Μπάμπης Δερμιτζάκης

Book review, movie criticism

Monday, June 30, 2025

Πασκάλ Μπρυκνέρ, Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα

 Πασκάλ Μπρυκνέρ, Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα (Μετ. Γιάννης Στρίγγος), Πατάκη, 2017, σελ. 334

 


  Είμαι σε μια ηλικία που δεν θέλω να σπαταλώ το χρόνο μου διαβάζοντας συγγραφείς που ο επόμενος αιώνας μπορεί να μην τους ξέρει, θέλω να (ξανα)διαβάσω τους κλασικούς. Με τον Μπρυκνέρ έγινε εξαίρεση. Γιατί. Κάτι ρώτησα το chatgpt και μου έριξε, ανάμεσα σ’ αυτά που μου είπε, και τον τίτλο του βιβλίου. Είχα ακούσει παλιά για αυτό, είχε κάνει αίσθηση όταν κυκλοφόρησε. Το εξέδωσε η Αστάρτη το 1990 (είναι το δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα και εκδόθηκε το 1981), δεν ξέρω γιατί δεν το επανέκδωσε και το επανέκδωσε ο Πατάκης.

  Ας ξεκινήσουμε από αυτό: το βρήκα νοσηρό για τα γούστα μου. Μου αρέσουν οι θετικοί ήρωες, και από το κουαρτέτο των κεντρικών χαρακτήρων κανένα δεν θα μπορούσα να χαρακτηρίσω αξιαγάπητο. Σαν ξεχωριστά παζλ τα διάφορα επεισόδια είναι ωραία, αλλά συναρμολογώντας τα μου βγαίνει μια πλοκή, που θα την έλεγα εντελώς εξωπραγματική αν δεν είχα διαβάσει πρόσφατα τη «Νανά» του Ζολά.

  Ο Φραντς την είδε στο λεωφορείο, δεν είχε εισιτήριο, της έδωσε το δικό του πριν καταφτάσει ο ελεγκτής.

  Από τότε η εικόνα της τον κατατρύχει.

  Τη στήνει στη στάση του λεωφορείου, μήπως την πετύχει.

  Την ψάχνει παντού.

  Έρωτας με την πρώτη ματιά.

  Που σημαίνει ότι ερωτευόμαστε την εξωτερική εικόνα, την ομορφιά.

  Τα άλλα στοιχεία, που δεν φαίνονται (χαρακτήρας κ.λπ.) δεν μετράνε καθόλου στον «έρωτα με την πρώτη ματιά».

  Κάποτε βέβαια την πετυχαίνει.

  Ακόρεστη στον έρωτα η Ρεβέκκα.

  Για πρώτη φορά πήδησα σελίδες.

  Η υπεροχή της εικόνας.

  Πέρασε ο καιρός που, μαθητές, διαβάζαμε κάποιες σελίδες του «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλι» σαν πορνό. Τώρα το πορνό έχει πλημυρίσει το διαδίκτυο, και μάλιστα ζωντανό με τα cam girls, δεν υπήρχε λόγος να χάνω το χρόνο μου διαβάζοντας αυτές τις σελίδες.

  Τη βαριέται, της φέρεται με απίστευτη σκληρότητα, κάτι που είδα και στη «Νανά» με τον θεατρίνο.

  «Γινόμουν όλο και πιο βίαιος με την ελπίδα πως θα έβλεπα μια αντίδραση, αλλά όταν εκείνη αντιδρούσε, τότε γινόμουν έξω φρενών και ξεπερνούσα κάθε όριο» (σελ. 213).

  Όμως κάποια στιγμή δεν την αντέχει πια και την παρατάει με ένα εξωφρενικό τρόπο: θα πήγαιναν ταξίδι αεροπορικό. Την τελευταία στιγμή δεν επιβιβάζεται. Φεύγει μόνη της.

  Μετά από μήνες, ένα ατύχημα θα τον στείλει στο νοσοκομείο. Θα έλθει να τον βρει και θα τον ρίξει κάτω από το κρεβάτι.

  Η εκδίκησή της.

  Θα μείνει παραπληγικός, ανίκανος, και θα κυκλοφορεί με καροτσάκι. Θα τον παντρευτεί. Θα βρίσκεται σε πλήρη εξάρτηση απ’ αυτήν.

  Η Ρεβέκκα (αυτό είναι το όνομά της) θα πηγαίνει με διάφορους. Κάποια στιγμή θα το κάνει και μπροστά του. Η εκδίκησή της φαίνεται να μην έχει όρια.

  Όλα αυτά τα εξομολογείται ο Φραντς στον Χιου Γκραντ, με τον οποίο συνταξιδεύουν στο πλοίο. Πηγαίνουν στην Κωνσταντινούπολη. Θα σταματήσουν και στον Πειραιά. Όμως αυτός δεν θα κατέβη, θα κατέβη η γυναίκα του.

  Ο Χιου Γκραντ θα γοητευθεί από τη Ρεβέκκα, πράγμα που θα αντιληφθεί η γυναίκα του και θα γίνει έξω φρενών. Ο ίδιος, το μόνο που σκέφτεται είναι πώς να την πηδήξει. Όμως, του λέει ο Φραντς, μόνο αφού του πει όλη την ιστορία τους, και τότε ίσως.

  «Αυτή τη φορά έβρισκα πως η ιστορία ετούτη ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τη σταδιακή μείωση του ενδιαφέροντός μου για τη σύντροφό μου. Και την περιφρόνηση που ο Φραντς καυχιόταν ότι είχε νιώσει για τη γυναίκα του τώρα την ένιωθα για τη δική μου» (σελ. 227-228). 

  Αμφιταλαντεύθηκα αν θα έβλεπα και την ταινία «Bitter moon» (1992) του Πολάνσκι, αλλά τελικά αποφάσισα να τη δω.

  Ακολουθεί αρκετά πιστά το μυθιστόρημα. Μια διαφορά είναι ότι στην ταινία ο Φραντς (έχουν άλλο όνομα οι ήρωες σ’ αυτήν) είναι συγγραφέας, ενώ στο μυθιστόρημα γιατρός. Η Ρεβέκκα είναι σερβιτόρα, ενώ στο μυθιστόρημα είναι κομμώτρια. Όμως διαφέρει εντελώς στο τέλος.

  Στο μυθιστόρημα ο Χιου Γκραντ κρατάει μια κανάτα με ζεστό νερό. Ο άντρας της θα του αρπάξει το χέρι και θα την αναποδογυρίσει στο πρόσωπο της Ρεβέκκας. Ταυτόχρονα θα βάλει τις φωνές. Θα έλθουν και θα συλλάβουν τον Χιου Γκραντ. Όσο για τη Ρεβέκκα, με παραμορφωμένο πρόσωπο, δεν υπάρχει περίπτωση τώρα πια να τον εγκαταλείψει.

  Ο Χιου Γκραντ θα φυλακισθεί στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης. Θα πληρώσει τεράστια ποσά για να ελπίζει ότι θα τον αφήσουν ελεύθερο. Όσο για τη γυναίκα του, θα τα φτιάξει με κάποιον ο οποίος θα την παρατήσει «παίρνοντας μαζί του όλα της τα πράγματα και τα χρήματα. Απ’ ό,τι φαίνεται, επηρεασμένη απ’ αυτόν, άρχισε να εθίζεται στην ηρωίνη και είναι έτοιμη να κάνει τα πάντα για να εξασφαλίσει τη δόση της, ακόμη και να πουλήσει το κορμί της σε λεφτάδες από τη Σαουδική Αραβία ή την Υεμένη που έρχονται στη Βομβάη για διακοπές. Πόση απόσταση τη χωρίζει από κείνο το λύκειο των προαστίων όπου δίδασκε ξένες γλώσσες!» (σελ. 333).

