Book review, movie criticism

Showing posts with label ομιλίες-παρουσιάσεις αδημοσίευτες. Show all posts
Showing posts with label ομιλίες-παρουσιάσεις αδημοσίευτες. Show all posts

Wednesday, November 2, 2011

Ηλιούπολη, σελίδες ιστορίας – Λεύκωμα

Ηλιούπολη, σελίδες ιστορίας – Λεύκωμα

Παρουσίαση στο Νέο Δημαρχιακό Μέγαρο Ηλιούπολης την Τρίτη 27 Ιουνίου 2006.

Λένε πως μια εικόνα ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις. Έχοντας να κάνω αυτή την παρουσίαση νιώθω λίγο αμήχανα, γιατί έχω να παρουσιάσω σε ένα δεκάλεπτο ένα λεύκωμα με άφθονες εικόνες. Εικόνες που διατρέχουν την ιστορία της Ηλιούπολης παράλληλα με την ιστορία της ίδιας της φωτογραφίας. Είναι τόσο παλιές.
Και ακόμη πιο παλιές. Αρκετές από αυτές τις φωτογραφίες είναι φωτογραφίες από γκραβούρες, τότε που η τέχνη της φωτογραφίας δεν είχε επινοηθεί ακόμη, και η εικαστική αναπαράσταση της πραγματικότητας στηριζόταν ακόμη στο έμπειρο χέρι ενός ζωγράφου.
Μια πανδαισία φωτογραφιών είναι αυτό το λεύκωμα, που προς το τέλος του γίνεται και πανδαισία χρωμάτων, με τις έγχρωμες φωτογραφίες να απεικονίζουν την Ηλιούπολη στα πιο πρόσφατά της χρόνια.
Ως βιβλιοκριτικός σε μια Κρητική εφημερίδα, τα Κρητικά Επίκαιρα, έχω παρουσιάσει πάρα πολλά βιβλία τοπικής ιστορίας, που σαν περιεχόμενο έχουν όλα «Το χωριό μου». Μέχρι τον επόμενο αιώνα πιστεύω ότι θα έχει κυκλοφορήσει και από ένα βιβλίο για κάθε χωριό της Κρήτης. Έχω γράψει κι εγώ ένα βιβλίο για το χωριό μου, με ακριβώς τον ίδιο τίτλο: «Το χωρίο μου», με υπότιτλο «Από την αυτοκατανάλωση στην αγορά». Αρκετοί που το διάβασαν, ακόμη και μη Κρητικοί, μου είπαν ότι το χωριό μου τους θύμιζε πολύ το δικό τους χωριό.
Διαβάζοντας αυτό το λεύκωμα, θυμήθηκα τη δική μου συνοικία, το δικό μου Δήμο, το Δήμο Γαλατσίου. Πιστεύω ότι η ιστορία των περιφερειακών δήμων της Αθήνας είναι περίπου παράλληλη. Χωράφια με αγριόχορτα ήταν η Ηλιούπολη στις αρχές του 20ου αιώνα, και ακόμη πιο ύστερα. Το ίδιο και το Γαλάτσι, για ακόμη περισσότερο χρόνο. Προβλήματα με το ιδιοκτησιακό είχε και η Ηλιούπολη, το ίδιο και το Γαλάτσι, με το περιώνυμο κτήμα Βεϊκου. Η μεγάλη διαφορά που υπάρχει, και είναι προς τιμήν του Δήμου σας, είναι ότι εκπονήθηκε ευθύς εξ αρχής ένα σχέδιο πόλεως ανθρώπινο, που δεν κοίταζε να καλύψει με τσιμέντο όσο το δυνατό περισσότερη γη. Έτσι η τσιμεντοποίηση που χαρακτηρίζει την περίπου άναρχη οικοδόμηση του λεκανοπεδίου, συμπεριλαμβανομένου και του Γαλατσίου, δεν χαρακτηρίζει την Ηλιούπολη. Εδώ βλέπεις πολλές πλατείες. Στο Γαλάτσι δεν υπάρχει ούτε μια πλατεία, με εξαίρεση εκείνη της προσκεκολλημένης συνοικίας, της Λαμπρινής. Εδώ βλέπεις δρόμους πλατείς. Στο Γαλάτσι υπάρχουν μόνο στενάκια, και ευτυχώς που έχω μικρό αμάξι, γιατί συχνά υπάρχει πρόβλημα στις στροφές.
Είμαι από παλιά φίλος του Γαλατσίου, εδώ και τριάντα χρόνια περίπου. Εδώ μένει ένας στενός μου φίλος, ο Μιχάλης Κωστάκης, γιος του δικηγόρου και παλιού πολιτευτή της Ένωσης Κέντρου Δημήτρη Κωστάκη. Άτομο με ειδικές ανάγκες, είναι τώρα συνταξιούχος συμβολαιογράφος, και τον επισκέπτομαι συχνά. Χάρη σ’ αυτή μου τη φιλία βρίσκομαι συχνά την Ηλιούπολη. Έχω επίσης παρακολουθήσει πολλές εκδηλώσεις του Συλλόγου Κρητών Ηλιούπολης, ενός από τους πιο δραστήριους συλλόγους Κρητών της Αθήνας. Χάρη στη φιλία μου επίσης με το Γιώργο το Βοϊκλή, το συντονιστή αυτής της έκδοσης και διευθυντή του Γραφείου Τύπου του Δήμου σας απόκτησα μια ακόμη στενή σχέση με το Δήμο Ηλιούπολης. Με δική του εισήγηση ο δήμος εξέδωσε και μοίρασε δωρεάν στους μαθητές των δημοτικών σχολείων της Ηλιούπολης το βιβλίο μου «Ο χορός της βροχής-οικολογικά παραμύθια και διηγήματα», του οποίου έγινε παρουσίαση σε αυτόν εδώ το χώρο πριν οκτώ χρόνια.
Κάθε σπιθαμή ελληνικής γης έχει μια αρχέγονη ιστορία, και η Ηλιούπολη δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Όπως διαβάζουμε στην εισαγωγή η Ηλιούπολη «ήταν η πατρίδα του μυθικού Ευώνυμου, του ομορφότερου από τα αμέτρητα παιδιά του Ουρανού και της Γης. Ίσως γιατί από την κορυφή του Υμηττού που δεσπόζει και στη σύγχρονη πόλη, ο ήλιος αντικρίζει κάθε πρωί τον κάμπο της Αθήνας και τις ακτές του Σαρωνικού. Σ’ αυτή τη μυθική παράδοση οφείλεται το γεγονός ότι στην κλασική αρχαιότητα, στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του Κλεισθένη (508-507 π.χ.) ο δήμος που συγκρότησαν οι κάτοικοι της περιοχής που σήμερα μοιράζεται στους Δήμους Καλαμακίου, Αλίμου, Ηλιούπολης και Ελληνικού, ονομαζόταν δήμος Ευωνύμου…Ήταν ο μέγας δήμος της Αττικής ανήκων εις την Ερεχθηίδα Φυλήν».
Μπόρεσα και βρήκα ένα σχετικό κείμενο στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία. Σας το διαβάζω:
œsti kaˆ dÁmoj 'Aqhna…wn. ¢pÕ EÙwnÚmou toà GÁj kaˆ OÙ-
ranoà À Khfisoà. Ð dhmÒthj EÙwnumeÚj. t¦ topik¦ ™x EÙw-
numšwn [e„j EÙwnumšwn ™n EÙwnumšwn.] lšgetai kaˆ Ð dÁmoj
EÙènumoj.
Είναι από τα Εθνικά του Στεφάνου, σελ. 288, σειρά 11.
Συνεχίζω παραθέτοντας από την εισαγωγή:
«Αδιάλειπτη θα μπορούσε να θεωρηθεί και η συνέχεια των λατρευτικών τελετών στα σπήλαια, τις πηγές και τα δάση του Υμηττού που, από την προϊστορία μέχρι το τέλος του δωδεκάθεου απευθύνονταν στον βουκολικό Απόλλωνα, τον Πάνα και τις Νύμφες του, και στους αιώνες που ακολούθησαν έδωσαν τη θέση τους στα χριστιανικά Μοναστήρια και Προσκυνήματα που έφτασαν ως τις μέρες μας».
Στο λεύκωμα διαβάζουμε επίσης ότι η πληθυσμιακή σύνθεση των κατοίκων της Ηλιούπολης μεταβάλλεται σταδιακά, με τα μεσοστρώματα να αυξάνονται όλο και περισσότερο. Έτσι μπορεί να ερμηνευθεί και η πληθώρα των εφημερίδων που κυκλοφόρησαν στην Ηλιούπολη, και που φωτογραφίες των εξωφύλλων τους παρατίθενται μέσα στο λεύκωμα.
Δεν έχει νόημα να δώσουμε σε περίληψη την σύντομη ιστορία που παρατίθεται στο Λεύκωμα. Θα την διαβάσετε οι ίδιοι. Θα ήθελα όμως να παραθέσω δυο εξαιρετικά αποσπάσματα από το βιβλίο της Γαβριέλλας Μάτακα-Χαμογεωργάκη, «Η Ηλιούπολη που χάθηκε για πάντα», (Ηλιούπολη 1887), που αναφέρονται στην κατοχή.
«Και νάσου τους οι Γερμαναράδες στις 27 του Απρίλη του 1941 στην Αθήνα...
Εμείς βέβαια στην Ηλιούπολη δεν πήραμε και πολύ χαμπάρι πότε μπήκαν οι δυνάστες μας...
Κι άρχισε σιγά - σιγά να μας σκεπάζει ο ζόφος.
Η πείνα, το φοβερό στοιχειό, άρχισε όλο και πιο έντονα να σπαράζει με τα νύχια της τα θύματά της...
Ο παπά Αντώνης δεν προλάβαινε να θάβει. Και πώς να φθάσει εκεί πάνω στο νεκροταφείο ξεθεωμένος απ' την πεί¬να...
Σιγά - σιγά άρχισαν να οργανώνονται και να λειτουργούν τα συσσίτια...
Στην Ηλιούπολη λειτούργησε το πρώτο στα Κανάρια, στο σπίτι της Μαρίας της Αποστολάτου...
Έγινε και ένα παράρτημα της ΕΟΧΑ (Οργάνωση Χριστιανικής Αλληλεγγύης) στην Ηλιούπολη. Κάτι βοηθούσε τον χειμαζόμενο λαό με κάποια ισχνά βοηθήματα...
Εκείνα τα χρόνια ιδρύθηκε και το Σωματείο Κυριών και Δεσποινίδων «Η ΠΡΟΟΔΟΣ»... Είχε ένα υποτυπώδες νηπια¬γωγείο... Σ' αυτό το νηπιαγωγείο τρώγανε εκατοντάδες παιδιά...
Εκτός απ' το Νηπιαγωγείο του ΠΙΚΠΑ όπου τρώγανε τα παιδιά, είχε και ο Ερυθρός Σταυρός ένα παράρτημα στην Ηλιούπολη... Εκεί μοίραζαν γάλα για μωρά, γιατί πολλές μανάδες, από έλλειψη τροφής, δεν είχαν γάλα. Έδιναν επίσης και κάποιες βιταμίνες που, όσο νάναι, βοηθούσαν κι αυτές...
Είχαμε φτιάξει ακόμα και εξωσχολικά συσσίτια για τα παιδιά που δεν πήγαιναν σχολείο...»
Συσσίτια οργανώνει επίσης η «Φιλανθρωπική Ένωσις Κυριών και Δεσποινίδων Ηλιουπόλεως Η ΤΑΒΙΘΑ», που ιδρύθηκε το 1942 από τον εφημέριο του Ιερού Ναού Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης αιδεσιμότατο Αντώνιο Μιχ. Μπογατσά.
Παράλληλα με τη μάχη της επιβίωσης, η κ. Γαβριέλλα μας δίνει κάποιες εικόνες και από την Εθνική Αντί¬σταση στην Ηλιούπολη:
«Έβλεπα να ξεπροβάλλουν δειλά - δειλά κάτι συνθήματα στους τοίχους.
Ήταν κακογραμμένα με κόκκινη μπογιά.
Πολλές φορές η μπογιά είχε στάξει και σχημάτιζε ρυάκι πάνω στον τοίχο σαν να είχε τρέξει αίμα.
Και πόσο αίμα δεν έτρεξε!
Η φαντασία μου φούντωνε. Βρε λες να ξαναζωντάνεψε η Φιλική Εταιρεία;
Τι να σημαίνουν τα τρία γράμματα: Ε.Α.Μ.;»
«Πλησίαζε μεσημέρι όταν ακούσαμε τις ριπές.
Γερμανοί και τσολιάδες έκαναν μπλόκο στην Ηλιούπολη...
Κι εκεί κατά τον Άγιο Νικόλαο, εκεί που τώρα τιμούμε τη μνήμη των παιδιών της ΕΠΟΝ στο πρόσωπο της Ηρώς Κωσταντοπούλου, της μικρής ηρωίδας, σκότωσαν ένα νέο παιδί της αντίστασης, τον Νίκο Γιαταγαντζή που είχε το ψευδώνυμο Μαύρος.»
«Έβγαιναν τα επονιτάκια με το χωνί:
-Πατριώτες!!
Άρχιζαν οι ριπές.
Αμάν, θα χτυπήσουν τη Ζωίτσα!
Αμ δε... Η Ζωίτσα κουτρουβαλούσες τη ρεματιά και γινόταν άφαντη...»
Η καταγραφή της τοπικής ιστορίας έχει μεγάλη σημασία σήμερα και για την εκπαίδευση. Ένα από τα καινούρια βιβλία του Γυμνασίου, με υποχρεωτικό πια περιεχόμενο, είναι και η «Τοπική ιστορία». Δειγματικά παρατίθενται πέντε τοπικές ιστορίες και συστήνεται στους εκπαιδευτικούς να εκπονήσουν σχέδιο εργασίας με αντικείμενο τη διερεύνηση της τοπικής ιστορίας. Καταλαβαίνετε λοιπόν πόσο πολύτιμο θα είναι αυτό το λεύκωμα για τους μαθητές των σχολείων της Ηλιούπολης. Ελπίζω ότι ο Δήμος θα δωρίσει από ένα αντίτυπο στα σχολεία. Και κάτι περισσότερο: Ότι θα τον μιμηθούν και άλλοι δήμοι.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

