Book review, movie criticism

Saturday, April 16, 2016

Γιασμίνα Χαντρά, Τρομοκρατικό κτύπημα






Γιασμίνα Χαντρά, Τρομοκρατικό κτύπημα, Καστανιώτης,  2006.

Τι ωθεί μια Παλαιστίνια γυναίκα να ζωστεί εκρηκτικά και να τα πυροδοτήσει, σκορπίζοντας γύρω της το θάνατο; Αυτό προσπαθεί να διερευνήσει η Γιασμίνα Χαντρά σ’ αυτό το συναρπαστικό μυθιστόρημα.

  Το να συνοδεύει μια γυναίκα για ψώνια δεν είναι ό, τι πιο ευχάριστο για έναν άντρα. Ακόμη και όταν πρόκειται για το Mall, όπου όλα τα μαγαζιά βρίσκονται δίπλα δίπλα. Σε μια ώρα τα είχα φτύσει, μέχρι που φτάσαμε στο Fnac. Πήγαμε στο τμήμα με τα γαλλικά βιβλία, και το μάτι μου έπεσε στο L' attentat, της Γιασμίνα Χαντρά. -Πάρε το, μου είπε η φίλη μου, η συγγραφέας είναι πολύ καλή. Το πήρα όχι γιατί ήταν πολύ καλή, αλλά γιατί βρήκα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αφήσω τη φίλη μου να συνεχίσει μόνη της τα ψώνια και εγώ να την αράξω κάπου να διαβάσω. Την άραξα σε ένα παγκάκι, και αφοσιώθηκα στο διάβασμα. Και κατενθουσιάστηκα με το βιβλίο.
  Έτσι ανακάλυψα τη Γιασμίνα Χαντρά.
  Που ήδη από το βιογραφικό στο αυτί του βιβλίου ήξερα ότι ήταν άνδρας, στρατιωτικός, που όταν παραιτήθηκε από το στρατό αποκάλυψε το πραγματικό του όνομα: Μωχάμεντ Μουλεσεχούλ.
  Στη συνέχεια αγόρασα όλα τα βιβλία του που ήταν μεταφρασμένα στα ελληνικά.  
  Στο αυτί του «Τι ονειρεύονται οι λύκοι» γράφει: «Είμαι υπερήφανος που υπογράφω με γυναικείο όνομα, γιατί σέβομαι εξαιρετικά τις γυναίκες». Είμαι αντιισλαμιστής από μια φεμινιστική σκοπιά, θεωρώντας ότι οι γυναίκες υφίστανται μια φοβερή καταπίεση στις ισλαμικές χώρες, ιδιαίτερα στην μαύρη Αφρική και εκεί που επικρατούν θεοκρατικά καθεστώτα - ευτυχώς με τους Ταλιμπάν να έχουν ανατραπεί στο Αφγανιστάν έχουμε ένα λιγότερο - και το να διαβάσω μια τέτοια δήλωση από έναν άντρα συγγραφέα δεν μπορούσε παρά να με ενθουσιάσει.
  Δεν σκοπεύω να κάνω μια εμπεριστατωμένη ανάλυση των έργων της Γιασμίνα Χαντρά (ας αφήσουμε τον συγγραφέα με το ψευδώνυμό του, που είναι και πιο εύηχο. Άραγε ξέρουν οι συμπατριώτες μου από το Χαντρά της Σητείας ότι χαντρά σημαίνει πράσινο;). Θα γράψω μόνο για τα βιβλία που έχω διαβάσει και για ό,τι με εντυπωσίασε σ’ αυτά. Θα ξεκινήσω από το πιο πρόσφατο που εκδόθηκε στα ελληνικά, το «Τρομοκρατικό κτύπημα», όπως μεταφράστηκε το L’ attentat, Εκδόσεις Καστανιώτη. Μια όμως και το διάβασα στα γαλλικά, παίρνω από εκεί τις παραπομπές, σε μετάφραση δική μου.
  Στο «Τρομοκρατικό κτύπημα», ως αφηγηματολόγο με εντυπωσίασε η αφηγηματική του τεχνική.
  Η αφηγηματική τεχνική να ξεκινάς από το τέλος της ιστορίας και η κυρίως ιστορία να φαίνεται ως αναδρομή, είναι κάτι όχι και τόσο σπάνιο στην αφήγηση, τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στον κινηματογράφο. Με αυτή την τεχνική το «σασπένς του τι» θα γίνει στο τέλος, αντικαθίσταται με το «σασπένς του πώς» φτάσαμε σ’ αυτό το τέλος. Το τέλος είναι συνήθως τραγικό, ένας θάνατος, και με αυτή την τεχνική υπάρχει η ειρωνεία της τραγωδίας και το αίσθημα το ελέου. Ο αναγνώστης ξέρει τι θα γίνει στο τέλος με τον ήρωα, συνήθως ότι θα πεθάνει, και όλα τα γεγονότα που διαβάζει στη συνέχεια, σαν αναδρομή, τα διαβάζει υπό το φως αυτής της γνώσης. Δεν αναρωτιέται τι θα γίνει στο τέλος με τον ήρωα, ξέρει ότι θα πεθάνει, και τον λυπάται προκαταβολικά. Αλλά γι’ αυτά έχω γράψει πιο αναλυτικά στο διδακτορικό μου.
  Έτσι και σ’ αυτό το έργο της Γιασμίνα Χαντρά. Το έργο ξεκινάει με την ανατίναξη του αμαξιού ενός ιμάμη, που παρασέρνει στο θάνατο, μαζί με αρκετούς άλλους, τον Αμίν, τον ήρωα του μυθιστορήματος. Το μυθιστόρημα τελειώνει με την ίδια σκηνή.
  Μέχρις εδώ δεν έχουμε τίποτα πρωτότυπο. Η πρωτοτυπία είναι ότι η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο. Παραβιάζοντας κάθε ρεαλιστική σύμβαση, η Χαντρά βάζει τον ήρωά της να αφηγείται το γεγονός, ενώ από ένα σημείο και ύστερα είναι πια νεκρός. «Ένας άντρας πιάνει τον καρπό μου, και λέει, πριν τον αφήσει να πέσει: - αυτός ο άνθρωπος είναι τελειωμένος. Τίποτα δεν γίνεται μ’ αυτόν… χέρια με σέρνουν στο εσωτερικό της καμπίνας, με ρίχνουν στο σωρό με τα άλλα πτώματα. Σε ένα τελευταίο τίναγμα, μ’ ακούω να κλαίω με λυγμούς… ‘Θεέ μου, αν είναι ένας φοβερός εφιάλτης, κάνε να ξυπνήσω γρήγορα…’».
