Λέων Τολστόι, Χατζή Μουράτ
Η νουβέλα «Χατζή
Μουράτ» είναι από τα τελευταία έργα του Τολστόι. Όμως αν και γράφηκε στο
διάστημα 1896-1898, δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του, όχι πλήρης το 1912 και
πλήρης το 1917.
Ο «Χατζή Μουράτ»
διαφέρει όχι μόνο από τα έργα που έγραψε εκείνη την εποχή, όπως γράφει η βικιπαίδεια,
αλλά και από όλα τα έργα του. Η Rebecca Ruth Gould εύστοχα τον χαρακτηρίζει ως «Εθνογραφικές υποσημειώσεις που
πληροφορούν τον αναγνώστη για την ιστορία, τις γλώσσες και τα έθιμα των εχθρών
της Ρωσίας».
Εχθροί της είναι οι
μουσουλμάνοι του Καυκάσου, οι τσετσένοι, ταταρική φυλή. Η Ρωσία, μετά από
επιτυχή εκστρατεία, τους προσάρτησε το 1950. Τότε ήταν που είχε υπηρετήσει στο
στρατό ο Τολστόι, από όπου γράφει στον αδελφό του για τον Χατζή Μουράτ, γενναίο
τσετσένο αρχηγό, που παραδόθηκε στους ρώσους.
Οι υποσημειώσεις
είναι πάντα υποσημειώσεις ενός κειμένου, και για να τις διαβάσει ο αναγνώστης
πρέπει να τον συναρπάσει το κείμενο, να είναι μια συναρπαστική ιστορία. Και η
ιστορία είναι συναρπαστική, σαν περιπέτεια.
Ο Χατζή Μουράτ,
υπαρχηγός του Σαμίλ, έρχεται σε σύγκρουση μαζί του. Αυτός τον ψάχνει να τον
σκοτώσει. Ξεφεύγει, και πηγαίνει και παραδίδεται στους ρώσους. Θέλει να τους
υπηρετήσει τους λέει, αλλά πρώτα πρέπει να απελευθερώσουν την οικογένειά του
που ο Σαμίλ κρατάει αιχμάλωτη, ανταλλάσσοντάς την με τσετσένους αιχμαλώτους.
Καθώς η απόφαση για
την ανταλλαγή αργεί, και έχοντας πάρει μήνυμα του Σαμίλ ότι θα τον συγχωρέσει,
αποφασίζει να το σκάσει από τους ρώσους και να επιστρέψει, παρόλο που δεν είναι
σίγουρος για την ειλικρίνεια της πρότασής του. Οι ρώσοι τον καταδιώκουν και τον
σκοτώνουν.
Πριν προχωρήσω στην
παράθεση αποσπασμάτων ήθελα να κάνω ένα σχόλιο.
Ξαναδιάβασα στη
βικιπαίδεια τη βιογραφία το Λένιν με αφορμή τις δυο ταινίες του Μιχαήλ
Ρομ, και ακολούθησα τον σύνδεσμο που γράφει για τη συμφωνία του Bret-Litovsk, κατά την οποία οι μπολσεβίκοι
έδωσαν εδάφη στους Γερμανούς για να συνάψουν ειρήνη μαζί τους. Δεν ήξερα, ή δεν
θυμόμουνα, ποια εδάφη είχαν δώσει. Τα εδάφη που έδωσαν δεν ήταν παρά
κατακτήσεις της τσαρικής αυτοκρατορίας: Οι χώρες της Βαλτικής, η Πολωνία, η Ουκρανία
και ο Καύκασος. Δεν ήμουνα σίγουρος αν ο Καύκασος κατοικούνταν από ρώσους,
βαρέθηκα να το ψάξω, και τώρα βλέπω ότι εκεί κατοικούν μουσουλμανικοί πληθυσμοί.
