Book review, movie criticism

Showing posts with label Του τάφου. Show all posts
Showing posts with label Του τάφου. Show all posts

Monday, January 28, 2013

Του τάφου, 33η ιστορία, Το στοίχημα


 Του τάφου, 33η ιστορία, Το στοίχημα

 



 Η ιστορία αυτή έχει κάποια ομοιότητα με την 28η ιστορία, «Προσδοκώ ανάσταση νεκρού». Την άκουσα χθες βράδυ σε μια παρέα.
  Η χήρα μοιρολογιέται πάνω στον τάφο του άντρα της. Φαίνεται απαρηγόρητη. Δυο φίλοι παρατηρούν από μακριά. Λέει ο ένας:
  -Βάζεις στοίχημα να πάω να την πηδήξω;
  -Μας δουλεύεις; Το βρίσκεις τόσο εύκολο;
  -Και εγώ σε ξαναρωτώ: πας στοίχημα; Αν είσαι σίγουρος πώς θα χάσω, γιατί φοβάσαι να βάλεις στοίχημα;
  -Εν τάξει, βάζω στοίχημα.
  -Και τι θα χάσεις;
  -Το μουλάρι μου. Εσύ;
  -Εγώ θα σου δώσω δυο χιλιάρικα. Πάει;
  -Πάει.
  Ικανοποιημένος με το στοίχημα, σίγουρος ότι θα κερδίσει, πηγαίνει στον διπλανό τάφο από αυτόν της χήρας και αρχίζει να μοιρολογιέται.
  -Γυναικούλα μου, που με άφησες μόνο, και ποιος θα μου μαγειρεύει τώρα, και ποιος θα μου πλύνει τα ρούχα, και με ποια…
  Όχι, αυτό δεν το γράφουμε.
  Η χήρα κάποια στιγμή σταματάει το κλάμα και τον ρωτάει με θλιμμένο ύφος.
  -Κι εσύ καημένε έχασες το ταίρι σου;
  -Πάει ένας μήνας, και δεν μπορώ να συνηθίσω τη μοναξιά.
  -Και πώς πέθανε η κακομοίρα;
  -Άσε, πού να στα λέω. Είμαι φαρμακοψ@λ#ς και άθελά μου τη φαρμάκωσα στο τέτοιο της. Έτσι πέθανε.
  -Αχ, να πέθαινα κι εγώ, δεν την θέλω πια αυτή τη ζωή τώρα που έχασα τον άντρα μου, αλλά δεν θέλω και να αυτοκτονήσω, είναι αμαρτία, το λέει η θρησκεία μας. Τι λες, μπορείς να με φαρμακώσεις κι εμένα για να πάω να τον συναντήσω στον άλλο κόσμο;
  -Αμέ; λέει αυτός προσπαθώντας να κρύψει τον ενθουσιασμό του.
  Την πιάνει λοιπόν, την ξαπλώνει στην ταφόπλακα, και ξεκινάνε τη δουλειά.
  Η χήρα κάποια στιγμή φτάνει στον οργασμό και αρχίζει να ουρλιάζει.
  -Άντρα μου, χάνομαι.
  Ο φίλος που την ακούει από μακριά μουρμουρίζει αγανακτισμένος.
  -Εσύ μωρή χάνεσαι ή εγώ χάνω το μουλάρι μου;


Saturday, December 22, 2012

Του τάφου, 32η ιστορία, Μεζέ δεν έχει μωρή;



Του τάφου, 32η ιστορία, Μεζέ δεν έχει μωρή;