  Στο L’ attentat βρίσκουμε τον «ήρωα της μέσης του δρόμου» (middle of the road hero) των ιστορικών μυθιστορημάτων του sir Walter Scott, για τον οποίο μιλάει ο Georg Lukacz στο «Ιστορικό μυθιστόρημα» (η μετάφραση που έκανα για το έργο πριν 30 χρόνια ατύχησε με έναν τυπογράφο που είχε εκδοτικές φιλοδοξίες, και έτσι δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας. Το έργο, απ’ όσο ξέρω, δεν έχει εκδοθεί στα ελληνικά). Ο ήρωας της μέσης του δρόμου είναι ο ήρωας που συνδέεται με δυο αντιτιθέμενες παρατάξεις, και δέχεται τους κραδασμούς από τις πιέσεις και των δυο. Ο Αμίν είναι γιατρός χειρούργος. Παλαιστινιακής καταγωγής, έχει ισραηλινή υπηκοότητα. Η γυναίκα του είναι Παλαιστίνια. Κάποια στιγμή μπαίνει στον αγώνα, εν αγνοία του συζύγου της φυσικά. Ζώνεται με εκρηκτικά, μπαίνει σε ένα εστιατόριο και σκορπάει το θάνατο. Ο Αμίν ξυλοκοπείται από αγανακτισμένους Ισραηλινούς. Προσπαθεί να έλθει σε επαφή με την Παλαιστίνια αντίσταση, να μάθει πως έγινε η γυναίκα του καμικάζι. Προπηλακίζεται, συλλαμβάνεται και υφίσταται δυο εικονικές εκτελέσεις. Σε ένα τζαμί όπου ψάχνει να βρει την ανιψιά του για να ζητήσει πληροφορίες για το πώς η γυναίκα του έγινε καμικάζι, σκοτώνεται στην δολοφονική απόπειρα κατά του ιμάμη από ισραηλινούς.
  Ο Αμίν κάπου λέει «είμαι χειρούργος, σώζω ζωές, δεν παίρνω ζωές». Ο Χαντρά νιώθει σαν τον ήρωά του. Καταλαβαίνει το δικαίωμα των Παλαιστινίων για μια πατρίδα, όμως δεν φαίνεται να είναι σύμφωνος με τις τυφλές επιθέσεις των καμικάζι εναντίον αμάχων. Τα αντίποινα οδηγούν σε άλλα αντίποινα, σε ένα ασταμάτητο λουτρό αίματος που τα θύματα είναι κυρίως οι άμαχοι. Το αγέλαστο, απαισιόδοξο αυτό βιβλίο, επικυρώνει την βαθειά απαισιοδοξία του με το θάνατο του ήρωα, με αυτό τον πρωτότυπο αφηγηματικό τρόπο που περιέγραψα.
  [(ξανα)είδα την ταινία σήμερα, 1-2-2017, και διαπίστωσα διαφορές. Στην ταινία δεν είδα να ξυλοκοπείται ο Αμίν από αγανακτισμένους Ισραηλινούς, ούτε να υφίσταται δυο εικονικές εκτελέσεις από την παλαιστινιακή αντίσταση. Αυτό το διαπιστώνω ξαναδιαβάζοντας την βιβλιοκριτική μου. Ασφαλώς θα υπάρχουν και άλλες, αλλά σίγουρα μια, σημαντικότατη, για την οποία δεν χρειαζόταν να διαβάσω την βιβλιοκριτική μου. Στην ταινία δεν δείχνεται καμιά δολοφονική απόπειρα εναντίον του ιμάμη, και ο Αμίν μένει ζωντανός. Ακόμη, δεν θυμάμαι στο βιβλίο η γυναίκα του να ήταν χριστιανή. Βάζοντας όμως τη λέξη κλειδί «Christian» στο ηλεκτρονικό κείμενο που έχω, δεν μου βγάζει τίποτα. Ίσως είναι προσθήκη της ταινίας].
  Παρεμπιπτόντως να σημειώσουμε ότι το θέμα του τρομοκρατικού κτυπήματος καμικάζι χρησιμοποιεί και η παλαιστινιακής καταγωγής Αμερικανίδα Betty Shamieh στο θεατρικό έργο της The Black eyed («Τα ουρί»), που είδαμε φέτος από την εταιρεία θεάτρου «Δυτικά της πόλης» στο θέατρο «Φούρνος» σε μια εξαίρετη σκηνοθεσία από τον Τάκη Τζαμαριά και με θαυμάσιες ερμηνείες από τις Άννα Κουτσαφτίκη, Καλλιρόη Μαραγκού, Ευδοκία Στατήρη και Στέβη Φόρτωμα. Η Δαλιδά, μια Παλαιστίνια την εποχή των σταυροφοριών, μια καμικάζι και μια επιβάτις σε ένα από τα μοιραία αεροπλάνα που χτύπησαν τους δίδυμους πύργους, συνομιλούν στον παράδεισο. Με βάση τις προσωπικές τους ιστορίες συζητείται το αν δικαιώνεται ένα τρομοκρατικό κτύπημα που στοιχίζει ζωές αθώων. 
 
  Το «Μοριτούρι» (1997) είναι το πρώτο έργο που θα τον κάνει διάσημο. Αστυνομικό μυθιστόρημα, θα το ακολουθήσουν άλλα δύο.
  Σε όλα τα αστυνομικά μυθιστορήματα σημασία έχει η υπόθεση και όχι το φόντο στο οποίο κινούνται τα πρόσωπα. Εδώ σημαντικό, περισσότερο ίσως για τον δυτικό αναγνώστη, είναι το φόντο. Αλγερία, σπαραζόμενη από έναν εμφύλιο. Από τη μια το Εθνικό Πατριωτικό Μέτωπο που χάρισε στην Αλγερία της ανεξαρτησία της διώχνοντας τους Γάλλους, και από την άλλη οι φανατικοί ισλαμιστές να σκοτώνουν τους «δικτάτορες», δηλαδή κάθε δημόσιο υπάλληλο, που κατά τη γνώμη τους βρίσκεται στην υπηρεσία ενός διεφθαρμένου καθεστώτος. Ο αστυνομικός Λομπ αναλαμβάνει την υπόθεση μιας εξαφάνισης, της κόρης ενός μεγιστάνα. Στην πορεία της αναζήτησης σκιαγραφείται γλαφυρά η σύγκρουση αυτή. Ο αστυνόμος Λομπ, porte-parole των αντιλήψεων του συγγραφέα, εκφράζει την αντίθεσή του, την οργή του και την αηδία του για τους ισλαμιστές.   
  Διαβάζοντας το «Μοριτούρι» και έχοντας ήδη διαβάσει το L’ attentat, μου ήλθε στο μυαλό ένας δικός μας συγγραφέας, για ορισμένα κοινά στοιχεία που έχουν, ακόμη και στην πορεία τους: Ο Γιάννης Ξανθούλης. Το «Μοριτούρι» διαθέτει δυο στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα δυο πρώτα έργα του Ξανθούλη, το «Ο μεγάλος θανατικός» και «Οικογένεια Μπες Βγες». Τα στοιχεία αυτά είναι το ξέφρενο χιούμορ και η ευφάνταστη μεταφορά. Κατά τα άλλα το θανατικό που υπάρχει στα δυο αυτά έργα του Ξανθούλη τοποθετείται σε ένα περίπου σουρεαλιστικό πλαίσιο, ενώ το θανατικό στο έργο της Χαντρά είναι ένα πραγματικό θανατικό, που το ακούμε κατά καιρούς στα δελτία ειδήσεων.