  Το τέλος αυτό δεν είναι κατά το εικός και το αναγκαίον, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης.

  Στην ταινία ο Πολάνσκι βάζει τον Φραντς να πυροβολεί τη Ρεβέκκα που κοιμάται γυμνή στο κρεβάτι αγκαλιά με τη γυναίκα του Χιου Γκραντ. Ο Χιου Γκραντ είναι παρών στη σκηνή.

  Η ταινία τελειώνει με τον Χιου Γκραντ να τα έχει ξαναβρεί με τη γυναίκα του.

  Ο Πήτερ Κογιότ, ο ανάπηρος, μοιάζει αρκετά με τον Πασκάλ Μπρυκνέρ, όπως και ο «Τσίτσικοφ» με τον Γκόγκολ στο πεντάωρο σήριαλ που θα δω κάποια στιγμή, πριν αναρτήσω για τις «Νεκρές ψυχές».

  Να πούμε εδώ ότι είδαμε για δευτερόλεπτα μπουζούκι, στον εορτασμό της πρωτοχρονιάς πάνω στο πλοίο. Δάκτυλος σίγουρα του Vangelis (Παπαθανασίου), που έχει συνθέσει τη μουσική της ταινίας.

  Καθώς είμαι λάτρης των παραφράσεων, έχοντας κάνει και εγώ αρκετές, μου άρεσε ο τίτλος που είναι παράφραση του Lunes de miel, Μήνας του μέλιτος, Lunes de fiel, Μήνας της χολής.

  Δεν έχω να πω άλλα για το βιβλίο, θα ψάξω να παραθέσω τίποτα αποσπάσματα.

  «Άλλωστε έκανα και μια κρυφή συμφωνία με τον φούρναρη της γειτονιάς μου να μου ψήνει ψωμάκια με βάση το καλούπι του πισινού της Ρεβέκκας, το οποίο του είχα δώσει, και κάθε μέρα τρώγαμε τον πισινούλη της καλής μου, με κόρα, με πίτουρο, με σίκαλη, ή ως τσουρέκι, και τις Κυριακές ακόμη ως κρουασάν» (σελ. 50).

  Δεν το παρέθεσα για να το σχολιάσω.

  «Κι η αληθινή σοφία δεν είναι μήπως αυτή η μόνιμη ικανότητά μας να ερωτευόμαστε;» (σελ. 59).

  Δεν το φανταζόμουν ότι η Μαρία είναι σοφή.

  «…βρίσκω λυπηρό το να ερωτεύεται κανείς κάποιον της ίδιας κοινωνικής τάξης και του ίδιου θρησκεύματος» (σελ. 61).

  Στον έρωτα είναι ό,τι σου τύχει. Αλλά οι πιο ενδιαφέροντες λογοτεχνικά έρωτες είναι αυτοί που διαπερνούν «Τα σύνορα της αγάπης». Η Ρεβέκκα είναι εβραία, αυτός είναι χριστιανός.

  «Ήμουν απολύτως βέβαιος ότι η αληθινή ζωή ήταν αλλού, μακριά από τα άθλια κόλπα του συζυγικού βίου και τις ενάρετες ανοησίες του τρελού έρωτα (που είναι στην πραγματικότητα το αποκορύφωμα της μετριότητας, εφόσον έχει ως στόχο να μας καταστήσει υποφερτή για την αιωνιότητα την συντροφιά του ίδιου ατόμου)» (σελ. 179).

  Παρέθεσα το απόσπασμα γιατί μου θύμισε το «Η ζωή είναι αλλού» του Κούντερα. Θα πρέπει να το ξαναδιαβάσω κάποια στιγμή. Τον θεωρώ κορυφαίο, και κρίμα που δεν πήρε το Νόμπελ.

  «Δεν σου έδωσα να με καταλάβεις καλά, Φραντς, όσο δυστυχισμένη κι αν είμαι μαζί σου, θα μείνω πλάι σου επειδή διατηρώ τις ελπίδες μου να σε αλλάξω» (σελ. 198).

  Τα ίδια λέει και η Μαρία για τον φίλο της. Αλλά το απόσπασμα το παρέθεσα γιατί θυμήθηκα ένα ευφυολόγημα:

  Σε μια σχέση η γυναίκα φιλοδοξεί ότι θα αλλάξει τον άντρα, όμως εκείνος δεν αλλάζει. Ο άντρας πιστεύει ότι η γυναίκα που αγαπά θα μείνει όπως είναι, όμως πέφτει έξω, εκείνη αλλάζει.

Monday, June 23, 2025

Ανδρέας Μήτσου, Δυο παράξενα πλάσματα

 Ανδρέας Μήτσου, Δυο παράξενα πλάσματα, Καστανιώτης 2025, σελ. 97

 


  Σε αυτή τη νουβέλα του ο Μήτσου φλερτάρει πάλι με το φανταστικό, για να δώσει μια παραβολική ιστορία.

  Τα δυο παράξενα πλάσματα είναι ένα εξάχρονο κοριτσάκι και μια, ή μάλλον ένας, στρουθοκάμηλος (μου θύμισε την ταινία «The song of sparrows» (2008) του Majid Majidi).

  Η πλοκή διαδραματίζεται στη Νίσυρο. Το φανταστικό είναι ότι τόσο ο στρουθοκάμηλος όσο και το εξάχρονο κοριτσάκι μεγαλώνουν και μικραίνουν, συχνά κατά βούληση.

  Το «μήνυμα», πέρα από το φανταστικό, περνάει μέσα από τους διαλόγους που καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος της νουβέλας ανάμεσα στο κοριτσάκι και τη θεία του, η οποία το ανέθρεψε όταν πέθανε η μητέρα του και αδελφή της.

  Την ιστορία την αφηγείται η μικρή μέχρι το προ-προτελευταίο κεφάλαιο, οπότε αναλαμβάνει μια άλλη αφηγηματική φωνή, μέσω της οποίας όλο το προηγούμενο φαίνεται σαν εγκιβωτισμένη αφήγηση. Παραθέτω την αρχή της.

  «Ανάμεσα στα πτώματα των μεταναστών βρέθηκε αναίσθητο και κοριτσάκι έξι χρονών. Ένας γέρικος σκύλος έγλειφε το πρόσωπό της για να την ξυπνήσει. Όταν συνήλθε, αναζητούσε κάποιον “Στρούθο”, το μικρό στρουθοκαμηλάκι της, και επειδή δεν το έβρισκε, άρχισε να τραγουδά έντρομη, με απερίγραπτα δυνατή φωνή και για τόσο πολλή ώρα, που οι ναυαγοσώστες τρόμαξαν και αναγκάστηκαν να τη μεταφέρουν στο τοπικό νοσοκομείο, διάβασα σε ανταπόκριση εφημερίδας για το φοβερό ναυάγιο με τους πολλούς νεκρούς στο ηφαιστειογενές νησί της Νισύρου των Δωδεκανήσων» (σελ. 93).

  Αλλά να παραθέσω αποσπάσματα σχολιάζοντάς τα.

  «Μόνο με το τραγούδι ψηλώνουμε, το ’χα πλέον σίγουρο, και μ’ όποιον τρόπο μπορεί να τραγουδάει ο καθένας. Κι ας τον ονομάζει τραγούδι αυτόν, τον προσωπικό του τρόπο, την καταδική του έκφραση. Είτε τραγουδάει είτε λέει ιστορίες» (σελ. 27).

  Για μας το «τραγούδι» μας είναι η συγγραφή.

  «Ντράπηκα, τον πήρα στην αγκαλιά μου [το Στρούθο, τον στρουθοκάμηλο] κι άρχισα να του τραγουδώ. Γρήγορα συνήλθε, τίναξε τα φτερά, με γέμισε νερά, και μετά, όσο εγώ του τραγουδούσα, τόσο εκείνος μεγάλωνε, ευτυχισμένος, τόσο ψήλωνε, ώσπου έγινε τεράστιος, δυο μέτρα» (σελ.35).

