Μπάμπης Δερμιτζάκης

Book review, movie criticism

Tuesday, April 29, 2025

Mohammad-Hossein Mahdavian, Standing in the mist (2015)

 Mohammad-Hossein Mahdavian, Standing in the mist (2015)

 


  Το «Στεκόμενος στην ομίχλη» αποτελεί μια βιογραφική ταινία, πολύ πρωτότυπη. Αποτελείται από δραματοποιημένες αφηγήσεις ατόμων που γνώρισαν τον Ahmad Motevaselian, ενός φρουρού της επανάστασης, καθώς και αποσπάσματα από μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις του ή απλά όπου είχε καταγραφεί η φωνή του.

  Ξεχώρισα τρία κεντρικά σημεία στη βιογραφία του.

  Αμέσως μετά την επανάσταση στάλθηκε να καταπνίξει την εξέγερση των κούρδων. Οι κούρδοι είχαν εκκενώσει τις πόλεις που εγκατέλειψαν οι επαναστάτες, φοβούμενοι αντίποινα από τον ιρανικό στρατό. Όμως φέρθηκε με μεγάλο ανθρωπισμό στους εναπομείναντες κούρδους. Φρόντισε να προμηθευτούν τρόφιμα και να έχουν ιατρική φροντίδα.

  Το δεύτερο είναι η συμμετοχή του στον πόλεμο με το Ιράκ. Στάλθηκε στο μέτωπο, όπου στάθηκε ένας σκληρός εκπαιδευτής στους στρατιώτες-για το καλό τους. Μια σκληρή εκπαίδευση αύξανε τις πιθανότητες να επιβιώσουν.

  Το τρίτο μέρος αναφέρεται στην αποστολή του στο Λίβανο. Θα πήγαινε να βοηθήσει τους αδελφούς μουσουλμάνους που σφυροκοπούνταν από τους χριστιανούς, αλλά και από τους ισραηλινούς που είχαν προστρέξει προς βοήθειά τους.

  Στα γράμματα τέλους διαβάζουμε ότι απήχθηκε με τρεις άλλους συντρόφους του, από χριστιανούς με τη βοήθεια ισραηλινών. Από τότε χάθηκαν τα ίχνη τους. Αυτό, στις 5 Ιουλίου 1982. Πιο πριν «η σύντομη παραμονή τους στη Συρία ήταν η αρχή… για τους αντίπαλους του Ισλάμ στο Λίβανο.

  Εδώ πρέπει να συμπληρώσω:

  Η Χεζμπολάχ, οργάνωση υποστηριζόμενη από το Ιράν και τη Συρία, πολιτική και στρατιωτική που βρίσκεται στο Λίβανο, στεκόταν στο πλευρό των μουσουλμάνων.

  Στη Συρία όμως; Όλοι είναι μουσουλμάνοι.

  Είναι στο πλευρό του Άσαντ, ενάντια στο ISIS.

Friday, April 25, 2025

Ερρίκος Ανδρέου, Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ (1959)

 Ερρίκος Ανδρέου, Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ (1959)

 


  Και με το «Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ» τελειώνουμε και με τις ταινίες φουστανέλας. Ξεκινήσαμε με την «Αστέρω», πριν πέντε χρόνια, και συνεχίσαμε τώρα με τις ταινίες «Τσακιτζής», «Γκόλφω» και «Κρυστάλλω», ταινίες που πρωτοείδα στον θερινό κινηματογράφο του χωριού μου, το σινέ-Αστέρια.

  Όλοι ξέρουμε το τραγούδι «Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ», που χορεύεται σε καλαματιανό. Ο Φώτης Λιναράς που υπογράφει το σενάριο επινόησε μια ιστορία για το πώς προήλθε αυτό το τραγούδι.

  Η συνειρμική μου μνήμη πάλι:

  Το ίδιο βλέπουμε και στην τελευταία ταινία του Τζανγκ Γιμόου, «Full red river».

  Η Βαγγελιώ είναι φτωχιά. Τη φλερτάρει ένας φτωχός νεαρός. Της αρέσει.

