Book review, movie criticism

Thursday, May 20, 2021

Sophie Marceau, Telling lies

Sophie Marceau, Telling lies (μετ. Adriana Hunter), Phoenix 2001, σελ. 106

 


  Είναι το τρίτο αυτοβιογραφικό βιβλίο ηθοποιού που διαβάζω. Είχαν προηγηθεί τα «Philosophy, pussycats and porn» της Stoya και το «Moi, la scandaleuse» της Brigitte Lahaie.

  Η ψεύτρα όπως είναι ο γαλλικός τίτλος («La menteuse»), δεν είναι άλλη από τη Σοφί Μαρσώ, την διάσημη σταρ του γαλλικού κινηματογράφου.

  Όλοι μας ξέρουμε την ανακούφιση που προσφέρει η εξομολόγηση. Η πιο απλή της μορφή είναι να συμμεριστείς το πρόβλημά σου με ένα φίλο. Μετά ακολουθεί η εξομολόγηση στον ιερέα, που πρέπει να είναι πλήρης. Μετά;

  Όλοι σχεδόν οι συγγραφείς, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, αυτοβιογραφούνται στα μυθιστορήματά τους, κυρίως μεταφέροντας επεισόδια από την προσωπική τους ζωή. Για παράδειγμα ο Ντοστογιέφσκι στους «Δαιμονισμένους», σύμφωνα με τη μαρτυρία της γυναίκας του Άννας Γρηγόριεβνα στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της «Ο Ντοστογιέφσκι και εγώ».

  Η εξομολόγηση μπορεί να είναι de profundis, όπως αυτή του Όσκαρ Ουάιλντ, όμως μπορεί και να μην είναι. Η Σοφί Μαρσώ είναι πολύ προσεκτική σ’ αυτό. Το μυθιστόρημά της χαρακτηρίστηκε ως εν μέρει αυτοβιογραφικό. Δεν μπορούσε να μην αναγνωρίσει κανείς ότι η αφηγήτρια, ηθοποιός, είναι η ίδια η Μαρσώ.

  Και γιατί ψεύτρα;

  Στα τριάντα της (το βιβλίο εκδόθηκε το 1996) νιώθει πιεστικά την ανάγκη να μιλήσει για τη ζωή της. Όμως αυτό θέλει να το κάνει καλυμμένα, και έχει δίκιο σ’ αυτό. Και τι δεν έσουραν στον Τατσόπουλο για την «Καλοσύνη των ξένων», ένα βιβλίο αυτοβιογραφικό στο οποίο μιλάει για την υιοθεσία του. Και ξεκινάει με τον καθόλου πειστικό τίτλο, «Η ψεύτρα». Το μυθιστόρημά της είναι περίπου όπως τα νευρωσικά συμπτώματα, που αποτελούν την καλυμμένη εκδήλωση ενός απωθημένου.

  Δεν είναι τυχαίο που απουσιάζουν όχι μόνο οι ημερομηνίες αλλά και τα ονόματα. Θα μιλήσει για διάφορα πρόσωπα, όμως σε κανένα δεν θα δώσει ένα όνομα, απλά θα τα περιγράψει. Και βέβαια δεν μιλάει για τα δυο «Μπουμ» με τα οποία γνώρισε την επιτυχία στα δεκατέσσερα και στα δεκαέξι της χρόνια, θα φωτογραφιζόταν ολοφάνερα. Μιλάει για προσωπικές στιγμές της ζωής της.

  Η Σοφί Μαρσώ μετεωρίζεται ανάμεσα στην αφήγηση και στον εσωτερικό μονόλογο. Αφηγείται μεν κομβικά σημεία της ζωής της (οι πρώτοι έρωτες, η πρώτη φορά που έκανε σεξ, το ταξίδι στο Χόλυγουντ) αλλά κυρίως την ενδιαφέρει να δώσει τη συναισθηματική της κατάσταση αυτή την περίοδο. Εστιάζει όχι μόνο σε συγκεκριμένα γεγονότα που την επηρεάζουν αλλά και σε καθημερινά επεισόδια, με μια γλαφυρότητα καταπληκτική. Επίσης «φωτογραφίζει» άτομα με την πιστότητα μιας φωτογραφίας.

  Κακή η παρομοίωση, η φωτογραφία δίνει μόνο το έξω ενώ η Μαρσώ δίνει και το μέσα των προσώπων για τα οποία μιλάει, τουλάχιστον όπως το βλέπει αυτή. Η υπεροχή της λογοτεχνίας.  

  Οι αναφορές της σε συγγραφείς και μουσικούς δίνουν μια εικόνα της πνευματικής της καλλιέργειας. Μάλιστα παραθέτει και αποσπάσματα. Ένα από αυτά είναι από την «Πρώτη αγάπη» του Τουργκένιεφ.

  Όμως είναι καιρός να παραθέσουμε και εμείς κάποια αποσπάσματα από το μυθιστόρημά της.