  Το τραγούδι πάλι σαν μεταφορά, αυτή τη φορά όχι για μας, αλλά για τους άλλους, που «ψηλώνουν» ακούγοντάς το. Το «ψήλωνε» σε εφέ της κυριολεξίας, εξυπηρετώντας το φανταστικό, και σαν μεταφορά, η επίπτωση που έχει το τραγούδι μας, εμάς των συγγραφέων (και όχι μόνο), στους άλλους.

  «Τότε θέλησα να μάθω, αν ο κόσμος το αγαπάει το διαφορετικό πλάσμα, κι έμαθα πως, αντίθετα, οι πολλοί μισούνε ό,τι δεν τους μοιάζει, επειδή έχουν τον εαυτό τους για μέτρο, επειδή πιστεύουν πως όποιος είναι διαφορετικός, όποιος δεν είναι όμοιος μ’ αυτούς, τους αναιρεί, τους απειλεί» (σελ. 41).

  Μεγάλη αλήθεια αυτό.

  «Άλλο μικροί, άλλο παιδιά. Παιδιά μένουν όσοι έχουν αγάπη μέσα τους, μικροί είναι εκείνοι που είναι άδειοι απ’ αυτήν» (σελ. 44).

  Λέγεται και νεοτενία, το να διατηρείς μέσα σου, μεγάλος πια, το παιδί που ήσουν κάποτε. 

  «Δεν της μαρτύρησα ότι ο Στρούθος το ’κανε, ότι δεν ήτανε ένα κανονικό πουλί και τίποτα δεν αποκλειόταν γι’ αυτόν, πως άλλοτε ψήλωνε, γινόταν δυο μέτρα, κι άλλοτε μαζευόταν, συρρικνωνόταν. Όπως κι εγώ δεν ήμουν ένα κανονικό κορίτσι, που μόλις φοβόμουνα, τραγουδούσα κι αμέσως ψήλωνα, και δεν ξέρω και η ίδια τι άλλο μπορώ να κάνω ακόμα» (σελ. 53).

  Όντως, δυο παράξενα πλάσματα.

  «-Πότε πεθαίνουμε μαμά, τη ρώτησα, πότε πεθαίνουμε; -Όταν σταματήσουμε να τραγουδάμε» (σελ. 54).

  Μόνιμο άγχος μου, μήπως μου περάσει κάποια στιγμή η όρεξη για «τραγούδι».

  «Εσύ μόνο όσους τραγουδούν να εμπιστεύεσαι, αυτοί κρατούν τη ζωή, αυτοί την ομορφαίνουν, εκείνοι που δεν τραγουδούν είναι οι κακοί» (σελ. 57).

  Πολύ μου άρεσε αυτό το «κακοί», γιατί συχνά στις κινηματογραφικές κριτικές μου γράφω «οι καλοί» και «οι κακοί».

  «Έχει μυαλό ο Στρούθος σου, Ελένη, μα πάνω απ’ όλα έχει καρδιά, έχει συμπόνια μέσα του αυτό το πουλί, αυτό το υπέροχο ανθρωπόμορφο πουλί» (σελ. 60).

  «μα πάνω απ’ όλα». Έκλεβε αυγά από τις στρουθοκαμήλους για την άρρωστη θεία, και μ’ αυτά έγινε καλά.

  «Κι εγώ, μόλις τον είδα, ανέβηκα πάνω του, τον καβάλησα και φύγαμε κι οι δυο, γίναμε αέρας, σύννεφο, χαθήκαμε από κοντά τους και φτάσαμε, έτσι τρέχοντας, στην καλντέρα, στην κορυφή του οροπεδίου του Λακκίου, της τεράστιας λεκάνης με τους κρατήρες και το ενεργό ηφαίστειο του νησιού» (σελ. 70).

  Μου θύμισε το «Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα» που μόλις διάβασα.

  «Η καρδιά της την πρόδωσε μπροστά στο αγριεμένο πλήθος» (σελ. 79).

  Δεν θυμάμαι ποιο μυθιστόρημα του Μήτσου, πάνε πάνω από είκοσι χρόνια, μου θύμισε το «Μακριά από το αγριεμένο πλήθος» του Τόμας Χάρντυ. Έγραψα ένα μικρό συγκριτολογικό μελέτημα, κάπου τέσσερις σελίδες, και το έχασα. Από τότε είμαι πολύ προσεκτικός, κρατώ διπλό και τριπλό back up.  

  «Αλλά η θάλασσα φαινόταν ήρεμη, χωρίς καμία ενοχή για τα σώματα των μεταναστών που είχε πνίξει, που βοηθούσε στην κακία των ανθρώπων, για τα σαρκοβόρα ψάρια της και για τα όρνια της στεριάς που τάιζε με αίμα και φρέσκια σάρκα, για τα μελαμψά κορμιά που έλιωναν στον ήλιο, ξαπλωμένα στη μαύρη άμμο, δίχως μοιρολόγι από τη μάνα τους και οδυρμούς απ’ την αγαπημένη, χωρίς ταφικές τελετές με μονότονους ήχους ταμπούρλων και ανθρώπους δικούς τους, ντυμένους στα μαύρα, να τους ακολουθούνε με βήμα τελετουργικό» (σελ. 83).

  Ξέρω την ευαισθησία του Μήτσου για τους λαθρομετανάστες, τους σημερινούς «της γης οι κολασμένοι».

  Και κλείνω μ’ αυτό:

  «Τραγουδάω δυνατά, γιατί δεν θέλω η θάλασσα να φέρνει πτώματα, να γεμίζει η παραλία φτερά από στρουθοκάμηλους. Με το τραγούδι μου ξορκίζω το κακό, έτσι το πολεμάω.

  Με το τραγούδι μου θα γαληνέψει η θάλασσα, θα πάψει η τρικυμία της, θα σταματήσουν οι πνιγμοί, και το κύμα θα μας φέρνει μόνο ελπίδα.

  Ο καθένας με τα όπλα που έχει, μ’ αυτά πολεμάει. Εγώ με το τραγούδι, ένας άλλος αλλιώς» (σελ. 92).

  Ο καθείς και στα όπλα του, που λέει και ο Ελύτης.

  Εξαιρετική νουβέλα, εύχομαι να είναι καλοτάξιδη.

Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα

Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα (Μετ. Τίνα Καραγεώργη, Γιούρι Γιαννακόπουλος), Θεμέλιο 1991, σελ. 435

 


  Θα ξαναμιλήσω για την πρόσληψη.

  Το 2004 που το διάβασα ήμουν εικονολάτρης. Ο Μπουλγκάκοφ θεωρείται μεγάλος συγγραφέας.

  Μου το σύστησε, τότε, μια πολύ όμορφη κοπέλα.

  Στην κριτική μου για τη «Λευκή φρουρά» γράφω: «…δεν μου άρεσε όσο Ο μετρ και η Μαργαρίτα». Αυτά τα έγραψα τον Σεπτέμβρη του 2019.

  Τώρα που το διάβασα όμως άλλαξα γνώμη.

  Δεν μου άρεσε.

  Δεν μου αρέσει το φανταστικό, με το οποίο ο Μπουλγκάκοφ φαίνεται να έχει κόλλημα. Ο Διάβολος του προσφέρει τη δυνατότητα να οργιάσει με το φανταστικό. Δεν είναι τυχαίο ότι και η συλλογή διηγημάτων και νουβελών του φέρει το χαρακτηριστικό τίτλο «Διαβολιάδα»· η οποία, παρά το ό,τι και εκεί κυριαρχεί το φανταστικό, αν και όχι με τη μορφή του «διαβολικού» όπως στο «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» όπου ο διάβολος πρωταγωνιστεί, μου άρεσε.