  Τη ζητάει για γάμο ο πλούσιος τσέλιγκας. Δέχεται. Ο πατέρας όμως του τσέλιγκα, ένας στριμμένος, δεν συμφωνεί καθόλου μ’ αυτό το γάμο, με μια φτωχιά κοπέλα.

  Τη βραδιά του γάμου ο ηγούμενος του στέλνει μήνυμα, να μην κοιμηθεί με τη νύφη, και να πάει να τον βρει την επομένη το πρωί.

  Γιατί;

  -Η Βαγγελιώ είναι κόρη σου, του λέει.

  Δεν ήξερε ότι η φτωχιά κοπέλα που παράτησε, γιατί ο πατέρας του δεν ήθελε να την παντρευτεί, ήταν έγκυος.

  Δεν κατάλαβα, μάλλον πέθανε στη γέννα.

  Το παιδί το ανέθρεψε ο Παντελής Ζερβός, τον οποίο θεωρούσε πραγματικό της πατέρα.

  Δεν θα κοιμηθεί με τη νύφη, δεν θα της πει όμως το λόγο, κατά τη συμβουλή του γουμένου, για να μην την αναστατώσει.

  Ο πεθερός της συνέχεια της βάζει τις φωνές, παρά τις διαμαρτυρίες της γυναίκας του. Όταν αυτή πεθάνει, ο γέρος θα ξεσαλώσει.

  Και η Βαγγελιώ, μη αντέχοντας, θα φύγει, θα πάει στον πατέρα της (ζει σε άλλο χωριό).

  Αυτός της λέει να γυρίσει στον άντρα της.

  Αυτή αρνείται.

  Αυτός εξοργισμένος της λέει ότι δεν είναι ο πραγματικός πατέρας της και τη διώχνει από το σπίτι.

  Μεγάλο το σοκ.

  Παίρνει τα βουνά.

  Στο κατόπιν της ο άντρας της και ο πατέρας της, προφανώς μετανοιωμένος.

  Θα τη δούμε στην κορφή ενός βράχου.

  Δεν τη βλέπουμε να πέφτει στο γκρεμό, ο σκηνοθέτης το αφήνει να εννοηθεί.

  Έτσι έφυγε από τη ζωή και ο φίλος μου…

  Να μην πω το όνομά του.

  -Αυτοί οι ψυχίατροι θα σε τρελάνουν, του είπε ο παθολόγος, ένα στεντόν να παίρνεις και φτάνει.

  Σε δεκαπέντε μέρες φουντάρισε στον γκρεμό.

  Με πήρε τηλέφωνο η γυναίκα του για να με αποτελειώσει.

  Ήμουν στο υπουργείο παιδείας, είχα τα δικά μου προβλήματα. 

Κώστας Καραγιάννης, Ο δρόμος με τα κόκκινα φώτα (1963)

 Κώστας Καραγιάννης, Ο δρόμος με τα κόκκινα φώτα (1963)

 


  Και με το «Δρόμο με τα κόκκινα φώτα» τελειώνει η περιδιάβασή μας στα στενά της Τρούμπας. Προηγήθηκαν, πριν τέσσερα χρόνια, τα «Κόκκινα φανάρια» και ακολούθησαν «Η Αγνή του λιμανιού» και η «Λόλα», για τις οποίες ανάρτησα σήμερα.  

  Η Χριστίνα, γυναίκα που δουλεύει «Στο δρόμο με τα κόκκινα φώτα», δεν θα θυσιαστεί για τον αγαπημένο της όπως η Μαργαρίτα Γκοτιέ, ή αλλιώς «Η κυρία με τις καμέλιες», ή αλλιώς «Τραβιάτα», αλλά για το γιο της.

  Όχι, δεν σκότωσε αυτή το αφεντικό της, όμως δεν θέλει με τίποτα να μαθευτεί ποια είναι, δεν θέλει να το μάθει ο γιος της, τον οποίο έχει αναλάβει μια καλή γυναίκα να τον μεγαλώσει και να τον σπουδάσει.

