Book review, movie criticism

Sunday, October 30, 2022

Ηλίας Πετρόπουλος, Το μπουρδέλο

Ηλίας Πετρόπουλος, Το μπουρδέλο, Γράμματα 1980, σελ. 154

 


  Διάβασα παλιά κάποια βιβλία του Ηλία Πετρόπουλου. Σίγουρα το «Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη». Ήμουν περίεργος να δω τι έγραφε στο «Μπουρδέλο», και είπα να το διαβάσω.

  Τελικά το «Μπουρδέλο» είναι μια μικρή διατριβή, από έναν ερασιτέχνη λαογράφο. Δεν διαβάζεται σαν ένα δοκίμιο στο οποίο βρίσκεις «την απόλαυση του κειμένου» αλλά σαν μια μελέτη, κάποιες φορές βαρετή για αυτόν που δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα.

  Εγώ δεν ενδιαφερόμουν ιδιαίτερα, έτσι από κάποιο σημείο και μετά έπαψα να διαβάζω τα αποσπάσματα από τη μελέτη του Φαίδωνα Κουκουλέ που αναφέρονται στη σεξουαλική ζωή στο Βυζάντιο και που καταλαμβάνουν μια απίστευτα μεγάλη έκταση στο βιβλίο. Το ίδιο και τις διάφορες ετυμολογίες, καθώς και αποσπάσματα από τραγούδια, δημοτικά και μη, όπου παρατίθενται λέξεις ή έχουν σχετικά θέματα, όπως π.χ. το θέμα της αιμομιξίας. Κατά τα άλλα τη θεωρώ σαν μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη για έναν λαογράφο που θέλει να μελετήσει το θέμα.

  Το βιβλίο εκδόθηκε το 1980. Από τότε έχουν αλλάξει κάποια πράγματα. Για παράδειγμα, δεν υπάρχουν πια σπίτια με πολλές γυναίκες παρά σπίτια με μια μόνιμη, στην οποία κάποιες φορές το αφεντικό μπορεί να προσθέσει και μια δεύτερη. Επίσης με το διαδίκτυο η πορνεία έχει πάρει μια καινούρια διάσταση. Η πορνεία στη σύγχρονη εποχή περιμένει τον μελετητή της (όχι, μη μου κλείνετε πονηρά το μάτι, δεν πρόκειται).

  Μετά από αυτά τα εισαγωγικά δεν έχω παρά να προχωρήσω στην παράθεση αποσπασμάτων.

  «Στους ελληνιστικούς χρόνους, η Αφροδίτη – υπό την ιδιότητα της προστάτιδος των Ιεροδούλων-έφερε την προσωνυμία Πόρνη» (σελ. 10).

  Εγώ ήξερα μόνο την Αγία Ναφίσα.

  Ιερόδουλος ήταν η γυναίκα που δούλευε σε κάποιον ναό (δούλη του ιερού), και εξυπηρετούσε τις σεξουαλικές ανάγκες των πιστών.

  «…εν ω παρ’ αρχαίοις δεν εθεωρείτο επίψογον το να συναναστρέφεται τις μετά πόρνης, παρά τοις Χριστιανοίς, ως είρηται, εθεωρείτο τούτο μέγα αμάρτημα, η δε πορνεία έργον του δαίμονος…» (σελ. 16).

  Μετά ήλθε ο χριστιανισμός και τα κατέστρεψε όλα.

  «…διάταγμα του δουκός της Κρήτης του 1389 απηγόρευε να ανοίγεται πορνείον εις οιονδήποτε μέρος του Χάνδακος» (σελ. 21).

  Με ενδιαφέρει, ως κρητικό, η πληροφορία, γι’ αυτό και την παραθέτω.