  Γιατί;

  Και αυτό έχει να κάνει με την πρόσληψη.

  Μου αρέσει πολύ το χιούμορ. Εδώ όμως σχεδόν απουσιάζει. Κάποια ίχνη του μόνο θα βρούμε.

  Και το χιούμορ αυτό είναι κυρίως σατιρικό. Ο Μπουλγκάκοφ σατιρίζει ομότεχνους και κριτικούς, μέλη μιας ένωσης που απολαμβάνουν κρατικών επιδοτήσεων και πληρωμένων διακοπών.

  Και πάλι η πρόσληψη.

  Μου αρέσουν τα romance, το γράφω συχνά στις κινηματογραφικές μου κριτικές. Και βέβαια μου άρεσε το romance του Μαιτρ και της Μαργαρίτας (δεν είναι τυχαία η επιλογή του ονόματος, το συναντάμε στον «Φάουστ», όπου ο διάβολος εμφανίζεται με το όνομα Μεφιστοφελής, αλλά και σαν Βολάντ, όνομα που έχει και εδώ). Επειδή καταλαμβάνει πολύ μικρή θέση στο μυθιστόρημα, θα παραθέσω από αυτό αποσπάσματα.

  Τέλος υπάρχει ενσωματωμένο, που διαπερνά και την πλοκή, το μυθιστόρημα που έγραψε ο Μαιτρ για τον Πιλάτο.

  Ο Πιλάτος μετάνιωσε φοβερά που υποχώρησε στον Καϊάφα. Είχε σε εκτίμηση τον αλλοπαρμένο, νεαρό φιλόσοφο. Θα προσπαθήσει να εξιλεωθεί σκοτώνοντας τον Ιούδα. Και στην άλλη ζωή θα έχει μόνιμο κουβεντολόι με τον νεαρό αυτό.

  Ας το γράψω από τώρα, μου άρεσε ο επίλογος, όπου οι μοσχοβίτες προσπαθούν να δώσουν στα γεγονότα τη ρεαλιστική ερμηνεία μιας ύπνωσης.

  Τους υπνωτίζει ο Φαγκότ, που μαζί με τον γάτο βρίσκονται στην υπηρεσία του Διαβόλου. -Θέλετε να αλλάξετε τα ρούχα σας, κυρίες μου, με τα τελευταία μοντελάκια;

  Αν θέλουν λέει!!!

  Παρατάνε τα ρούχα τους και φοράνε τα μοντελάκια, με τα οποία φεύγουν στο τέλος της παράστασης. Όμως πριν φτάσουν στο σπίτι τους τα μοντελάκια εξαφανίζονται και μένουν ξυπόλυτες και μόνο με τα εσώρουχα, προς τέρψιν των περαστικών.

  «…η αστυνομία μάζεψε γύρω στους εκατό ανθρώπους. Οι γυναίκες μετά από εκείνη την παράσταση τρέχαν στην οδό Τβερσκάγια μόνο με τα εσώρουχα. -Ε, φυσικά, η Ντάρια θα σου τα είπε…» (σελ. 245).

  Άλλο πρόβλημα: τα ρούβλια που έδωσε στους κυρίους, αποδεικνύεται ή ότι είναι παλιόχαρτα ή ότι είναι συνάλλαγμα, πράγμα που θα τους ρίξει στα χέρια της αστυνομίας.

  Υπάρχουν πάρα πολλά, αυτά είναι τα πιο εντυπωσιακά.

  Και βέβαια, η Μαργαρίτα δέχεται να γίνει δαιμόνισα, να παρευρεθεί στο χορό του Σατανά, προκειμένου να συναντήσει τον αγαπημένο της. Γυμνή, θα καβαλήσει μια σκούπα, σαν μάγισσα, και θα πετάξει με ταχύτητα, πάνω από τη Μόσχα, στο χώρο όπου θα γίνει ο χορός.

  Και τώρα να παραθέσουμε αποσπάσματα.

  «Ο μαιτρ και η άγνωστη αγαπήθηκαν τόσο παράφορα που έγιναν τελείως αχώριστοι» (σελ. 156).

  «Πίσω από ένα τεράστιο γραφείο μ’ ένα ογκώδες μελανοδοχείο καθόταν ένα άδειο κοστούμι και με μια στεγνή πένα, χωρίς να την κρατάει κάποιο χέρι, χάραζε σε ένα χαρτί. Το κοστούμι φόραγε και γραβάτα, απ’ το τσεπάκι του έβγαινε η άκρη ενός στυλογράφου, αλλά πάνω απ’ το γιακά δεν υπήρχε ούτε λαιμός, ούτε κεφάλι, το ίδιο και απ’ τα μανίκια δεν βγαίνανε χέρια…» (σελ. 209).

  Ένα από τα «φανταστικά» του μυθιστορήματος. Αρκετά πιο κάτω θα διαβάσουμε: «Επιστρέφοντας στη θέση του, στο γκρίζο ριγέ κοστούμι του, ο Πρόχορ Πετρόβιτς ενέκρινε απόλυτα όλες τις αποφάσεις που είχε πάρει το κοστούμι κατά τη σύντομη απουσία του» (σελ. 368)

  Στο δεύτερο μέρος, το κεφάλαιο 10 τιτλοφορείται «Μαργαρίτα», και ξεκινάει ως εξής: Ακολούθα με, αναγνώστη! Ποιος σου είπε πως δεν υπάρχει στον κόσμο ο αληθινός, ο πιστός αιώνιος έρωτας; Ας κόψουν τη σιχαμερή γλώσσα του ψεύτη» (σελ. 241).

  Επί τέλους, λέω, θα έχουμε το romance, που τόσο μου αρέσει.

  Οικτρή διάψευση. Ελάχιστα θα διαβάσουμε για αυτόν τον μεγάλο έρωτα, που αποτελεί πρόσχημα για καινούριες εικόνες φανταστικού. Η Μαργαρίτα ήταν παντρεμένη, αλλά μπροστά στον έρωτα θα θυσιάσει τη συζυγική της ζωή. Θα αφήσει ένα σημείωμα στον σύζυγό της, καθόλα άξιο και που την υπεραγαπά, όπου του λέει ότι φεύγει.

  «…και να μην ακούει τη Ντάρια» (σελ. 246).

  Πού κολλάει τώρα αυτό;

  Το καλοκαίρι σκέφτομαι να γράψω μια νουβέλα, ή ένα μικρό μυθιστόρημα, με τίτλο «Η ζωή της Ντάριας». Η τεχνητή νοημοσύνη μου έκανε ήδη το εξώφυλλο.

  «Όχι, φύγε από τη μνήμη μου και τότε θα είμαι ελεύθερη» (σελ. 247).

  Ένας δείκτης το πόσο είσαι ερωτευμένος είναι το πόσο χρόνο βρίσκεται ο/η αγαπημένος/η στη σκέψη σου. «Σήμερα σε σκεφτόμουνα», μου λέει. «Εγώ σε σκέφτομαι κάθε μέρα», της λέω.

  Συζήτηση με τη Ντάρια.

  «Ένας άντρας λοξοκοίταξε μ’ ενδιαφέρον την καλοντυμένη γυναίκα, τραβηγμένος απ’ την ομορφιά και τη μοναξιά της» (σελ. 247).

  Ένα από τα φανταστικά του δεύτερου μέρους είναι ότι με μια κρέμα που της δίνει ο Αζαζέλο γίνεται αόρατη. Καβαλώντας μια σκούπα θα πετάξει, σαν μάγισσα, να συναντήσει τον αγαπημένο της. «Είμαι ένας άνθρωπος δυστυχισμένος και σεις το εκμεταλλεύεστε. Παρασύρομαι σε μια παράξενη ιστορία, αλλά τ’ ορκίζομαι, μόνο γιατί με δελεάσατε μιλώντας μου για κείνον!» (σελ. 252).