  Αν ερχόταν στο δικαστήριο θα έπεφτε στα μαλακά.

  Αυτό θα της στοιχίσει 12 χρόνια φυλακή.

  Αργότερα θα ενοχοποιηθεί και για έναν ακόμη φόνο.

  Και πάλι δεν θέλει να αποκαλυφθεί, ο γιος της είναι αρραβωνιασμένος με μια κοπέλα της καλής κοινωνίας, πώς θα αντιδράσει αν μάθει ότι η μητέρα του αρραβωνιαστικού της ήταν πόρνη; Και προπαντός ο πατέρας της.

  Όχι, η κοπέλα αυτή αγαπά το γιο της (ο οποίος έχει μάθει στο μεταξύ για τη μητέρα του, και θα την υπερασπιστεί στο δικαστήριο, στην πρώτη του δίκη), εκείνος που θα αντιδράσει είναι ο πατέρας της.

  Και η ταινία εξελίσσεται σε crime.

  Με μυθιστορηματικό τρόπο η αγαπημένη του παγιδεύει την δολοφόνο, την ηχογραφεί, και καταθέτει στο δικαστήριο την ηχογραφημένη κασέτα.

  Ο πατέρας της δεν άντεξε, κόρη του είναι. Θα έλθει να συναντήσει τους νιόνυμφους στην τελευταία σκηνή.

Ντίνος Δημόπουλος, Λόλα (1964)

 Ντίνος Δημόπουλος, Λόλα (1964)

 


    Ας το πω από τώρα: την παράσταση την κλέβει η μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου. «Δεν έχει αρχή», που το τραγουδάει η Τζένη Καρέζη, που εμένα όμως με ξετρέλανε η οργανική μεταγραφή του σαν «Βαρκαρόλα», που αποτελεί τη μουσική επένδυση της ταινίας, καθώς και το «Του ήλιου σβήστηκε το φως» που τραγουδάει η Μοσχολιού.

  Η Λόλα, κορίτσι του Λιμανιού, είναι το κορίτσι του Άρη. Το αφεντικό, μαζί με κάποιους άλλους, θα κάνουν μια επιχείρηση λαθρεμπορίας. Θα στεφθεί με επιτυχία, όμως κάποιος θα καρφώσει τον Άρη. Δεν το ξέρει ότι πήγε καρφωτή η δουλειά, να πάρει όλη την ευθύνη πάνω του και θα βρεθεί στη φυλακή. Αργότερα θα μάθει ότι τον πρόδωσαν οι φίλοι του.

  Μήπως και η Λόλα;

  Όχι, αυτή όχι. Τον πρόδωσε το αφεντικό που είχε βάλει στο μάτι τη Λόλα και ήθελε να βγάλει από τη μέση τον Άρη.

  Όταν αποφυλακίζεται ο Άρης, στα τρία χρόνια αντί για έξι, λόγω καλής διαγωγής, το αφεντικό θα βάλει ένα μαχαιροβγάλτη να τον μαχαιρώσει.

  Θα δούμε μια μονομαχία με μαχαίρια. Ο μαχαιροβγάλτης, που τον εκτιμάει αλλά του λέει «Πολλά τα λεφτά Άρη», δεν θέλει να τον μαχαιρώσει πισώπλατα. Του δίνει ένα μαχαίρι να μονομαχήσουν.  

  Θα βγει νικημένος, όμως ο Άρης δεν θα τον σκοτώσει.

  Θα δούμε μια ακόμη μονομαχία, ανάμεσα στον Άρη και στο αφεντικό.

  Αυτές οι μονομαχίες με τα μαχαίρια μου θύμισαν την ταινία «Α grande arte» του Walter Salles.

  Το αφεντικό τελικά θα τον σκοτώσει ο Παντελής Ζερβός, σε μια εξαιρετική ερμηνεία, ο οποίος ήταν δεσμοφύλακάς του στη φυλακή, και όπως θα αποκαλυφθεί, στους θεατές πολύ πιο πρώτα, είναι ο πατέρας της Λόλας. Θα τον σκοτώσει, για να μη βρεθεί ο μελλοντικός γαμπρός του ή στο χώμα ή στη φυλακή.