  «Οι αρχαίοι λαοί αντίκρυζαν τις ιερόδουλες μετά δέους. Ο Σόλων, με σεβασμό και σωφροσύνη. Ίδρυσε το πρώτο – σχεδόν μυθικό – πορνείον της Αθήνας. Αργότερα, ο μισαλλόδοξος χριστιανισμός προσπάθησε να εξοντώσει τις πόρνες. Μάλιστα, ο Ιουστινιανός (γνωστός αρχικερατάς και σύζυγος πουτάνας και γαμπρός πουτάνας) υπήρξε μέγας διώκτης της πορνείας» (σελ. 28).

  Αυτό, για όσους δεν το ξέρατε για τον Ιουστινιανό. Το όνομα της συζύγου του ήταν Θεοδώρα.

  Και ο Περικλής εταίρα παντρεύτηκε, την Ασπασία, αλλά δεν δίωξε τις εταίρες.

  «Η πόρνη της Μπάρας [συνοικία της Θεσσαλονίκης]… δεν είχε σχέσεις με την κακιά συνήθεια της καθαριότητας» (σελ. 38).

  Να μην ψάχνω τώρα για την προέλευση, αλλά θυμάμαι στην Κρήτη παστρικές λέγανε τις πόρνες.

  Γιατί παστρικές;

  Παστρικιά σημαίνει καθαρή, και οι πόρνες ήσαν καθαρές κάνοντας συχνά μπάνιο, για να αρέσουν περισσότερο στους πελάτες.

  Σήμερα ισχύει και το αντίστροφο, πιστεύω και τότε: οι πόρνες απεχθάνονται τους πελάτες που τους έρχονται βρώμικοι.

  «…μετά το ’52 που κλείσανε τα μπορντέλα» (σελ. 59).

  Να τα έκλεισε άραγε ο Παπάγος, που μόλις είχε κερδίσει τις εκλογές;

  Βαριέμαι να το ψάξω. Πάντως είναι γνωστό ότι οι δεξιοί είναι συντηρητικοί. Άντε να βγει ο Τσίπρας να ανασάνουν λίγο οι κοπέλες, κάθε τρεις και μια ντου οι αστυνομικοί στο Μεταξουργείο.

  «Κοινωνικώς η πόρνη είναι πιο χρήσιμη από το βουλευτή» (σελ. 62).

  Μπράβο Πετρόπουλε!!!

  «Οι υπηρέτες των ατομικών μπουρδέλων είναι πούστηδες (και, σε τελική ανάλυση, άνθρωποι της ασφάλειας)» (σελ. 89).

  Το τελευταίο δεν το ήξερα.

  Πούστης τσάτσος σε μπουρδέλο τώρα πια σπανίζει.

  «Προσεγγίζω το θέμα της αιμομιξίας άνευ προκαταλήψεων. Πριν είκοσι χρόνια ξέσπασε, στη Θεσσαλονίκη, ένα αιμομικτικό σκάνδαλο, πατέρας και κόρη. Ο πατέρας καταδικάστηκε σε 15/χρονη φυλάκιση. Η κόρη ξέμεινε στο σπίτι… με κάποια θεια. Σηκώθηκα και πήγα σ’ αυτό το σπίτι, όπου συζήτησα με την κόρη. Ήταν ένα καλότατο κορίτσι. Κλαίγοντας, μου εξήγησε: η μάνα της πέθανε και αυτή ήταν ακόμη μωρό. Ο πατέρας δούλευε σκληρά και για χατίρι του μωρού δεν ξαναπαντρεύτηκε. Δίχως να το νιώσουν συνέβη ότι συνέβη. Αργότερα, μες στη φυλακή, εγνώρισα και τον αιμομίκτη πατέρα. Ένας χοντρός μεσόκοπος με χρυσή καρδιά. Έβγαζε την ποινή του με κουράγιο. Δεν καταδικάζω μήτε τον πατέρα, μήτε την κόρη. Δεν καταδικάζω ούτε καν τον δικαστή που τους έκρινε» (σελ. 115).

