Του τάφου, 31η
ιστορία, Το παζάρι
Το
διαβάσαμε στα «Νάκλια» του Νίσπιτα.
Ο γέρο
πατέρας είναι στα τελευταία του. Ένας ένας έρχονται συγγενείς και φίλοι να τον αποχαιρετήσουν.
Ο γιος, που ποτέ δεν αφήνει τα πράγματα να γίνονται την τελευταία στιγμή, έχει
φωνάξει τον μαραγκό να πάρει μέτρα για το φέρετρο. Κι αν δεν συμφωνήσουν στην
τιμή; Όταν θα έχει ξεψυχήσει ο πατέρας του θα είναι αργά, θα βρίσκεται σε πολύ
μειονεκτική θέση για να παζαρέψει, ενώ τώρα που ο πατέρας του είναι ακόμη ζωντανός,
αν δεν τα βρει στην τιμή με το μαραγκό του χωριού τους μπορεί να φωνάξει άλλο
μαραγκό από κάποιο διπλανό χωριό.
Ο μαραγκός
έχει πάρει κρυφά τα μέτρα για το φέρετρο χωρίς να τον αντιληφθεί ο γέρος καθώς
ήταν απασχολημένος με τους άλλους επισκέπτες, και υπολογίζει το ξύλο που θα του
χρειαστεί. Πρέπει να πει μια τιμή στο γιο.
Ακριβά.
Δεν γίνεται πιο φτηνά; Μα είναι ακριβό το ξύλο. Μπα, και από πότε ακρίβυνε;
Αρχίζει
ένα άγριο παζάρι·
τόσο άγριο, που δεν προσέχουν πια μην τους ακούσει ο γέρος. Αυτός, καθώς έχει
φύγει και ο τελευταίος επισκέπτης, έχει στήσει αυτί. Κάποια στιγμή, ακούγοντας
την τιμή στην οποία έχει αναγκαστεί να κατέβει ο μαραγκός αλλά που του φαίνεται
παρόλ’ αυτά ψηλή, φωνάζει στο γιο του: «Πολλά ζητά ο κερατάς παιδί μου, μόνο
ανέ μπορείς κόψε του κάτι τις ακόμη».
Διαβάζοντάς το θυμήθηκα ένα ανέκδοτο,
με έναν ετοιμοθάνατο Εβραίο. Δεν το καλοθυμόμουνα και το έψαξα στο διαδίκτυο.
Το βρήκα στα funny jokes, σ’ αυτή τη διεύθυνση: http://www.funnyjokes.gr/etoimothanatos-evraios-pateras/
Κάνω αντιγραφή και επικόλληση.
«Α΄ μέρος
Ο Εβραίος πατέρας είναι ετοιμοθάνατος. Γύρω από το κρεβάτι του πόνου είναι συγκεντρωμένη όλη η οικογένεια του. Το κλίμα είναι βαρύ και πένθιμο. Ένα μόνο μικρό καντηλάκι, δίπλα στον άρρωστο, φωτίζει αμυδρά το στενό δωμάτιο. Ο πατέρας, με κλειστά τα μάτια και πολύ κόπο, ψιθυρίζει:
Πατέρας: Γυναίκα μου Σάρα είσαι εδώ;
Σάρα (κλαίγοντας): Ναι, άντρα μου.
Πατέρας: Γιε μου Ιακώβ είσαι εδώ;
Ιακώβ (φανερά συγκινημένος): Ναι, πατέρα.
Πατέρας: Μικρή μου θυγατέρα Ιουδίθ, είσαι εδώ;
Ιουδίθ (απαρηγόρητη): Ναι, πατέρα, είμαι κοντά σου.
Πατέρας: Και εσύ στερνοπούλι μου Ααρών, είσαι εδώ:
Ααρών (με αναφιλητά): Ναι, πατέρα.
Πατέρας (αγριεμένος): Και τότε ποιος είναι στο μαγαζί;
Ο Εβραίος πατέρας είναι ετοιμοθάνατος. Γύρω από το κρεβάτι του πόνου είναι συγκεντρωμένη όλη η οικογένεια του. Το κλίμα είναι βαρύ και πένθιμο. Ένα μόνο μικρό καντηλάκι, δίπλα στον άρρωστο, φωτίζει αμυδρά το στενό δωμάτιο. Ο πατέρας, με κλειστά τα μάτια και πολύ κόπο, ψιθυρίζει:
Πατέρας: Γυναίκα μου Σάρα είσαι εδώ;
Σάρα (κλαίγοντας): Ναι, άντρα μου.
Πατέρας: Γιε μου Ιακώβ είσαι εδώ;
Ιακώβ (φανερά συγκινημένος): Ναι, πατέρα.