  7,7 η βαθμολογία της. Πολύ καλή, μου είχε μείνει, από τότε που την πρωτοείδα στο σινε-Αστέρια, το θερινό σινεμά του χωριού μου.

Γιώργος Τζαβέλας, Η Αγνή του λιμανιού (1952)

 Γιώργος Τζαβέλλας, Η Αγνή του λιμανιού (1952)

 


  Είπαμε να πάρουμε βόλτα τα κινηματογραφικά στενά της Τρούμπας. Ήδη πήραμε το πρώτο στενό, πριν 4 χρόνια, με τα «Κόκκινα φανάρια».

  Ξεκινάει σαν εκδίκηση και τελειώνει σαν έρωτας.

  Ο καπετάν Γιακουμής δεν το παραδέχεται ότι είναι κόρη του η Αγνή, την οποία είχε κάνει με την Μαρία, μια γυναίκα του λιμανιού.

  Ας ζούσε την εποχή του Τσαουσέσκου στη Ρουμανία και σου έλεγα εγώ αν την αναγνώριζε ή όχι σαν κόρη του.

  «Ξένα παιδιά αναθρέφεις δικά σου δεν βλέπεις», θυμήθηκα τώρα, που είπε μια τσιγγάνα στον πατέρα μου. Αυτό βέβαια δεν μου το είπε ο πατέρας μου αλλά η μητέρα μου (Μα τι κάθομαι και θυμούμαι!!!).

  Ο καπετάν Γιακουμής παντρεύτηκε μια γυναίκα που είχε ήδη έναν γιο. Τον γιο αυτόν, τον Ανδρέα, θα τον φροντίσει σαν παιδί του. Ο Ανδρέας θέλει να γίνει και αυτός καπετάνιος, σαν τον πατέρα του.

  Η Αγνή θέλει να εκδικηθεί.

  Πώς;

  Θα κάνει τον Ανδρέα να την ερωτευθεί. Στόχο έχει να τον οδηγήσει στην καταστροφή.

  Πνίγεται στα χρέη.

  Για την Αγνή.

  Όταν η Αγνή του λέει να παίξει, μήπως και κερδίσει και ξεχρεώσει, τον έχει ήδη ερωτευθεί και αυτή.

  Όμως η μοίρα τους έπαιξε άσχημο παιχνίδι.

  Θα μπουκάρει η αστυνομία (το μπαρμπούτι είναι παράνομο) και θα κάνει τρεις μήνες φυλακή.

  Ο καπετάν Γιακουμής, παρόλο που η Αγνή έχει μια ελιά στην πλάτη της στο ίδιο σημείο που την έχει και αυτός, δεν πείθεται. Μπορεί να είναι σύμπτωση.

  Θα πεισθεί όμως όταν του πει ο παπάς για την εξομολόγηση της Μαρίας.

  Και έχουμε το happy end, το πιο συνηθισμένο end στις ελληνικές ταινίες.

  6,8 η βαθμολογία της.

Μανόλης Πρατικάκης, Σατόρι ή η στιγμή της φωτοσύνθεσης, Αρμός 2023, σελ. 100

 Μανόλης Πρατικάκης, Σατόρι ή η στιγμή της φωτοσύνθεσης, Αρμός 2023, σελ. 100

 


  Τον Μανόλη Πρατικάκη τον παρακολουθούμε από το πρώτο του κιόλας έργο. Η βιβλιοκριτικές μας για τα έργα του έχουν δημοσιευθεί σε ένα τόμο με τίτλο «Μανόλης Πρατικάκης: ο ποιητής, ο στοχαστής» (Ιεράπετρα 21ος αιών, 2018).

  Τι είναι το Σατόρι;

  Είναι ο ιαπωνικός βουδιστικός όρος για τη (στιγμιαία) φώτιση στον Βουδισμό Ζεν. Η κυριολεκτική σημασία της λέξης είναι «κατανόηση».

  Γιατί το Σατόρι.