  Σίγουρα τέτοιες περιπτώσεις σπανίζουν, συνήθως ο αιμομίκτης πατέρας καταγγέλλεται από την ίδια την κόρη. Η μητέρα, που είναι ζωντανή, για να μην καταστρέψει το γάμο της κάνει ότι δεν βλέπει.

  (Καλά να πάθει, αφού δεν με ήθελε).

  Η πρώτη παράγραφος από την βιβλιοκριτική μου για το βιβλίο της Ανίτας Νικολάου, Ελένη η πόρνη: «Η Ελένη η πόρνη βιάστηκε από τον πατέρα της με την ανοχή της μητέρας της».

  Δεν θα παρέθετα το παραπάνω απόσπασμα αν δεν έγραφε μια παρόμοια ιστορία ο Φιτζέραλντ στο μυθιστόρημά του «Τρυφερή είναι η νύχτα».   

  Ο Πετρόπουλος αναφέρεται και στη κτηνοβασία, στη νεκροφιλία, στην ομοφυλοφιλία, στο βιασμό, στην ανδρική πορνεία, και δεν θυμάμαι τι άλλο.

  «Υπάρχουν γυναίκες που κατά την συνουσίαν (για να έχουν οργασμό) υποδύονται τις νεκρές» (σελ. 119).

  Να κάτι που δεν ήξερα.

  «Όταν το ελληνικό κράτος καταφέρει να απαγγιστρωθεί από την εκκλησία, τότε θα θεσπίσει τον πολιτικό γάμο με όλα του τα συνεπακόλουθα: ληξιαρχική βάφτιση, απεριόριστος αριθμών γάμων… οικονομική-περιουσιακή αυτοτέλεια της συζύγου, εξαφάνιση των κυρώσεων κατά των νόθων παιδιών [δεν ήξερα ότι υπήρχαν τέτοιες], ταφή άνευ ιεροτελεστίας, καθιέρωση κρεματορίων, κτλ, κτλ.» (σελ. 135).

  Προφητικός ο Πετρόπουλος!

  «Η σύφιλη κτύπησε και την ελληνική ποίηση. Ο Καρυωτάκης κι ο Φιλύρας υπήρξαν τα διασημότερα θύματά της. Ήδη, το 1923, ο Καρυωτάκης είχε γράψει την Ωχρά σπειροχαίτη. Ο Καρυωτάκης… ώφειλε να έχει ταυτότητα συφιλιδικού. Τέτοιες ταυτότητες εξέδιδαν τα υγειονομικά κέντρα» (σελ. 140).

  Ο καθοριστικός παράγοντας λοιπόν για την αυτοκτονία του – η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει – μπορεί να ήταν η σύφιλη.

  «Από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα τα τέσσερα ήτανε σεξουαλικής φύσεως: μοιχεία, αιμομιξία, αρσενοκοιτία, παιδοφθορία» (σελ. 152).

  Η μοιχεία και η αρσενοκοιτία αποποινικοποιήθηκαν, όχι όμως η αιμομιξία και η παιδοφθορία. Η αρσενοκοιτία στο Ισλάμ τιμωρείται με την ποινή του θανάτου. Δεν ξέρω για τα υπόλοιπα.

  «…εγώ ήξερα δυο παλιές πουτάνες που έγιναν ελασίτισες και που, μετά τα Δεκεμβριανά, ξαναγύρισαν στην πουτανιά» (σελ. 154).

  Είχα διαβάσει για κάποια, δεν ξέρω αν ήταν μια από αυτές τις δυο.

  «Αλλά, μαζί με την ποιήτρια Δήμητρα Χριστοδούλου, μαζί με όλες τις περιφρονημένες γυναίκες, μαζί με όλες τις πουτάνες – πνευματική πουτάνα κι εγώ- θα φωνάξω

Φαλλέ, φαλλέ! Κερδίζω πλέον

Και την υπερηφάνεια και το ψωμί μου! (σελ. 154).

