Book review, movie criticism

Monday, May 31, 2021

Sergei Gerasimov, Liberated China (1950)

Sergei Gerasimov, Liberated China (1950)

 


  Ο Σεργκέι Γκερασίμοφ γυρίζει το ντοκιμαντέρ «Η απελευθερωμένη Κίνα» το 1950. Την πρώτη Οκτωβρίου της προηγούμενης χρονιάς διακηρύχθηκε επίσημα η ίδρυση της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Κίνας.

  Οι ειδυλλιακές σχέσεις μεταξύ Κίνας και Ρωσίας θα διαταραχθούν τα επόμενα χρόνια, μετά τον θάνατο του Στάλιν και την αποσταλινοποίηση, φτάνοντας το 1964 στα όρια της πολεμικής σύγκρουσης. Όμως στο ντοκιμαντέρ αυτό θα δούμε μαζί τον Στάλιν και τον Μάο.

  Ο Γκερασίμοφ ξεκινάει από το χώρο. Μας μιλάει για την Κίνα, για τις διάφορες περιοχές της, τον πληθυσμό της. Θα δούμε αρκετές σκηνές από τη Σαγκάη. Στη συνέχεια περνάει στην ιστορία της, την οποία διατρέχει τάχιστα για να φτάσει στην απελευθερωμένη Κίνα.

  Θα μας δείξει διασκέψεις και ομιλίες των υψηλά ιστάμενων. Ανάμεσά τους και ο Zhou Enlai, που μου είναι ιδιαίτερα συμπαθής μετά από δυο ή τρεις ταινίες που είδα με θέμα τη ζωή του και τη δράση του, αλλά και με όσα άκουσα από το φίλο μου τον Βέη. Ξέρω επίσης ότι ήταν πολύ συμπαθής στους κινέζους. Αυτός είναι ο λόγος που τον διάλεξα σαν frame και όχι τον Μάο.

  Στο ντοκιμαντέρ αυτό θα δούμε κυρίως πλευρές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Και πρώτα απ’ όλα ο Γκερασίμωφ θα μας δείξει σκηνές από τις αγροτικές δραστηριότητες, για να περάσει μετά στις βιομηχανικές. Θα δούμε νοσοκομεία, και στη συνέχεια θα περάσουμε στην παιδεία.

  Και πρώτα πρώτα από το νηπιαγωγείο.

  Πώς διάβολο τα καταφέρνουν αυτά τα μικρά και τρώνε με τα ξυλάκια; Εγώ όσο κι αν προσπάθησα, τότε που πηγαίναμε στις ταβέρνες με τον συμμαθητή μου τον Αργύρη και τον δάσκαλό μας, πρόεδρο του τμήματος νεοελληνικών σπουδών του Πανεπιστημίου της Σαγκάης Zhu Shengpeng, δεν τα κατάφερα.

  Στη συνέχεια πηγαίνουμε στη δημοτική εκπαίδευση και στη μέση εκπαίδευση.

  Σταματάμε εδώ. Το νέο καθεστώς έδωσε μεγάλο αγώνα για την εξάλειψη της αγραμματοσύνης. Δημιουργήθηκαν ένα σωρό νυχτερινά σχολεία, ώστε να μάθουν ανάγνωση και γραφή εκείνοι που δεν το είχαν καταφέρει μέχρι τότε.

  Στη συνέχεια πηγαίνουμε στο Πανεπιστήμιο, όπου βλέπουμε φοιτητές σε εργαστήριο χημείας.

  Μετά έχουμε το φολκλόρ. Είδαμε όπερα του Πεκίνου με σύγχρονο θέμα, όχι από τα παλιά, της φεουδαρχίας. Επίσης μια παντομίμα στην οποία σατιρίζονται Αμερική και Αγγλία. Είδαμε και κινέζους να χορεύουν ρώσικους χορούς.

  Και βέβαια παρελάσεις, πολλές παρελάσεις.

  Μου αρέσουν τα ντικιμαντέρ, εφόσον βέβαια με ενδιαφέρει και το θέμα.

  Και μια και ο λόγος για την Κίνα, ας το καταγράψω εδώ.

  Ήταν ακόμη δικτατορία. Είχα υπηρεσία σαν αξιωματικός στην αποθήκη καυσίμων της μονάδας μου, στα Πετρανά (Κοζάνη).

  Έρχεται έφοδο ένας αξιωματικός. Μου το λέει ο φρουρός. Κρύβω όσο πιο βαθιά στο στρώμα μπορούσα το βιβλίο που διάβαζα, τη Μεγάλη Πορεία.