  Ο Πρατικάκης έχει εντρυφήσει στην ανατολική φιλοσοφία. Μια από τις επιρροές του είναι και ο βουδισμός, όπως και του Καζαντζάκη άλλωστε, ο οποίος μάλιστα έγραψε και θεατρικό έργο με τίτλο «Βούδας».

  Το Σατόρι είναι ο κεντρικός άξονας της ποιητικής αυτής συλλογής, όμως εξακτινώνεται σε χώρο και χρόνο, αγκαλιάζοντας την αρχαιοελληνική φιλοσοφία (κεντρική θέση στη σκέψη του Πρατικάκη έχουν ο Ηράκλειτος και ο Εμπεδοκλής) και διατρέχοντας πανάρχαιους πολιτισμούς. Οι αμερικάνικοι προ-κολομβιανοί πολιτισμοί τον συγκινούν ιδιαίτερα.

  Οι μνήμες από την ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μύρτος, με τη θάλασσα από τη μια μεριά και τα αγροκτήματα από την άλλη, μετουσιώνονται σε εξαιρετικές ποιητικές εικόνες, με μεταφορές ιδιαίτερα πρωτότυπες, εντελώς «ανοίκειες», όπως θα έλεγαν οι φορμαλιστές. Θα συναντήσουμε εικόνες του οργώματος, του αίγαγρου και του δέντρου, καθώς και μεταγραφές όπως αυτή των τελευταίων στιγμών του Σωκράτη.

  Αυτά όσον αφορά τη σκέψη.

  Όσον αφορά το ύφος, αποτελεί ένα μεταμοντέρνο παλίμψηστο. Ο ελεύθερος στίχος συγκατοικεί με τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, τόσο τον ομοιοκατάληκτο της μαντινάδας και των έργων της Κρητικής Αναγέννησης όσο και τον ανομοιοκατάληκτο του δημοτικού τραγουδιού. Ο στίχος συγκατοικεί με πεζόμορφα κείμενα που είναι εντελώς ποιητικά. Ένα ξεχωριστό, «πρατικάκειο» χαρακτηριστικό είναι η εσωτερική ομοιοκαταληξία σε ένα στίχο, που θα την συναντήσουμε πάρα πολλές φορές, και σε ολόκληρο το ποίημα «Ο δημιουργός Β».

  Αλλά να παραθέσουμε δείγματα γραφής.

  «Την ασάλευτη νύχτα που δεν ήμουν τ’ αναμμένα κεράκια: αυτά του σκοταδιού τα λουλούδια».

  Εξαιρετική μεταφορά, σε ένα πεζόμορφο κείμενο.

  «Η αποσπασματικότητα είναι η μόνη ακεραιότητα».

  Ο Πρατικάκης συνηθίζει αυτά τα οξύμωρα. Όπως και το παρακάτω:

  «Μόνο μέσα από την αναπηρία μπορούμε κάποτε

να ξαναβρούμε την αρτιμέλεια του Είναι μας».

  «Οι ακτήμονες ώρες τους ως πεινασμένα στρουθία τ’ ουρανού,

σε αθέριστα σπαρτά νοερά φτεροκοπούνε».

  Αθέριστα σπαρτά: οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις του αντλούνται συχνά από εικόνες της παιδικής του ηλικίας στην γενέθλια γη όπως είπαμε.

  Το ποίημα «Των αγίων αστέγων» που δείχνει την ενσυναίσθηση του Μανόλη μου άρεσε ιδιαίτερα. Οι άστεγοι είναι σήμερα «της γης οι κολασμένοι», και όχι οι προλετάριοι όπως θέλει ο ύμνος της Πρώτης Διεθνούς, ούτε και οι αποικιοκρατούμενοι λαοί όπως λέει ο Φραντς Φανόν, αλλά οι άστεγοι και οι λαθρομετανάστες: «Πολύ συχνά οι άστεγοι στου σκοταδιού την παγωνιά ξυλιάζουν».