Εδώ και αρκετά
χρόνια έχω κάνει την εξής σκέψη: Οι γερμανοί, εισβάλλοντας στη Ρωσία, τι διαφορετικό
έκαναν από ό,τι έκαναν οι ρώσοι πριν από χρόνια, εισβάλλοντας και
καταλαμβάνοντας τις χώρες αυτές τις οποίες έδωσε αργότερα με τη συμφωνία του ο Λένιν
στους γερμανούς; Όλες αυτές οι χώρες τα κατάφεραν, είναι σήμερα ανεξάρτητες
δημοκρατίες, με εξαίρεση την Τσετσενία. Και, διάβασα πρόσφατα σχετικά με τον
«Ταράς Μπούλμπα» του Γκόγκολ, οι ρώσοι εξοργίστηκαν όταν το 1830 οι πολωνοί
εξεγέρθηκαν για να αποτινάξουν την κυριαρχία τους και ξεκίνησαν προπαγανδιστική
εκστρατεία, στα πλαίσια της οποίας εντάσσεται και ο Ταράς Μπούλμπα.
Η ιστορία του Χατζή
Μουράτ περιγράφεται σαν ανάμνηση που ήλθε στο μυαλό του Τολστόι συνειρμικά,
καθώς περπατώντας στα χωράφια είδε τον «Θάμνο του τατάρου», ένα φυτό ακανθώδες
με ένα άνθος στην κορυφή, που είδε κι έπαθε να το ξεριζώσει, τόσο ανθεκτικό
ήταν. Και καταλήγει: «Και μου ήλθε στο νου μια παλιά ιστορία καυκασιανή, που
ένα μέρος της το είδα, άλλο το άκουσα από αυτόπτες και άλλο το φαντάστηκα. Η
ιστορία αυτή όπως καταστρώθηκε στη μνήμη και στη φαντασία μου είναι τούτη»
(σελ. 7).
Και ενώ με τα χρόνια
η μνήμη μου εξασθενεί, η συνειρμική μου μνήμη όπως και του Τολστόι διατηρείται
μια χαρά. Διαβάζοντας για τον Χατζή Μουράτ μου ήλθε αμέσως στο νου μια άλλη
νουβέλα, ο «Μοσκώφ Σελήμ» του Γεώργιου Βιζυηνού. Εδώ ο Σελήμ δεν αυτομόλησε
στους ρώσους αλλά πιάστηκε αιχμάλωτος. Όταν όμως είδε πώς του φέρθηκαν οι ρώσοι
και πώς οι δικοί του, πριν και μετά την αιχμαλωσία του, έγινε φανατικός
ρωσόφιλος. Αλλά, όπως και ο Χατζή Μουράτ, στο τέλος της ζωής του δεν άντεξε να
αρνηθεί την πατρίδα του, και ένιωθε τύψεις για τη χαρά που ένιωσε μαθαίνοντας
ότι οι ρώσοι κατέβηκαν στη Βουλγαρία. «Και ο τούρκος έμεινε τούρκος», καταλήγει
στο διήγημά του ο Βιζυηνός.
Έχουμε και εδώ τις
«υποσημειώσεις», τη ζωή στην οθωμανική αυτοκρατορία, πολύ ενδιαφέρουσες. Σκέφτομαι
ότι είναι ευκαιρία να διαβάσω και τα υπόλοιπα διηγήματα του Βιζυηνού, με
εξαίρεση το «Μόνον της ζωής μου ταξίδιον» που ξαναδιάβασα πριν τέσσερα χρόνια
καθώς ήθελα να δω την ομώνυμη ταινία
του Λάκη Παπαστάθη.
Και τώρα τα
αποσπάσματα.
«Ο [τσάρος] Νικόλαος
ήταν βέβαιος πως όλοι κλέβουν. Ήξερε πως τώρα έπρεπε να τιμωρήσει αυτούς τους
καταχραστές, και να τους τιμωρήσει πολύ αυστηρά, μα ήξερε επίσης πως κι οι
αντικαταστάτες τους θα ’καναν το ίδιο. Η κλεψιά ήταν συνυφασμένη με την
ιδιότητα των δημοσίων υπαλλήλων, αυτός δε ήταν υποχρεωμένος να την τιμωρεί
οσάκις την ανακάλυπτε, και μολονότι είχε τρομερά βαρεθεί την υποχρέωση αυτή,
δεν ήταν ωστόσο δυνατό να την αποφύγει κι ευσυνείδητα την εκτελούσε» (σελ. 90).