  Και αυτή την ιστορία τη διαβάσαμε στα «Νάκλια» του Μιχάλη Χουρδάκη-Νίσπιτα, στα «Διάφορα», όμως στο Β΄ τόμο αυτή τη φορά, τον οποίο μας είχε την ευγενή καλοσύνη να μας στείλει μετά την παρουσίαση που κάναμε του Γ΄ τόμου. Αυτή την αντιγράφουμε ως έχει, ως φόρο τιμής στον Νίσπιτα, που πέρα από τη συνεισφορά του στις λαογραφικές έρευνες του νησιού μας προσπαθεί να διασώσει με τα γραφτά του  το μεραμπελιώτικο ιδίωμα.
  «Οντεν ήτονε στα τελευταία ντου ο γέρο Πρινοκωνσταντής, επήε ο παπάς να τόνε μεταλάβει, μα ο συγχωρεμένος δεν ήλεγε ν’ ανοίξει το στόμα ντου.
  -Ώφου παπά μου και κοντό να πάει αμεταλάβωτος ο Κωνσταντής μου! Εκαταχτύπα τα μεριά τζη η γρα ντου.
  -Σώπα τουλόγου σου κι εγώ ίσα – ίσα που δ’ ακουμπήσω στ’ αχείλη ντου τη Θεία Κοινωνία, μα το ίδιο κάνει, λέει ο παπάς, κι εκούμπισε το νάμα στ’ αχείλη του γέρου κι ήρχιξ’ αυτός ν’ αναγλείφεται, μα ήνοιξε και το στόμα ντου και ο παπάς τόνε μετάλαβε κανονικά.
  Σαν εκατάπιε τη μεταλαβούρα ο ετοιμοθάνατος, δεν ήλεγε να κλείσει το στόμα ντου.
  -Κλείσε μπρε Κωνσταντή την παντέρμη σου μπούκα γιατί θα κάνεις άσκημο ποθαμένο, του λέει η κερά, μα ’κείνος, πράμα!
  Μια κοπανιά ήνοιξε τα μάθια ντου.
  -Ο Θεός Κωνσταντή να σ’ αναπάψει μετά των δικαίων, μόνο κλείσε ’δα το στόμα και τα μάθια σου, να δεις και τσ’ αγγέλους, κάνει ντου ο παπάς. Ήκλεισε αυτός τα μάθια, μα δεν ήλεγε να κλείσει το στόμα.
  -Ίντα θες εδά άντρα μου και δεν κλείνεις την παντέρμη σου μπούκα; ρωτά η κερά.
  -Μεζέ μωρή δεν έχει; Κάνει ο ’τοιμοθάνατος.
  -Ήμαρτό Σε Θέ μου! σταυροκοπήθηκε ο παπάς».
  Και θυμήθηκα μια άλλη ιστορία που την έγραψα στο blog μου στις 11 του Δεκέμβρη του 2010, πριν δυο χρόνια δηλαδή, βάζοντας ως τίτλο «Σαν ανέκδοτο». Την αντιγράφω από εκεί.
  «Το Σαν ανέκδοτο ήταν στο μέσο της αφήγησης, αλλά θα το βάλουμε στο τέλος για να λειτουργήσει καθαρτικά, όπως καθαρτικά λειτουργούσε και το σατυρικό δράμα σε κάθε παράσταση αρχαίας τραγωδίας μετά το τέλος της τριλογίας. Είμαστε σε μια εκδήλωση Χαράς και Διασκέδασης που διοργάνωσε ο καινουριοεκλεγμένος δήμαρχος Νέου Ηρακλείου Παντελής Βλασσόπουλος μαζί με τον συμπράξαντα μαζί