  Πνευματική πουτάνα και εγώ, με τα 15 βιβλία μου.

  Διάβασα ότι το είπε ένας αμερικανός συγγραφέας, τελικά το είπε ο Μολιέρος: Το γράψιμο είναι σαν την πορνεία. Στην αρχή το κάνεις γιατί σου αρέσει [Μαρία η Αιγυπτία], μετά για να ευχαριστήσεις μερικούς στενούς φίλους [friends with benefits], και τέλος για τα λεφτά.

  Εγώ τελικά είμαι από τις πιο φτηνές πουτάνες. Κάθε χρόνο που πήγαινα να εισπράξω τα συγγραφικά μου δικαιώματα, η εκκαθάριση έδειχνε ότι έπρεπε να πάρω κάπου είκοσι με εικοσιπέντε ευρώ. Τα έτρωγα μπουγάτσες, έτσι, για να τα ευχαριστηθώ. Μετά έπαψαν να μου δίνουν συγγραφικά δικαιώματα. -Τα βιβλία σας δεν πουλάνε, μου είπε η υπεύθυνη.

  Ίσως τα κατακρατούσε. Γιατί μετά πήρε πόδι, έμαθα.

  Αυτά για τον Πετρόπουλο. Ίσως με πιάσει η περιέργεια να διαβάσω και τα υπόλοιπα αποσπάσματα του Κουκουλέ, αν και δεν το νομίζω.

 

Thursday, October 27, 2022

Εύα Στάμου, Η επίσκεψη

Εύα Στάμου, Η επίσκεψη, Αρμός 2022, σελ. 177

 


παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

 

  Έχουμε γράψει ήδη για άλλα έξι βιβλία της Εύας Στάμου με τελευταίο το «Τα κορίτσια που γελούν», μια συλλογή διηγημάτων όπως και η «Επίσκεψη». Χωρίζεται σε δυο μέρη. Το δεύτερο είναι θεματικά ομοιογενές: μετανάστες, hot points.

  Πριν μιλήσουμε συνολικά για αυτά θα ήθελα να πω δυο λόγια για το καθένα για να τα ανακαλέσω στη μνήμη μου πιο εύκολα για μια συνολική αποτίμηση.

  Οι «Γλυκές γεύσεις» αναφέρονται στις τεταμένες σχέσης μάνας και κόρης, που οδηγούν σε ένα απρόσμενο, δραματικό τέλος.

  Για το «Κόσερ» θα γράψω απλώς ένα ανέκδοτο που είναι πάνω στο ίδιο σχήμα. Κρητικό.

  -Γιώργη, δεν νομίζεις ότι είναι καιρός να παντρευτείς; Πώς σου φαίνεται το Λενιώ; Τα συζητήσαμε με τον πατέρα της, δεν έχει αντίρρηση.

  -Μα εγώ μπαμπά αγαπώ το Σήφη.

  -Το Σήφη μωρέ, που είναι Νέα Δημοκρατία;

    Η πρώτη περίοδος του διηγήματος «Ανέπαφες συναλλαγές» είναι η εξής: «Είχε καταλάβει σε νεαρή ηλικία ότι η ζωή δεν ήταν παρά μια σειρά από απώλειες».

  Είμαι στη φάση που αγωνίζομαι να συμβιβαστώ μ’ αυτή την ιδέα.

  Αρνιόταν να δεσμευτεί σε οποιαδήποτε σχέση, γι’ αυτό οι σχέσεις της ήταν εφήμερες. Όταν «δέθηκε» με ένα γατάκι και αυτό κάποια στιγμή χάθηκε, στενοχωρήθηκε βαθιά. «Μήνες ολόκληρους σιγόβραζε από οργή· περισσότερο με τον εαυτό της τα έβαζε, που αφέθηκε να δημιουργήσει αυτή τη στενή σχέση, παρά με το αχάριστο ζώο» (σελ. 48).