  Και πάλι μεταφορά εμπνευσμένη από παιδικές αναμνήσεις:

  «Κι όλα να τα σέρνουν των βοδιών οι ατμομηχανές. Χωρίς καύσιμα και χωρίς καυσαέρια».

  Και μια ακόμη ευφάνταστη μεταφορά:

  «Πουλιά πετούσαν πάνω απ’ τ’ αχνιστά χώματα και κάτω απ’ τα κινούμενα σκίνα τ’ ουρανού: τα σύννεφα».

  «Λες η γη είναι ερωμένη και μες σ’ όνειρο κλεμμένη.

Γονατίζω τη φιλώ. Σκύβω και την προσκυνώ.

Ρίχνω μέσα τον καρπό. Μα η κόρη δένει ανθό».

  Για την εσωτερική ομοιοκαταληξία που λέγαμε.

  Σταχυολογώ από το ποίημα «Του φτωχού το κελάρι».

  «Ό,τι περισσεύει από εσένα είναι κλεμμένο απ’ του φτωχού το κελάρι».

  «Είμαστε η αθλιότητα της απληστίας μας».

  «Είμαστε μονάχα αυτό που δίνουμε».

  «Κάθε προσπέρασμα χρονικό παράβολο στα δυστυχήματα».

  «Εκεί που σμίγουν τα βουνά με τα σύννεφα και τα πνεύματα θα συναντηθούμε».

  Θα ξαναχρησιμοποιήσει αυτή την εικόνα, εκεί που σμίγουν…

  «Δεν νογούν οι αχρείοι τούτοι δικαστές πως το κώνειο θα με κάμει αιώνιο. Πως η θανατική ποινή τους στην ουσία θα ’ναι μέγιστη ευεργεσία. Δεν νογούν πως τούτο το ηδύποτο είναι εντελώς ανείπωτο».

  Από τις τελευταίες στιγμές του Σωκράτη.

  «Οδυσσάμενος, με άφρακτο μάτι και αυτί· για τις σύγχρονες Σειρήνες. Ναι, αλλά μόνο έτσι θα σου ανοιχτούν τα πέλαγα».

  Οδυσσάμενος, ο Πρατικάκης λεξιπλάστης.

  «Αλλά να ξέρετε, είμαστε μονάχα εκείνο που προσφέρουμε».

Εδώ κολλάει και το «Κάνε καλό και ρίξε το στο γιαλό». Το έχω εισπράξει.

  Η αρχή του πεζόμορφου «Τα δέντρα»:

«Τ’ ανθισμένα δέντρα είναι τα πιο αυθεντικά ποιήματα που ξέρω. Οι σπόροι-λέξεις πέφτουνε στο χώμα. Πετούν βλαστούς-στίχους, όπου από κλαδάκι σε κλαδάκι πεταρίζουν τ’ ουρανού τα στρουθία».

  H παύλα αντιμεταθέτει αέναα το συγκρίνον (vehicle) και το συγκρινόμενο (tenor). Οι στίχοι είναι σαν βλαστοί ή οι βλαστοί είναι σαν στίχοι;

  Από το ίδιο ποίημα:

  «Όλη μέρα συνθέτουν και το βράδυ στέλνουν τα γραπτά τους στο παγκόσμιο τυπογραφείο· καθώς τα έχει συνενώσει η άχραντη φωτοσύνθεση».

  Εφέ της δισημίας, με τη φωτοσύνθεση με τις δυο της σημασίες.

  «Στου σγουρομάλλη έρωτα τα στρώματα είναι απών ο χρόνος».

Εγώ το έγραψα σε μαντινάδα: Να εμαρμάρωνε ο καιρός, να πέτρωνε ο χρόνος/ σφιχτά σαν σ’ έχω αγκαλιά και πια δεν νιώθω μόνος.

  «Αμίλητη κι αλάνθαστη και σεβαστή και αγία».

Όμορφη, πλούσια, κι άπαρτη, και σεβαστή κι αγία. Αυτός ο στίχος είναι από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού. Ο Πρατικάκης πολλές φορές έχει εκφράσει στην παρέα την αγάπη του για το Σολωμό. Η ενσωμάτωση αυτού του ημιστίχιου σε δικό του στίχο του προσδίδει μια διακειμενικότητα.