Κώστα Θρασυβούλου, «Αγάπη χωρίς σύνορα»

Κώστα Θρασυβούλου, «Αγάπη χωρίς σύνορα», Υπερόριος 2005.

Παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Θρασυβούλου «Αγάπη χωρίς σύνορα» στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων το Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2005

Η «Αγάπη χωρίς σύνορα» είναι το πρώτο μυθιστόρημα του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Κώστα Θρασυβούλου. Έχει γράψει επίσης τέσσερα μυθιστορήματα και μια συλλογή διηγημάτων, έτοιμα προς έκδοση. Πέρυσι δημοσίευσε την μαρτυρία-χρονικό «Βουρκωμένα μάτια». Και τα δυο αυτά βιβλία έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις «Υπερόριος».
Η «Αγάπη χωρίς σύνορα» χαρακτηρίζεται στο εξώφυλλο ως μυθιστόρημα, πρόκειται όμως για μια αληθινή ιστορία. Ο συγγραφέας τη συνθέτει με βάση το ημερολόγιο μιας κοπέλας που ανακάλυψε τυχαία.
Πριν προχωρήσω στο σχολιασμό του έργου θα ήθελα να αναφέρω μια σύμπτωση. Πριν οκτώ χρόνια, σε συνέδριο στο Πυθαγόριο Σάμου, συμμετείχα με μια εισήγησή μου που είχε τίτλο «Το πραγματικό και το φανταστικό στη λογοτεχνία», όπου παρουσίαζα το «Τέλος της άνοιξης» του Γιώργου Βοϊκλή και την «Ασημόπετρα» του Κώστα Καλατζή. Και τα δύο αυτά έργα δομούνται πάνω σε πραγματικά γεγονότα. Δεν ξέρω αν είναι ιδιοτροπία μου ως αναγνώστη, αλλά πάντα με ενδιέφερε το πραγματικό γεγονός μέσα στη λογοτεχνία. Και όταν με μαγεύει ένα λογοτεχνικό έργο μου αρέσει να φαντάζομαι ότι η ιστορία που παρουσιάζει είναι μια πραγματική ιστορία. Μόνιμη ερώτηση που κάνω σε φίλους λογοτέχνες είναι πόσα απ’ αυτά που γράφουν στο μυθιστόρημα που μου δώρισαν είναι πραγματικά γεγονότα και ποια. Έτσι με χαρά δέχτηκα την πρόταση του φίλου μου του Γιώργου Βοϊκλή να παρουσιάσω αυτό το βιβλίο που αναφέρεται σε μια πραγματική ιστορία.
Η «Αγάπη χωρίς σύνορα» σήμερα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και των γρήγορων επικοινωνιών, είναι πια γεγονός. Από αυτή εδώ τη θέση μπορώ να ομολογήσω ότι την ξέρω από πρώτο χέρι. Μια γειτόνισσά μου παντρεύτηκε πέρυσι ένα Νορβηγό και ζει στην Νορβηγία. Από μια τυχαία επαφή στο Ίντερνετ μαθαίνω για μια άλλη σχέση, μιας ελληνίδας που όμως ζει στη Νορβηγία και ενός Έλληνα που ζει στη Θεσσαλονίκη. Να αναφέρουμε και τα δυο σήριαλ που παίχτηκαν, ή παίζονται ακόμη δεν ξέρω, που έχουν σαν θέμα τον έρωτα ενός έλληνα και μιας μουσουλμάνας ή αντίστροφα. Οι έρωτες μουσουλμάνων και χριστιανών απόκτησαν τόσο ενδιαφέρον ώστε απασχόλησαν και τον Κώστα Χαρδαβέλα στην εκπομπή του «Αθέατος κόσμος» στο Alter.
Η λέξη «σύνορα» έχει μια πολυσημία. Ας τη δούμε στο μυθιστόρημα του Θρασυβούλου. Κατ’ αρχήν σύνορα γεωγραφικά. Η ηρωίδα είναι ελληνίδα, ο ήρωας ιταλός. Στη συνέχεια σύνορα πολιτισμικά και κοινωνικά. Η ηρωίδα είναι ένα πανέμορφο και έξυπνο κορίτσι, γόνος πλούσιας οικογένειας, με το πιάνο της, αλλά τίποτα παρά πέρα. Ο ιταλός είναι γόνος μιας ακόμη πιο πλούσιας οικογένειας. Το σπίτι των γονιών του, διαβάζουμε στο τέλος, είναι σωστό παλάτι. Ο πατέρας του είναι καθηγητής πανεπιστημίου και ο ίδιος έχει όλες της περγαμηνές για να γίνει επίσης καθηγητής πανεπιστημίου. Στο τέλος τον βρίσκουμε πρύτανη στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας.
Αν η κοπέλα είναι μια καλή μαθήτρια στο πιάνο, αυτός είναι βιρτουόζος. Τα γλωσσικά σύνορα ξεπερνιούνται. Αυτός μαθαίνει ελληνικά, και η κοπέλα επίσης αρκετά ιταλικά.
Υπάρχουν όμως και τα σύνορα του μίσους. Ο ιταλός ανήκει στους κατακτητές, η κοπέλα στους κατακτημένους. Ο πατέρας της μισεί τους ιταλούς, ο κόσμος μισεί τους ιταλούς, η ίδια η κοπέλα μισεί επίσης τους ιταλούς, και αυτό κάποιες φορές δημιουργεί αμφιταλάντευση στα αισθήματά της. Όμως ο έρωτας είναι παντοδύναμος. Τελικά ενδίδει, πρέπει να παίρνει όμως αφάνταστες προφυλάξεις για να μην το μάθουν οι δικοί της και προπαντός ο πατέρας της. Ο φίλος της θα συλληφθεί από τους γερμανούς μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών τη μέρα που αποφασίζει να του πει ότι είναι έγκυος. Το καράβι όπου μεταφέρεται ως αιχμάλωτος βυθίζεται από τους συμμάχους. Δεν ήταν ανάμεσα στους ελάχιστους επιζώντες, πρέπει να είναι νεκρός.
Η ομηρική Πηνελόπη περιμένει την επιστροφή ενός συζύγου και αρνείται τις προτάσεις των μνηστήρων. Η Ανθίππη αρνείται τις προτάσεις των μνηστήρων όχι όμως γιατί ελπίζει στην επιστροφή, αλλά γιατί θέλει να μείνει πιστή στη μνήμη του Τζουλιάνο.
Ο καλός θεός θα ανταμείψει την αγάπη της. Ο αγαπημένος της δεν σκοτώθηκε, απλά τραυματίστηκε βαριά, και γι αυτό δεν θέλησε να ψάξει να τη βρει. Δεν θέλει η κοπέλα που αγαπά να σπαταλήσει τη ζωή της δίπλα σε έναν ανάπηρο. Μετά από είκοσι χρόνια δοκιμασίας της αγάπης τους, και ύστερα από διάφορες συμπτώσεις, θα ξαναβρεθούν πάλι μαζί. Θα επισημοποιήσουν πια τον έρωτά τους, ο οποίος θα τους δώσει και ένα αγόρι, δίπλα στην κόρη που απέκτησαν στην κατοχή και η οποία στάθηκε η αιτία να ξαναβρεθούν και να ξανασμίξουν οι δυο ερωτευμένοι.
Η αγάπη που ξεπερνάει τα σύνορα του μίσους έχει θεματοποιηθεί και στον κινηματογράφο. Το αριστούργημα του Αλαίν Ρενέ, «Χιροσίμα αγάπη μου» αναφέρεται στη διαπόμπευση μιας γαλλίδας που αγάπησε ένα γερμανό στρατιώτη, ο οποίος σκοτώθηκε. Το έργο αυτό είναι από τους μεγαλύτερους ύμνους στον έρωτα. Όσο για το «Μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι», φαντάζομαι ότι θα το έχετε δει όλοι, είτε στον κινηματογράφο είτε στην τηλεόραση.
Τελευταία είδα ένα κινέζικο έργο με τίτλο «2046» (γυρίστηκε πέρυσι) του Kar Wai Long, όπου δίπλα στην κύρια ιστορία υπάρχει η παράλληλη ιστορία μιας νεαρής κινέζας που είναι ερωτευμένη με ένα γιαπωνέζο, όχι στα χρόνια της γιαπωνέζικης κατοχής αλλά σήμερα. Ο πατέρας δεν θέλει να ακούσει τίποτα γι αυτή τη σχέση, που φαίνεται να ματαιώνεται προσωρινά. Ο γιαπωνέζος θα επιστρέψει στην πατρίδα του χωρίς να πάψει να την αγαπά. Αλληλογραφούν. Ο σκηνοθέτης δείχνει με αξιοθαύμαστα τρόπο την αγάπη της ηρωίδας του για το γιαπωνέζο φίλο της. Μετά από πέντε χρόνια η κοπέλα θα διαβεί τα όρια του μίσους, θα εγκαταλείψει την οικογένειά της και θα πάει να τον συναντήσει. Ο κεντρικός ήρωας, ο οποίος μένει σε δωμάτιο στο ξενοδοχείο τους, θα πληροφορηθεί από τον πατέρα της ότι ετοιμάζεται να πάει στο Τόκιο, να παρευρεθεί στους γάμους της κόρης του. Και αυτός επίσης διάβηκε τα σύνορα του μίσους.
Η διάβαση των συνόρων του μίσους σαν λογοτεχνικός τόπος δεν είναι φυσικά επινόηση της εποχής μας. Και βέβαια το πιο γνωστό παράδειγμα είναι το αριστούργημα του Σαίξπηρ «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Οι δυο νεαροί ερωτευμένοι διάβηκαν τα σύνορα του μίσους που χώριζαν τις οικογένειές τους. Δυστυχώς οι δυο οικογένειες θα τα διαβούν με τη σειρά τους μπροστά στα άψυχα σώματα των δυο νέων.
Η άλλη περίπτωση είναι λιγότερο γνωστή, αλλά όχι χωρίς ενδιαφέρον. Είναι το κρητικό δημοτικό τραγούδι «Το τραγούδι της Σούσας».
Η Σουσάνα ή Σούσα αγαπά τον τούρκο Σαλή Μπαχρί. Ο αδελφός της που δεν του αρέσει καθόλου ο έρωτας της αδελφής του τη μαχαιρώνει, και ο Σαλή Μπαχρή, απελπισμένος, αυτοκτονεί. Πιθανότατα πρόκειται για αληθινή ιστορία. Και στα δυο έργα οι ήρωες, διαβαίνοντας τα σύνορα του μίσους, έπεσαν πάνω σε ναρκοπέδιο.
Οι λογοτεχνικοί ήρωες περιβάλλονται πάντοτε με την αίγλη της μούσας. Τι γίνεται όμως με αυτούς που δεν ευτύχησαν να πέσουν στην πένα ενός λογοτέχνη; Είναι μήπως ο έρωτάς τους μικρότερος από αυτόν των λογοτεχνικών ηρώων;
Το λέω αυτό γιατί η γενεολογία μου και η καταγωγή μου συνδέονται άρρηκτα με μια παρόμοια διάβαση των συνόρων του μίσους.
Την ιστορία την άκουσα από τον πατέρα ενός φίλου μου. Η καταγωγή μου, όπως και όλων των Δερμιτζάκηδων, είναι από τα Σφακιά. Ήταν εννιά αδέλφια, και είχαν μια πολύ όμορφη αδελφή. Η αδελφή τους αγαπήθηκε με ένα τούρκο. Τα αδέλφια το έφεραν βαρέως, και έσφαξαν τον τούρκο και τον έθαψαν κάτω από την κοπριά του στάβλου. Οι τούρκοι το έμαθαν και τους κυνήγησαν. Για να μην τους πιάσουν σκόρπισαν σε όλη την Κρήτη. Τρεις από αυτούς πήραν μια βάρκα και πλέοντας κοντά στην ακτή στα νότια παράλια αποβιβάστηκαν στην Ιεράπετρα. Ένας εγκαταστάθηκε σε ένα κοντινό χωριό, τη Βασιλική, από όπου κατάγεται ο προπάππος μου, ένας στο Καβούσι, χωριό λίγο πιο μακρινό, και ο τρίτος στη Σητεία, από όπου κατάγεται ο φημισμένος βιολάτορας και μαντιναδολόγος Δερμιτζογιάννης. Χωροφύλακας στο επάγγελμα, είναι εκείνος που συνέλαβε αυτούς που αποπειράθηκαν να σκοτώσουν τον Βενιζέλο τον Ιούνιο του 1933.
Δεν σας ενδιαφέρουν αυτές οι λεπτομέρειες. Σας ενδιαφέρει το πώς ένιωσε η μακρινή μου πρόγονος όταν έμαθε ότι τα αδέλφια της σκότωσαν τον αγαπημένο της. Το ίδιο και μένα. Καταράστηκε άραγε τα αδέλφια της; Κλείστηκε σε μοναστήρι; Αυτοκτόνησε; Ή κατάφερε να ξεπεράσει τον πόνο της και να ξαναφτιάξει τη ζωή της; Πώς έμαθαν τα αδέλφια για τη σχέση τους; Διάβηκε το κατώφλι του μίσους του σπιτιού της και τη ζήτησε σε γάμο, αφελώς όπως ο πατέρας του Ερωτόκριτου για το γιο του; Πώς οι δυο ερωτευμένοι διάβηκαν τα σύνορα του μίσους, πώς αγαπήθηκαν;
Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Όπως ποτέ δεν θα μαθαίναμε για τον έρωτα της Ανθίππης και του Τζουλιάνο, αν ο Θρασυβούλου δεν έσωζε την τελευταία στιγμή κυριολεκτικά το ημερολόγιο της Ανθίππης, που ήταν σε μια σακούλα με άλλα αντικείμενα έτοιμο για τα σκουπίδια.
Υπάρχει μια τραγική ειρωνεία στην περίπτωση. Μια λογοτεχνική τεχνική παλιότερων εποχών είναι η τεχνική της δήθεν ανεύρεσης χειρογράφων, και δη ημερολογίων. Ήταν ο τρόπος για να αποφύγουν οι συγγραφείς τον τριτοπρόσωπο αφηγητή, που ήταν παντοδύναμος εκείνο τον καιρό. Την τεχνική αυτή χρησιμοποιεί και ο Καζαντζάκης στο πρώτο του μυθιστόρημα, το «Όφις και Κρίνος». Ο συγγραφέας υποτίθεται ότι βρίσκει τα χειρόγραφα, και απλώς φροντίζει για την επιμέλεια της έκδοσής τους. Την ίδια τεχνική χρησιμοποιεί και ο Παναγιώτης Κουμεντάκης στο έργο του «Σιωπηλή άνοιξη, σιωπηλό καλοκαίρι», που κυκλοφόρησε πέρυσι.
Ο Θρασυβούλου όμως, ο οποίος βρίσκει αυθεντικό ημερολόγιο, δεν ακολουθεί αυτή την αφηγηματική τεχνική. Θα μπορούσε να τα εκδώσει, διανθίζοντάς τα λογοτεχνικά. Αυτός, αντίθετα, στηριγμένος στο ημερολόγιο, αναπλάθει λογοτεχνικά την αυθεντική ιστορία του ζευγαριού εν είδει μυθιστορήματος. Χρησιμοποιεί και τα ημερολόγια της κόρης της Ανθίππης και του Τζουλιάνο, που χάρη σ’ αυτήν ξετυλίχτηκαν οι συμπτώσεις που ξανάσμιξαν το ζευγάρι.
Καταλαβαίνω το πρόβλημα του Θρασυβούλου. Μια πραγματική ιστορία δεν χωράει στον προκρούστη αυτής της τεχνικής, κάτι που είναι όμως εύκολο όταν η ιστορία είναι επινοημένη. Δεν θέλει πάλι να καταφύγει στην εύκολη λύση της τριτοπρόσωπης αφήγησης. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση πιστεύει ότι είναι η πιο κατάλληλη για την περιγραφή αισθημάτων, και από ρεαλιστική άποψη φαίνεται πιο αυθεντική. Η κατηγορία που προσάπτουν στον τριτοπρόσωπο αφηγητή είναι πώς μπορεί να μπαίνει, σαν παντοδύναμος θεός, στα μύχια της ψυχής των ηρώων και να περιγράφει τα συναισθήματά τους. Όταν όμως το κάνει αυτό ο ίδιος ο ήρωας, η αφήγησή του είναι πιο πειστική, και καθώς έχει και τον εξομολογητικό χαρακτήρα που έχουν οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, συναρπάζει τον αναγνώστη περισσότερο.
Όμως η παρέμβαση του τριτοπρόσωπου αφηγητή, που εδώ ταυτίζεται απόλυτα με τον συγγραφέα, δεν μπόρεσε να αποφευχθεί. Στα αρχικά τμήματα του έργου ο συγγραφέας εμφανίζεται στο τέλος κάθε κεφαλαίου, ελάχιστες φορές και ενδιάμεσα, με πλαγιαστά γράμματα, για να σχολιάσει και να διευκρινίσει. Θυμίζει τις συγγραφικές παρεμβάσεις του Ανδρέα Μήτσου στα μυθιστορήματά του, που και αυτός επεμβαίνει για να φωτίσει και να σχολιάσει. Όμως αυτό γίνεται μέσα στο σώμα του έργου, και καθώς η αφήγησή του είναι τριτοπρόσωπη ενσωματώνεται αρκετά εύκολα ο σχολιασμός του. Εδώ μοιάζει να έχει ένα κάπως τεχνικό χαρακτήρα, και διασπώντας την αφήγηση της ηρωίδας μάλλον αφαιρεί παρά προσθέτει. Ο συγγραφέας το συνειδητοποιεί αυτό, γι αυτό και στη συνέχεια παύει να παρεμβαίνει.
Ο Κώστας Θρασυβούλου, δίνοντάς μας μια πραγματική ιστορία «σπουδαία και τέλεια» κατά τον αριστοτελικό ορισμό, δεν νιώθει την ανάγκη της λογοτεχνικής εκζήτησης. Περιγράφει με λιτότητα την ιστορία του, και αυτό την κάνει ιδιαίτερα συναρπαστική, κυρίως στις στιγμές κορύφωσης:
«Σηκώθηκα το πρωί. Από την υπερένταση είχα πάθει τρέμουλο και δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου. Τα σωθικά μου χόρευαν, κόντευαν να ξεκολλήσουν από το στέρνο. Για μια στιγμή άρχισαν να χτυπούν τα δόντια μου, σαν σε παγωνιά. Όλα βρίσκονταν σε υπερδιέγερση, γιατί πλησίαζε η ώρα της μεγάλης απόφασης. Κονταροκτυπιόμουν με τη συνείδησή μου και τις αξίες μου. Όμως η καρδιά, σαν αγαπήσει, ξεχνά κώδικες και ορμήνιες, ακολουθεί το δικό της δρόμο. Όλη τη νύχτα ψάχνω να βρω επιχειρήματα για να στηρίξω τον έρωτά μου. Οι σκέψεις βασανιστικές σαν Ερινύες δεν μ’ αφήνουν να βρω ησυχία, έχουν γίνει φονιάδες του ύπνου. Αλλά τελικά το αποφάσισα. Άρπαξα το κλειδί στα χέρια μου και είπα: ή τώρα ή ποτέ» (σελ. 57). Οι μικρές περίοδοι, σε υφολογικό επίπεδο, αποδίδουν την αγωνία της ηρωίδας.
Τα λαογραφικά στοιχεία που παραθέτει ο συγγραφέας είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτα, πολύτιμα για τον ερευνητή. Η Αγλαΐα μιλά για τα έθιμα της Μ. Ασίας, όταν χηρέψει η γυναίκα.
«Στα μέρη μας, όταν έχανε η γυναίκα τον άντρα της, για σαράντα μέρες ήταν κλεισμένη μέσα στο σπίτι, με τα παράθυρα κλειστά, με ένα καντήλι αναμμένο στη μνήμη του. Επίσης παίρνει όλα τα χρυσά κοσμήματα και τα κοπανάει μέσα σ’ ένα μπρούτζινο γουδί. Επί σαράντα μέρες δεν θα πλυθεί, δεν θα μαγειρέψει, μόνο σιτάρι θα βράζει, για να έχει ο νεκρός κάτι να προσφέρει στον Παντοδύναμο…» (σελ. 181).
Δεν μπορώ να μη σχολιάσω: Πάλι καλά, στην Ινδία τη γυναίκα την έκαιγαν ζωντανή. Και να διατυπώσω μια απορία: Ο άντρας, όταν πέθαινε η γυναίκα του, τι έκανε; Το έθιμο ξεκίνησε από μια γυναίκα, που με αυτό τον τρόπο ήθελε να πενθήσει τον άντρα της που υπεραγαπούσε, ή επιβλήθηκε στη γυναίκα από την κοινωνία της εποχής, πιο πατριαρχική και πιο φαλλοκρατική από τη δική μας;
Άλλα λαογραφικά στοιχεία που συναντάμε στο έργο είναι οι παροιμίες, όπως: «Από Αύγουστο χειμώνα κι από Μάρτη καλοκαίρι» (σελ. 112), «Της καλομάνας το παιδί, το πρώτο ναν’ κορίτσι (σελ. 133) κ.ά.
Ο Θρασυβούλου χρησιμοποιεί την απλή νεοελληνική, όχι την ντοπιολαλιά όπως κάνουν πολλοί συμπατριώτες μου, που καμιά φορά και εμείς οι κρητικοί χρειαζόμαστε λεξικό για να τους διαβάσουμε. Παραθέτει όμως πού και πού λέξεις της ιδιαίτερης πατρίδας του, που άλλες γίνονται κατανοητές από τα συμφραζόμενα, άλλες όμως όχι για τους μη σαμιώτες. Παραθέτω τις λέξεις που συνάντησα, κάποιες με το συμπεριέχον τους. «Που να κλαθούν τα χέρια τους» , «κονταρέψει», «τσαμαντάνια», «χαρχατούριζαν», «αναμινάλε», «νταμλάς», «ξεθραγκώσαμε», «γκακλίζει», «μουσκόμαγκας», «πορδόμαγκας», «τα πήρε μπλαστρά» και «θροφατά». Συνάντησα επίσης τη λέξη «κύρη», και τότε συνειδητοποίησα τη μεταφορική σημασία που έχει στην Κρήτη. Στην Κρήτη σημαίνει «πατέρας», εδώ «κύριος, αφεντικό».
Πάντα μου αρέσει να ανιχνεύω δεκαπεντασύλλαβους του δημοτικού τραγουδιού σε πεζά κείμενα, αλλά και σε ποιητικά που είναι σε ελεύθερο στίχο. Εδώ εντόπισα τον παρακάτω δεκαπεντασύλλαβο.
«Σφιχτόδεσες τη νιότη σου με την καταστροφή σου» (σελ.138)
Πολλές φορές σε μια ωραία λογοτεχνική έκφραση υποπτευόμαστε ένα λαϊκό εκφραστικό τρόπο. Η φράση «του στέλνω φιλιά με τα σύννεφα και χαιρετίσματα με τ’ άστρα» πιθανότατα είναι μια ποιητική λαϊκή έκφραση που χρησιμοποιούν στη Σάμο. Εσείς οι σαμιώτες μπορείτε να ξέρετε καλύτερα.
Διαβάζω τη φράση «Ταξίδευα κάθε βράδυ με τον Έσπερο, ένα λαμπρό αστέρι που το λένε και Αφροδίτη ή Αποσπερίτη…» (σελ. 48), εννοώντας ότι ταξίδευε με τη φαντασία της. Ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι ο τίτλος του έργου του Άγγελου Τερζάκη έχει μεταφορική σημασία, και ότι πρόκειται μάλλον για έναν άλλο λαϊκό εκφραστικό τρόπο, αν δεν είναι δάνειος από τον Τερζάκη..
Το έργο μας άρεσε πάρα πολύ, παρά τις κάποιες αμέλειες στην επιμέλεια, κυρίως στην ορθογραφία ιταλικών λέξεων που θα ενοχλήσουν τους ιταλομαθείς. Το διάβασα απνευστί, σε ένα 24ωρο. Μου θύμισε μια παρόμοια ιστορία αγάπης, σε πρόσωπα γνωστά μου, που δεν είχε όμως τα τραγικά σκαμπανεβάσματα που είχε η ιστορία που μας διηγήθηκε ο Θρασυβούλου.
Η Καλλιόπη, μια όμορφη κοπέλα από ένα διπλανό χωριό από το δικό μου, αρρώστησε με φυματίωση στην κατοχή. Η φυματίωση εκείνη την εποχή ήταν όπως ο καρκίνος. Δύσκολο να γλιτώσεις. Την γιάτρεψε η ιταλός στρατιωτικός γιατρός και την ερωτεύτηκε. Αντιφασίστας, έδωσε μπόλικο ιατροφαρμακευτικό υλικό στο ΕΑΜ, στο οποίο ήταν στέλεχος και ο μελλοντικός μπατζανάκης του. Μετά την απελευθέρωση την κάλεσε στην πατρίδα του και παντρεύτηκαν.
Ο Αντώνιο και η Καλλιόπη έκαναν τρεις κόρες. Η μικρότερη, η Λορέτα με τον άντρα της τον Μαριάνο, είχαν παθολογική αγάπη για την Κρήτη και έρχονταν κάθε καλοκαίρι. Μαζί τους εξασκούσα τα ιταλικά μου, μέχρι που ο χάρος έβαλε τέρμα σε αυτά τα ταξίδια. Ο Μαριάνο πέθανε το καλοκαίρι του 1983 σε ένα νοσοκομείο της Αθήνας. Η Λορέτα έκανε χρόνια να ξανακατεβεί στην Κρήτη. Ο Αντώνιο πέθανε πριν λίγα χρόνια και η Καλλιόπη, μετά το θάνατο της μικρής της αδελφής και μητέρας του φίλου μου του Μιχάλη, που συνέβη πριν ενάμιση χρόνο, δεν θέλει πια να κατέβει στην Κρήτη.
Αυτή την ιστορία αγάπης χωρίς σύνορα θέλησα να την κάνω γνωστή μέσα από την παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Θρασυβούλου. Μια παρουσίαση που την αφιερώνω σε όλους αυτούς που έχουν ερωτευθεί αγνοώντας τα οποιαδήποτε σύνορα, ταξικά, φυλετικά, μίσους ή ό,τι άλλο, κι ας έχουν υποφέρει απ’ αυτό.