  Για την αγάπη ρισκάρεις. Στην επόμενη σελίδα διαβάζουμε: «Θα χαθώ από αγάπη».

  «Τον αγάπησε μια κοπέλα, κι αυτός την πούλησε σε οίκο ανοχής» (σελ. 298).

  Οι περισσότερες ιερόδουλες μ’ αυτόν περίπου τον τρόπο κατέληξαν στους οίκους ανοχής.

    «Γιατί είναι άλλο πράγμα να πετύχεις με το σφυρί τα τζάμια του κριτικού Λατούνσκι κι εντελώς άλλο πράγμα να πετύχεις τον ίδιο στην καρδιά» (σελ. 309).

  «Απόψε το βράδυ τα έκανα γυαλιά καρφιά στο σπίτι του» (σελ. 309). Η Μαργαρίτα το έκανε αυτό, για εκδίκηση, που «έθαψε» το βιβλίο του αγαπημένου της.

  «Θέλω, τώρα αμέσως, να μου επιστρέψουν τον αγαπημένο μου το μαιτρ, είπε η Μαργαρίτα, και το πρόσωπό της παραμορφώθηκε από ένα σπασμό» (σελ. 315).

  Δεν χρειάζεται να το σχολιάσω. «…η Μαργαρίτα κολλώντας στο αυτί του μαιτρ κάτι του ψιθύρισε. Ακούστηκε μόνο πως εκείνος της απάντησε: -Όχι, είναι αργά. Τίποτα άλλο δε θέλω από τη ζωή εκτός από το να σε βλέπω. Αλλά σε συμβουλεύω ξανά, άφησέ με. Θα καταστραφείς μαζί μου» (σελ. 319).

  Μέχρι τώρα παρέθεσα αποσπάσματα που δείχνουν τον έρωτα της Μαργαρίτας για τον μαιτρ, αυτό είναι ένα απόσπασμα που δείχνει τον έρωτα του μαιτρ για τη Μαργαρίτα.

  «Τι όμορφη που είναι! Πρόφερε ο Ιβάν χωρίς ζήλεια αλλά με θλίψη και με κάποια ήρεμη τρυφερότητα» (σελ. 410). Η Μαργαρίτα φυσικά.

  Εγώ έγραψα τρεις φορές την ίδια φράση, προτάσσοντας το μα: «Μα τι όμορφη που είναι», σε ανέκδοτο κείμενό μου.

  «Όποιος αγαπάει πρέπει να μοιράζεται και τη μοίρα εκείνου που αγαπάει» (σελ. 419).

  Εγώ θα το γράψω διαφορετικά: Η θυσία είναι το πιο αλάνθαστο μέτρο για τον έρωτα.

  «Θα παραστέκομαι εγώ στον ύπνο σου» (σελ. 422).

  Το έχω ήδη γράψει στις σημειώσεις για τη «Ζωή της Ντάριας».

  Είδαμε και την ομώνυμη ταινία (2024) του Michael Lockshin διαρκείας δύο ωρών και τριάντα έξι λεπτών. Από αυτήν έμαθα ότι ο Βόλαντ ήταν ένα άλλο όνομα του Μεφιστοφελή. Έχω διαβάσει τον «Φάουστ», αλλά πού να το θυμάμαι.

  Ακολουθεί αρκετά πιστά τον Μπουλγκάκοφ. Και διαπιστώνω ότι οι ταινίες με το φανταστικό «ξεπερνούν» την πεζογραφία του φανταστικού. Είναι πιο εντυπωσιακές.

  Έχει πολύ καλή βαθμολογία, 7,2.

  Trivia: Απόσπασμα από τη «Στενογραφία» του φίλου μου του Κώστα του Μαυρουδή:

  «Ούτε ο πιο προετοιμασμένος κοινωνικός επιστήμονες δεν θα κρατούσε την ψυχραιμία και τις βεβαιότητες μπροστά στη Ρωσίδα καλλονή. Ντύνεται μετά τις κατ’ οίκον ερωτικές της υπηρεσίες και, βλέποντας την πλούσια βιβλιοθήκη, συστήνει στον πελάτη να διαβάσει τον Μαιτρ και τη Μαργαρίτα, σχολιάζοντας με τα πενιχρά της ελληνικά το στοιχείο του παράδοξου του Μπουλγκάκοφ. Μόνον ο περιορισμένος επαγγελματικός της χρόνος την αποτρέπει να επεκταθεί στους φορμαλιστές (τον Άιχενμπάουμ, τον Μπαχτίν και τους επιγόνους τους σημειολόγους), για τους οποίους κάτι προλαβαίνει να ψελλίσει, ενώ μπαίνει βιαστικά στο ασανσέρ και ελέγχει το κραγιόν της στον καθρέφτη».

  Παραλλαγή από αφήγηση δική μου.

  Έχω άλλες δυο ταινίες για τον «Μαιτρ και τη Μαργαρίτα», όμως δεν θα της δω. Ο χρόνος είναι πια μια πολυτέλεια.


Γιώργος Δανόπουλος, Ρίτα (2018)

 Γιώργος Δανόπουλος, Ρίτα (2018)

 


  Η «Ρίτα» προβλήθηκε στο 41ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας το Σεπτέμβριο του 2018 ενώ η πρώτη τηλεοπτική μετάδοση έγινε στις 6 Σεπτεμβρίου 2019, από την ΕΡΤ3.

  Ποια είναι η Ρίτα.

  Μια ιερόδουλη του Μεταξουργείου.

  Η κάμερα του Δανόπουλου την παρακολουθεί στη δουλειά της, ακούει τις εξομολογήσεις της, ενώ ακολουθεί και άλλες ιερόδουλες, δίνοντας έτσι ένα εύρος στο ντοκιμαντέρ του.

  Το ντοκιμαντέρ ξεκινάει με τον αφηγητή να λέει σε μια μαύρη οθόνη:

  «Το βράδυ ξαγρυπνούσα με φόβο, μη πάθει κάτι κακό. Είχα αυτή την αίσθηση στο στόμα σαν εκείνη που έχεις όταν ξέρεις ότι κάποιος που γνοιάζεσαι πονά».

  Τη νοιαζόταν τη Ρίτα. Υπάρχουν φυσικά και άλλοι, που νοιάζονται για άλλες Ρίτες.

  Στη συνέχεια αφηγείται η Ρίτα.

  «Αγάπησα κομμάτια από αυτή τη δουλειά, δεν θέλω να πω ψέματα. Κατ’ αρχήν η επαφή με τον κόσμο. Αυτό δεν το αλλάζω με τίποτα, μιλάω, μου αρέσει αυτή η σχέση με τον κόσμο».

  Και φυσικά τα λεφτά που της πρόσφεραν τη ζωή που ήθελε, κυρίως για να δώσει περισσότερα στο γιο της.

  «Όταν κάποιος που έχω να τον δω μετά από δεκαπέντε χρόνια, με χαιρετάει, με αγκαλιάζει και με φιλάει και με ρωτάει, τι κάνεις, πώς είσαι, τι κάνει ο γιος σου, με συγκινεί».

  Μια ανάλογη εμπειρία έχουμε και εμείς οι εκπαιδευτικοί, όταν μετά από χρόνια μας συναντάνε μαθητές μας. Εμείς και οι ιερόδουλες έχουμε τις πιο πλούσιες σχέσεις.

  Σημαντικό αυτό: «Το 95% των γυναικών που είναι σ’ αυτό το χώρο, έχουν βγει από έρωτα».