  Να πούμε εδώ, ότι στην Κίνα εθεωρείτο (ίσως και ακόμη) ποιητική δεξιότητα το να ενσωματώνει ένας ποιητής σε ποιήματά του στίχους διακεκριμένων ποιητών του παρελθόντος.

  Τη συλλογή κλείνουν τα εξαιρετικά «ΔΩΔΕΚΑ (πρατικάκεια) ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΟΥΜΕ ΤΟ ΤΑΟ. Θα παραθέσουμε τρία.

 1. Χαλιναγώγησε όλες τις φτηνές επιθυμίες κάθε που επισκέπτεσαι την εμποροπανήγυρη της ματαιοδοξίας. Πάτα τη ματαιοδοξία, όπως πατάμε με τη φτέρνα μας την οχιά. Πάτα την οχιά.

  4. Τι έχουμε δώσει; Χωρίς υπολογισμό για το τι θα εισπράξουμε από την κάθε μας προσφορά.

  5. Μόνο η έμπρακτη συμπόνια γι’ αυτόν που πράγματι υποφέρει είναι η δική μας αόρατη γιατρειά.

  Μου συμβαίνει με τον Μανόλη: κάθε επόμενη ποιητική του συλλογή μου αρέσει ακόμη περισσότερο από την προηγούμενη.

Thursday, April 24, 2025

Boris Lojkine, Το Παρίσι του Σουλεϊμάν (L'histoire de Souleymane, 2024)

 Boris Lojkine, Το Παρίσι του Σουλεϊμάν (L'histoire de Souleymane, 2024)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους

  Της γης οι κολασμένοι, κατά την Πρώτη Διεθνή, είναι οι προλετάριοι. Κατά τον Franz Fanon, οι αποικιοκρατούμενοι λαοί. Κατ’ εμέ, οι λαθρομετανάστες, και κυρίως οι πόρνες. Αλλά πιο κολασμένοι είναι οι άστεγοι.

  Λαθρομετανάστης ο Σουλεϊμάν.

  Και επί πλέον άστεγος, κοιμάται σε δομή αστέγων.

  Μα γίνονται ντελίβερι με ποδήλατο;

  Φαίνεται πώς γίνονται στη Γαλλία.

  Και επίσης υπάρχει και νταβατζιλίκι στο ντελίβερι. Κάποιος έχει τον κωδικό ως ντελιβεράς, τον μεταβιβάζει σε άλλον ντελιβερά παίρνοντας μια προμήθεια, που αν κατάλαβα καλά μπορεί να είναι και τα μισά λεφτά.

  Σε ένα μεγάλο μέρος της ταινίας τον βλέπουμε να παραδίδει τις παραγγελίες.

  Προσπαθεί να βγάλει άδεια παραμονής.

  Οι διωκόμενοι πολιτικά την έχουν στο χέρι.

  Εκτός και υποπτευθεί η αρμόδια υπηρεσία ότι όλα αυτά είναι παραμύθια.

  Και στην περίπτωσή του είναι παραμύθια, το ξέρουμε από την αρχή.

  Το τέλος είναι όλη η ταινία.

  Μια εξομολόγηση εκ βαθέων.

  Που δεν θα την μαρτυρήσω.

  Είπαμε, είμαι σαν τον Ποκοπίκο, κρατάω μυστικά. Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι μου θύμισε δυο ταινίες (είπαμε, η συνειρμική μου μνήμη δουλεύει ακόμη μια χαρά).

  Η πρώτη: «Τα φαντάσματα του παρελθόντος» (εξακολουθεί να παίζεται στους κινηματογράφους». Ο Χαμίντ πετάγεται βιαστικά στη Βηρυτό να πάει φάρμακα στη μητέρα του.

  Η δεύτερη:

  «Ένας χωρισμός», του Ασγάρ Φαρχάντι.

  Πολύ καλή ταινία, το 7,7 της βαθμολογίας της τα λέει όλα.