The beautiful country, 2004, Η ίδια ιστορία. Ο αμερικανός παντρεύεται τη βιετναμέζα, όμως τραυματίζεται, τυφλώνεται, γυρνάει στην Αμερική και δεν θέλει να ξαναγυρίσει στη γυναίκα του για να μην την παιδεύει με την αναπηρία του. Ο γιος του όμως τον ψάχνει και τον βρίσκει τελικά στην Αμερική, στο Χιούστον.
Hans Petter Moland

Writing credits (WGA)
Sabina Murray (story) and
Lingard Jervey (story) ...
(more

“The Princes and the Marine,”, based on the true love story between a Bahraini Princess and a U.S. Marine who risked everything to be together; ABC’s “King of the World: The Muhammad Ali Story,” based on the book by Pulitzer Prize winner

Ρεπορτάζ στον Αλτερ, για μια ιρακινή πριγκίπισσα και ένα έλληνα σφουγγαρά από τη Σύμη, τον Τάσο Χαραλάμπη. Ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν το 36, και έζησαν 4 χρόνια στη Σύμη. Αυτή έγινε χριστιανή και πήρε το όνομα Αναστασία. Στην κατοχή, οι ιταλοί πίεζαν το ζευγάρι να χωρίσει, για να διεκδικήσουν πετρελαιοπηγές της πριγκίπισσας. Μετά από επίμονη άρνηση δική της, πίεσαν τον Τάσο να γίνει ιταλός υπήκοος, αλλά αυτός αρνήθηκε. Τότε τους κάλεσαν στη Ρώμη στην πρεσβεία για να τακτοποιήσουν δήθεν κληρονομικές εκκρεμότητες. Εκεί ο Τάσος συνελήφθη, και η πριγκίπισσα φυγαδεύθηκε στο Ιράκ. Ο Τάσος, αφού μάταια περίμενε κάποια χρόνια, παντρεύτηκε. Η πριγκίπισσα έμεινε φυλακισμένη στα ανάκτορα στο Ιράκ, και πέθανε το 1973, χωρίς να αλλάξει θρησκεία. Φαίνεται ότι είχαν διαύλους επικοινωνίας, γιατί ο Τάσος μια μέρα είπε κλαμένος στο γιο του ότι πέθανε η πριγκίπισσα. Το όνομά της Νάνσα ή Άντζα, δεν άκουσα καλά.

Θόδωρος Γεωργάκης, Με λογισμό και με όνειρο

Θόδωρος Γεωργάκης, Με λογισμό και με όνειρο

Παρουσίαση του βιβλίου του δημάρχου της Ηλιούπολης Θεόδωρου Γεωργάκη «Με λογισμό και μ’ όνειρο, Λόγος και Πράξη στην τοπική αυτοδιοίκηση» στην αίθουσα Συλλόγου Ποντίων του δήμου Καλλιθέας την Τετάρτη 16 Μαρτίου 2005