  Μια και είμαι fan των ανεκδότων, των αστείων και κάθε τι που σε κάνει να γελάς και να ξεχνάς το ζόφο που σε περιβάλει, μάρτυράς μου το blog μου, θα αντιγράψω κάθε χιουμοριστική ατάκα που βρήκα στο βιβλίο και την υπογράμμισα. Πολλές από τις χιουμοριστικές ατάκες δεν είναι παρά ευφάνταστες μεταφορές. Όταν βαρεθείτε πηδήξτε τις γραμμές.
  «Δεν γυρίζει πια στο σπίτι του στο Μπαμπ ελ Ουέντ από τότε που τρεις πανομοιότυποι γενειοφόροι πήγαν να του πάρουν μέτρα για την καρωτίδα ώστε να διαλέξουν το κατάλληλο μαχαίρι» (σελ. 14).
  «Κοιτάζω τον γκουρού στη φωτογραφία: είκοσι οχτώ χρόνων. Ποτέ δεν πήγε σχολείο. Ποτέ δεν έπιασε δουλειά. Προσκυνήματα μεσσιανικά στην Ασία, κηρύγματα που στάζουν δηλητήριο κι αδυσώπητο μίσος εναντίον όλου του κόσμου. Και να τον που αυτοανακηρύσσεται τιμωρός: τριάντα τέσσερις δολοφονίες, δύο τόμοι δογματικών θέσεων, ένα χαρέμι σε κάθε γιάφκα κι ένα ιερατικό δαχτυλίδι σε κάθε δάκτυλο» (σελ. 15).
  «Αναγνώρισα έναν μικροέμπορο ναρκωτικών. Έναν εντελώς αηδιαστικό κοπρίτη, άνετο μες στη θανάσιμη αμαρτία όσο μια μουνόψειρα στο βρακί ενός χίπη. Σήμερα έχει ένα δίκαννο με πριονισμένη κάννη, ένα στίχο από το κοράνι στην άκρη των χειλιών κι εκδικείται με χαρά τα πρώην αφεντικά του» (σελ. 15).
  «Ο Χατζ Γκαρν είναι ένας από τους πιο επικίνδυνους πειρατές των ταραγμένων υδάτων της επικράτειας. Πασίγνωστος σοδομίτης, θα έβαζε ιδέες με το νου του, βλέποντας ακόμα και την τρύπα μιας εξάτμισης. Ο θρύλος λέει γι’ αυτόν τον διακεκριμένο επί των πρωκτικών επιστημών ότι το κάνει με ότι κινείται, εκτός από τους δείκτες του ρολογιού, με ό, τι στέκεται όρθιο εκτός από τα οδόσημα, και με ό, τι ψηλαφιέται, εκτός από τις δικογραφίες» (σελ. 21).
  «-Χαλαρά Λομπ, οι προσκεκλημένοι μου έχουν μακρύ χέρι.
  -Το έλεγα εγώ ότι έχουν κοινά σημεία με τους χιμπαντζήδες» (σελ. 24).
  «-Είναι σαν να γυρεύεις ένα έντιμο χασάπη το μήνα του ραμαζανιού» (σελ. 35). Αυτή την ατάκα θα μπορούσαμε να την τροποποιήσουμε στα καθ’ ημάς, την παραμονή των Χριστουγέννων με τις γαλοπούλες και την παραμονή του Πάσχα με τα αρνιά.
  «Ο καφετζής είναι ένας στραβοχυμένος ανθρωπάκος. Χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να εξυπηρετήσει τον πελάτη απ’ ό, τι ένας τελωνειακός για να αφήσει τον ταξιδιώτη να περάσει. Θα μπορούσε να δείχνει καλοκάγαθος, αν δεν είχε κολλημένο στο μούτρο του έναν αηδιαστικό σκαντζόχοιρο, μια ανατρεπτική γενειάδα που κάνει την παρέα του επικίνδυνη» (σελ. 47).
  «Στον ουρανό …οι γλάροι απλώνονται σαν λευκά συνθήματα» (σελ. 58).
  «Έχει τόσο ταλέντο όσο τακούνι έχει μια παντόφλα» (σελ. 76).
  Κι ένα σωρό άλλα, που τα περισσότερα χρειάζονται το context τους, και δεν θέλω να παραφορτώσω το κείμενό μου.
  Θα τελειώσω αναφέροντας ένα εντυπωσιακό εφέ τέλους.
  Οι ωραιότερες σελίδες που διάβασα στη «Λολίτα» του Ναμπόκοφ, είναι αυτές όπου ο ήρωας σκοτώνει τον αποπλανητή της Λολίτας. Εκτείνονται σε πάνω από τρεις σελίδες. Και φαίνεται δεν είμαι ο μόνος που έχω αυτή την αντίληψη, γιατί στο ίντερνετ βρήκα αρχείο ήχου με τον Jeremy Irons να διαβάζει τις σελίδες αυτές.
  Η Χαντρά είναι πιο σύντομη. Ο Λομπ σκοτώνει τον εγκέφαλο των δολοφονιών.
«Υπάρχουν τρεις αρχές αρμόδιες να δικάζουν τους ανθρώπους κύριε Γκουλ. Η συνείδηση, η δικαιοσύνη και ο θεός. Οι δυο πρώτες συμβαίνει να αποτυχαίνουν, όχι όμως η Τρίτη. Και σας περιμένει ακλόνητη.
  Τα χαρακτηριστικά του τον προδίδουν μεμιάς. Γίνεται ωχρός. Τα χείλη του ξεραίνονται.
  -Δεν είστε σοβαρός, αστυνόμε. Είστε μπάτσος. Δεν έχετε το δικαίωμα…
  -Πολύ φοβάμαι ότι είναι το μόνο δικαίωμα που μου έχει μείνει.
  Όταν συνήλθα, έπιασα τον εαυτό μου να πατάει σαν τρελός τη σκανδάλη, ενώ η κάννη του όπλου μου είχε εδώ και πολύ ώρα παγώσει».
  Είναι υπέροχο αυτό το εφέ τέλους, με το αφηγηματικό κενό.
  Η Γιασμίνα Χαντρά φαίνεται να ακολουθεί μια πορεία ανάλογη με του Ξανθούλη. Στη συνέχεια γίνεται τραγικά αγέλαστος. Στο επόμενο μυθιστόρημά του δεν καταφέρνω να σημειώσω καμιά χιουμοριστική ατάκα. Είναι το  

  «Τι ονειρεύονται οι λύκοι».
  Ο τίτλος προέρχεται από μια φράση μέσα στο βιβλίο.