  Βέβαια μπορεί να μην ήταν και αχάριστο, μπορεί να κατέληξε κάτω από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου. Αλλά όπως και να έχει ήταν μια απώλεια. Και το διήγημα τελειώνει: «Το μαρτύριο των άλλων που υπέφεραν από τα περιοριστικά μέτρα και τη μοναξιά, ήταν ο δικός της θρίαμβος. Σε αντίθεση μ’ αυτούς, η Νίνα δεν είχε τίποτα να χάσει. Έτσι κι αλλιώς οι συναλλαγές της ήταν, εδώ και χρόνια, ανέπαφες».

  Στο «Ελλάδα-Αλβανία» βλέπουμε την άδοξη κατάληξη της σχέσης μιας παντρεμένης ελληνίδας με έναν αλβανό. Ποια αποκάλυψη την οδήγησε να βάλει τέλος στην επαφή;

  Το διήγημα τελειώνει: «Κερδίσαμε! Τους σκίσαμε: Ελλάδα-Αλβανία 2-0».

  Σε ένα αυτοβιογραφικό μου κείμενο καταλήγω: Ρουμανία-Αλβανία 2-0.   

  Στις «Βροχερές μέρες» βλέπουμε πάλι την ψυχρή σχέση ανάμεσα σε μάνα και κόρη αλλά και τις δύσκολες σχέσεις της πρωταγωνίστριας με τους ομότεχνούς της συγγραφείς.

  Στην επίσκεψη στο γυναικολόγο θαύμασε την «Τέλεια γυναίκα», και τη ζήλεψε. Με ευχαρίστηση όμως της παραχώρησε τη σειρά, κατά παράκληση του γυναικολόγου.

  Στις «Κούκλες» βλέπουμε ένα κορίτσι διαφορετικό από τα άλλα: δεν θέλει να παίζει με τις κούκλες, της φαίνονταν σαν πεθαμένοι άνθρωποι. Της αρέσει όμως η περιπλάνηση στους φανταστικούς κόσμους της λογοτεχνίας.

  Στο «Χωρίς αποσκευές» παρακολουθούμε τη σχέση μιας χωρισμένης γυναίκας που πέρασε τα μύρια όσα στα χέρια των πεθερικών της με έναν άνθρωπο που είναι όλο μυστήριο. Ενώ αυτή του αφηγείται τα πάντα για τη ζωή της, αυτός ελάχιστα. Θα τον πιέσει, για να έχουμε ένα ακόμη εφέ τέλους που είναι εφέ έκπληξης και το οποίο δεν θα αποκαλύψω εδώ. Πρόκειται για το πιο μεγάλο διήγημα της συλλογής, 17 σελίδες.

  Και πάμε στο δεύτερο μέρος.

  Στην «Κούρσα» διαβάζουμε το μονόλογο ενός ταξιτζή που μεταφέρει συχνά την κυρία Λίλυ που είναι «γιατρός ή ψυχολόγος;» (δεν μάθαμε), η οποία είχε έλθει για το στρατόπεδο των μεταναστών. Δεν έχει καλή ιδέα γι’ αυτούς. Διαβάζουμε: «Το άλλο το έμαθες για το σπίτι που έχει ανοίξει; Τρεις προσφυγοπούλες έστησαν οίκο ανοχής κοντά στο χοτ σποτ, με φωτάκι έξω από την πόρτα και δυο τύπους που τις προστατεύουν» (σελ. 120).

  Ναι, το έμαθα, μου το είπε μια φίλη μου που η κόρη της δούλεψε σε μια ΜΚΟ.

  Η «Επίσκεψη» ξεκινάει ως εξής: «Η ξένη ήλθε να μας δει λίγους μήνες μετά το θάνατό μου».