του Γιώργο Βλαντή. (Στην επιστροφή χαρήκαμε: επί τέλους χιόνι!!!). Στην παρέα ο Γιάννης ο Δασκαλάκης, ο Μανόλης ο Πρατικάκης και εγώ. Ο Μανόλης ο Πρατικάκης βλέπει μια παλιά γνωστή του, χαιρετιούνται, και όταν αυτή απομακρύνεται μας λέει. –Αυτή ήταν χοντρή, και μόλις πέθανε ο άντρας της αδυνάτισε, θα πρέπει να έχασε πάνω από είκοσι κιλά. Ακολουθεί το Σαν ανέκδοτο που το είπε ο Γιάννης ο Δασκαλάκης, και στη συνέχεια, ο Μανόλης, ως ψυχίατρος και όχι ως ποιητής, μας αφηγείται μια κλινική περίπτωση, μια γυναίκα που έπασχε από έντονους φόβους ότι θα πέθαινε ο άντρας της. Ο Μανόλης κατάλαβε ότι αυτό ήταν ασυνείδητη επιθυμία να πεθάνει και της το είπε. Αυτή του έβαλε τις φωνές και έφυγε. Μετά από κανένα εξάμηνο, αφού κλωθογύρισε καλά στο νου της τα λόγια του, ήλθε και του είπε ότι πράγματι είχε δίκιο, ότι ήθελε το θάνατο του άντρα της γιατί την καταπίεζε με το σόι του. Ο Μανόλης τότε μας είπε ότι ήταν τυχερή για δυο λόγους, πρώτον γιατί ο άντρας της δεν πέθανε στο ενδιάμεσο και δεύτερο γιατί συνειδητοποίησε τους πραγματικούς λόγους του φόβου της. Αν ο άντρας της είχε πεθάνει και αυτή δεν είχε κάνει αυτή τη συνειδητοποίηση θα έπασχε για όλη της τη ζωή από περιπεπλεγμένο πένθος, γιατί η ασυνείδητη ενοχή τού ότι ήθελε το θάνατό του και ότι ίσως γι’ αυτό πέθανε, δεν θα την άφηνε να δώσει τέλος σ’ αυτό το πένθος.
Και τώρα το Σαν ανέκδοτο.
  Μια γυναίκα ανεβαίνει στο λεωφορείο από τους Μύθους για την Ιεράπετρα. Σε μια στάση ενδιάμεσα ανεβαίνει μια γνωστή της και εκείνη τη ρωτάει:
–Ήντα κάνει ορή ο άντρας σου.
–Ήντα να κάνει! Εκειά κείτεται όλη μέρα στο κρεβάτι και χάσκει, και ούτε ο διάολος τονε παίρνει ούτε καλά γίνεται.
  Αυτά, για να μην τρέφουν οι παντρεμένοι ψευδαισθήσεις. Επίσης εκείνοι που ετοιμάζονται να πάρουν αλλοδαπές νύφες-νοσοκόμες.
  Υπάρχει μια λαϊκή ρήση που λέει «Οι παντρεμένοι ζουν σαν σκύλοι και πεθαίνουν σαν άνθρωποι, ενώ οι ανύπαντροι ζουν σαν άνθρωποι και πεθαίνουν σαν σκύλοι». Κατά πόσο ο πραγματικός εκείνος άνθρωπος που αναφέρεται στον πραγματικό εκείνο διάλογο των πραγματικών εκείνων γυναικών πέθανε σαν άνθρωπος είναι πολύ αμφισβητήσιμο».