Χωρίς σχόλια.
Και πάλι ο τσάρος
«Είναι άξιος
θανατικής ποινής. Μα, δόξα τω θεώ, δεν έχουμε θανατική ποινή στη Ρωσία» (σελ.
90).
Άντε τώρα να το
ψάξεις αυτό αν είναι αλήθεια. Μόλις την προηγούμενη χρονιά (1949) ο
Ντοστογιέφσκι είχε καταδικαστεί σε θάνατο. Και ο αδελφός του Λένιν
απαγχονίστηκε το 1891. Μήπως πράγματι για κάποιο διάστημα, ανάμεσα σ’ αυτές τις
χρονολογίες, είχε καταργηθεί η θανατική ποινή;
«Άμα ντύθηκε
πρόσταξε το στρατιώτη να του φέρει το φάρμακο. Φάρμακο λέγοντας εννοούσε τη
βότκα» (σελ. 101-102).
Το ίδιο λένε και
στην Κρήτη, μόνο που στη θέση της βότκας βάζουν τη ρακί.
Και θυμήθηκα τον
συγχωρεμένο τον ξάδελφό μου, κάθε φορά που ζητούσα νερό από την ξαδέλφη μου μού
έλεγε: Μην πίνεις νερό, κάνει ψείρες, να πίνεις ρακή.
Αμινέτ, Σαριάτ (σελ.
106 και 107).
Αμίνα ήταν το όνομα της μητέρας του Μωάμεθ. Οι
τούρκοι τη λένε Εμινέ, έτσι διάβασα στον «Καπετάν Μιχάλη». Η τσετσένοι κάτι
ενδιάμεσο, αμινέτ, προσθέτοντας ένα τ στο τέλος. Και τη σαρία τη λένε σαριάτ.
«Μια παροιμία δική
μας λέει: ο σκύλος τάιζε το γάιδαρο κρέας κι ο γάιδαρος το σκύλο σανό, κι οι
δυο απόμειναν νηστικοί» (σελ. 113).
Δεν ξέρω αν υπάρχει
σ’ εμάς κάποια ανάλογη.
Είδαμε και δυο
ταινίες που γυρίστηκαν πάνω στον Χατζή Μουράτ. Η πρώτη είναι η ταινία «Λευκός
διάβολος», γυρισμένη το 1930, βωβή, του Alexandr Volkoff.
Η ταινία κρατάει
μόνο το «στημόνι» του έργου του Τολστόι: τον τσακωμό του με τον Σαμίλ, την φυγή
του στους ρώσους, και την προσπάθεια επιστροφής του στους συμπατριώτες του κατά
την οποία σκοτώνεται από τους ρώσους στρατιώτες. Υπάρχουν βέβαια και κάποιες
λεπτομέρειες ίδιες, όπως π.χ. η παρακολούθηση μπαλέτου («Λίμνη των κύκνων»).
Όμως υπάρχουν και μεγάλες αλλαγές.
Η μεγάλη αλλαγή
είναι αυτό που δεν σκέφτηκε ο Τολστόι: το ρομάντζο.
Τον έχει ερωτευθεί η
Σάιρα, η ανιψιά του Σαμίρ (όχι Σαμίλ, όπως στο μυθιστόρημα), και πηγαίνει και
τον βρίσκει στους ρώσους. Της την πέφτει ο Τσάρος, όμως ο Χατζή Μουράτ,
κρυμμένος στο μπουντουάρ της, θα εμφανιστεί. Αμέσως μετά καταφτάνει η τσαρίνα
που ήξερε τα σχέδιά του και η προσπάθειά του πάει χαμένη.
Παντρεύεται τη Σάιρα
(στο έργο είναι χήρος, ο γιος του τού ζητάει να του βρει άλλη μαμά). Το σκάει
όπως είπαμε, αλλά δεν σκοτώνεται, τραυματίζεται θανάσιμα και σώζεται από τους
συμπατριώτες του που επιτίθενται στους ρώσους. Ο Σαμίρ τον συγχωρεί. Την
επόμενη στιγμή σωριάζεται νεκρός από το άλογό του.