  Μα πού είναι οι παλάσκες μου; Έπρεπε να τις έχω κάπου πρόχειρες.

  Ψάχνουμε από εδώ, ψάχνουμε από εκεί, σηκώνει ο αξιωματικός το στρώμα.

  Η καρδιά μου πήγε στην Κούλουρη.

  Ευτυχώς που δεν το σήκωσε πολύ να βρει το βιβλίο. Τότε θα την είχα βάψει κανονικά.

  Τις βρήκαμε τελικά, δεν θυμάμαι πού ήταν κρυμμένες.

 

Sunday, May 30, 2021

Mahmoud Behraznia, Abbas Kiarostami, La leçon de cinéma (1999)

Mahmoud Behraznia, Abbas Kiarostami, La leçon de cinéma (1999)

 


  Όταν ο Abbas Kiarostami μιλάει για τις ταινίες του, δίνει ταυτόχρονα και μαθήματα κινηματογράφου.

  Ο Mahmoud Behraznia έχει μπροστά του τον Κιαροσταμί που του μιλάει για την ταινία του «The wind will carry us» (1999), για τα γυρίσματα, τις δυσκολίες, τις αντιδράσεις που αντιμετώπισε, δείχνοντας ταυτόχρονα και σκηνές. Κάποιες φορές οι σκηνές αυτές δείχνονται μέσα από την οθόνη μιας τηλεόρασης μέσω βίντεο τις οποίες παρακολουθεί ο Κιαροστάμι, σχολιάζοντας. Μάλιστα κάποιες φορές γυρίζει πίσω την βιντεοταινία για να τονίσει αυτό που θέλει να πει.

  Στην ταινία, στόχος ήταν να κινηματογραφήσουν μια κηδεία. Όμως ποια θα ήταν η αντίδραση των χωριανών αν τους το έλεγαν; Διέδωσαν λοιπόν ότι έψαχναν για κάποιο θησαυρό. Τους είπαν βέβαια και για την ταινία, όμως δυσκολεύτηκαν πάρα πολύ να τους πείσουν να συμμετάσχουν σαν κομπάρσοι. Μια γυναίκα μάλιστα που είχε ένα πιο κεντρικό ρόλο, την πήραν από ένα διπλανό χωριό, καμιά από το χωριό αυτό δεν προσφερόταν. Μετά από τρεις μέρες βαρέθηκε, ήθελε να τα παρατήσει, είδαν και έπαθαν να την μεταπείσουν.

  Σε ένα πλάνο ένας κόκορας διασχίζει το χώρο. Φυσικά ο Κιαροσταμί το κράτησε, σχολιάζοντας ότι τέτοιου είδους απρόοπτα δίνουν μια φυσικότητα στην ταινία. Ο κόκορας αυτός θα κάνει την εμφάνισή του συχνά πυκνά στην ταινία, ενώ κάποιες φορές ακούγεται το κράξιμό του.

  Κι εγώ με την μικρή αδελφή του φίλου μου του Μιχάλη είχαμε πάει σε ένα διπλανό χωριό να παρακολουθήσουμε μια κηδεία. Πρέπει να ήταν γύρω στο 1980. Με είχε πιάσει το λαογραφικό μου. Υπήρχε μια καταπληκτική μοιρολογίστρα που θα έλεγε πολύ ωραία μοιρολόγια στην κηδεία. Δεν είχα κάμερα, που εξάλλου θα ήταν προκλητική, αλλά ένα κασετόφωνο.

  Πήγαμε στην κηδεία, όμως οποία απογοήτευση!!! Η μοιρολογίστρα αυτή δεν ήλθε, γιατί δεν επιτρεπόταν να μοιρολογήσει άλλον νεκρό γιατί πριν λίγες μέρες είχε πεθάνει κάποιος δικός της.

  Τον νεκρό τον μοιρολογούσε η κόρη του. Η καημένη δεν είχε το ταλέντο της μοιρολογίστρας, και έλεγε και ξανάλεγε το ίδιο πράγμα: Ήχασα τον πατέρα μου, δεν έχω μπλιο πατέρα.

  Το ίδιο βράδυ τα είχαμε κοπανήσει σε μια ταβέρνα στην παραλία. Ξημερώματα ήταν, δεν ξέρω τίνος ήταν η ιδέα. Βάλαμε το κασετόφωνο και ακούγαμε την κόρη που έλεγε και ξανάλεγε «Ήχασα τον πατέρα μου, δεν έχω μπλιο πατέρα», και σκάγαμε στα γέλια.