Sunday, November 11, 2012

Του τάφου, 31η ιστορία, Το παζάρι



Του τάφου, 31η ιστορία, Το παζάρι

  Το διαβάσαμε στα «Νάκλια» του Νίσπιτα.
  Ο γέρο πατέρας είναι στα τελευταία του. Ένας ένας έρχονται συγγενείς και φίλοι να τον αποχαιρετήσουν. Ο γιος, που ποτέ δεν αφήνει τα πράγματα να γίνονται την τελευταία στιγμή, έχει φωνάξει τον μαραγκό να πάρει μέτρα για το φέρετρο. Κι αν δεν συμφωνήσουν στην τιμή; Όταν θα έχει ξεψυχήσει ο πατέρας του θα είναι αργά, θα βρίσκεται σε πολύ μειονεκτική θέση για να παζαρέψει, ενώ τώρα που ο πατέρας του είναι ακόμη ζωντανός, αν δεν τα βρει στην τιμή με το μαραγκό του χωριού τους μπορεί να φωνάξει άλλο μαραγκό από κάποιο διπλανό χωριό.
  Ο μαραγκός έχει πάρει κρυφά τα μέτρα για το φέρετρο χωρίς να τον αντιληφθεί ο γέρος καθώς ήταν απασχολημένος με τους άλλους επισκέπτες, και υπολογίζει το ξύλο που θα του χρειαστεί. Πρέπει να πει μια τιμή στο γιο.
  Ακριβά. Δεν γίνεται πιο φτηνά; Μα είναι ακριβό το ξύλο. Μπα, και από πότε ακρίβυνε;
  Αρχίζει ένα άγριο παζάρι· τόσο άγριο, που δεν προσέχουν πια μην τους ακούσει ο γέρος. Αυτός, καθώς έχει φύγει και ο τελευταίος επισκέπτης, έχει στήσει αυτί. Κάποια στιγμή, ακούγοντας την τιμή στην οποία έχει αναγκαστεί να κατέβει ο μαραγκός αλλά που του φαίνεται παρόλ’ αυτά ψηλή, φωνάζει στο γιο του: «Πολλά ζητά ο κερατάς παιδί μου, μόνο ανέ μπορείς κόψε του κάτι τις ακόμη».
  Διαβάζοντάς το θυμήθηκα ένα ανέκδοτο, με έναν ετοιμοθάνατο Εβραίο. Δεν το καλοθυμόμουνα και το έψαξα στο διαδίκτυο. Το βρήκα στα funny jokes, σ’ αυτή τη διεύθυνση: http://www.funnyjokes.gr/etoimothanatos-evraios-pateras/
Κάνω αντιγραφή και επικόλληση.
«Α΄ μέρος
Ο Εβραίος πατέρας είναι ετοιμοθάνατος. Γύρω από το κρεβάτι του πόνου είναι συγκεντρωμένη όλη η οικογένεια του. Το κλίμα είναι βαρύ και πένθιμο. Ένα μόνο μικρό καντηλάκι, δίπλα στον άρρωστο, φωτίζει αμυδρά το στενό δωμάτιο. Ο πατέρας, με κλειστά τα μάτια και πολύ κόπο, ψιθυρίζει:
Πατέρας: Γυναίκα μου Σάρα είσαι εδώ;
Σάρα (κλαίγοντας): Ναι, άντρα μου.
Πατέρας: Γιε μου Ιακώβ είσαι εδώ;
Ιακώβ (φανερά συγκινημένος): Ναι, πατέρα.
Πατέρας: Μικρή μου θυγατέρα Ιουδίθ, είσαι εδώ;
Ιουδίθ (απαρηγόρητη): Ναι, πατέρα, είμαι κοντά σου.
Πατέρας: Και εσύ στερνοπούλι μου Ααρών, είσαι εδώ:
Ααρών (με αναφιλητά): Ναι, πατέρα.
Πατέρας (αγριεμένος): Και τότε ποιος είναι στο μαγαζί;
Β΄ μέρος
Η οικογένεια συνειδητοποιεί αμέσως την εγκληματική αμέλεια και όλοι αποχωρούν σιγά-σιγά από το δωμάτιο. Τελευταίος φεύγει ο μικρός Ααρών που, κλείνοντας την πόρτα του δωματίου, λέει:
Ααρών: Και που ’σαι πατέρα… Όταν αφήνεις την τελευταία σου πνοή, άφησε την προς το καντήλι, για να σβήσει. Είναι κρίμα να καίει άδικα…
Γ΄ μέρος
Ο πατέρας φωνάζει τον πρωτότοκο Ιακώβ και του λέει να πλησιάσει. Με τις τελευταίες δυνάμεις που του απομένουν, βγάζει από την τσέπη του ένα ρολόι και εξηγεί ότι το έχει κληρονομιά από τον προπάππου του.
Ο Ιακώβ το κοιτάζει με μάτια που γυαλίζουν. «Σ’ αρέσει;» ρωτά ο πατέρας. «Ναι πατέρα!» αποκρίνεται ο Ιακώβ. «Πόσα δίνεις;» ρωτά ο πατέρας.
Δ΄ μέρος
Την άλλη μέρα του θανάτου του πατέρα, ο Ιακώβ πηγαίνει στην τοπική εφημερίδα για να βάλει την αναγγελία του θανάτου.
Ιακώβ: Παρακαλώ, ποια είναι η μικρότερη χρέωση για μια αναγγελία θανάτου;
Υπάλληλος: δυο δολάρια, κύριε.
Ιακώβ: Ο.Κ., γράψε λοιπόν «Αβραάμ Κοέν πέθανε».
Υπάλληλος: Μα, κύριε, πρέπει να έχετε υπόψη σας πως με τα δυο δολάρια μπορείτε να γράψετε μέχρι 10 λέξεις.
Ο Ιακώβ σκέφτεται μερικά δευτερόλεπτα και λέει στον υπάλληλο:
Ιακώβ: Ωραία, τότε γράψε “Αβραάμ Κοέν πέθανε. Πωλείται
DATSUN σε τιμή ευκαιρίας».