«…αναρωτήθηκα τι ονειρεύονται οι λύκοι, στο βάθος της φωλιάς τους, όταν, ανάμεσα σε δυο χορτάτα ουρλιαχτά, η γλώσσα τους σπαρταράει μέσα στο φρέσκο αίμα του θηράματός τους που κρέμεται από την αηδιαστική μουσούδα τους, όπως κρεμόταν, από πάνω μας, το φάντασμα των θυμάτων μας» (σελ. 280-281). 
  Τι ονειρεύονται οι φανατισμένοι, διψασμένοι για αίμα σαν λύκοι ισλαμιστές; Την εγκαθίδρυση ενός ισλαμικού κράτους μήπως;
  Μπα, ονειρεύονται περισσότερο αίμα. Σε σημείωση του μεταφραστή διαβάζω ότι ο Άμπου Τάλχα «Ευθύνεται για τις σφαγές μεγάλης κλίμακας και για τους φετβάδες του εναντίον του συνόλου του Αλγερινού λαού» (σελ. 277). Από τις ειδήσεις της εποχής θυμάμαι ότι οι φανατικοί μουσουλμάνοι ξεπάστρευαν ολόκληρα χωριά. Όταν έχεις - ή πιστεύεις ότι έχεις - την ευλογία του Αλλάχ για τέτοιες θεάρεστες πράξεις, το χέρι δεν διστάζει καθόλου να σφάξει.
  Το βιβλίο θα μπορούσαμε να το παρομοιάσουμε με ένα κινηματογραφικό πλάνο. Στην αρχή μας δείχνεται ο ήρωας από κοντά, με την πρωτοπρόσωπη αφήγησή του, ενώ στη συνέχεια υποχωρεί στο βάθος του πίνακα σε μια τριτοπρόσωπη αφήγηση, ενώ το φόντο είναι αυτό που κυριαρχεί, σαν τους φλαμανδικούς πίνακες όπου οι άνθρωποι εξαφανίζονται μέσα στο τοπίο. Και το τοπίο εδώ είναι η επαρχία της Αλγερίας, με τους φανατικούς ισλαμιστές αντάρτες του GIA να επιδίδονται σε ένα όργιο δολοφονιών και σφαγών. Ταγούτ είναι ο εχθρός, ο δημόσιος υπάλληλος, από το πιο υψηλόβαθμο στέλεχος μέχρι τον απλό αγροφύλακα, και πρέπει να εκτελούνται. Και όχι μόνο αυτοί, αλλά και οι οικογένειές τους.
  Η Χαντρά, με την τυπική ιστορία ενός νεαρού, θέλει να δείξει πως πύκνωσαν οι γραμμές των φανατικών ισλαμιστών. Ο Ναφά, ηθοποιός με ψαλιδισμένα τα όνειρά του -μόνο σε μια ταινία κατάφερε να παίξει- προσλαμβάνεται ως οδηγός μιας μεγαλοαστικής οικογένειας. Δέχεται διάφορες ταπεινώσεις αλλά περνάει καλά. Η διαφθορά της τον ενοχλεί, αλλά δεν έχει εναλλακτικές λύσεις. Θα την εγκαταλείψει μόνο από αποτροπιασμό, όταν ο σωματοφύλακας του γιου θα πολτοποιήσει το κεφάλι ενός κοριτσιού που είχε πεθάνει από υπερβολική χρήση ναρκωτικών στο σπίτι τους, για να μην αφήσει ίχνη. «Δεν μπορούσα να απομακρύνω το βλέμμα μου από το πρόσωπο της κοπέλας που πολτοποιούνταν. Τα ούρα μου έτρεχαν σαν καταρράχτες στους τρεμάμενους μηρούς μου. Μη αντέχοντας άλλο, εξουθενωμένος έπεσα στα τέσσερα, με το πρόσωπο μέσα στους εμετούς μου, και άρχισα να ουρλιάζω, να ουρλιάζω…» (σελ. 81). Του Ναφά δεν του περνούσε από το μυαλό ότι μετά από λίγο θα μακέλευε ο ίδιος όχι νεκρούς, αλλά ζωντανούς. 
  Όταν ο Ναφά προσχωρεί στις τάξεις των ισλαμιστών (κάπως βιαστικά κατά τη γνώμη μου, πράγμα που θεωρώ σαν αδυναμία του μυθιστορήματος), η αφήγηση γίνεται τριτοπρόσωπη, «αποστασιοποιημένη». Η Χαντρά δεν θέλει πια να ταυτιζόμαστε με τον ήρωά της, αλλά να αποστασιοποιηθούμε από αυτόν και να τον κρίνουμε, κατά το μπρεχτικό πρότυπο. Και το ενδιαφέρον μας ως αναγνώστες μετατοπίζεται από την μοίρα του Ναφά στο λουτρό αίματος στο οποίο έχουν αποδυθεί οι φανατικοί ισλαμιστές.
  Τα γεγονότα που περιγράφει είναι πραγματικά. Το ξεκλήρισμα ολόκληρων χωριών από τους ισλαμιστές το θυμάμαι από τότε, από τα ρεπορτάζ και τις ειδήσεις. Για άλλα γεγονότα, που δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν δημοσιογραφική είδηση, εικάζω ότι και αυτά είναι πραγματικά. Για παράδειγμα, ένας ισλαμιστής ορμάει μέσα σε μια ομάδα γυναικών διαδηλωτών και μαχαιρώνει την αδελφή του. Ήταν η κοπέλα που ήθελε να ζητήσει σε γάμο ο Ναφά.
  Πώς εικάζω ότι αυτό το επεισόδιο είναι αληθινό, και όχι μυθιστορηματική επινόηση; Πριν λίγους μήνες διαβάσαμε στις εφημερίδες ότι στη Γερμανία, ένας μουσουλμάνος, μετανάστης τρίτης γενιάς, σκότωσε την αδελφή του γιατί «έβγαινε με γκόμενους».
  Ένα μυθιστόρημα δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως πηγή αισθητικής απόλαυσης, μέσα στην οποία βρίσκεται και η αγωνία για την έκβαση, αλλά και ως πηγή γνώσης, κυρίως κοινωνικο-ανθρωπολογικής και ιστορικής. Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο έμαθα πολλά πράγματα. Για παράδειγμα ότι ο σεϊχης είναι κάτι σαν πολιτικός αρχηγός, ενώ ο εμίρης είναι ο στρατιωτικός. Ότι δίπλα στο GIA υπήρξε και μια πιο μετριοπαθής μουσουλμανική αντιπολίτευση. Έμαθα και μια καινούρια λέξη: σαμπίγια. Μου την εξηγεί ο μεταφραστής. «Γυναίκες ή κοπέλες που τις απήγαγαν κατά τη διάρκεια ομαδικών σφαγών ή μπλόκων. Θεωρούνταν λάφυρα πολέμου. Αποτελούν το μπορντέλο της εξοχής των φανατικών ισλαμιστών. Τις αποκεφαλίζουν ή τις διαμελίζουν συστηματικά από τις πρώτες ενδείξεις εγκυμοσύνης» (σελ. 274). Το «αποκεφαλίζουν» το καταλαβαίνω, αλλά το «τις διαμελίζουν συστηματικά» δεν το καταλαβαίνω. Το κάνουν από σαδισμό;
  Σταχυολογώ από υπογραμμισμένες φράσεις: «…επιφανείς πανεπιστημιακοί μετατρέπονταν συνήθως σε σουβλατζίδες για να τα βγάλουν πέρα με το μισθό τους» (σελ. 23).