  Νομίζω ότι αυτό είναι γνωστό σε όλους, τις περισσότερες τις παρέσυρε σ’ αυτή τη δουλειά ένας αγαπητικός.

  «Είναι πολύ ελάχιστες οι γυναίκες που έχουν σταματήσει αυτή τη δουλειά νωρίς».

  Δεν είναι δουλειά με ημερομηνία λήξης, όπως αυτή των ποδοσφαιριστών για παράδειγμα, όμως εγκυμονεί κινδύνους. Έχω διαβάσει την αυτοβιογραφία της Γαβριέλλας Ουσάκοβα, «Η ζωή μου». Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος το 1981, και δέκα χρόνια μετά, το 1991, βρέθηκε δολοφονημένη στο διαμέρισμά της.

  Και κάτι που προσυπογράφω απόλυτα: -Η μεγαλύτερη άμυνα του οργανισμού είναι το χιούμορ. Διακωμωδώ ακόμη και τις πιο σοβαρές καταστάσεις, για να μπορώ να τις αντέξω και να τις ξεπερνάω.

«Τα αηδόνια δεν σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».

  Δεν ήταν τα αηδόνια, ήταν τα προβλήματα που δεν άφηναν την Ρίτα να κοιμηθεί, που την κρατούσαν άυπνη. Και το ’ριχνε στο διάβασμα.

  Της αρέσει να διαβάζει.

  Και βλέπω μια κοινή διαδρομή.

  -Έχω διαβάσει το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι στα δεκαπέντε μου χρόνια, και δεν κατάλαβα τίποτα.

  Εγώ έκανα κάτι καλύτερο: διάβασα την αρχή, δεν με τράβηξε, το παράτησα. Το διάβασα μετά από χρόνια. Επί τη ευκαιρία αυτής της ανάρτησης διάβασα την κριτική που έγραψα. Και σ’ αυτό το βιβλίο υπάρχει μια ιερόδουλη, όπως και στο «Έγκλημα και τιμωρία», στο οποίο θα αναφερθεί πιο κάτω η Ρίτα, ένα βιβλίο που τη σημάδεψε.

  Και δεν είναι μόνο η Σόνια στο «Έγκλημα και τιμωρία». Είναι και η Νατάσα στους «Ταπεινούς και καταφρονεμένους» και η «Γκρούσενκα» στους Αδελφούς Καραμάζοφ (πρέπει να το διαβάσω για τρίτη φορά για να κάνω ανάρτηση, η δεύτερη ήταν στα ρώσικα).

  Η πόρνη Κατιούσα Μάσλοβα παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην «Ανάσταση» του Λέοντα Τολστόι.

  Ο Γκυ ντε Μωπασάν έχει γράψει αρκετά διηγήματα για πόρνες, με κορυφαίο κατά τη γνώμη μου την «Χοντρούλα», που μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ο Kenji Mizoguchi στην ταινία του «Oyuki η παρθένα» (1935). Ο Mizoguchi, που δεν συγχώρησε ποτέ τους γονείς του που πούλησαν την αδελφή του σαν γκέισα, δηλαδή πόρνη, τις έχει σαν κύρια πρόσωπα σε πολλές ταινίες του και τις αντιμετωπίζει με μεγάλη τρυφερότητα. Το τελευταίο πλάνο από την τελευταία του ταινία, τον «Δρόμο της ντροπής» (1956), που η γκέισα, πρώτη μέρα στη δουλειά, καλεί δειλά δειλά γνέφοντάς του με το χέρι έναν περαστικό, θα μου μείνει αξέχαστο.

  Ο κατάλογος των ανθρώπων της λογοτεχνίας που αντιμετωπίζουν με αγάπη και σεβασμό την πόρνη είναι ανεξάντλητος, όμως εγώ θα σταματήσω εδώ.

  Στο τέλος μιλάει ο γιος.

  -Έκανε τόσα για μένα. Όχι ντροπή, μόνο υπερηφάνεια νοιώθω γι’ αυτή τη γυναίκα. Ευχαριστώ για τις θυσίες σου μαμά, σε αγαπώ παραπάνω από το κανονικό μαμά, είσαι η μόνη μαμά που μου αναλογεί. Πόρνη ή οτιδήποτε άλλο, για μένα είσαι η μάνα μου. Η μάνα που της χρωστάω τη ζωή μου.

  Είμαι σίγουρος ότι έτσι θα νιώθει και το αγοράκι και το κοριτσάκι της Ροξάνας.

  Πρόκειται για ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ. Ο Δανόπουλος δείχνει τους εσωτερικούς χώρους, τα κορίτσια (όχι το πρόσωπό τους φυσικά), αλλά σε πλάνα τέτοια που δεν θα μπορούσαν με τίποτα να θεωρηθούν ως πορνό, ενώ η αφήγηση της Ρίτας, πέρα από την προσωπική της ζωή, δίνει και μια γενικότερη εικόνα για τις ιερόδουλες. 

  Trivia:

  Στο ντοκιμαντέρ είδα δυο φορές ένα πλάνο με ένα σκυλί να μασουλάει ένα παπούτσι.

  Τι μου θύμισε.

  Ένα σκυλί μάσησε το ένα παπούτσι από το ζευγάρι που είχα κάνει δώρο στη φίλη μου όταν γύρισε στην πατρίδα της. Ήταν απαρηγόρητη.

  Το ντοκιμαντέρ υπάρχει στο youtube, μπορείτε να το δείτε πατώντας εδώ.

Νίκος Δαββέτας, Λευκή πετσέτα στο ρινγκ

 Νίκος Δαββέτας, Λευκή πετσέτα στο ρινγκ, Κέδρος 2006, Σελ.203.  