Thursday, September 20, 2012

Του τάφου, 30η ιστορία, Το σακάκι



Του τάφου, 30η ιστορία, Το σακάκι

  Χθες ήμουν συντονιστής σε μια βιβλιοπαρουσίαση των εκδόσεων ΑΛΔΕ, στο Ζάππειο, στην έκθεση βιβλίου (19-9-2012). Καθόμουν στο πάνελ όταν κτύπησε το κινητό μου που είχα ξεχάσει να απενεργοποιήσω. Ευτυχώς δεν μιλούσα εκείνη τη στιγμή. Το έκλεισα βιαστικά. Μόλις τέλειωσε η εκδήλωση πήρα τηλέφωνο τον ξάδελφό μου, τον Γιώργη τον Τζανετάκη, που με είχε καλέσει. Ήθελε να μου πει ιστορίες του τάφου. Κανονίσαμε να τον πάρω τηλέφωνο την επομένη, δηλαδή σήμερα, να μου τις πει.
  Και μου τις είπε.
  Βρισκόταν σε μια παρέα χθες βράδυ στην πλατεία του χωριού, και ένας χωριανός μας, ο Μανώλης ο Κοκκινάκης, είπε δυο ιστορίες. Όμως η μία μόνο είναι χιουμοριστική, και γι’ αυτό θα την αφήσω τελευταία. Θα ξεκινήσω με την πρώτη.
  Η ιστορία διαδραματίστηκε πριν πολλά χρόνια στο Ηράκλειο. Μάλιστα την έγραψε και μια εφημερίδα.
  Ένας ανθυπολοχαγός πηγαίνει σε ένα χορό. Ξεχωρίζει μια ωραία κοπέλα που φαίνεται ασυνόδευτη. Χορεύει σχεδόν όλο το βράδυ μαζί της. Του αρέσει πολύ, νοιώθει ψιλοερωτευμένος μαζί της.
  Κάποια στιγμή η χοροεσπερίδα τελειώνει. Η κοπέλα πρέπει να πάει σπίτι της. Προθυμοποιείται να τη συνοδεύσει. Και τη συνοδεύει. Κατά τα φαινόμενα, άρεσε και αυτός στην κοπέλα.
  Έξω κάνει κρύο. Η κοπέλα είναι ντυμένη ελαφριά. Ο ανθυπολοχαγός, σαν γνήσιος ιππότης, βγάζει το σακάκι του και της το ρίχνει στους ώμους. Όχι όμως και χωρίς κάποια υστεροβουλία. Θέλει να την ξαναδεί. Έτσι, όταν φτάνουν σπίτι της, «ξεχνάει» να της το ζητήσει. Πιθανότατα και αυτή «ξεχνάει» να του το επιστρέψει. 
  Την επομένη πηγαίνει στο σπίτι της. Κτυπάει την πόρτα. Του ανοίγει μια ηλικιωμένη γυναίκα. Ζητάει την… Αυτή τον κοιτάζει περίεργα. –Καλά, πού την ξέρεις; τον ρωτάει. -Ήμασταν μαζί χθες βράδυ στη χοροεσπερίδα, απαντάει αυτός. Όταν τέλειωσε ο χορός τη συνόδευσα μέχρι εδώ. Της έριξα μάλιστα το σακάκι μου στους ώμους της για να μην κρυώνει, και ήλθα τώρα να το πάρω.
  Η γυναίκα αυτή, με την έκπληξη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, του λέει να περάσει μέσα. Την ακολουθεί στο σαλόνι, όπου βλέπει μια μεγάλη φωτογραφία της κοπέλας κρεμασμένη στον τοίχο. –Είναι κόρη σας; τη ρωτάει. –Ναι, του απαντάει αυτή, και είναι τρία χρόνια πεθαμένη.
  Η έκπληξή του ήταν μεγαλύτερη από την έκπληξη τη δική της, όταν της είπε ότι ήσαν μαζί χθες βράδυ στο χορό. –Δεν με πιστεύεις; συνεχίζει αυτή. Πάμε στο νεκροταφείο και θα δεις.
  Πηγαίνουν στο νεκροταφείο. Από μακριά, πάνω σε ένα τάφο, διακρίνει το σακάκι του. Και όταν έφτασαν κοντά είδε και τη φωτογραφία της, δίπλα στο καντήλι και το θυμιατό.