  «Βρισκόταν παντού: στο τζαμί, στις συγκεντρώσεις, στις στέγες για να ξηλώσει δορυφορικές κεραίες…» (σ. 105).
  Το παρακάτω απόσπασμα μου το επιβεβαίωσε ντοκιμαντέρ που είδα πρόσφατα για τους ισλαμιστές:
  «Στην Κάσμπα αποκλειόταν να βρεις κάποιον να σε παρηγορήσει, χωρίς να του δώσεις την ευκαιρία να σε προσηλυτίσει. Εκμεταλλεύονταν την ψυχική κατάσταση των «παραπλανημένων» και επωφελούνταν από την κατάπτωσή τους για να τους προσαρτήσουν στο χώρο… Αδύνατο να υπομείνεις τη δυστυχία σου. Μια απλή μουρμούρα και αυτοί συναγωνίζονταν ποιος θα σε περιβάλει περισσότερο με τη συμπάθειά του, προτού να σε παραδώσει, άρον άρον, στους τεχνίτες της Σωτηρίας» (σελ. 125).
  Διαβάζοντας το βιβλίο, απόκτησα ένα ακόμη λόγο για να αντιπαθώ τους Ταλιμπάν: «Δεν γελούσαν ποτέ». Ένας Ταλιμπάν που ξέρει ελληνικά, ποτέ δεν θα επισκεπτόταν το blog μου για δεύτερη φορά.
  Θα παραθέσω ακόμη μια «στάση ζωής», του ποιητή Σιντ Αλί που δολοφόνησαν οι ισλαμιστές. Έδιωξε τη γυναίκα του και τους περίμενε ήρεμα, όπως ο Σωκράτης στη φυλακή περίμενε να του φέρουν το κώνιο. «Προτού πεθάνει ο Σιντ Αλί είχε ζητήσει να καεί στην πυρά. -Γιατί; Ζήτησε να μάθει ο Άμπου Μάριεμ. - Για να φωτίσω λίγο το σκοτάδι σας» (σελ. 177).
  Το μυθιστόρημα κυλάει γοργά στο τέλος. Οι ισλαμιστές περικυκλώνονται από το στρατό, αποδεκατίζονται, ο ηγέτης τους σκοτώνεται, και η γυναίκα του τα ρίχνει στον Ναφά. Του εξάπτει τις φιλοδοξίες, τον σπρώχνει στην εξολόθρευση ενός χωριού. Ο στρατός αντιδρά ακαριαία σπέρνοντας τον όλεθρο στις τάξεις των ισλαμιστών και προκαλώντας την οργή του αρχηγού του, που έλπιζε ότι θα τον έχριζε επί κεφαλής στο τμήμα του στη θέση του αποθανόντος. Αποδεκατισμένοι, καταφέρνουν να το σκάσουν για την πρωτεύουσα. Όμως μόλις φτάνουν στις παρυφές της, η γυναίκα εξαφανίζεται.
  Και εδώ βρίσκεται μια αδυναμία στο μυθιστόρημα. Η φεμινίστρια Χαντρά πέφτει στο στερεότυπο: Η γυναίκα ή είναι μούσα και οδηγεί τον άντρα σε υψηλές κορυφές, ή τον σπρώχνει στην καταστροφή θερμαίνοντας τις φιλοδοξίες του. Η γυναίκα-μούσα δεν αξιοποιείται μυθιστορηματικά, ενώ η γυναίκα καταστροφέας είναι η πιο συνηθισμένη περίπτωση. Η λαίδη Μάκβεθ είναι η πιο τυπική περίπτωση. Οι σινεφίλ ξέρουν επίσης την Kaede στο Ραν του Κουροσάβα, που παρέσυρε τη φυλή των Ichimonji στην καταστροφή για να εκδικηθεί το θάνατο της οικογένειάς της. Ο Ναφά υποκύπτει στη σαγήνη της Ζουμπέιντα, για να βρεθεί στο τέλος πολιορκημένος σε μια πολυκατοικία. Ο Καπετάν Μιχάλης σκοτώνει την Εμινέ χανούμ για να μη μπει το πάθος του γι αυτήν εμπόδιο στον αγώνα του. Η Χαντρά βλέπει την καταπίεση της γυναίκας μόνο στο μουσουλμανικό κόσμο, παραβλέποντας ότι η καταπίεση αυτή είναι απλώς η πιο ακραία μορφή. Ο φαλλοκρατισμός έχει και πιο ήπιες, πιο εκλεπτυσμένες μορφές.
  Το μυθιστόρημα αυτό έχει την ίδια αφηγηματική τεχνική που έχει και το L’ attentat, για το οποίο γράψαμε πιο πριν, αλλά το παραθέτουμε παρακάτω, ακολουθώντας τη σειρά της συγγραφής: ξεκινάει από το τέλος. Η Χαντρά μας αφηγείται την πολιορκία των ισλαμιστών στο διαμέρισμα όπου κατέφυγαν. Ο ένας μετά τον άλλο οι σύντροφοι του Ναφά σκοτώνονται. Ο τελευταίος, ο πιο πιστός του σύντροφος, ξεκοιλιασμένος και ετοιμοθάνατος, αυτοκτονεί. Το δικό του τέλος αφήνεται ανοικτό. Παραδόθηκε; Σκοτώθηκε και αυτός; Για τη Χαντρά, και για μας, σημασία δεν έχει. Η ιστορία του ήρωά του ήταν η πρόφαση για να μας παρουσιάσει τα αιματηρά γεγονότα που συγκλόνισαν, και συγκλονίζουν ακόμη, την Αλγερία.
  Και γράφοντας αυτές τις γραμμές μου έρχεται στο μυαλό η Μάρω Βαμβουνάκη. Αυτή, σε ένα υποτυπώδη αφηγηματικό ιστό, σε ένα φόντο διαγραμμένο στις πιο γενικές του γραμμές για να μην βρίσκονται ξεκρέμαστοι οι ήρωές της αλλά να υπάρχει ένας χώρος που κινούνται, αφοσιώνεται στην προσωπογραφία τους, περιγράφοντας τα (ερωτικά) πάθη που τους ταλανίζουν, κατεβαίνοντας μέχρι τα άδυτα του ψυχισμού τους. Η Χαντρά είναι η πλήρης αντιστροφή. Ο ήρωάς της είναι περίπου προσχηματικός, η αφορμή για να περιγράψει το φόντο, τις ταλαιπωρίες της Αλγερίας τα τελευταία χρόνια και να καταγγείλει τον ισλαμικό φανατισμό.