Ο εμφύλιος δεν κατατρύχει μόνο αυτούς που συμμετείχαν σ' αυτόν, οι οποίοι ακούραστα εκδίδουν τα απομνημονεύματά τους ή τον θεματοποιούν στις μυθοπλασίες τους (Κοτζιάς, Βαλτινός κ.λπ.), αλλά και νεότερες γενιές (Γαλανάκη, Σπανδωνής κ.ά.). Τον εμφύλιο έχει σαν θέμα και ο Νίκος Δαββέτας, γεννημένος το 1960, στο τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο «Λευκή πετσέτα στο ρινγκ».
  Το μυθιστόρημα, που τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές υποψήφιο για τα βραβεία του «Διαβάζω», έχει ενδιαφέρουσες αφηγηματικές τεχνικές.
  Κατ' αρχήν κινείται σε δυο χρόνους, χρησιμοποιώντας και στους δυο πρωτοπρόσωπη αφήγηση: Στο χρόνο του τώρα, με τον αφηγητή-δημοσιογράφο, και στο χρόνο του τότε, με τις μαρτυρίες των προσώπων καταγραμμένες σε δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο. Το μυθιστόρημα μάλιστα ξεκινάει εντυπωσιακά, με την αφήγηση μιας εκτέλεσης: Ο αφηγητής, ακολουθώντας κομματική εντολή, εκτελεί το άτομο που του έχουν υποδείξει.
  Η μυθοπλασία δεν περιστρέφεται μόνο στο χρόνο του τότε, αλλά και στο χρόνο του τώρα. Ο αφηγητής, δημοσιογράφος ο οποίος έχει αναλάβει μια έρευνα για ένα ρεπορτάζ για τον εμφύλιο, παραθέτοντας τις μαρτυρίες ανθρώπων της γειτονιάς όπου γεννήθηκε, προσφυγογειτονιάς, αφηγείται και την δική του προσωπική ιστορία. Έτσι το «τώρα» του αφηγηματικού χρόνου δεν είναι το οιονεί στιγμιαίο της αφήγησης, όπως στα περισσότερα μυθιστορήματα, αλλά εκτείνεται στην χρονική περίοδο της δημοσιογραφικής έρευνας που φτάνει σχεδόν τον ένα μήνα. Μέσα σ' αυτό τον αφηγηματικό χρόνο κατά τον οποίο ο αφηγητής καταγράφει τις μαρτυρίες, συντελούνται και τα σημαντικά στη δική του προσωπική ζωή: το διαζύγιο με τη γυναίκα του, η μετακόμιση και το φλερτ με την κόρη του εντολέα της εκτέλεσης, με «μπάσο κοντίνουο» τα προβλήματα υγείας του (υποφέρει από προστάτη, με το μαρτύριο της συχνουρίας και του πόνου).
  Το σασπένς που ενυπάρχει σε κάθε αφήγηση εδώ διπλασιάζεται ως σασπένς για τα αποτελέσματα μιας δημοσιογραφικής έρευνας, που καταλήγει σε διαφορετικές εκδοχές του ίδιου γεγονότος. Θυμίζει το «Ρασομόν» του Ρ. Ακουτάγκαβα, γνωστότερο από την κινηματογραφική εκδοχή του Κουροσάβα. Εκεί όμως έχουμε τις διαφορετικές εκδοχές του ίδιου γεγονότος. Εδώ το γεγονός παραμένει το ίδιο, και οι εκδοχές έχουν να κάνουν με τα κίνητρα και με την προσωπικότητα των εκτελεσμένων (γιατί τελικά η έρευνα εστιάζεται σε δυο εκτελέσεις). Γιατί εκτελέστηκε ο Μυστακίδης; Η πρώτη εκδοχή, ως συνεργάτης των Γερμανών. Η δεύτερη, ως ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ αριστερών: ο Μυστακίδης ήταν τροτσκιστής. Η τρίτη εκδοχή, ένα προσωπικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών, μια εκδίκηση. Όσο για τον Κωστένογλου τι ήταν; Ένας γιατρός της φτωχολογιάς, ή ένας παιδεραστής; Το επονιτάκι που σκότωσαν οι Χίτες, δεν το έκρυψε από φόβο ή το κατέδωσε ο ίδιος, όντας ο εραστής του;
  Το μυθιστόρημα δίνει δυο τουλάχιστον εκδοχές αναγνωστικής πρόσληψης. Η πιο εμφανής, μια ακόμη καταγγελία του κόμματος, του τιμημένου… Η δεύτερη, μια συζήτηση πάνω στο πρόβλημα της αλήθειας, με την ιστορική αλήθεια σαν μεταφορά.  
  Εδώ βλέπουμε διάφορες όψεις του προβλήματος.
  Κατ' αρχήν, οι δυσκολίες μιας δημοσιογραφικής έρευνας για την ανακάλυψη της αλήθειας. Έπειτα, η παραποίηση της αλήθειας για λόγους σκοπιμότητας. Κατόπιν, η πλαστογραφία για λόγους αναγνωσιμότητας-ακροαματικότητας (το ανώδυνο ημερολόγιο όπου καταγράφονται προβλήματα υγείας, και το οποίο πλαστογραφείται με εγγραφές πάνω στα συνταρακτικά γεγονότα της εποχής). Τέλος, η αποσιώπηση της αλήθειας, όταν δεν μας βολεύει (ο αφηγητής παραιτείται από το ρεπορτάζ όταν μαθαίνει ότι και η μητέρα του πήρε μέρος στην εκτέλεση).  
  Το συναισθηματικό κλίμα στο έργο είναι ένα κλίμα απαισιοδοξίας. Δεν είναι μόνο η ανάπλαση του ζοφερού κλίματος μιας εποχής, της εποχής του εμφυλίου, αλλά και η ψυχολογική διάθεση του αφηγητή, ο οποίος ταλανίζεται ανάμεσα στα προβλήματα υγείας που τον βασανίζουν και στα προβλήματα του γάμου του. Έτσι, το happy end του τέλους, μόλις μιας σελίδας, σε θεατρικό διάλογο χωρίς αφήγηση, ήταν μια ευχάριστη έκπληξη: Συζήτηση στο κρεβάτι, μετά τη συνουσία. Ποια ήταν η σύντροφος; Να υποθέσουμε η όμορφη Δώρα; Δεν έχει σημασία. Το σεξ είναι πάντα μια παρηγοριά, ο έρωτας μια ευτυχία.



Νίκος Ορφανός Στο ακρογιάλι

 Νίκος Ορφανός

Στο ακρογιάλι
Εκδ. Υπερόριος 2006

  Ο Νίκος Ορφανός, συνταξιούχος δάσκαλος τώρα, είναι ένα πολυτάλαντο άτομο με πλούσια δραστηριότητα. Συγγραφέας τεσσάρων διδακτικών βιβλίων, ερασιτέχνης μουσικός και ζωγράφος, δημοσιογράφος και πεζογράφος, μας αποκάλυψε τελευταία ότι έχει μεγάλο ταλέντο και στην ποίηση. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα έγραψε και εξέδωσε σε συγκεντρωτικό τόμο σεβαστό αριθμό ποιημάτων.
  Διαβάζοντας τα ποιήματά του θυμήθηκα αυτά που διάβασα για την ενδομήτρια ζωή. Ο άνθρωπος στην αρχική του φάση μοιάζει με ψάρι, και σταδιακά παίρνει τη μορφή του ανθρώπου. Για να το πούμε με βιολογικούς όρους, μέσα στους εννιά μήνες της ενδομήτριας ζωής αναπαράγεται σε οντογενετικό επίπεδο η φυλογενετική εξέλιξη. Έτσι και ο ορφανός, ξεκινώντας από τον ομοιοκατάληκτο στίχο της παραδοσιακής ποίησης περνάει στον ανομοιοκατάληκτο στίχο της σύγχρονης ποίησης.
  Αυτή την εξέλιξη βέβαια την μαντεύει κανείς, γιατί η κατάταξη τον ποιημάτων δεν έχει γίνει χρονολογικά αλλά θεματικά. Έτσι σε όλες τις ενότητες βλέπουμε τα διάφορα στυλ από τα οποία πέρασε ο Ορφανός.
  Περιέργως ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος του δημοτικού τραγουδιού δεν φαίνεται να τον έλκυσε ιδιαίτερα. Υπάρχει μόνο ένα δείγμα, το «Απαντοχή»:
Και κράτα της Απαντοχής γερά το αργό τιμόνι,
δούλεψε της Υπομονής το φλογισμένη αμόνι,

παροτρύνει καβαφικά ο Ορφανός.
Όμως τα έμμετρα ποιήματα συναγωνίζονται σε αριθμό, αν δεν τον υπερβαίνουν κιόλας, τα ποιήματα σε ελεύθερο στίχο. Κυριαρχούν ποιήματα με ιαμβικό στίχο και ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία σε τετράστιχες στροφές, με εναλλαγή οκτασύλλαβου και επτασύλλαβου στίχου, όπως στο παρακάτω τετράστιχο, από το ποίημα «Χωριό μου».
Μες στις πυκνές σου φυλλωσιές
κρυμμένες αναμνήσεις
γίνονται της ψυχής δροσιές
το χρόνο σαν γυρίσεις.

  Τετράστιχο αλλά σε τροχαϊκό μέτρο είναι και το παρακάτω, από το ερωτικό «Δειλινό»:
Ήταν κόκκινο το δείλι
κι έβαψε τα δυο σου χείλη.
Έλαμψαν χρυσά παλάτια
μες στα γαλανά σου μάτια.  

  Από τρία τετράστιχα αλλά σε ανάπαιστο αυτή τη φορά απαρτίζεται και ο «Ξωμάχος»:
Στους καιρούς μονομάχος
με χιονιά ή καταιγίδα
στην καρδιά με ελπίδα
ξεκινά ο ξωμάχος.