Θα ήθελα κατ’ αρχήν να ευχαριστήσω το δήμαρχο κ. Θεόδωρο Γεωργάκη για την τιμή που μου έκανε να μιλήσω για το βιβλίο του, «Με λογισμό και μ’ όνειρο», Λόγος και Πράξη στην Τοπική Αυτό διoίκηση, Τόμος Α΄, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Λιβάνη σε μια πολύ καλαίσθητη έκδοση, και στη συνέχεια όλους εσάς που ήλθατε σε αυτή την παρουσίαση.
Στη συνέχεια, θα ήθελα να επισημάνω τη διαφορά, ανάμεσα στους προλογήσαντες το βιβλίο και σε δυο από τους παρουσιαστές του. Οι προλογήσαντες είναι πολιτικά πρόσωπα, ενώ από τους παρουσιαστές ο υποφαινόμενος και η κα Πίκη είμαστε πρόσωπα της λογοτεχνίας. Εγώ, βιβλιοκριτικός και θεωρητικός της λογοτεχνίας, η κα Πίκη λογοτέχνις.
Και επισημαίνω αυτή τη διαφορά, για να τονίσω ότι η λογοτεχνία και η πολιτική μπορεί να διαφέρουν, όμως δεν βρίσκονται σε απόλυτη διάσταση. Διάβασα κάπου ότι στη Γαλλία σχεδόν όλοι οι υπουργοί έχουν δημοσιεύσει τουλάχιστον ένα βιβλίο, και μάλιστα λογοτεχνικό.
Το πρώτο μέρος της εισαγωγής έχει τίτλο «Η ξεχασμένη τέχνη της ρητορικής». Η ρητορική είναι η κατ’ εξοχήν τέχνη του πολιτικού. Όμως η λέξη ρητορική χρησιμοποιείται και σαν περίπου συνώνυμη της θεωρίας της λογοτεχνίας. Η φίλη μου η Αμίνα από το Πανεπιστήμιου του Μαρόκου έχει τον επίσημο τίτλο «καθηγήτρια της ρητορικής», που στην πραγματικότητα σημαίνει καθηγήτρια της λογοτεχνίας. Ο Wayne Booth έχει γράψει ένα βιβλίο πάνω στη θεωρία του μυθιστορήματος με τίτλο: The rhetoric of fiction, η ρητορική του μυθιστορήματος.
Τι κοινό έχει ένας πολιτικός με ένα λογοτέχνη;
Το κοινό που έχουν και οι δυο τους είναι η ευαισθησία. Ευαισθησία στα προβλήματα των συνανθρώπων, ευαισθησία στα προβλήματα της ζωής, ευαισθησία σεισμογράφου να καταγράφουν και τις πιο μικρές αλλαγές, τους πιο ασήμαντους κραδασμούς που συμβαίνουν στον κοινωνικό τους χώρο. Και ενώ ο λογοτέχνης τα ερεθίσματά του τα μετασχηματίζει σε λόγο, ο πολιτικός τα μετασχηματίζει σε πράξη.
Και εδώ πάλι δεν μιλάμε για απόλυτες αντιθέσεις, αλλά για μετατοπιζόμενες εντάσεις. Η στρατευμένη λογοτεχνία, η litterature engagee όπως την ονομάζουν οι Γάλλοι δίνοντάς της μια περίοπτη θέση στο σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής, μήπως δεν είναι πράξη, μια κατ’ εξοχής επαναστατική πράξη; Και ο πολιτικός, πριν ενεργήσει, δεν θα πρέπει να μιλήσει, να ρητορεύσει, ώστε να πετύχει την αποδοχή και τη συναίνεση για τις πράξεις τις οποίες σκοπεύει να κάνει, τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί;
Υπάρχει λοιπόν συχνά μια διαπλοκή λογοτεχνίας και πολιτικής. (Ξεχάστε τις αρνητικές συνυποδηλώσεις που έχει η λέξη διαπλοκή όταν μιλάμε για πολιτική, εγώ είμαι λογοτέχνης και θεωρητικός της λογοτεχνίας. Και σαν λογοτέχνης δράττομαι της ευκαιρίας να ευχαριστήσω και απ’ αυτή τη θέση τον κο Γεωργάκη που το λογοτεχνικό μου πόνημα «Ο χορός της βροχής- οικολογικά παραμύθια και διηγήματα» το περιέβαλε με αγάπη, το εκτίμησε, και με την προτροπή του το εξέδωσε ο δήμος Ηλιούπολης και το μοιράστηκε σε όλους τους μαθητές των δημοτικών σχολείων του δήμου). Η διαπλοκή λοιπόν της λογοτεχνίας και της πολιτικής φαίνεται με ένα άμεσο τρόπο μέσα στα κείμενα. Οι λογοτεχνικές αναφορές είναι πάμπολλες, κυρίως παραθέματα από ποιήματα των μεγάλων μας ποιητών, Σολωμού, Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη και άλλων. Δεν λείπουν βέβαια και αναφορές από έργα μεγάλων μας πεζογράφων, όπως του Καζαντζάκη και του Σαμαράκη.
Αλλά ας δούμε όμως πώς ο ίδιος ο Γεωργάκης περιγράφει τη σχέση του με τη λογοτεχνία:
«Είναι η λογοτεχνία που μου επέτρεψε ν’ αποκαλύψω τον ‘καημό της Ρωμιοσύνης’. Είναι η λογοτεχνία που μου επέτρεψε να κατανοήσω πόσο βαθιά στην ψυχή μας φτάνουν τα προβλήματα της καταπίεσης και της ανεργίας, της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος, της τρίτης ηλικίας… Είναι η λογοτεχνία η πρώτη ύλη που μου έδωσε τη δυνατότητα να ανακαλύψω την απαντοχή του ανθρώπου, το μεράκι και τον αγώνα του να αφήσει κάτι στην κοινωνία, να δημιουργήσει, να πλάσει, δηλαδή, το μέλλον» (σελ. 43)
Και η παρακάτω εξομολόγηση, στην ίδια σελίδα, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική:
«Υπάρχει λοιπόν, ευθεία σχέση ανάμεσα στις σκέψεις και στα συναισθήματα που μου προκάλεσε ένα λογοτεχνικό κείμενο, στην εμπειρία που μου πρόσφερε για κάποια θέματα και στο πώς αντιμετώπισα την επόμενη μέρα στο γραφείο μου αυτά τα θέματα.
Με κάθε υπευθυνότητα σας εξομολογούμαι ότι θα ήμουν φτωχότερος ως πολιτικός στο βαθμό που θα μου έλειπε εκείνη η μαγική και βαθιά εμπειρία του κόσμου, όπως αυτός ο κόσμος ζει και αναδεικνύεται, σε όλη την πολυπλοκότητά του, μέσα στο λογοτεχνικό κείμενο» (σελ. 43-44).
Και πιο κάτω γράφει χαρακτηριστικά: «Η λογοτεχνία λοιπόν δεν είναι μόνο η πηγή, αλλά και το μέσο για την προσέγγιση της ύπαρξης με το λόγο. Για την πραγματική, την ουσιαστική ανθρώπινη επικοινωνία. Για τη συνύπαρξη και τη συμπόρευση των ανθρώπων. Για την προώθηση της κοινής τους προσπάθειας με στόχο μια καλύτερη ζωή, ένα καλύτερο αύριο» (σελ. 47).
Και θα κλείσω με τα αποσπάσματα για τη λογοτεχνία από τον πρόλογο με την ακόλουθη αποφθεγματική διατύπωση:
«Τα λογοτεχνικά στοιχεία είναι που δίνουν στον πολιτικό λόγο την κοινωνική, την ανθρώπινη διάστασή του» (σελ. 47).
Στο τέλος του προλόγου ο Γεωργάκης επεξηγεί τον τίτλο του βιβλίου που είναι απόσπασμα από στίχο του Σολωμού: «… προσπάθησα να συνταιριάξω τη λογική και το συναίσθημα, τον ορθολογισμό και το όνειρο… ‘Με λογισμό και μ’ όνειρο…’, όπως το θέλει ο Διονύσιος Σολωμός, προσπάθησα να αντιμετωπίζω, από τα παιδικά μου χρόνια μέχρι σήμερα – ίσως και λόγω της κοινής επτανησιακής καταγωγής μας-, όλα τα προβλήματα που συναντούσα στο δρόμο μου, τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο» (σελ. 48).
Θα ήθελα εδώ να κάνω μια μικρή παρέκβαση, σε σχέση με την κοινή επτανησιακή καταγωγή του Γεωργάκη με το Σολωμό. Πριν από την κοινή επτανησιακή καταβολή υπάρχει η κρητική. Ως γνωστό, μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους τούρκους αθρόοι έτρεξαν οι κρητικοί στα Επτάνησα για να γλιτώσουν τον οθωμανικό ζυγό. Η κατάληξη σε –άκης είναι άσφαλτος δείκτης. Όσο για το Σολωμό, έχουν ανιχνευθεί οι προγονικές του ρίζες στη Σητεία. Υπάρχει ακόμη περιοχή εκεί που λέγεται «Σολωμικά». Και πριν από ένα μήνα περίπου που ήμουνα στα Κύθηρα, η υπεύθυνος του ιστορικού αρχείου μου έδειξε, δίπλα στο κτίριο στο κάστρο που βρίσκεται το αρχείο, ένα εκκλησάκι όπου είναι θαμμένα μέλη της οικογένειας Σολωμού. Στα Κύθηρα, όπως μου είπε, έμειναν κάπου έναν αιώνα πριν μεταναστεύσουν στη Ζάκυνθο.
Γιατί αυτή η παρέκβαση.
Σαν κρητικός δεν μπορώ παρά να νιώθω υπερηφάνεια που ο Σολωμός έχει κρητικές ρίζες, δεν μπορώ παρά να νιώθω υπερήφανος που ένας από τους πιο επιτυχημένους δήμαρχους της Ελλάδας, εκλεγμένος για τέταρτη συνεχή φορά, έχει κρητικές ρίζες. Και, για να συνοψίσω κρητικά την αξία των κειμένων αυτών που πριν γίνουν αντικείμενο ανάγνωσης με την παρούσα έκδοση εκφωνήθηκαν σαν προφορικός λόγος, θα παραθέσω ένα δίστιχο του μεγάλου μου, του μεγάλου μας συμπατριώτη, του Βιτσέντζου Κορνάρου:
Κι ο που κατέχει να μιλεί με γνώση και με τρόπο
Κάνει και κλαίσι και γελούν τα μάτια των ανθρώπω.
Ο Γιωργάκης στα κείμενα αυτά δείχνει ότι κατέχει να μιλεί «με γνώση και με τρόπο», και δεν ξέρω αν έκλαψαν ή γέλασαν όσοι τον άκουσαν να τα εκφωνεί, είμαι όμως σίγουρος ότι τον καταχειροκρότησαν.
Θα ήθελα να επιστρέψω στην μεταφορικότητα του τίτλου. Σε ένα παραδειγματικό άξονα με τον τίτλο «λογισμός» θα βάζαμε τη λογική, το ρεαλισμό, την αυτοσυγκράτηση, το συντηρητισμό. Σε έναν άλλο παραδειγματικό άξονα με τίτλο «όνειρο» θα βάζαμε τη φαντασία, την προοδευτικότητα, το ριζοσπαστισμό, την υπέρβαση. Ο Γεωργάκης επιλέγει τη μέση οδό, το «μέτρον» ή «μεσότητα» των προγόνων μας, που εκφράζεται με το πολυχρησιμοποιούμενο γνωμικό «παν μέτρον άριστον». Όταν οι φοιτητές στο γαλλικό Μάη κραύγαζαν το σύνθημα «Η φαντασία στην εξουσία» εξέφραζαν την αντίθεσή τους στην πεζότητα και συντηρητικότητα της γαλλικής πολιτικής.
Ο μεγάλος νομπελίστας γερμανός βιολόγος, ο Κόντραντ Λόρεντς, έχει μιλήσει για το νόμο του εκκρεμούς. Από τη μια άκρη περνάει στην άλλη, για να ισορροπήσει στη μέση. Ο Γεωργάκης ισορροπεί προγραμματικά ανάμεσα στο λογισμό και στο όνειρο. Δεν προκρίνει κανένα υπέρ του άλλου. Και τα δυο πρέπει να υπάρχουν στις σωστές αναλογίες, ανάλογα με την κατάσταση.
Θα αναφερθώ τώρα ως πολίτης σε μια διάσταση της σημερινής πολιτικής και, προπαντός, της επετειακής ρητορίας. Νομίζω ότι είναι κοινή πεποίθηση όλων μας ότι οι περισσότερες ομιλίες που γίνονται είναι βαρετές, ή καλύτερα υπνοφόρες, για να χρησιμοποιήσω μια λέξη ενός παλιού συντρόφου, του Κώστα του Σκούρα, καλή του ώρα στη Μήλο που βρίσκεται.
Γιατί αυτό:
Γιατί δεν υπάρχει η σωστή αναλογία ανάμεσα στο περιεχόμενο και στην έκφραση, ανάμεσα στα ρητορικά σχήματα και στην πληροφορία. Πολλοί επετειακοί λόγοι, ας πούμε για τις εθνικές γιορτές, είναι κατάφορτοι με εκφράσεις πατριωτικών εξάρσεων, μεγαλοστομιών και κούφιων λόγων, αλλά πολύ φτωχοί σε πληροφοριακό υλικό. Το πληροφοριακό υλικό που υπάρχει είναι ελάχιστο, γνωστό και στον τελευταίο έλληνα, απαραίτητο στημόνι για να υφανθεί πάνω του το υφάδι της μεγαλοστομίας. Και όταν ακούμε τέτοιους λόγους, λέμε όλοι μας «-άντε να τελειώνει».
Υπάρχουν οι εξαιρέσεις. Ένας τέτοιος λόγος που μου έκανε εντύπωση ήταν του τέως πρύτανη του Πολυτεχνείου Μαρκάτου, σε μια γιορτή για τη μάχη της Κρήτης πέρυσι στο Νέο Ηράκλειο. Σίγουρα υπάρχουν και άλλες.
Ανάμεσα σ’ αυτές είναι και οι ομιλίες του Γεωργάκη που εμπεριέχονται στον τόμο αυτό, και, μια και η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί, τολμώ να υποθέσω το ίδιο και για τις ομιλίες που βρίσκονται στο δεύτερο υπό έκδοση τόμο. Το πληροφοριακό υλικό που παρατίθεται είναι πλουσιότατο.
Στον τόμο αυτό είναι συγκεντρωμένες ομιλίες που εντάσσονται σε τρεις θεματικές κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία έχει τίτλο «Κορυφαίες στιγμές της εθνικής μας πορείας», με κείμενα για την εθνική αντίσταση, τη μάχη της Κρήτης κλπ. Η δεύτερη «Ελλάδα και Ελληνισμός» περιέχει κείμενα για τους Έλληνες της Ιωνίας, για το δράμα του Ποντιακού Ελληνισμού και για την Κύπρο. Η τρίτη ενότητα, η οποία κατά τη γνώμη μου έχει το μεγαλύτερο αναγνωστικό ενδιαφέρον, έχει τίτλο «Ιστορικές μορφές και πρότυπα για τη νεολαία μας». Εκεί εξαίρεται η προσωπικότητα αγωνιστών όπως ο Μαρίνος Αντύπας, ο Λάκης Σάντας, η Ηρώ Κωνσταντοπούλου, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, ο Σωτήρης Πέτρουλας, ο Κώστας Γεωργάκης, ο φοιτητής που αυτοπυρπολήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη Χούντα, οι ήρωες του Πολυτεχνείου, Η Ελένη Φωκά.
Η τελευταία αυτή μου ήταν άγνωστη. Διάβασα με συγκίνηση το ιστορικό της. Δασκάλα στην Κύπρο, παρέμεινε μετά την εισβολή στα κατεχόμενα, για να διδάσκει σε ένα καθεστώς διώξεων τα ελληνόπουλα που ζούσαν κάτω από την τουρκική κατοχή. Όταν πήγε στην ελεύθερη Κύπρο για ένα πρόβλημα υγείας οι τουρκικές αρχές δεν της επέτρεψαν την επιστροφή.
Με συγκίνησε επίσης και η ομιλία για τους ήρωες πυροσβέστες, που έπεσαν στο καθήκον τους στην προσπάθεια κατάσβεσης μιας πυρκαγιάς στον Υμηττό. Δεν πρέπει να μνημονεύονται μόνο οι επώνυμοι, αλλά και οι απλοί άνθρωποι που προσφέρουν τη ζωή τους στην εκτέλεση του καθήκοντος.
Θα κλείσω κυκλικά, ξαναεπιστρέφοντας στη λογοτεχνία. Αναφέρθηκα στην Αρχή ότι ο Θόδωρος Γεωργάκης παραθέτει συχνά στις ομιλίες του λογοτεχνικά αποσπάσματα. Εδώ θα προσθέσουμε ότι κάποιες φορές παραθέτει και πρωτότυπες, δικές του ποιητικές δημιουργίες. Για το ποίημα που έγραψε για την Ηρώ Κωνσταντοπούλου παραθέτουμε το παρακάτω απόσπασμα.

