεσά μας» στο οποίο ένας ήρωάς της, άστεγος, βρίσκει καταφύγιο σε ένα κοιμητήριο.
  Ο Αστέριος Λαμπράντης, άστεγος κι αυτός, συζητεί στο πρώτο μέρος με την Παρθένα Ορφανίδου, ηθοποιό της παλιάς γενιάς του θεάτρου, «έξω από την εκκλησία του νεκροταφείου μιας ελληνικής επαρχιακής πόλης». Ο Αστέριος λέγει: -Ο μακαρίτης ο Γιάννης έλεγε για μένα με χιούμορ πως είμαι ο μοναδικός άστεγος από επιλογή.
  Από επιλογή; Μα είναι τρελός;
  Όσο τρελός ήταν και ο άγιος Φραγκίσκος και ο Βούδας, που παράτησαν τα αρχοντιλίκια και τα πλούτη τους και περιφέρονταν σαν ζητιάνοι. Η μόνη διαφορά, ο Αστέριος δεν κηρύττει και δεν έχει οπαδούς.
  Πιο κάτω στο βιβλίο αλλά σε αναδρομή, ο ζωντανός Γιάννης σχολιάζει απορημένος: -Έχετε δικό σας σπίτι και μένετε στο δρόμο; Και ο Αστέριος: -Ο καθένας ζητάει τη λύτρωση με το δικό του τρόπο. Θέλω να έχω την επιλογή να λυτρωθώ…ζωντανός! Μόλις απαλλαγώ από το σπίτι και τα υπόλοιπα περιουσιακά μου στοιχεία, θα παραιτηθώ και από τη δουλειά μου.
  «Τα πράγματα μας κατέχουν», δηλώνει ο υπαρξιστής Σαρτρ.
  Σήμερα πολλοί απαλλάσσονται από τα περιουσιακά τους στοιχεία πουλώντας τα για κομμάτι ψωμί, όχι επειδή υπακούν σε κάποια κατηγορική προσταγή, υπαρξιακή ή καντιανή, αλλά για να ζήσουν. Στην Κατοχή, ίδια και χειρότερα. Και αυτοί που δεν τους κατείχαν πράγματα για να τα εκποιήσουν πέθαναν από πείνα.
  Η επιλογή είναι επίσης μια από τις κεντρικές έννοιες στον υπαρξισμό του Σαρτρ. Όμως η επιλογή αυτή πρέπει να γίνεται χωρίς εξωτερική ή εσωτερική πίεση για να είναι αυθεντική. Και η επιλογή του Αστέριου είναι αυθεντική.
  Γυρνώντας στο παρόν βλέπουμε την Παρθένα να κάνει την ίδια επιλογή: «Συμφώνησα να μου πάρουν το θέατρο. Δεν έχω τίποτα άλλο για πούλημα.
  Για να ακολουθήσει αμέσως μετά το σατιρικό χιούμορ: -Με τη σύνταξή σου, το αποφάσισες; -Να καταθέσω τα χαρτιά μου για σύνταξη; Και να μάθει το κοινό την ηλικία μου για τριακόσια ευρώ; Προτιμώ να πεθάνω.
  Και θυμήθηκα.
  Στο χωριό μου, πολλές γυναίκες, όταν κλήθηκαν να δηλώσουν στην κοινότητα την ημερομηνία γέννησής τους (παλιά δεν ασχολιόντουσαν με τέτοιες λεπτομέρειες), για να κρύψουν τα χρόνια τους έδιναν μια μεταγενέστερη ημερομηνία, πέντε και έξι χρόνια πιο ύστερα, σαν μεταχρονολογημένες επιταγές, για να μπορούν να «αποδεικνύουν» μια μικρότερη ηλικία από την πραγματική τους. Όταν ψηφίστηκαν οι αγροτικές συντάξεις, λίγο πριν τη χούντα, τραβούσαν τα μαλλιά τους (ευτυχώς που οι γυναίκες, σε αντίθεση με τους άντρες, με τα γερατειά δεν φαλακραίνουν, γιατί αλλιώς θα μπορούσαν να προβούν σε ένα πιο απονενοημένο διάβημα).
  Όμως πρόσωπο του νεκροταφείου δεν είναι μόνο ο Αστέριος, είναι και ο νεωκόρος και ο νεκροθάφτης. Ο Τάσος τους έχει σαν φωνή Α και φωνή Β στους διαλόγους. Από τους διαλόγους αυτούς είδα ότι τον ένα τον λένε Χαράλαμπο και τον άλλο Παντελεήμονα. Δεν κατάλαβα αν ο συνονόματός μου είναι ο νεκροθάφτης ή ο νεωκόρος. Πάντως αν ήμουν ηθοποιός θα ήθελα να έχω το ρόλο του νεωκόρου, που τον έχω παίξει άλλωστε.