  Ιεροσυλία, ήμασταν δεν ήμασταν τριάντα χρονών, και μάλιστα μεθυσμένοι, δεν ξέρω αν είχαμε το ακαταλόγιστο.

  Η παρακάτω ιστορία είναι από το ίδιο χωριό. Την έχω βάλει στο βιβλίο μου «Εύθυμες κατωχωρίτικες και άλλες ιστορίες», από όπου την αντιγράφω.  

  «Την ιστορία αυτή μου τη διηγήθηκε πριν χρόνια ο φίλος μου ο Μιχάλης Κωστάκης, από την Παχιά Άμμο.  

  Ο πατέρας πεθαίνει, και οι περισσότεροι χωριανοί, όπως συμβαίνει στα χωριά, συνοδεύουν το ξόδι στην τελευταία κατοικία. Οι τρεις κόρες τον μοιρολογούν. Το μοιρολόι ως είθισται είναι στη μορφή της μαντινιάδας. Και η μητέρα μου με μαντινιάδες θρήνησε τη γιαγιά μου όταν πέθανε. Μια θεια μου μάλιστα, μετά από πενήντα χρόνια, θυμόταν δυο τρεις και μου τις είπε πέρυσι, και κάπου τις έχω γραμμένες.

  Λέει λοιπόν η πρώτη αδελφή, μέσα από τους λυγμούς της:

  «Στον κάτω κόσμο που θα πας κράτα και μια ντομάτα

  να κάτσετε όλοι μαζί να κάμετε σαλάτα».

  Ακολουθεί η δεύτερη αδελφή με τη δική της μαντινιάδα

  «Στον κάτω κόσμο που θα πας κράτα και ένα αγγούρι

  και βάλε και λίγη ρακί μέσα σ’ ένα παγούρι»

  Η τρίτη όμως αδελφή δεν είχε το στιχουργικό τάλαντο των αδελφάδων της. Ίσως να προσπάθησε για κάποια δευτερόλεπτα, δεν της βγήκε, και έτσι φώναξε σπαραχτικά. –Κράτα πατέρα και κιοντανέ (πράσο). Οι χωριανοί, όπως ήταν φυσικό, ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια.

  Και επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά το ρηθέν πως δεν υπάρχει γάμος άκλαυτος και κηδεία αγέλαστη. Και βέβαια η πιο γνωστή περίπτωση «γελαστής» κηδείας είναι αυτή που αφηγείται ο Ιωάννης Κονδυλάκης στο περίφημο διήγημά του «Ο επικήδειος».

  Ο Μιχάλης σταμάτησε σ’ αυτό το σημείο την αφήγησή του. Όμως εγώ, γράφοντας αυτές τις γραμμές, αναρωτιέμαι: ένοιωσαν καθόλου ντροπιασμένοι οι χωριανοί που έσκασαν στα γέλια με τον κιοντανέ; Και, το σοβαρότερο, πώς να ένοιωσε άραγε η καημένη η τρίτη θυγατέρα, που όχι μόνο δεν μπόρεσε να θρηνήσει τον πατέρα της με τρόπο ανάλογο, όπως οι αδελφές της, αλλά προκάλεσε και τη θυμηδία των συγχωριανών της; Δεν θα ένοιωσε σαν να ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί;

  Μου θυμίζει την Κορντέλια στο «Βασιλιά Ληρ». Όπως και εκείνη, φάνηκε να υστερεί σε λόγια σε σχέση με τις αδελφές της, αλλά, δεν ξέρω γιατί, θέλω να πιστεύω ότι, όπως και η Κορντέλια, αγαπούσε περισσότερο τον πατέρα της».

 

Harnam Singh Rawail, Laila Majnu (1976)

Harnam Singh Rawail, Laila Majnu (1976)

 


  H Λεϊλά και ο Ματζνού είναι ο Ρωμαίος και Ιουλιέτα της Ανατολής. Δεν χρειαζόταν να μας το πει ο Μπάιρον, είναι εμφανές.

  Υπάρχουν όμως και διαφορές.

  Η Λεϊλά και ο Ματζνού δεν πεθαίνουν μικροί όπως οι σεξπηρικοί ήρωες. Θα τους χωρίσουν, θα ξαναβρεθούν, μεγάλοι πια, πάλι θα προσπαθήσουν να τους χωρίσουν. Όμως θα έχουν το ίδιο δραματικό τέλος, ο ένας θα πεθάνει δίπλα στον άλλο, όχι όμως αυτοκτονώντας.