«Έδωσε την ύπαρξή της τη νεανική
έδωσε τη χαρά της, χάρισε την αγάπη της,
δώρισε τη ζωή της, έσβησε την ικμάδα της
για σένα και για μένα,
για την ειρήνη και το δίκιο.

Και, για να μην αμφισβητήσει κανείς τις κρητικές καταβολές του δημάρχου, θα παραθέσω τις δυο μαντινάδες με τις οποίες κλείνει την ομιλία του για τη Μάχη της Κρήτης.

«Να ’ναι καλά οι Κρητικοί όπου κι αν κατοικούνε
Τη μάχη των πατέρων τους ποτέ να μη ξεχνούνε.
Σαν φάρο όλοι βλέπουμε τη μάχη τη μεγάλη,
Που την Ευρώπη τίμησε κι ας το ξεχνούν οι άλλοι».

Δεν μπορώ, νιώθω υποχρεωμένος σαν κρητικός, θα ευχηθώ κι εγώ με ανάλογο τρόπο στο Δήμαρχο:

Δήμαρχε τσ’ Ηλιούπολης, Θεόδωρε Γεωργάκη
Δουλεύεις για το δήμο σου με μπόλικο μεράκι.
Γι αυτό και μεις σου ευχόμαστε χίλια χρόνια να ζήσεις
Κι ανέ σου φαίνονται πολλά, να τα εκατοστίσεις.

Μπάμπης Δερμιτζάκης

«Ταξίδια… στον κόσμο, τη μνήμη και τη φαντασία

«Ταξίδια… στον κόσμο, τη μνήμη και τη φαντασία» Υπερόριος 2004, Σάμος

Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε στην αίθουσα Αντώνη Τρίτση στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων στις 20 Νοέμβρη 2004. Δημοσιεύτηκε και στο «Μεθόριος του Αιγαίου», Ιαν-Μάρ. 2005, τ. 15