Από τις
λεπτομέρειες: ο λόγος που τσακώθηκε με τον Σαμίρ είναι ότι δεν ήθελε να
σκοτώσουν τους ρώσους αιχμαλώτους που αυτός είχε συλλάβει. Ακόμη αρνήθηκε να
πολεμήσει τους συμπατριώτες του, ακριβώς γιατί είναι συμπατριώτες του και όχι
γιατί κρατάνε όμηρο την οικογένειά του.
Το φολκλόρ και τα
τραγούδια ήταν διάχυτα σε όλη την ταινία. Άκουσα και το τραγουδάκι «Έι
ούχνιεμ», που πρωτάκουσα στη μέθοδο με την οποία μάθαινα ρώσικα. Επίσης η
ταινία, μετέπειτα προσθήκη βέβαια, είναι γεμάτη με ρώσικη μουσική, κυρίως
Τσαϊκόφσκι.
Πολλά τραγούδια
ακούσαμε και στην ταινία «Η νιότη του Μαξίμ» που
από την Πέμπτη παίζεται στους κινηματογράφους. Φαίνεται ήταν κοινός τόπος των ρώσικων
ταινιών της εποχής, όπως των δικών μας της δεκαετίας του ’60, όπου οι παραγωγοί
συναγωνίζονταν ποιος θα μπάσει περισσότερα τραγούδια στις ταινίες του. Τα
περισσότερα που άκουσα σε διαφήμιση ήταν «36 λαϊκά τραγούδια».
Η δεύτερη ταινία,
του Ricardo Fredda,
γυρισμένη το 1959, έχει τίτλο «Χατζή
Μουράτ, ο λευκός διάβολος». Στον επώνυμο ρόλο ο μποντιμπιλνταράς Στηβ Ριβζ,
που οι περισσότεροι της γενιάς μου θα τον θυμούνται σαν Ηρακλή.
Εδώ κι αν ξεφεύγει
από τη νουβέλα του Τολστόι ο Φρέντα!
Και πάλι ο έρωτας
είναι το κέντρο της ταινίας. Όμως εδώ έχουμε δυο γυναίκες και έναν άντρα. Η μια
γυναίκα είναι η κόρη του βασιλιά, του οποίου ο Σαμίλ είναι υπαρχηγός και κάπου
στο τέλος τον βγάζει από τη μέση δηλητηριάζοντάς τον. Θέλει να παντρευτεί την
κόρη του, αυτή αρνείται, αλλά υποκύπτει όταν απειλεί ότι θα σκοτώσει το γιο του
Χατζή Μουράτ.
Ο Χατζή Μουράτ
τσακώνεται με τον Σαμίλ γιατί σκότωσε τους αιχμαλώτους του. Όμως ο Σαμίλ είναι
ο υπαρχηγός του βασιλιά, ο Χατζή Μουράτ δεν έχει άλλη επιλογή, φεύγει για την
πατρίδα του παίρνοντας μαζί του και την αγαπημένη του. Όμως στο δρόμο πέφτουν
πάνω σε ρώσους στρατιώτες που τους πυροβολούν. Αυτός πέφτει κάτω πληγωμένος
όμως αυτή καταφέρνει να το σκάσει.
Ο πρίγκηπας δεν
είναι εδώ ο ευγενικός οικοδεσπότης που γνωρίσαμε στη νουβέλα, είναι ένας άγριος
που τον βασανίζει. Και η γυναίκα του δεν νοιώθει απλώς κάποια αισθήματα για τον
Χατζή Μουράτ όπως στο έργο του Τολστόι, αλλά είναι απροκάλυπτα ερωτευμένη μαζί
του.
Ο Χατζή Μουράτ το
σκάει με έναν φίλο του που είχε έλθει να τον ελευθερώσει και επιστρέφει στους
δικούς του.
Και εδώ είναι η
μεγάλη διαφορά από το μυθιστόρημα: ο Χατζή Μουράτ σκοτώνει τον Σαμίλ σε μια
άγρια μάχη, και στη συνέχεια ο λαός πανηγυρίζει. Δεν σκοτώνεται όπως στη
νουβέλα και στην άλλη ταινία.
No comments:
Post a Comment