  Μαζί με το «Ροστάμ και Σοχράμπ» και το «Χοσρόης και Σιρίν» αποτελούν τα τρία μεγάλα έπη της Ανατολής.

  Όμως να πούμε το στόρι.

  Τις οικογένειές τους τις χωρίζει άσπονδο μίσος. Όμως τα δυο παιδιά αγαπιούνται. Κτυπάει ο δάσκαλος με τη βέργα την παλάμη του Κάις (το Ματζνού, τρελός από έρωτα, είναι όνομα που το πήρε κατόπιν), ματώνει η παλάμη της Λεϊλά. Ο πατέρας του Κάις υποχωρεί μπροστά στον έρωτα των παιδιών, όμως ο πατέρας της Λεϊλά την κλείνει στο σπίτι, απαγορεύοντάς της να τον ξαναδεί.

  Μετά από χρόνια, νέοι πια, θα συναντηθούν τυχαία. Τώρα δεν είναι η παιδική φιλία, είναι έρωτας κανονικός. Όμως και πάλι ο πατέρας της Λεϊλά μπαίνει εμπόδιο. Και όχι μόνο ο πατέρας αλλά και ο γιος.

  Ο γιος σκοτώνει τον πατέρα του Κάις, σε μονομαχία. Ο Κάις θα εκδικηθεί σκοτώνοντάς τον.

  Κακοτυχία, γιατί επάνω που ο πατέρας της Λεϊλά είχε πεισθεί για το μέγεθος της αγάπη της και είχε δώσει την συγκατάθεσή του έρχεται ο τραυματισμένος γιος του, που σε λίγο πεθαίνει. Κάθε σκέψη για γάμο αποκλείεται, ο Κάις είναι τώρα άσπονδος εχθρός.

  Ο διάδοχος του θρόνου τη θέλει γυναίκα του. Υποκύπτει άθελά της. Θα παντρευτούν. Του δηλώνει ότι η καρδιά της είναι δοσμένη στον Κάις, μπορεί να έχει μόνο το σώμα της. Αυτός θέλει την καρδιά της, θα περιμένει. Ελπίζει ότι θα κάνει το χαμόγελο να ανθίσει στα χείλη της.

  Συλλαμβάνει τον Κάις, τον μαστιγώνει. Η πλάτη της Λεϊλά χαράζεται από τα κτυπήματα. Βλέποντάς το αυτό ο διάδοχος συνειδητοποιεί τον μεγάλο έρωτα που έχουν οι δυο νέοι. Θα την χωρίσει για να παντρευτεί τον Κάις. Αυτή χαμογελάει. Τελικά κατάφερε να την κάνει να χαμογελάσει.

  Και ξαφνικά η ανατροπή.

  Ο διάδοχος πληγώνεται από κάποιον που ήλθε να πάρει εκδίκηση για το παραμορφωμένο πρόσωπό του, και ο οποίος απαγάγει τη Λεϊλά για να την κάνει σκλάβα του. Ο Κάις τρέχει στο κατόπιν του.

  Ο απαγωγέας που έχει πέσει από το άλογό του πάνω σε κοτρόνες, βλέποντάς τη να το σκάει της πετάει ένα στιλέτο στην πλάτη. Πληγωμένη βρίσκει τον Κάις. Πέφτει στην αγκαλιά του. Σε λίγο ξεψυχάει. Ο Κάις παρακαλεί το θεό να πεθάνει και αυτός. Ο Θεός, μεγαλοδύναμος, του κάνει το χατίρι κτυπώντας τον στην καρδιά. Ξεψυχάει φιλώντας τα πόδια της.

  Από τις πιο ωραίες ιστορίες αγάπης που έχω δει, δεν είναι τυχαίο που γνώρισε τόσες μεταφορές, λογοτεχνικές και κινηματογραφικές.

  Η ταινία υπήρξε μεγάλη εμπορική επιτυχία, με αυτή την ταινία της έκανε το ντεπούτο της η Ranjeeta και εκτίναξε την καριέρα του Rishi Kapoor. Ήταν και οι δυο εξαιρετικοί στο ρόλο τους.

  Να μην το ξεχάσουμε, ακούμε πολλά τραγούδια στην ταινία, όπως μας έχει συνηθίσει ο ινδικός κινηματογράφος.