Όταν ο φίλος μου ο Γιώργος ο Βοϊκλής μου ζήτησε να παρουσιάσω τον τόμο «Ταξίδια… στον κόσμο, τη μνήμη και τη φαντασία», που περιέχει τα διηγήματα 46 σαμιωτών συγγραφέων, δέχτηκα χωρίς επιφύλαξη εξωτερικά, λόγω της φιλίας που με συνδέει εδώ και τριάντα χρόνια μαζί του, εσωτερικά όμως είχα φοβερές επιφυλάξεις. Η κύρια επιφύλαξή μου ήταν πώς θα άντεχα να διαβάσω τα διηγήματα τόσων λογοτεχνών που προέρχονται από ένα μόνο νησί. Στατιστικά θα έπρεπε να περιμένω ότι πάρα πολλά από αυτά θα ήταν κακά, και όταν λέω κακά εννοώ ότι δεν θα άντεχα να τα διαβάσω. Και δεν υπάρχει πιο επώδυνο πράγμα για μένα από το να διαβάζω κάτι που δεν μου αρέσει. Γι αυτό άλλωστε δεν υπήρξα ποτέ μου καλός μαθητής και φοιτητής, γιατί υπήρχαν πάντα μαθήματα που δεν μου άρεσαν. Με έκπληξη όμως είδα, διαβάζοντας το ένα μετά το άλλο τα κείμενα της συλλογής αυτής, ότι δεν βρέθηκα ποτέ στον ενδοιασμό: να παρατήσω αυτό που διαβάζω και να πάω στο επόμενο; Κανένα διήγημα δεν ήταν κακό, και αυτό το είπα όχι μόνο στο Γιώργο, αλλά και σε άλλους φίλους που συζήτησα το θέμα, για παράδειγμα με τον Μανώλη το Σέργη που βγάλαμε μαζί το πρόγραμμα της Εξομοίωσης του Πανεπιστημίου στο Γύθειο, επίκουρο καθηγητή λαογραφίας. Σήμερα είχαμε τις εξετάσεις σε αυτό το πρόγραμμα και ήλθα για αυτή την εκδήλωση κυριολεκτικά με την ψυχή στο στόμα.
Επαναλαμβάνω, για μένα το κατ’ αρχήν κριτήριο για ένα πεζογράφημα είναι αν αντέχεις να το διαβάσεις. Και σας βεβαιώ ότι μου έχουν τύχει πολλά τέτοια σαν βιβλιοκριτικός. Από εκεί και ύστερα αν κάποια κείμενα τα θεωρώ καλύτερα από κάποια άλλα, αυτό έχει να κάνει και με υποκειμενικά κριτήρια. Για παράδειγμα ο Γιώργης ο Παπαδάκης, που μαζί παρουσιάσαμε το βιβλίο του Σταμάτη Δανά «Στα μονοπάτια του ανέφικτου», και ο οποίος έχει ερευνητικό ενδιαφέρον για το φανταστικό, φυσικά θα τοποθετούσε αξιολογικά πρώτα τα φανταστικά διηγήματα αυτής της συλλογής.
Πολλοί συγγραφείς που κατάγονται από την επαρχία έχουν, αν μου επιτρέπεται να τη χαρακτηρίσω έτσι, μια ηθογραφική αγωνία για τον τόπο τους. Οι αλλαγές που συντελούνται στην ελληνική κοινωνία είναι ταχύτατες. Βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο μιας μίνι παγκοσμιοποίησης, που εκφράζεται με την εγκατάλειψη των τοπικών ιδιωμάτων καθώς και τη σταδιακή φθορά των παραδοσιακών ηθών και εθίμων, τα οποία προσπαθούν να αναβιώσουν, σχεδόν μουσειακά, οι τοπικοί σύλλογοι. Πολλοί σύλλογοι των συμπατριωτών μου των κρητικών στην Αθήνα κάνουνε κάθε χρόνο τη γιορτή του κλείδωνα, ένα έθιμο που έχει εκλείψει τώρα από την Κρήτη, συμπιέζοντάς το σε μια μόνο βραδιά. Έχω κάνει δυο τέτοιες παρουσιάσεις.
Οι περισσότεροι συγγραφείς αυτών των αφηγημάτων χαρακτηρίζονται από αυτή την ηθογραφικοί αγωνία, όπως για παράδειγμα ο Κώστας Καλαντζής. Το διήγημά του «Πάσχα στο Αιγαίο» βρίσκεται μέσα στην Παπαδιαμαντική παράδοση, μόνο που ο Παπαδιαμάντης γράφει συγχρονικά, ενώ ο Καλαντζής περιγράφει το παρελθόν. Η «θαμιστική αφήγηση», για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο της αφηγηματολογίας, η αφήγηση δηλαδή γεγονότων που επαναλαμβάνονται, είναι το χαρακτηριστικό του διηγήματος. Οι παρατατικοί κυριαρχούν. Στο τέλος όμως ο Καλαντζής κλείνει με επιδέξιο τρόπο, αφηγούμενος συγκεκριμένο γεγονός, το πώς ο παπάς καθυστέρησε μια φορά να πει το «Χριστός Ανέστη», περιμένοντας κατά το έθιμο να έλθει το πλοίο.
Από το Πάσχα πηγαίνουμε στα «Χριστούγεννα στην Ικαρία» της Θάλειας Τσαρνά, με τη θαμιστική αφήγηση πάλι να κυριαρχεί. Μόνο που εδώ το συγκεκριμένο γεγονός δεν έχει το happy end που έχει το διήγημα του Καλαντζή. Η γιορτή των Χριστουγέννων σκεπάζεται από το θρήνο για τους ναυτικούς που χάθηκαν.
Ο Γιάννης Κονταξής χρησιμοποιεί την ημερολογιακή αφήγηση για να περιγράψει ένα συγκεκριμένο γεγονός με άφθονο σασπένς, το πώς γλίτωσε το πλοίο τους από μια κακοκαιρία, όπου λίγο έλειψε να ναυαγήσει. Το ίδιο θέμα αναπτύσσει και ο Κώστας Θρασυβούλου στο διήγημά του «Σορόκος και μπουγάζι». Αλιεύω μια υφολογική νησίδα, με το εφέ της συνεκδοχής: «Οι κοπέλες άφησαν τους αφαλούς τους να βγουν σεργιάνι».
Το «Πηγάδι του Άι Γιάννη» του Ανδρέα Παπανικήτα είναι και αυτό μια τρυφερή αναπόληση του παρελθόντος, ένα εικαστικό αφήγημα για ένα πηγάδι ομορφότατο, «αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας», για να έλθει μετά από χρόνια και να το βρει μπαζωμένο. «Το πηγάδι που μιλούσε» της Βούλα Χαραλαμπάκη – Σακελλάρη είναι ένα άλλο πηγάδι, στο οποίο έγινε ένα φονικό. Με μια συναρπαστική αφήγηση η συγγραφέας μας περιγράφει την ιστορία, και το πώς, τυχαία, ανακαλύφθηκε ο δολοφόνος. Το πραγματικό είναι πολλές φορές πιο συναρπαστικό, αρκεί να το αφηγηθείς ωραία.
Όταν λείπει το σασπένς της αφήγησης, υπάρχει ο λυρισμός της γραφής. Αναφέρομαι στα «Γράμματα της τιμονιέρας» της Κούλας Καραμηνά-Πόθου. Είναι καταπληκτικό πώς μια γυναίκα φόρεσε την περσόνα ενός άντρα με τέτοια επιτυχία.
Το «Τρεις φορές στην ίδια πόλη» της Λίτσας Ψαραύτη είναι αφηγηματικά πρωτότυπο, και αποτελεί μια μικρογραφία της αφηγηματικής τεχνικής της Ρέας Γαλανάκη στο τελευταίο της μυθιστόρημα «Ο αιώνας των λαβυρίνθων». Τα τρία κείμενα που απαρτίζουν το αφήγημα ταυτοποιούνται στη βάση της χρονολογίας, με μια δεκαετία διαφορά το καθένα, 1976, 1986, 1996. Της Γαλανάκη χωρίζεται σε εικοσαετίες, 1878, 1898 κλπ. Είναι ένα ρέκβιεμ για τη Ρωσία, στην πραγματικότητα νομίζω ένα ρέκβιεμ για τα όνειρα, ή καλύτερα τις ουτοπίες, που εξέθρεψαν τη νιότη μας.
Το «Αυτά που έφυγαν κι αυτά που θα ’ρθουν» της Ηρώς Παπαμόσχου είναι ένα αφήγημα νοσταλγίας, τρυφερό και μελαγχολικό. –Αχ, πού είσαι Αιγαίο μου!!! Με τα νησιά και τα νησάκια σου. Και το αφήγημα κλείνει: -Ε, ναι λοιπόν, το καλοκαίρι θα πάμε στη Σάμο.
«Ο αποχαιρετισμός» του Σταμάτη Βαλσάμου έχει μια προσχηματική αφήγηση για να μας ξεναγήσει στο Αιγαίο και στη Σάμο με μια θαυμάσια εικαστική περιγραφή. Οι διάλογοι μας μεταφέρουν σε καταστάσεις του παρελθόντος. Αποπνέει την ίδια νοσταλγία που αποπνέουν και τα περισσότερα αφηγήματα αυτού του τόμου.
«Ταξίδι στο Αιγαίο» είναι αντίθετα ο καταδηλωτικός τίτλος του διηγήματος του Φάνη Γαλάνη, με εικαστικές περιγραφές των νησιών του. Αλιεύουμε απ’ αυτό την παρακάτω αποφθεγματική φράση: «Αγαπούμε το ταξίδι, γιατί δίνει την εντύπωση πως ξεφεύγουμε από τον εαυτό μας, πως σπάζουμε τις αλυσίδες μας».
«Οι ρίζες» της Μαριάννας Κυριακάκη είναι ένα συναρπαστικό διήγημα που δίνει μια διάσταση της ζωής των μεταναστών στην Αμερική. Αλιεύουμε επίσης την παρακάτω φράση: «Στην απελπισία μας οι άνθρωποι παλεύουμε να γεμίσουμε το χρόνο μας. Είναι ο πιο σίγουρος τρόπος για να μη σκεφτόμαστε». Να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας, να μη σκεφτόμαστε, είναι ψυχικές διαθέσεις που μας επισκέπτονται συχνά στη ζωή.
Και από την Αμερική πηγαίνουμε στην Αίγυπτο, με τον «Πικρό νόστο» του Κώστα Βαξεβανάκη. Αν και έχω μια ελαφρά διαφορετική αντίληψη για τα ιστορικά γεγονότα, το κεντρικό ζήτημα στο αφήγημα, ο ξεριζωμός, περιγράφεται με ζωντάνια και ενάργεια.
Το συμπλήρωμα της νοσταλγίας είναι η λαχτάρα αυτών που αφήσαμε πίσω για μας. «Το χαμόγελο της νεκρής» του Μανόλη Κάρλα εκφράζει θαυμάσια τη νοσταλγία της μάνας για το ξενιτεμένο παιδί της. Πεθαίνει με το χαμόγελο στα χείλη καθώς της διαβάζουν το γράμμα του γιου της.
Την ίδια λαχτάρα εκφράζει και το διήγημα «Γράμματα στον Αλέξανδρο» της Έπης Χριστοδούλου. Παρά τον τίτλο, το κείμενο αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην επιστολή και στο ημερολόγιο. Υπάρχει βέβαια ο αποδέκτης, ο Αλέξανδρος, τον οποίο η μητέρα συμβουλεύει τρυφερά.
Το «Ράλια, κοιμάσαι;» της Αγγελικής Οικονόμου εκφράζει τη νοσταλγία για τους δικούς που αφήσαμε πίσω, με ένα εντυπωσιακό εφέ τέλους. Η Ράλια ονειρεύεται τους δικούς της, και η ευτυχία που νιώθει μέσα στην ύπνο της είναι πολύ μεγάλη. Η αφηγήτρια τελειώνει: Ας τέλειωνε απόψε η μπαταρία στο ξυπνητήρι σου, Ράλια.
Όμως «Το ταξίδι στο όνειρο» της Κατερίνας Κατσαμπά που αναφέρεται σε ένα υιοθετημένο παιδί που κάθε βράδυ βλέπει στον ύπνο του τη μάνα του έχει πιο δραματικό χαρακτήρα. Το παιδί νοσταλγεί μια μάνα που δεν γνώρισε ποτέ, μια μάνα που θα μπορούσε να είχε κάνει μια άλλη επιλογή και όχι να το εγκαταλείψει.
Τα απομνημονεύματα του Μανόλη Βοϊκλή με τίτλο «Εξόριστος στα εκτός σχεδίου» είναι συναρπαστικές ιστορίες της εσωτερικής μετανάστευσης, και αναδεικνύουν ανάγλυφα το κλίμα της εποχής. Διαβάζοντάς τα αναγνωρίζει κανείς πώς η πραγματικότητα συναγωνίζεται με πολύ μεγάλη επιτυχία τη φαντασία.
Τα «Ξεφλουδίσια» του Αριστείδη Βουγιούκα εικονογραφούν σκηνές από τη ζωή των χωρικών στην Ευρυτανία. Διάβασα με συγκίνηση σ’ αυτό το διήγημα την υπόθεση της «Λαφίνας», του δημοτικού τραγουδιού που η γιαγιά μου μου το τραγούδαγε λειψό όταν ήμουν μικρός, γιατί δεν το θυμόταν όλο.
«Η μάνα» της Αγγελικής Βαλεοντή-Δεμερτζή κινείται στο ίδιο κλίμα με τον Μανόλη Βοϊκλή. Χωρίς να έχουν οι ιστοριούλες της τον ανεκδοτικό χαρακτήρα που έχουν εκείνες του Βοϊκλή, είναι πολύ συγκινητικές περιγράφοντας στενές οικογενειακές σχέσεις.
Το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει, λέει ο λαός, ή έστω παραδίπλα. Η Έρη Ρίτσου, η κόρη του ποιητή (για τις κόρες του, παρεμπιπτόντως, έχει γράψει τα καλύτερά του ποιήματα, τα διαβάσαμε με συγκίνηση στα νιάτα μας) έχει καταθέσει ένα από τα καλύτερα (υποκειμενική κρίση) και εκτενέστερα (αντικειμενική διαπίστωση, μετρώντας τις σελίδες) διηγήματα της συλλογής. Φαντάζομαι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό, εικονογραφεί τις αγωνίες και τα προβλήματα της εφηβείας, και κυρίως βέβαια τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα.
Το «Ήταν ένα μικρό καράβι» του Άλκη Καλτάκη είναι μια τοπική ιστοριογραφία. Καταγράφει με επιμέλεια τις ακτοπλοϊκές συνθήκες της Σάμου μιας εικοσαετίας περίπου, 1935 με 1955, με την πένα όχι λαογράφου, αλλά λογοτέχνη.
Ποτέ δεν κουραζόμαστε να διαβάζουμε αναμνήσεις των αγωνιστών της εθνικής αντίστασης, που, ενώ τους έπρεπε κάθε έπαινος, σύρθηκαν στις φυλακές και τις εξορίες. Μια τέτοια συγκινητική αφήγηση είναι και το «Πειραιάς – Άι Στράτης με επιστροφή» του Πέτρου Παπαγεωργίου, που περιγράφει την μεταπολεμική πραγματικότητα, ενώ «Η επιστροφή των προσφύγων» του Δημήτρη Καραμηνά αναφέρεται στην επιστροφή από τη Μέση Ανατολή των προοδευτικών στρατιωτών που βρέθηκαν περίπου αιχμάλωτοι στα χέρια των συμμάχων. Όσο για το «Αταξίδευτο όνειρο» του Νίκου Νόου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα προηγούμενο επεισόδιο, περιγράφοντας την πρώτη αποτυχημένη προσπάθειά του να πάει στη Μέση Ανατολή. «Το πρώτο μας ταξίδι στη χώρα του ονείρου είχε ναυαγήσει», καταλήγει το αφήγημα. Και όταν πραγματοποιήθηκε, ναυάγησαν οι ελπίδες στην ουτοπία.
Το διήγημα του Σταύρου Κουτράκη «Χριστόφορος Κολόμπος του Δ.», αναφέρεται στην επιστροφή από την ξενιτιά. Χιουμοριστικό, θεματοποιεί τους οικονομικούς μετανάστες. Πρόκειται πραγματικά για μια ειρωνική αντιστροφή, ο μετανάστης γίνεται αφεντικό επιστρέφοντας στον τόπο του για να δεχθεί άλλους μετανάστες. Μόνο που εδώ η μετανάστρια θα γίνει συντρόφισσά του.
Διήγημα που μας θυμίζει τα διηγήματα της Αγγέλας Καστρινάκη είναι το «Διπλό ταξίδι» του Διαμαντή Ρήνα. Καμιά συναρπαστική ιστορία, απλά μια θαυμάσια περιγραφή ενός ταξιδιού με το πλοίο. Μάθαμε απ’ αυτό ότι ο βιβλιοκριτικός Γιάννης Χατζίνης είναι Σάμιος.
Στην ίδια παράδοση, της αφήγησης του ελάχιστου, βρίσκεται και το αφήγημα της Αθηνάς Θάνου-Κάιλα που έχει τον τίτλο «Σαν χθες… Τι διάστημα μικρό… Τι διάστημα μικρό». Πρόκειται για ένα νοσταλγικό ταξίδι στο χρόνο μέσα από φωτογραφίες.
Το «Μια ανθοστήλη στο Αιγαίο» της Λιλής Κωνσταντινίδου αναφέρεται στη νοσταλγία του πατρικού σπιτιού που συμπλέκεται με την τρυφερή ανάμνηση της πρώτης αγάπης. Είναι ένα αληθινά συγκινητικό διήγημα, φαντάζομαι αυτοβιογραφικό. Το ίδιο και «Τα ξύλα της ανάγκης» του Μιχάλη Παπαδημητρίου, όπου μαζί με τη νοσταλγία της πρώτης αγάπης έχουμε και τη νοσταλγία της γλώσσας. Σε ένα αφήγημα μόλις πάνω από δυο σελίδες έχουμε μισή σελίδα γλωσσάρι.
Η νοσταλγία είναι επίσης το θέμα του διηγήματος του Νίκου Ορφανού που φέρει τον καταδηλωτικό επίσης τίτλο «Νοσταλγία και ελπίδα». Η εικονογράφηση νοσταλγικών εικόνων και των πικρών στιγμών του αποχαιρετισμού γίνεται με δύναμη και αίσθημα από τον συγγραφέα.
Τα χρόνια της νοσταλγίας ήταν δύσκολα χρόνια. Το «Κρυμμένα στις σκιές της ίριδας» της Μαργαρίτας Ικαρίου δείχνει τη δύσκολη ζωή που πέρασαν οι αγωνιστές της αντίστασης και οι οικογένειές τους. Η ηρωίδα αναρωτιέται στην τελευταία σειρά: Διάβηκα όλες τις ρωγμές της παλάμης μου;
Να κάνω εδώ μια παρέκβαση. Το σασπένς κάθε αφήγησης λύνεται στο τέλος. Το σασπένς όμως του τι σε μια αφήγηση είναι πραγματικό και τι φανταστικό είναι κάτι που δεν λύνεται. Αναγνώστες όπως εγώ μένουμε πάντα, ή σχεδόν πάντα, με το ερωτηματικό. Για παράδειγμα στο διήγημα του Γιώργου Βοϊκλή «Solaris 2003» γνωρίζω πρόσωπα του διηγήματος, ακόμη και όταν δεν αναφέρονται με το όνομά τους, καθώς και γεγονότα. Υποθέτω ότι ο Εγκέφαλος είναι πραγματικό πρόσωπο. Η τόσο γλαφυρή αφήγηση του διηγήματος με έκανε προς στιγμή να ξεχάσω ότι ανήκει στην κατηγορία του φανταστικού, και αν δεν ήταν τώρα εδώ ο Βοϊκλής θα ένιωθα ότι με εγκατέλειψε και δεν με πήρε στη διαστημική Ουτοπία του με τα άλλα 89 ζευγάρια, εμένα τον κύριο Εννέα σε Ένα. Για κάποιες ανακρίβειες σχετικά με το πρόσωπό μου, δεν μπορούσε να ξέρει. Κι αυτό γιατί το διήγημα γράφηκε πριν ένα χρόνο. Το ότι με έκανε διηγηματικό πρόσωπο με κολακεύει, όπως με έκανε εξάλλου και μυθιστορηματικό στο έργο του «Τα παιδιά της Ευρώπης στην πόλη του ήλιου». Το ότι με χρησιμοποίησε και σε άλλο έργο του είναι μια αφηγηματική τεχνική που χρησιμοποιούν ορισμένοι συγγραφείς, τα ίδια πρόσωπα δηλαδή να εμφανίζονται και σε άλλα έργα τους. Την τεχνική αυτή έχει χρησιμοποιήσει για παράδειγμα ο Αλέξανδρος Κοτζιάς. Τον Αντωνιάδη, ένα από τα πρόσωπα του τρίτου του μυθιστορήματος, του Εωσφόρου που εκδόθηκε το 1959 το επανεμφανίζει στην τελευταία νουβέλα του «Ο πυγμάχος» που εκδόθηκε το 1991. Ο θάνατός του από ατύχημα έβαλε δυστυχώς τέρμα στη συγγραφική του σταδιοδρομία.
Για το αφήγημα του Μιχάλη Μητσού «Απ’ το χωριό στο κτήμα», που αναφέρεται σε σπαρταριστά ανέκδοτα από τη ζωή ενός μπάρμπα Γιάννη, δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι πρόκειται για πραγματικές ιστορίες. Ήδη από την αρχή ο συγγραφέας δηλώνει ότι δεν αναφέρει το επίθετό του γιατί ζουν οι απόγονοί του και φοβάται «μήπως του πουν καμιά κουβέντα».
Το διήγημα του Σταμάτη Δανά «Τα εργόχειρα της σιωπής», με ένα πικρό χιούμορ, αναφέρεται νοσταλγικά στη ζωή στο χωριό. Η επιστροφή στην Αθήνα φαντάζει εφιάλτης για τον ήρωά του. Άθελά του αναπολεί ευτυχισμένες στιγμές.
Το διήγημα «Στην ανατολή για το θέρος» της Κικής Κονταξή-Διακογιάννη είναι μια νοσταλγία της γλώσσας. Οι αναμνήσεις τις γιαγιάς από την Τουρκία όπου πήγε με τον πατέρα της μικρό κοριτσάκι δίνονται σε ένα γλωσσικό ιδίωμα που για να γίνει πλήρως κατανοητό η συγγραφέας παραθέτει γλωσσάρι στο τέλος, όπως και ο Μιχάλης Παπαδημητρίου, στο διήγημα του οποίου αναφερθήκαμε πιο πριν.
«Στο μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής» του Παρασκευά Βουγιούκα έχουμε την αφήγηση μιας «ημερήσιας εκδρομής», όπου μας δίνονται δυνατές περιγραφές, γεμάτες λυρισμό, της φύσης. Κι αυτό στην παράδοση της αφήγησης του ελάχιστου.
Το διήγημα «Η φυγή» της Νίτσας Κιάσσου θεματοποιεί την αντίσταση στον κατακτητή. Αναφέρεται στη φυγή στη Μέση Ανατολή του ήρωα, για να αποφύγει τις παραπέρα διώξεις. Δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ διαβάζοντάς το: Υπήρξε πραγματικό πρόσωπο ο ήρωάς της;
Τι τρυφερό που είναι το αφήγημα «Ο παππούς» του Άγγελου Ρήγα. Μόνο για ένα πραγματικό παππού, σε ένα πραγματικά αυτοβιογραφικό αφήγημα, θα μπορούσε να ξεχυθεί τόση τρυφερότητα.
«Το παράπονο του γερο –Λιά» είναι ένα πρωτόλειο διήγημα του Θεόδωρου Σαρρηγιάννη, που το έγραψε μαθητής 17 χρονών. Έκανε πολύ καλά που το δημοσίευσε «αυτούσιο, όπως γράφτηκε τότε, χωρίς καμιά απολύτως παρέμβαση, διόρθωση ή αλλαγή», όπως γράφει σε σημείωση στο τέλος. Γιατί αλλιώς θα χανόταν το γνήσιο πατριωτικό αίσθημα για τους αγώνες των Κυπρίων αδελφών μας στους οποίους αναφέρεται, και που τότε βρισκόταν στην κορύφωσή τους.
«Οι εξεγερθέντες του ύπνου» του Λουκά Τζόγια έχει μια πρωτότυπη αφηγηματική τεχνική. Ο Τζόγιας εγκιβωτίζει αφηγηματικά τα ποιήματά του, με τα οποία εκφράζει τα δικά του ταξίδια στη μνήμη. Το ίδιο κάνει και ο Αντώνης Σαρρηγιάννης στο «Φρουρέ χρόνε, το μπούκ’ς τρώει χώμα», όπου η λυρική εγκιβωτίζουσα αφήγηση είναι δυσδιάκριτη από τους καθαρούς στίχους. Θυμήθηκα το παιχνίδι, το παίζαμε και εμείς στην Κρήτη, και το λέγαμε σκατούλι, με το συμπάθιο.
Το «Ταξίδι στο πουθενά» του Στάμου Δημητρόπουλου είναι ένας εσωτερικός μονόλογος, που ξεκινάει με το υπαρξιακό ερώτημα: Πού πάω; Και επαναλαμβάνεται σαν λάιτ μοτίβ μετά από κάμποσες αράδες. Το τέλος του ταξιδιού είναι το υπαρξιακό μηδέν του Σαρτρ: Πουθενά. Ζοφερό αφήγημα, που φαίνεται να τροφοδοτείται από μια ερωτική απογοήτευση.
Το διήγημα «Αρχάπολις» του Δημήτρη Νικηταρά είναι ένα φανταστικό διήγημα, μια παραλλαγή του μύθου του Ορφέα και της Ευρυδίκης, που ξεκινάει σε αρχαϊκούς διαστημικούς τόπους για να καταλήξει στη γη. Είναι μια θαυμάσια ιστορία που θα γοητεύσει τους θιασώτες του φανταστικού, που, από όσο ξέρω, συνεχώς πληθύνονται.
Δεν είμαι από τους θιασώτες του είδους. Και η τραγική ειρωνεία είναι ότι έχω γράψει ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας που, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν έχει δημοσιευθεί, τολμώ να προσθέσω, ελπίζοντας: ακόμα.
Γιατί το λέω αυτό. Γιατί και το «Συναξάρι των άστρων» του Σπύρου Ζαχαρόπουλου, που ανήκει και αυτό στην κατηγορία του φανταστικού, κανονικά θα έπρεπε να είναι έξω από τις προτιμήσεις μου. Έχει όμως ένα χαρακτηριστικό που βρίσκεται μέσα στα γούστα μου: το χιούμορ. Το απόλαυσα διαβάζοντάς το. Και η τόλμη στη χρήση κάποιων λέξεων, όπως στη φράση «μονάχα ένα πόρδο βρόντηξε», με διασκέδασε.
Και κλείνω με την «Πλωτή περιφερόμενη πατρίδα» της Έλσας Χίου. Ήρωάς της είναι ένας περιθωριακός που ταξιδεύει πάνω κάτω με το Σάμινα, για να βρεθεί ανάμεσα στους πνιγμένους του ναυαγίου. Μελαγχολικό διήγημα, που αναδεικνύει την εσωτερική αξιοπρέπεια των περιθωριακών, που πρωταγωνιστούν σε πολλά έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας, σε έργα του Γιώργου Μανιώτη, του Γιώργου Σκούρτη, του Κώστα Μουρσελά, του Γιάννη Ξανθούλη, και άλλων. Και αναρωτιέμαι πάλι: Είναι πραγματικό πρόσωπο ο ήρωας της Έλσας Χίου; Μια συναρπαστική αφήγηση τείνει πάντα να σε κάνει να πιστέψεις πως είναι.
Θα κλείσω επαναλαμβάνοντας αυτό που είπα και στην αρχή. Ήταν μια απόλαυση για μένα η ανάγνωση αυτού του τόμου. Εύχομαι σε όλους τους συγγραφείς δύναμη, έμπνευση και δημιουργικότητα. Ευχαριστώ.