  Πώς;
  Όταν ήμασταν μικροί, φτώχεια στο χωριό, στα σπίτια δεν υπήρχαν ρολόγια. Ούτε και εμείς είχαμε, και θυμάμαι ότι μια φορά που ήμουν άρρωστος οι γονείς μου δανείστηκαν το ρολόι ενός χωριανού για να βάλουν το ξυπνητήρι να ξυπνήσουν τη νύχτα για να μου δώσουν το φάρμακο. Χωρίς ρολόγια λοιπόν, πώς θα ήξεραν τα παιδιά πότε να πάνε στο σχολείο, που τότε λειτουργούσε και απόγευμα, εκτός Τετάρτης και Σαββάτου; Κτυπούσαμε λοιπόν εκ περιτροπής την καμπάνα εμείς οι μαθητές που είχαμε ρολόγια στο σπίτι μας (πήγαινα δευτέρα δημοτικού θυμάμαι όταν οι γονείς μου αγόρασαν ρολόι).
  Η εκκλησία είναι θεσμός συντηρητικότατος. Τα κεριά είχαν ρόλο παλιά να φωτίσουν το χώρο, τώρα με τον ηλεκτρισμό έχουν γίνει περιττά. Το ίδιο και η καμπάνα, μια και όλοι έχουν ρολόγια. Οι χωριανοί μου που τα σπίτια τους δεν είναι αρκετά μακριά από την εκκλησία (κάποιοι απ’ αυτούς τουλάχιστον) είναι αγανακτισμένοι με την καμπάνα που κτυπάει εγερτήριο κάθε Κυριακή. Ευτυχώς το δικό μας σπίτι είναι στην άκρη του χωριού, μακριά από την εκκλησία.
  Πέρα από τη λύτρωση μαθαίνουμε όμως ότι ο Αστέριος έχει και άλλο κίνητρο που θέλει να ζήσει στους δρόμους. Σε σχετική ερώτηση του Γιάννη, πάλι σε μια αναδρομική σκηνή, ο Αστέριος ομολογεί.
  -Θα ηρεμήσει η σκέψη μου. Θα σκέφτομαι πώς να προφυλάξω τον εαυτό μου, κι επιτέλους κάποιος θα δείχνει να με λυπάται. Θα ντυθώ με το άγγιγμα της λύπης.
  Παλιά διάβασα σε κάποια βιβλία ψυχολογίας ότι κάποιοι αρρωσταίνουν και κάποιοι αρνούνται να αναρρώσουν ακριβώς γιατί θέλουν να βλέπουν τους άλλους δίπλα τους να τους λυπούνται, να αγωνιούν και να τους φροντίζουν.
  Η Παρθένα θέλει να συμμεριστεί τη ζωή του Αστέριου. Όμως τι θα κάνει; -Θα πουλάτε στο δρόμο την εφημερίδα των άστεγων.
  Ήξερα ότι υπάρχει εφημερίδα των τσιγγάνων, είχα πάρει κάποτε μία, και τώρα τελευταία και βιβλιοπωλείο των αστέγων όπου μπορεί κανείς να δωρίσει βιβλία που δεν του χρειάζονται (Πειραιώς 132 στην Αθήνα, δεν ξέρω αν υπάρχει και στην συμπρωτεύουσα ή σε άλλες πόλεις. Πάντως πολύ ωραία πρωτοβουλία), όμως για εφημερίδα των αστέγων πρώτη φορά ακούω.  
  Ένα ακόμη απόσπασμα:
  Μιλάει ο Αστέριος: -Βοήθησα ανθρώπους που με πρόδωσαν στην πρώτη ευκαιρία. Πήραν αυτό που ήθελαν από μένα και με πέταξαν.
  Ένας ρωμαίος αυτοκράτορας (έχω ξεχάσει ποιος), ακούγοντας να του διαβάζουν τον κατάλογο με τα ονόματα των επάρχων που στασίασαν εναντίον του, διέκοψε σε ένα όνομα: «Μα και αυτός; Αφού αυτόν δεν τον ευεργέτησα».
  Και τα τελευταία λόγια στο έργο:
  ΠΑΡΘΕΝΑ: Δεν σου μιλώ για την αγάπη… μα για τον έρωτα.
  ΑΣΤΕΡΙΟΣ: Μεγάλη αγάπη… ο έρωτας!
  Επέμενε να της γράψω στην αφιέρωση στο βιβλιαράκι μου «Πες της το με μια μαντινάδα», «με έρωτα». Εγώ πρόσθεσα, «και με αγάπη».
  Ναι, δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Όμως όταν ρωτά ο άλλος/η: μ’ αγαπάς; εννοεί: είσαι ερωτευμένος/η μαζί μου;
  Δεν θυμάμαι να έχω ξαναγράψει βιβλιοκριτική σε θεατρικό έργο. Στα μυθιστορήματα, στις ποιητικές συλλογές και στις συλλογές διηγημάτων τελειώνω συχνά με τη φράση: εύχομαι να είναι καλοτάξιδο. Εδώ θα εκφράσω επί πλέον την ευχή να ανεβεί σύντομα και σε θεατρική σκηνή.