  Μιλάει μήπως και εδώ ένας νεκρός, όπως στον «Πέδρο Πάραμο» του Χουάν Ρούλφο ή στο «Τρομοκρατικό κτύπημα» της Γιασμίνα Χαντρά;

  Είναι πιστεύω το καλύτερο διήγημα της συλλογής, και γι’ αυτό η Εύα διάλεξε τον τίτλο του σαν τίτλο της συλλογής.

  Στη «Νικοτίνη» μιλάει ο πλοίαρχος ενός ναυαγοσωστικού, που βρίσκεται εκεί για να σώζει λαθρομετανάστες που έπεσαν σε κακοκαιρία και βούλιαξαν οι βάρκες τους.

  Εδώ οι λαθρομετανάστες είναι το φόντο. Μιλάει περισσότερο για τον εαυτό του και την οικογενειακή του ζωή.

  «Αυτή η μανία της να ελέγχει τα πάντα κατέστρεψε τελικά τον γάμο μας – η μανία της να ελέγχει τα πάντα, η απουσία μου τα τελευταία χρόνια, πρώτα στη Λαμπεντούζα κι ύστερα εδώ, στην Ελλάδα, και πάνω από όλα το κέρατο που μου έριξε με εκείνο το ρεμάλι τον συνάδελφό της» (σελ. 135-136).

  Δεν είναι διακείμενο, είναι συνειρμός: Ο «Γατόπαρδος», του Giuseppe Tomasi di Lampedusa.

  Στα «Φαντάσματα» και πάλι οι λαθρομετανάστες είναι το φόντο. Η γυναίκα αφηγείται την ταλαιπωρημένη της ζωή με έναν άντρα μέθυσο που τη κτυπούσε. «Τίποτε άλλο δεν ζητώ, ούτε λεφτά, ούτε έρωτες, μόνο να μην υπάρχει πια και να μπορέσω κάποτε να γυρίσω στην Αθήνα, στη γειτονιά μου, να συναντήσω τους φίλους μου, να περπατήσω στα παλιά μου λημέρια. Αυτό θέλω μόνο.

  Γιατί κάποιες φορές το λίγο είναι πολύ» (σελ. 143-144).

  Ας το θυμόμαστε αυτό: κάποιες φορές το λίγο είναι πολύ.

  Στον «Άγγλο» ακούμε την αφήγηση ενός γκομενάκια, που δεν ήθελε να παραδεχθεί ότι η κοπέλα δεν ήθελε να κάνει σεξ μαζί του. Αυτός επέμενε, αυτή ούρλιαζε και τον κτυπούσε, της έκλεισε το στόμα, και «Κατάφερα να συγκρατηθώ και να μην μπω μέσα της·  γιατί βιαστής δεν είμαι».

Και:

  «Έχω και ένα παιδί στο Παρίσι που έχει ξεχάσει το πρόσωπό μου, τρεις μήνες έχω να το δω. Όταν είσαι έξι χρονών, τρεις μήνες είναι πολύ μεγάλο διάστημα. Η μάνα του να δεις πόσο βλαμμένη είναι.

  Το έχει η μοίρα μου να μπλέκω με λοξές» (σελ. 152).

  Στην «Απόρριψη» ο άντρας αφηγητής γράφει: «Χαίρομαι που δεν την κτύπησα».

  Διότι τον απέρριψε.

  Αυτός που μιλάει είναι ένας σύριος, φοιτητής ιατρικής. Ζει στο στρατόπεδο. Αναπολεί την φιλενάδα του.

  Εκτενές το απόσπασμα, θα το παραθέσω, γιατί είμαι πιο φεμινιστής από την πιο φανατική φεμινίστρια.