  «Κανείς δεν με αντιλήφθηκε. Προσπάθησα να διαφημίζω τη μοναξιά μου, αλλά ήταν σαν να μη με πίστευε κανείς, περιμένοντάς με να είμαι άπληστη και δυνατή, να έχω σταθερά πόδια αρκετά λεπτά ώστε να χωράνε στα όμορφα στενά παπουτσάκια μου…» (σελ. 4).

  Αυτό είναι de profundis. Είναι γνωστό ότι και οι επιτυχημένοι νιώθουν μοναξιά, κάποιοι αυτοκτονούν κιόλας. Στο μυαλό μου έρχονται οι νομπελίστες Χεμινγουέι και Καβαμπάτα. «Στην πραγματικότητα είμαι λυπημένη, πάντα λυπημένη», γράφει πιο κάτω.

  «Χωρίς το νοικοκυριό και τα ψώνια πιθανότατα θα ένιωθαν ανία, και κάνουν όσο πιο πολύ δουλειά μπορούνε ώστε να περάσει όσο γίνεται περισσότερος χρόνος χωρίς να υποχρεωθούν να σταματήσουν και να κοιτάξουν τον εαυτό τους, και μιλάνε για να αποφύγουν τη σιωπή που τις κάνει να νιώθουν ιδιαίτερα άβολα…» (σελ. 8).

  Μια από τις παραφράσεις μου: horror vacui temporis, ο τρόμος του κενού χρόνου.  

  Και πιο κάτω: «Ανοίγω το βιβλίο μου και αυτός ο συνεχής αγώνας ενάντια στον χρόνο εξαφανίζεται ενώ διαβάζω».

  Για μένα, και ενώ γράφω.

  «Γεννήθηκε στα νοτιοδυτικά της Γαλλίας που χρωμάτιζε τα Καμπύλικα μπλε μάτια του…» (σελ. 26).

  Οι Καμπύλοι ήταν οι αυτόχθονες λευκοί της Αλγερίας, την οποία κατέκτησαν κάπου το 630 οι άραβες. Διάβασα για μια Καμπύλα αλγερινή τραγουδίστρια που τραγουδούσε το παράπονο της φυλής της. Οι άραβες απείλησαν να τη σκοτώσουν και έφυγε βιαστικά για τη Γαλλία.

  Η ιστορία είναι αδυσώπητη, αλλά καλό είναι να την ξέρουμε, και σε βάθος χρόνου.

  «Δεν θέλω να πάω για ύπνο γιατί φοβάμαι ότι τα όνειρά μου θα συνεχίσουν να με απειλούν και ότι η αϋπνία μου θα είναι σαν τα όνειρά μου».

  Ένας φίλος μου μού είπε ότι φοβόταν να πάει να κοιμηθεί, από φόβο μην πεθάνει στον ύπνο του.

  «Δεν θα μπορούσα να αγαπήσω έναν άντρα που τρώει γλυκά το πρωί» (σελ. 54).

  Σοφί μου, εγώ θα τα έκοβα, αν υπήρχε περίπτωση να μ’ αγαπήσεις.

  «Γιατί να υπάρχει κάτι αντί για τίποτα;» (σελ. 84).

  Γιατί να υπάρχει το ον και όχι το τίποτα;

  Το έγραψε αυτό ο Σαρτρ, ή κάποιος μελετητής του αναφερόμενος στο έργο του «Lêtre et le néant» (Το είναι και το μηδέν); Πρόχειρα που έψαξα δεν το βρήκα στο διαδίκτυο, όμως το θυμάμαι πολύ καλά.

  Πιστεύω ότι η Σοφί Μαρσώ θα μπορούσε να γίνει επιτυχημένη συγγραφέας σαν την ηρωίδα που ενσαρκώνει στο «Μια τυχαία συνάντηση». Το ταλέντο της το διέθεσε στο ημι-αυτογραφικό της μυθιστόρημα. Έχοντας μιλήσει για τη ζωή της, δεν θεώρησε σκόπιμο να συνεχίσει. Εξάλλου είχε πίσω της μια επιτυχημένη καριέρα σαν ηθοποιός, γιατί να επιδιώξει μια ακόμη;

  Και ένα τελευταίο:

  «Το ρέκβιεμ του Σνίτκε αρχίζει.» (σελ. 86).

  Για να το ακούσω. Είναι από τους συνθέτες που μου αρέσουν.

  Τη Σοφί Μαρσώ την είδα πακέτο, μόλις είδα και την τελευταία της ταινία που είχα, «La taularde». Άλλες δυο μου μένουν, αλλά αυτές θα τις δω όταν διαβάσω τα μυθιστορήματα των οποίων αποτελούν μεταφορά, τον «Ηλίθιο» και την «Άννα Καρένινα». Και δεν θα κάνω ξεχωριστή ανάρτηση αλλά θα γράψω δυο λόγια κάτω από την κριτική του βιβλίου, όπως κάνω πάντα.

 

No comments: