Πασκάλ Μπρυκνέρ, Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα (Μετ. Γιάννης Στρίγγος), Πατάκη, 2017, σελ. 334
Είμαι σε μια ηλικία
που δεν θέλω να σπαταλώ το χρόνο μου διαβάζοντας συγγραφείς που ο επόμενος
αιώνας μπορεί να μην τους ξέρει, θέλω να (ξανα)διαβάσω τους κλασικούς. Με τον
Μπρυκνέρ έγινε εξαίρεση. Γιατί. Κάτι ρώτησα το chatgpt και μου
έριξε, ανάμεσα σ’ αυτά που μου είπε, και τον τίτλο του βιβλίου. Είχα ακούσει
παλιά για αυτό, είχε κάνει αίσθηση όταν κυκλοφόρησε. Το εξέδωσε η Αστάρτη το
1990 (είναι το δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα και εκδόθηκε το 1981), δεν ξέρω
γιατί δεν το επανέκδωσε και το επανέκδωσε ο Πατάκης.
Ας ξεκινήσουμε από
αυτό: το βρήκα νοσηρό για τα γούστα μου. Μου αρέσουν οι θετικοί ήρωες, και από
το κουαρτέτο των κεντρικών χαρακτήρων κανένα δεν θα μπορούσα να χαρακτηρίσω
αξιαγάπητο. Σαν ξεχωριστά παζλ τα διάφορα επεισόδια είναι ωραία, αλλά
συναρμολογώντας τα μου βγαίνει μια πλοκή, που θα την έλεγα εντελώς
εξωπραγματική αν δεν είχα διαβάσει πρόσφατα τη «Νανά» του Ζολά.
Ο Φραντς την είδε
στο λεωφορείο, δεν είχε εισιτήριο, της έδωσε το δικό του πριν καταφτάσει ο
ελεγκτής.
Από τότε η εικόνα
της τον κατατρύχει.
Τη στήνει στη στάση
του λεωφορείου, μήπως την πετύχει.
Την ψάχνει παντού.
Έρωτας με την πρώτη
ματιά.
Που σημαίνει ότι
ερωτευόμαστε την εξωτερική εικόνα, την ομορφιά.
Τα άλλα στοιχεία,
που δεν φαίνονται (χαρακτήρας κ.λπ.) δεν μετράνε καθόλου στον «έρωτα με την
πρώτη ματιά».
Κάποτε βέβαια την
πετυχαίνει.
Ακόρεστη στον έρωτα
η Ρεβέκκα.
Για πρώτη φορά
πήδησα σελίδες.
Η υπεροχή της
εικόνας.
Πέρασε ο καιρός που,
μαθητές, διαβάζαμε κάποιες σελίδες του «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι» σαν πορνό.
Τώρα το πορνό έχει πλημυρίσει το διαδίκτυο, και μάλιστα ζωντανό με τα cam –
girls, δεν υπήρχε λόγος
να χάνω το χρόνο μου διαβάζοντας αυτές τις σελίδες.
Τη βαριέται, της
φέρεται με απίστευτη σκληρότητα, κάτι που είδα και στη «Νανά» με τον θεατρίνο.
«Γινόμουν όλο και
πιο βίαιος με την ελπίδα πως θα έβλεπα μια αντίδραση, αλλά όταν εκείνη
αντιδρούσε, τότε γινόμουν έξω φρενών και ξεπερνούσα κάθε όριο» (σελ. 213).
Όμως κάποια στιγμή
δεν την αντέχει πια και την παρατάει με ένα εξωφρενικό τρόπο: θα πήγαιναν
ταξίδι αεροπορικό. Την τελευταία στιγμή δεν επιβιβάζεται. Φεύγει μόνη της.
Μετά από μήνες, ένα
ατύχημα θα τον στείλει στο νοσοκομείο. Θα έλθει να τον βρει και θα τον ρίξει
κάτω από το κρεβάτι.
Η εκδίκησή της.
Θα μείνει
παραπληγικός, ανίκανος, και θα κυκλοφορεί με καροτσάκι. Θα τον παντρευτεί. Θα
βρίσκεται σε πλήρη εξάρτηση απ’ αυτήν.
Η Ρεβέκκα (αυτό
είναι το όνομά της) θα πηγαίνει με διάφορους. Κάποια στιγμή θα το κάνει και
μπροστά του. Η εκδίκησή της φαίνεται να μην έχει όρια.
Όλα αυτά τα
εξομολογείται ο Φραντς στον Χιου Γκραντ, με τον οποίο συνταξιδεύουν στο πλοίο.
Πηγαίνουν στην Κωνσταντινούπολη. Θα σταματήσουν και στον Πειραιά. Όμως αυτός
δεν θα κατέβη, θα κατέβη η γυναίκα του.
Ο Χιου Γκραντ θα
γοητευθεί από τη Ρεβέκκα, πράγμα που θα αντιληφθεί η γυναίκα του και θα γίνει
έξω φρενών. Ο ίδιος, το μόνο που σκέφτεται είναι πώς να την πηδήξει. Όμως, του
λέει ο Φραντς, μόνο αφού του πει όλη την ιστορία τους, και τότε ίσως.
«Αυτή τη φορά
έβρισκα πως η ιστορία ετούτη ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τη σταδιακή μείωση του
ενδιαφέροντός μου για τη σύντροφό μου. Και την περιφρόνηση που ο Φραντς
καυχιόταν ότι είχε νιώσει για τη γυναίκα του τώρα την ένιωθα για τη δική μου»
(σελ. 227-228).
Αμφιταλαντεύθηκα αν
θα έβλεπα και την ταινία «Bitter moon» (1992) του Πολάνσκι, αλλά τελικά
αποφάσισα να τη δω.
Ακολουθεί αρκετά πιστά
το μυθιστόρημα. Μια διαφορά είναι ότι στην ταινία ο Φραντς (έχουν άλλο όνομα οι
ήρωες σ’ αυτήν) είναι συγγραφέας, ενώ στο μυθιστόρημα γιατρός. Η Ρεβέκκα είναι
σερβιτόρα, ενώ στο μυθιστόρημα είναι κομμώτρια. Όμως διαφέρει εντελώς στο
τέλος.
Στο μυθιστόρημα ο
Χιου Γκραντ κρατάει μια κανάτα με ζεστό νερό. Ο άντρας της θα του αρπάξει το
χέρι και θα την αναποδογυρίσει στο πρόσωπο της Ρεβέκκας. Ταυτόχρονα θα βάλει
τις φωνές. Θα έλθουν και θα συλλάβουν τον Χιου Γκραντ. Όσο για τη Ρεβέκκα, με
παραμορφωμένο πρόσωπο, δεν υπάρχει περίπτωση τώρα πια να τον εγκαταλείψει.
Ο Χιου Γκραντ θα
φυλακισθεί στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης. Θα πληρώσει τεράστια ποσά για να
ελπίζει ότι θα τον αφήσουν ελεύθερο. Όσο για τη γυναίκα του, θα τα φτιάξει με
κάποιον ο οποίος θα την παρατήσει «παίρνοντας μαζί του όλα της τα πράγματα και
τα χρήματα. Απ’ ό,τι φαίνεται, επηρεασμένη απ’ αυτόν, άρχισε να εθίζεται στην
ηρωίνη και είναι έτοιμη να κάνει τα πάντα για να εξασφαλίσει τη δόση της, ακόμη
και να πουλήσει το κορμί της σε λεφτάδες από τη Σαουδική Αραβία ή την Υεμένη
που έρχονται στη Βομβάη για διακοπές. Πόση απόσταση τη χωρίζει από κείνο το
λύκειο των προαστίων όπου δίδασκε ξένες γλώσσες!» (σελ. 333).
Το τέλος αυτό δεν
είναι κατά το εικός και το αναγκαίον, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης.
Στην ταινία ο
Πολάνσκι βάζει τον Φραντς να πυροβολεί τη Ρεβέκκα που κοιμάται γυμνή στο
κρεβάτι αγκαλιά με τη γυναίκα του Χιου Γκραντ. Ο Χιου Γκραντ είναι παρών στη
σκηνή.
Η ταινία τελειώνει
με τον Χιου Γκραντ να τα έχει ξαναβρεί με τη γυναίκα του.
Ο Πήτερ Κογιότ, ο
ανάπηρος, μοιάζει αρκετά με τον Πασκάλ Μπρυκνέρ, όπως και ο «Τσίτσικοφ» με τον
Γκόγκολ στο πεντάωρο σήριαλ που θα δω κάποια στιγμή, πριν αναρτήσω για τις
«Νεκρές ψυχές».
Να πούμε εδώ ότι
είδαμε για δευτερόλεπτα μπουζούκι, στον εορτασμό της πρωτοχρονιάς πάνω στο
πλοίο. Δάκτυλος σίγουρα του Vangelis
(Παπαθανασίου), που έχει συνθέσει τη μουσική της ταινίας.
Καθώς είμαι λάτρης
των παραφράσεων, έχοντας κάνει και εγώ αρκετές, μου άρεσε ο τίτλος που είναι παράφραση
του Lunes de miel,
Μήνας του μέλιτος, Lunes de fiel,
Μήνας της χολής.
Δεν έχω να πω άλλα
για το βιβλίο, θα ψάξω να παραθέσω τίποτα αποσπάσματα.
«Άλλωστε έκανα και
μια κρυφή συμφωνία με τον φούρναρη της γειτονιάς μου να μου ψήνει ψωμάκια με
βάση το καλούπι του πισινού της Ρεβέκκας, το οποίο του είχα δώσει, και κάθε
μέρα τρώγαμε τον πισινούλη της καλής μου, με κόρα, με πίτουρο, με σίκαλη, ή ως
τσουρέκι, και τις Κυριακές ακόμη ως κρουασάν» (σελ. 50).
Δεν το παρέθεσα για
να το σχολιάσω.
«Κι η αληθινή σοφία
δεν είναι μήπως αυτή η μόνιμη ικανότητά μας να ερωτευόμαστε;» (σελ. 59).
Δεν το φανταζόμουν
ότι η Μαρία είναι σοφή.
«…βρίσκω λυπηρό το
να ερωτεύεται κανείς κάποιον της ίδιας κοινωνικής τάξης και του ίδιου
θρησκεύματος» (σελ. 61).
Στον έρωτα είναι ό,τι
σου τύχει. Αλλά οι πιο ενδιαφέροντες λογοτεχνικά έρωτες είναι αυτοί που
διαπερνούν «Τα σύνορα της αγάπης». Η Ρεβέκκα είναι εβραία, αυτός είναι
χριστιανός.
«Ήμουν απολύτως
βέβαιος ότι η αληθινή ζωή ήταν αλλού, μακριά από τα άθλια κόλπα του συζυγικού
βίου και τις ενάρετες ανοησίες του τρελού έρωτα (που είναι στην πραγματικότητα
το αποκορύφωμα της μετριότητας, εφόσον έχει ως στόχο να μας καταστήσει υποφερτή
για την αιωνιότητα την συντροφιά του ίδιου ατόμου)» (σελ. 179).
Παρέθεσα το
απόσπασμα γιατί μου θύμισε το «Η ζωή είναι αλλού» του Κούντερα. Θα πρέπει να το
ξαναδιαβάσω κάποια στιγμή. Τον θεωρώ κορυφαίο, και κρίμα που δεν πήρε το
Νόμπελ.
«Δεν σου έδωσα να με
καταλάβεις καλά, Φραντς, όσο δυστυχισμένη κι αν είμαι μαζί σου, θα μείνω πλάι
σου επειδή διατηρώ τις ελπίδες μου να σε αλλάξω» (σελ. 198).
Τα ίδια λέει και η
Μαρία για τον φίλο της. Αλλά το απόσπασμα το παρέθεσα γιατί θυμήθηκα ένα
ευφυολόγημα:
Σε μια σχέση η
γυναίκα φιλοδοξεί ότι θα αλλάξει τον άντρα, όμως εκείνος δεν αλλάζει. Ο άντρας
πιστεύει ότι η γυναίκα που αγαπά θα μείνει όπως είναι, όμως πέφτει έξω, εκείνη
αλλάζει.