  Για όσους πιστεύουν στα φαντάσματα, προφανώς ο ανθυπολοχαγός αυτός στο χορό συνάντησε το φάντασμα της κοπέλας. Όσοι δεν πιστεύουν, μπορούν να φανταστούν το παρακάτω σενάριο: κάνοντας μια επίσκεψη στο νεκροταφείο, στον τάφο κάποιου προσφιλούς του προσώπου, είδε τη φωτογραφία αυτής της όμορφης κοπέλας σε κάποιο γειτονικό τάφο. Μαγεύτηκε από την ομορφιά της, έψαξε και βρήκε τη διεύθυνση του σπιτιού της, και επινόησε αυτή την ιστορία. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε και άλλα σενάρια.
  Δεν θέλω να προκρίνω καμιά από τις δυο εκδοχές, και προχωρώ αμέσως στην επόμενη ιστορία. Μια ιστορία που είναι η αντιστροφή της 4ης ιστορίας «Του τάφου» που έχει τον τίτλο «Καλημέρα».
  Η Καλλιόπη του Κοκκινάκη, η μητέρα του Μανώλη, πηγαίνει μια μέρα σε ένα χωράφι τους. Όμως ας μην πούμε ότι πήγε και αυτή να βοσκήσει την κατσίκα της. Για ποιο λόγο πήγε δεν ξέρουμε, και εξάλλου δεν έχει σημασία. Είχε παρέα και μια χωριανή.
  Το χωράφι ήταν ακριβώς πίσω από το νεκροταφείο, το καινούριο νεκροταφείο στο «Μυζηθρά», που όπως έγραψα σε προηγούμενη ιστορία φτιάχτηκε κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Την προηγούμενη μέρα είχαν θάψει την Κατίνα, την πεθερά του Μανόλη του Χατζάκη. Η Κατίνα ήταν ο πρώτος νεκρός που θάφτηκε σ’ αυτό το νεκροταφείο.
  Ο Μανώλης ήταν καφετζής. Στο καφενείο του πήγαινε ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρός, και με έπαιρνε συχνά μαζί του. Αυτός έπινε καφέ και εγώ έτρωγα ένα «υποβρύχιο», ένα κουταλάκι με βανίλια βουτηγμένο σε ένα ποτήρι νερό.
  Η Καλλιόπη κάποια στιγμή αναστενάζει και λέει: -Αχ βρε Κατίνα, τι είμαστε στη ζωή; Τίποτα δεν είμαστε. –Έτσι είναι που τα λες Καλλιόπη, τίποτα δεν είμαστε, της απιλογάται μια ανδρική φωνή μέσα από το νεκροταφείο. Να ακούσει τη φωνή αυτή η Καλλιόπη, βγάζει μια κραυγή, «Παναγία μου», και πέφτει κάτω λιπόθυμη. –Βοήθεια και ελιγώθηκε η Καλλιόπη, σύρνει φωνή η χωριανή που τη συνόδευε.
  Ένας Γράσσος από το Πάνω Χωριό, που ο Γιώργης δεν ήξερε να μου πει το μικρό του όνομα, έφτιαχνε τάφους στο νεκροταφείο. Εκείνη την ώρα ήταν εκεί και δούλευε. Αυτός ήταν που απιλογήθηκε της Καλλιόπης. Ακούγοντας τις φωνές κατάλαβε τι είχε συμβεί. Αρπάζει το παγούρι με το νερό που είχε πάντα μαζί του και τρέχει έξω. Βρίσκει πεσμένη κάτω την Καλλιόπη, και χύνει στο πρόσωπό της νερό να την ξελιγώσει.
  Με τα πολλά ξελιγώθηκε η Καλλιόπη.
  Πολλοί άκουσαν την ιστορία της. Από αυτούς πολλοί έχουν πεθάνει, και από αυτούς που είναι ακόμη ζωντανοί πολλοί θα την έχουν ξεχάσει. Όχι όμως και ο γιος της ο Μανώλης, που τη διηγήθηκε χθες βράδυ στον ξάδελφό μου.