    Το τέταρτο βιβλίο της Χαντρά που διαβάσαμε είναι τα «Χελιδόνια της Καμπούλ», ένας μεταφορικός τίτλος για τις γυναίκες στο Αφγανιστάν που κάτω από το καθεστώς των Ταλιμπάν ήταν υποχρεωμένες να κυκλοφορούν με μπούρκα στο δρόμο.
  Η Χαντρά φεύγει από την πατρίδα της αναζητώντας αλλού φανατικούς ισλαμιστές για να τους καταγγείλει. Και πηγαίνει στο Αφγανιστάν, όπου οι Ταλιμπάν, αντίθετα από τους Αλγερινούς ισλαμιστές, είναι εξουσία. Εδώ δεν σφάζουνε τους απλούς πολίτες, αλλά τους καταπιέζουν. Οι γυναίκες αναγκάζονται να αφήσουν τις δουλειές τους, μια και η θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι. Υποχρεώνονται να κυκλοφορούν με μπούρκα, συχνά σε συνθήκες αποπνικτικής ζέστης. Οι άντρες πιέζονται να παρακολουθούν το κήρυγμα του ιμάμη στο τζαμί. Ο κάθε απρόσεκτος περαστικός αναγκαζόταν από τους Ταλιμπάν να περάσει μέσα στο τζαμί.
  Το έργο ξεκινάει με το λιθοβολισμό μιας πόρνης.
  Ο λιθοβολισμός των πορνών ήταν επινόηση των εβραίων, και τον πήραν ατόφιο οι μουσουλμάνοι. Ο Χριστός είπε «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω», και επειδή, όσο να ’ναι, οι χριστιανοί έχουν μια αυτοσυνείδηση, εγκατέλειψαν το έθιμο. Το ίδιο και οι άραβες. Μόνο στη μαύρη Αφρική επιβιώνει, και στην Ασία το αναβίωσαν οι Ταλιμπάν. Επίσης κόβουν τα χέρια του κλέφτη, σύμφωνα με τη σαρία. Ο Γιάννης Αγιάννης, αν δεν ήταν Γάλλος αλλά μουσουλμάνος, θα ήταν κουλός, και ο Ουγκώ θα έπρεπε να είχε δώσει άλλη εξέλιξη στο μύθο του. Οι μεγάλες λοβιτούρες δεν γίνονται σήμερα με το χέρι. Με το χέρι κλέβουν μικροκακόμοιροι μετανάστες, όπως αυτός ο φουκαράς που μπροστά στα μάτια μου τον ξετρύπωσε η security του liddl να έχει γεμίσει το στήθος του, κάτω από το μπουφάν του, με τυριά και αλλαντικά. Και πόσα να χωρέσουν! Οι μεγάλες λοβιτούρες γίνονται σήμερα όχι με το χέρι, αλλά ψηφιακά. Όπως με τις αποϋλοποιημένες μετοχές του χρηματιστηρίου, όπου τα χρήματα των ασφαλιστικών ταμείων αποϋλοποιήθηκαν οριστικά. Αλλά ο Μωάμεθ τέτοιες εξελίξεις δεν τις είχε προβλέψει.
  Η αφηγηματική δομή μοιάζει με τους παραπόταμους, που ενώνονται στο τέλος σε ένα μεγάλο ποτάμι. Το βιβλίο, μικρό σε έκταση, μόλις 150 σελίδες, αφηγείται την ιστορία δυο ζευγαριών, που οι μοίρες τους στο τέλος συγκλίνουν. Υπάρχουν και μικρές παράπλευρες ιστορίες, που εικονογραφούν το τοπίο του Αφγανιστάν με τους Ταλιμπάν. Το μοτίβο της φυγής, που αναπτύξαμε διεξοδικά στο διδακτορικό μας, υπάρχει και εδώ, αυθεντικό. Ο Ναζίς, φίλος του Ατίκ, όλο του λέει ότι θα φύγει αλλά δεν φεύγει. Αυτός τον ειρωνεύεται. Και, σε αντίθεση με τον ήρωα στο «Σταθμό» του Μάτεση (ή του Σκούρτη;), τελικά θα φύγει, για να αποδείξει ότι δεν είναι μόνο λόγια. Η αφήγηση αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο της αποτυχίας αυτής της φυγής. Είναι γέρος, και είναι δύσκολο να διασχίσει τα βουνά.
  Το ένα ζευγάρι είναι ο Ατίκ, περιστασιακός δεσμοφύλακας με τη γυναίκα του την Μουσαράτ. Τρία χρόνια μεγαλύτερή του, την παντρεύτηκε γιατί του έσωσε τη ζωή. Δεν την αγάπησε, αλλά τη σεβάστηκε. Και τώρα που είναι άρρωστη και ετοιμοθάνατη αρνείται να την παρατήσει, καθ’ υπόδειξη του παιδικού του φίλου Κασίμ, που είναι αξιωματούχος των Ταλιμπάν. Το άλλο ζευγάρι είναι ο Μοσέν Ραμάτ και η γυναίκα του η Ζαϊρά. Με πανεπιστημιακή μόρφωση και οι δυο εγκαταλείπουν τις καριέρες τους κάτω από την πίεση των Ταλιμπάν, και ζουν από περιορισμένα εισοδήματα. Δεν συμπαθούν τους Ταλιμπάν, ιδιαίτερα η γυναίκα που εγκατέλειψε τις φιλοδοξίες της να γίνει δικαστικός.
  Η ιστορία που επινοεί η Χαντρά για πρώτη φορά δεν θα μας ικανοποιήσει. Αφενός δεν θα την βρούμε πειστική, σύμφωνα με τις ρεαλιστικές συμβάσεις τις αφήγησης, και αφετέρου μένουμε αμήχανοι μπροστά στο «μήνυμα» που προσπαθεί να μας μεταφέρει με το στόρι, πέρα από την καταγγελία των Ταλιμπάν.
  Ο Μοσέν Ραμάτ, όχι οπαδός των Ταλιμπάν, θα παρασυρθεί από τον όχλο στο λιθοβολισμό της πόρνης, για να γυρίσει μετανιωμένος στο σπίτι και να το εξομολογηθεί στη γυναίκα του, προκειμένου να αλαφρώσει τη συνείδησή του. Καμιά ψυχολογία του όχλου δεν θα μας έπειθε για κάτι τέτοιο. Έτσι όμως πρέπει να γίνει, για την οικονομία της αφήγησης. Αυτό προκαλεί και την πρώτη του ρήξη με τη γυναίκα του. Η δεύτερη, και μοιραία, θα προκληθεί όταν θα παρασύρει τη γυναίκα του να βγουν περίπατο στην Καμπούλ. Αυτή αρχικά αρνείται, κυρίως γιατί δεν θέλει να φορέσει τη μπούρκα. Θα συγκατατεθεί στη συνέχεια. Καθώς περνούν δίπλα από το τζαμί, υποχρεώνουν τον άντρα της να μπει στο τζαμί και να παρακολουθήσει το κήρυγμα, και αυτή να τον περιμένει έξω, στον ήλιο, κάτω από τα περίεργα βλέμματα των περαστικών και τις ανακριτικές ερωτήσεις των Ταλιμπάν. Αυτό οδηγεί και στην τελική ρήξη. Κατά τη διάρκεια του τσακωμού τους ο Ραμάτ πέφτει και κτυπάει στο κεφάλι. Το κτύπημα είναι θανάσιμο. Η Ζαϊρα συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο για τη δολοφονία του συζύγου της, παρόλο που είναι ατύχημα. Ο δεσμοφύλακας Ατίκ μαγεύεται από την ομορφιά της. Στη φυλακή, καταδικασμένη σε θάνατο, δεν φοράει πια τη μπούρκα.