Πατέρας: Μικρή μου θυγατέρα Ιουδίθ, είσαι εδώ;
Ιουδίθ (απαρηγόρητη): Ναι, πατέρα, είμαι κοντά σου.
Πατέρας: Και εσύ στερνοπούλι μου Ααρών, είσαι εδώ:
Ααρών (με αναφιλητά): Ναι, πατέρα.
Πατέρας (αγριεμένος): Και τότε ποιος είναι στο μαγαζί;
Β΄ μέρος
Η οικογένεια συνειδητοποιεί αμέσως την εγκληματική αμέλεια και όλοι αποχωρούν σιγά-σιγά από το δωμάτιο. Τελευταίος φεύγει ο μικρός Ααρών που, κλείνοντας την πόρτα του δωματίου, λέει:
Ααρών: Και που ’σαι πατέρα… Όταν αφήνεις την τελευταία σου πνοή, άφησε την προς το καντήλι, για να σβήσει. Είναι κρίμα να καίει άδικα…
Η οικογένεια συνειδητοποιεί αμέσως την εγκληματική αμέλεια και όλοι αποχωρούν σιγά-σιγά από το δωμάτιο. Τελευταίος φεύγει ο μικρός Ααρών που, κλείνοντας την πόρτα του δωματίου, λέει:
Ααρών: Και που ’σαι πατέρα… Όταν αφήνεις την τελευταία σου πνοή, άφησε την προς το καντήλι, για να σβήσει. Είναι κρίμα να καίει άδικα…
Γ΄ μέρος
Ο πατέρας φωνάζει τον πρωτότοκο Ιακώβ και του λέει να πλησιάσει. Με τις τελευταίες δυνάμεις που του απομένουν, βγάζει από την τσέπη του ένα ρολόι και εξηγεί ότι το έχει κληρονομιά από τον προπάππου του.
Ο Ιακώβ το κοιτάζει με μάτια που γυαλίζουν. «Σ’ αρέσει;» ρωτά ο πατέρας. «Ναι πατέρα!» αποκρίνεται ο Ιακώβ. «Πόσα δίνεις;» ρωτά ο πατέρας.
Ο πατέρας φωνάζει τον πρωτότοκο Ιακώβ και του λέει να πλησιάσει. Με τις τελευταίες δυνάμεις που του απομένουν, βγάζει από την τσέπη του ένα ρολόι και εξηγεί ότι το έχει κληρονομιά από τον προπάππου του.
Ο Ιακώβ το κοιτάζει με μάτια που γυαλίζουν. «Σ’ αρέσει;» ρωτά ο πατέρας. «Ναι πατέρα!» αποκρίνεται ο Ιακώβ. «Πόσα δίνεις;» ρωτά ο πατέρας.
Δ΄ μέρος
Την άλλη μέρα του θανάτου του πατέρα, ο Ιακώβ πηγαίνει στην τοπική εφημερίδα για να βάλει την αναγγελία του θανάτου.
Ιακώβ: Παρακαλώ, ποια είναι η μικρότερη χρέωση για μια αναγγελία θανάτου;
Υπάλληλος: δυο δολάρια, κύριε.
Ιακώβ: Ο.Κ., γράψε λοιπόν «Αβραάμ Κοέν πέθανε».
Υπάλληλος: Μα, κύριε, πρέπει να έχετε υπόψη σας πως με τα δυο δολάρια μπορείτε να γράψετε μέχρι 10 λέξεις.
Ο Ιακώβ σκέφτεται μερικά δευτερόλεπτα και λέει στον υπάλληλο:
Ιακώβ: Ωραία, τότε γράψε “Αβραάμ Κοέν πέθανε. Πωλείται DATSUN σε τιμή ευκαιρίας”».
Την άλλη μέρα του θανάτου του πατέρα, ο Ιακώβ πηγαίνει στην τοπική εφημερίδα για να βάλει την αναγγελία του θανάτου.
Ιακώβ: Παρακαλώ, ποια είναι η μικρότερη χρέωση για μια αναγγελία θανάτου;
Υπάλληλος: δυο δολάρια, κύριε.
Ιακώβ: Ο.Κ., γράψε λοιπόν «Αβραάμ Κοέν πέθανε».
Υπάλληλος: Μα, κύριε, πρέπει να έχετε υπόψη σας πως με τα δυο δολάρια μπορείτε να γράψετε μέχρι 10 λέξεις.
Ο Ιακώβ σκέφτεται μερικά δευτερόλεπτα και λέει στον υπάλληλο:
Ιακώβ: Ωραία, τότε γράψε “Αβραάμ Κοέν πέθανε. Πωλείται DATSUN σε τιμή ευκαιρίας”».
No comments:
Post a Comment