  «Οι άντρες, έλεγε [ο Δανός], να φέρονται καλύτερα στις γυναίκες, να μην τους αρπάζουν το φαγητό στο συσσίτιο και να μην στήνονται έξω από τις ντουζιέρες να τις τρομοκρατούν. Θα βάλουν φρουρούς και όποιος συλλαμβάνεται θα τιμωρείται με έλλειψη τροφής, έλεγε. “Ακούς εκεί, να φοβούνται οι γυναίκες να πάνε τουαλέτα, επειδή κάποιοι τις πειράζουν, και κάποιοι άλλοι εξυπνάκηδες ανοίγουν τρύπες στο ξύλο της καμπίνας για να τις δουν όταν πλένονται. Γυναίκες και κορίτσια, ακόμα και δέκα ετών δεν τολμούν να βγουν τη νύχτα από τη σκηνή ούτε για κατούρημα”, φώναζε, και είχε κοκκινήσει το πρόσωπό του, πέταγαν οι φλέβες στο λαιμό του» (σελ. 158-159).

  Γυναίκες-θύματα, ακόμη και ανάμεσα στους λαθρομετανάστες.

  Στο «Κόκκινο γιλέκο» ο ναυαγοσώστης αφηγείται το πόσο τον έχουν επηρεάσει αυτά που έχει δει, ώστε «να περάσει τον γκρίζο καναπέ για φουρτουνιασμένη θάλασσα, και το γιλέκο ενός παιδιού για σωσίβιο» (σελ. 167).

  Στον «Αλκοολικό καιρό» αφηγείται μια γυναίκα. Εργάζεται και αυτή στο στρατόπεδο προσφύγων. «Ξέρω πως με θεωρούν ιδιόρρυθμη…» (σελ. 176).

  Γιατί ήλθε στο νησί;

  Θα παραθέσω την εκτενή τελευταία περίοδο του διηγήματος, που είναι το τελευταίο της συλλογής.

  «Βρίσκομαι στο νησί για τον λόγο που βρίσκονται εδώ και αρκετοί άλλοι ξένοι, τα αγόρια και τα κορίτσια από την Ευρώπη που εργάζονται στις διάφορες ΜΚΟ ή στο στρατόπεδο, οι επισκέπτες από την Ολλανδία, τη Νορβηγία και τις άλλες χώρες που έχουν πλέον εγκατασταθεί στο νησί: βρίσκομαι εδώ για να κρυφτώ. Για να βρω καταφύγιο από μια ζωή που δεν μου αρέσει, από το παρελθόν μου, από τον ίδιο μου τον εαυτό, μακριά από όλα όσα δεν κατάφερα να γίνω, να ζήσω ή να αποτρέψω. Και όμως, αν με ρωτήσεις, το μόνο που θα παραδεχτώ είναι πως είμαι εδώ για την ευλογημένη ηλιοφάνεια και τον καθαρό ουρανό, για να γλιτώσω από της πατρίδας μου τον αλκοολικό καιρό» (σελ. 176).

  Σίγουρα πολλές από τις ιστορίες της η Εύα Στάμου τις έχει αντλήσει από τη δουλειά της ως ψυχολόγος, όπως άλλωστε και ο φίλος μου ο Πρατικάκης, ψυχίατρος, ποιητής, και τελευταία πεζογράφος.  

  Για ταλαιπωρημένες γυναίκες μας αφηγείται η Στάμου, ταλαιπωρημένες κυρίως γιατί η σχέση με τον σύντροφό τους είναι προβληματική. Στο πρώτο μέρος κυρίως με τριτοπρόσωπη αφήγηση ενώ στο δεύτερο σε πρωτοπρόσωπη. Και η εικόνα που δίνει για το στρατόπεδο προσφύγων είναι πολύ ρεαλιστική.

  Η Στάμου έχει μεγάλη αφηγηματική άνεση, πράγμα που έχουμε διαπιστώσει και από τα προηγούμενά της βιβλία. Η σαφήνεια και η διαύγεια του λόγου της κάνουν την ανάγνωση των διηγημάτων της πολύ ευχάριστη.

  Εύχομαι να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο της.