  «Εκτός από τη γυναίκα του, ο Ατίκ έχει πολλά χρόνια να αντικρίσει γυναικείο πρόσωπο. Μέχρι που έμαθε να ζει έτσι. Γι’ αυτόν, εκτός από τη Μουσαράτ, υπάρχουν μονάχα φαντάσματα, δίχως φωνή και έλξη, που διασχίζουν τους δρόμους χωρίς να αγγίζουν τις ψυχές. Σμήνη χελιδονιών σε μαρασμό, με μπλε ή κιτρινωπά χρώματα, συχνά ξεβαμμένα, που μένουν φυλακισμένα στο παρελθόν και βγάζουν ένα θλιβερό ήχο περνώντας δίπλα από τους άντρες» (σελ. 114).
  Στη συνέχεια το έργο εξελίσσεται σε μελόδραμα. Ο Ατίκ της προτείνει να το σκάσει και αυτή αρνείται. Συντριμμένος εξομολογείται την ιστορία στη γυναίκα του, λέγοντάς της ότι είναι αθώα και άδικα καταδικάστηκε σε θάνατο. Η Μουσαράτ συνειδητοποιεί τον έρωτα του άνδρα της για αυτή τη γυναίκα.
  «Πιστεύω πως βρήκες επιτέλους το δρόμο σου, Ατίκ, σύζυγέ μου. Το φως ανατέλλει μέσα σου. Αυτό που σου συμβαίνει, οι βασιλιάδες και οι άγιοι θα το ζήλευαν. Αναγεννιέται η καρδιά σου… Είσαι ευτυχισμένος μα δεν το ξέρεις. Η ευτυχία σε πλημμυρίζει και δεν ξέρεις πώς να την απολαύσεις… Ατίκ, σύζυγέ μου, είσαι ευλογημένος. Άκου την καρδιά σου. Είναι η μόνη που σου μιλά για σένα, η μόνη που κατέχει την πραγματική αλήθεια. Η λογική της είναι πιο δυνατή απ’ όλες τις λογικές του κόσμου. Να την εμπιστευτείς, να την αφήσεις να οδηγήσει τα βήματά σου. Και προπαντός, μη φοβάσαι. Γιατί σήμερα, απ’ όλους τους άντρες, σήμερα το βράδυ, είσαι αυτός που ΑΓΑΠΑ…» (σελ. 131-132).
  Η Μουσαράτ καταλαβαίνει ότι ο άνδρας της δεν την ερωτεύτηκε ποτέ αλλά την παντρεύτηκε από ευγνωμοσύνη. Συγκινημένη από τον έρωτα που τον συγκλονίζει, και ξέροντας ότι η ίδια όπου να ’ναι θα πεθάνει, του προτείνει ένα σχέδιο απόδρασης. Θα αντικαταστήσει τη Ζαϊρα στη φυλακή. Με τη μπούρκα δεν θα καταλάβουν την αλλαγή. Ο Ντίκενς με την «Ιστορία δύο πόλεων» δίνει το παρόν του.
  Έτσι και γίνεται. Όμως μετά την εκτέλεση μάταια ο Ατίκ θα την αναζητήσει έξω από το γήπεδο των εκτελέσεων όπου υποτίθεται ότι θα συναντιόντουσαν. Τρελαμένος από απελπισία θα την ψάχνει σε κάθε γυναίκα, σηκώνοντας τη μπούρκα τους. Αυτό θα προκαλέσει την οργή των ανδρών, που θα τον καταδιώξουν και θα τον ξυλοκοπήσουν μέχρι θανάτου.
  Γιατί το unhappy end; Εκφράζει την απαισιοδοξία της Χαντράς, όπως και η εγκατάλειψη του ξέφρενου χιούμορ του Morituri; Ή με τον θάνατο του ήρωά της, με τον τρόπο που συνέβη, βρήκε ένα ακόμη τρόπο να κατηγορήσει τη μπούρκα; Μετά από αυτό τον ύμνο στον έρωτα με το στόμα της Μουσαράτ γιατί αυτή η ματαίωση, που ουσιαστικά συνιστά ακύρωσή του;
  Άδηλαι αι βουλαί του συγγραφέα. Εμάς όμως το τέλος δεν μας ικανοποίησε καθόλου. Εξακολουθούμε όμως, παρ’ όλ’ αυτά, να είμαστε fan της Υασμίνα Χαντρά.
  Α, ναι, το ξέχασα, ήθελα να αναφέρω τις παρομοιώσεις σε σχέση με τη γυναικεία ομορφιά. «Τα μάτια της, μάτια ουρί…» (σελ. 61), «Και τα διάφανα λεπτά της χέρια, σαν χέρια ουρί, που τα φαντάζεται απαλά σαν χάδι» (σελ. 117). «Θέλω να δω το πρόσωπό σου, τ’ όμορφο, σαν πρόσωπο ουρί, πρόσωπό σου…» (σελ. 151).
  «Ήταν πολύ ωραία η Αμίρα, με δυο λακκάκια στα μάγουλα και μακριά μαλλιά ως την πλάτη, όμοια με ουρί του παραδείου» (σελ. 179). Όχι, αυτό είναι από το «Τι ονειρεύονται οι λύκοι».
  Όμως θέλω να παραθέσω ακόμη ένα απόσπασμα όπου υπάρχει η λέξη «ουρί». «Ένας από εμάς να υποκύψει στα τραύματά του, κι αμέσως έρχεται μια στρατιά ουρί, όμορφα σαν χίλιοι ήλιοι, για να τον δεχτούν» (σελ. 78).
  Με τα αποσπάσματα αυτά θέλω να φωτίσω κάποια σχόλια δικά μου σε post στο blog της φίλης της ange-ta. Τα παραθέτω.
  Το πρώτο: «Αλλά θα απαντήσω στην ange-ta. Κάνω copy and paste από το δικό σου: "Ο μουσουλμάνος, αν δεν βγάλει από το μυαλό του αυτή την θρησκεία, όπου ο παράδεισος είναι γεμάτος παρθένα ουρί, είναι μία χαμένη υπόθεση.". Το είδες; Ο Μωάμεθ ήξερε τι έχει στο μυαλό του ο άραβας, και γι αυτό του έταξε ουρί στον παράδεισο, πράγμα που δεν έταξε ο δικός μας χριστός, γι αυτό και εμείς είμαστε τόσο αμαρτωλοί, γιατί ο παράδεισος χωρίς ουρί δεν μας είναι και τόσο ελκυστικός, τις ωραίες γυναίκες, τις "αμαρτωλές", στην κόλαση θα τις συναντήσουμε.
  Νομίζω ότι κάνεις μεγάλο λάθος ότι η σεξουαλικότητα είναι το τελευταίο πράγμα στο φεμινιστικό κίνημα. Μια φεμινίστρια μουσουλμάνα δεν θα το έλεγε ποτέ αυτό, γιατί, σύμφωνα με το κοράνι (Ελένη, εσύ μου το είπες), πρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι έτοιμη να πηδηχτεί από τον άντρα της, είτε έχει πονοκέφαλο είτε όχι, είτε γουστάρει είτε όχι. Και με τέτοια νοοτροπία, αμφιβάλλω αν ο άντρας ενδιαφέρεται και για τη δική της σεξουαλική ικανοποίηση».
  Το δεύτερο: «Τώρα το θυμήθηκα να κάνω ένα ακόμη σχόλιο. Είχα γράψει ότι οι μουσουλμάνοι έχουν το σεξ στο μυαλό τους. Ξαφνικά μου ήλθε η σύγκριση με το χριστιανισμό. Οι χριστιανοί στον παράδεισό τους περνάνε παρθενικά, ενώ οι μουσουλμάνοι πηδάνε τα ουρί (διάβασα κάτι της Γιασμίνα Χαντρά και μου ήλθε η ιδέα). Για να ξαναπηδήξουνε τις γυναίκες τους ούτε συζήτηση. Και οι γυναίκες μουσουλμάνες, για να πηδηχτούν με αρσενικά ουρί, δεν προβλέπεται. Έτσι λοιπόν, στον μουσουλμανικό παράδεισο οι άνδρες θα πηδάνε τα ουρί, αλλά οι γυναίκες θα τη βγάζουν αγάμητες».
  (Νομίζω ότι πρέπει να το σημειώσω, τώρα που αναρτώ τα κείμενα. Γράφτηκαν όλα στις διακοπές του Πάσχα, πριν την αποφράδα ημέρα της 2ης Μαϊου).
  Και γράφουμε και για το τελευταίο βιβλίο, το «Μερίδιο του νεκρού», που το διαβάσαμε μετά την αποφράδα ημέρα, και συγκεκριμένα στις 2-9-2007, μετά την πιο αποφράδα ημέρα (στο blog μου γράφω περισσότερα). Δεν μπόρεσα να γράψω τότε, δεν είχα την ψυχολογική διάθεση, και δοκιμάζω τώρα, μετά από 40 μέρες, σαν να πρόκειται για μνημόσυνο της ανάγνωσης εκείνης.
  Ενώ στο Morituri και στο «Τι ονειρεύονται οι λύκοι» η Χαντρά καταγγέλλει τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, στο «Μερίδιο του νεκρού» καταγγέλλει τη διαφθορά του επαναστατικού καθεστώτος που αποτίναξε τον αποικιοκρατικό ζυγό. Εδώ ξαναβρίσκει το χιούμορ του «Μοριτούρι», με φοβερά χιουμοριστικές ατάκες, τόσο στις μεταφορές του όσο και σε διάφορα άλλα εφέ, όπως υπερβολής, δισημίας κλπ. Να δώσουμε ένα δείγμα:
  «…τον παραμερίζω σαν κουρτίνα και διασχίζω την είσοδο με την παληκαριά μιας αρκούδας που περνάει από μια κατασκήνωση προσκόπων» (σελ. 68). «Καταρρέει ο κύριος Διευθυντής. Σαν γηραιά χήρα της υψηλής κοινωνίας που ανακάλυψε ένα ψίχουλο από μαύρο ψωμί στο τσουρέκι της» (σελ. 135) «Ο σερβιτόρος είναι τόσο αργός στις αντιδράσεις του που συχνά θυμάται τις πρωινές παραγγελίες αργά το βράδυ» (σελ. 185). «-Πρέπει οπωσδήποτε να πάρω τα λόγια σου τοις μετρητοίς; -Μου έχουν τελειώσει οι επιταγές» (σελ. 126).
  Πρόκειται για αστυνομικό μυθιστόρημα, με τον αστυνόμο Ιμπραήμ Λομπ να πρωταγωνιστεί και πάλι. Και όπως και το «Μοριτούρι», το έργο αυτό δεν είναι παρά μια μετωνυμία της πραγματικότητας, σύμφωνα με την κατά Roman Jakobson αντίληψη ότι η πεζογραφία δεν είναι παρά μια μετωνυμία της πραγματικότητας και η λυρική ποίηση μια μεταφορά της. Εδώ ταιριάζει γάντι αυτή η αντίληψη του Jakobson, αφού το στόρι είναι προσχηματικό για να μας δοθεί μια εικόνα της Αλγερίας μετά την απελευθέρωσή της από τους Γάλλους.
  Το έργο αυτό μου θύμισε τους «Σαμουράι» του Σουσάκου Έντο, για την τραγικότητα του μύθου του. Ο ήρωας αναλαμβάνει μια αποστολή, το πραγματικό νόημα της οποίας του διαφεύγει. Και ενώ ο σαμουράι, μετά την επιτυχή έκβαση της αποστολής του θανατώνεται, όπως ήταν το σχέδιο αυτών που του την ανάθεσαν, ο Λομπ δεν έχει το ίδιο τραγικό τέλος. Ένα ακόμη παράδειγμα της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης που είναι έρμαιο στα χέρια δυνάμεων που την υπερβαίνουν. Σαν ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα δίνω το «Οι Ρόζενκραντς και Γκίλντενστερν είναι νεκροί» του Tom Stoppard. Πρόκειται για τους συνοδούς του Άμλετ στην Αγγλία, οι οποίοι δεν ξέρουν το περιεχόμενο της επιστολής που κρατούν για τον βασιλιά. Η επιστολή γράφει να θανατωθεί ο Άμλετ άμα τη αφίξει, όμως ο Άμλετ την αλλάζει και γράφει να θανατωθούν οι συνοδοί. Το επεισόδιο αυτό επεξεργάζεται ο Στόπαρντ στο παραπάνω έργο του, που έχει γυριστεί και ταινία από τον ίδιο.
  Θα κλείσω την βιβλιοπαρουσίαση αυτή με τη δήλωση ότι η Γιασμίνα Χαντρά είναι ένας από τους λίγους συγγραφείς που με έχουν τόσο ενθουσιάσει.

1 comment:

Babis Dermitzakis said...

Το ανάρτησα τότε στο Λέξημα, ξέχασα να το ανεβάσω καιστο blog