  Ο ποιητής προτιμά το τετράστιχο ακόμη και στα ποιήματα που γράφει σε ελεύθερο στίχο, όπως το παρακάτω, από το εξαίσιο ερωτικό «Προδοσία».
Ξέρω δεν υπάρχει απάντηση.
Μα πώς γελάστηκα, πες μου,
προσμένοντας τη ρόδινη ανατολή,
όταν ο ήλιος ήταν πια στη δύση του;

  Ο ερασιτέχνης ζωγράφος δεν μπορεί παρά να είναι αρκετά εικαστικός και στην ποίησή του. Από τις πιο δυνατές εικόνες της συλλογής, «αστική» στην κατά τα άλλα αρκαδική έκθεσή του, είναι και εκείνη που προσφέρει το παρακάτω τετράστιχο:
Στην απουσία των περαστικών
σβησμένη φωνή της μάνας
μ' απλωμένο το χέρι της ανέχειας
και το μωρό κοιμάται ανυποψίαστο.

  Αυτή η λέξη «ανυποψίαστο» κρύβει μια εκρηκτική συγκίνηση.      
  Θεματικά ο εκδότης Γιώργος Βοϊκλής έχει κατατάξει τα ποιήματα σε τέσσερις ενότητες: Νόστος, Αναπόληση, Μνήμες, Μηνύματα. Ο νόστος παραπέμπει στη γενέθλια γη της Σάμου (υπάρχει και ομώνυμο ποίημα), ενώ η αναπόληση και η μνήμες στη νοσταλγία του παρελθόντος, στην «χαρμολύπη» (για να χρησιμοποιήσω μια λέξη που χρησιμοποιεί συχνά ο Θεοδόσης Πυλαρινός αναλύοντας την ποίηση του Ηλία Κεφάλα) της εντρύφησης σε εικόνες και σκηνές ευτυχισμένων αναμνήσεων που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
  Το ερωτικό στοιχείο βρίσκεται διακριτικό σ' αυτή την ποίηση των αναμνήσεων και της νοσταλγίας:
Θυμάσαι;
Εκείνο το κρύο απόβραδο
έβρεχε ασταμάτητα.
Και προχωρούσες μουσκεμένη,
μα ανθισμένη, γοητευτική.
και στο αμέσως επόμενο ποίημα:
Μείνε, μην ξαναφύγεις, ορκίσου.
Χάθηκε πολύς χρόνος
κι έρχεται βαρύς ο χειμώνας,
είναι αργά για άλλα ταξίδια.
  Ο καιρός που διαβαίνει αμείλικτος ξεμακραίνοντάς μας από πρόσωπα και τοπία αγαπημένα διαπερνάει σαν συνεκτικός ιστός τα ποιήματα του Ορφανού:
Ταξίδεψε ο καιρός
χελιδόνι φευγάτο
με φτερά κουρασμένα
των ταξιδιάρικων ονείρων.
  και πιο κάτω, σε εξαίσιους αναπαιστικούς στίχους:
Περασμένη ζωή μου,
πριν καλά σε γνωρίσω,
χελιδόνι φευγάτο,
που δε θα 'ρθει πια πίσω.


  Ο Ορφανός άργησε να εκδιπλώσει το ποιητικό του ταλέντο, όμως, έστω και αργά, μας έδωσε «πρωτόλεια» μιας μεγάλης ωριμότητας, όσο και αν φαίνεται οξύμωρη η έκφραση αυτή. Του ευχόμαστε και στην επόμενη συλλογή του.

Νίκος Καραγεώργος, Στης άβυσσος της εσχατιές

 Νίκος Καραγεώργος, Στης άβυσσος της εσχατιές, Αθήνα 2006, Εριφύλη

 

  Ένα πανόραμα υφών και διακειμένων είναι η ποιητική συλλογή του Νίκου Καραγεώργου που φέρει τον τίτλο «Στης άβυσσος της εσχατιές». Πληθωρική σαν την ποίηση του Σικελιανού και του Παλαμά (Πατρίδες), αφηγηματική και φιλοσοφική σαν του Σεφέρη και του Καβάφη (Ο κανείς), κατά τόπους  ερωτική (Ελένη), ενδοσκοπική και υπαρξιακή σαν την σύγχρονή μας ποίηση (Στης άβυσσος της εσχατιές), έλκεται σαν μαγνήτης από τα μέτρα και τις ομοιοκαταληξίες της πιο παλιάς μας ποίησης, και πιο ειδικά από τον δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού. Υπάρχουν άφθονοι δεκαπεντασύλλαβοι σπαρμένοι μέσα στα ποιήματά του. «Δέξου το γέλιο που αντηχεί, στο μνήμα των παιδιών τους», «Καθώς τ’ αηδόνια την αυγή αρνούνται να σωπάσουν» (σημειώστε το σεφερικό διακείμενο «Τ’ αηδόνια δεν σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες», «Μικροί θεοί στη σύναξη των ώριμων οργίων» κλπ. Στην παρακάτω στροφή, που σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει με τον ελεύθερο στίχο της σύγχρονης ποίησης, υπάρχει ένας αμφίβραχυς, ο δεύτερος στίχος, και δυο ίαμβοι, ο τρίτος και ο τέταρτος στίχος. Ακόμη και ο πρώτος και ο τελευταίος που τους πλαισιώνουν, μοιάζουν σαν ανολοκλήρωτοι δάκτυλοι:

  «Όλα αγέρας.

  η ύπαρξη μόνο,

  αρχή και τέλος που έπεται.

  Κι ο θάνατος που κυβερνά.

  Χρόνε φοβέρα» (σελ. 19).

  Οι οφειλές του Καραγεώργου είναι εξάλλου διάφανες στα moto που προτάσσει σε κάποια του ποιήματα: Ρεμπώ, Σικελιανός, Σεφέρης, Δημοτικό δεκαπεντασύλλαβο, Ηράκλειτος, Αισχύλος, ενώ οι διακειμενικές επιδράσεις φαίνονται από φράσεις και λέξεις μέσα στα ποιήματά του: «Πλάτρες», «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας» (και ποιητών τα τραγούδια μας, ειδικά του Καραγεώργη, θα προσθέταμε), «Δειλός πάντα κι αδέξιος εραστής», «Του το ’χαν  πει στον κλήδονα/ των γυναικών τα ενήδονα χείλη» κλπ.

  Επειδή δεν είμαστε φετιχιστές της μοντέρνας ποίησης, μας άρεσε ιδιαίτερα το ποίημα που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή, για την πρωτότυπη, φοβερά επινοητική, στιχουργική του φόρμα. Θα δώσουμε μια στροφή:

  «Πάλεψα με τις ενοχές

  του νου, που εκλιπαρούσαν

  ντροπές. Και μέσ’ απ’ τις ζωές,

  βουβά απομυζούσαν

  στιγμές».

  Ας δώσουμε και μια άλλη, γνωστή στροφή γνωστού ποιητή.

  «Ας μη μου δώσει η μοίρα μου

   εις ξένη γη τον τάφο

   είναι γλυκύς ο θάνατος

   μόνον όταν κοιμώμεθα

    εις την πατρίδα»

  Τι κάνει εδώ ο Κάλβος; Σπάζει τον δεκαπεντασύλλαβο σε δυο στίχους δημιουργώντας έτσι την πρωτότυπη μορφικά στροφή. Ακριβώς το ίδιο κάνει και ο Καραγεώργος, μόνο που το κάνει σε δυο δεκαπεντασύλλαβους, στους οποίους προσθέτει ένα ακόμη στίχο, που στην παραπάνω στροφή είναι μόνο μια λέξη.

  Ο Καραγεώργος είναι ένας ποιητής που γνωρίζει άρτια την ποιητική μας παράδοση. Ο υφολογικός πλούτος της συλλογής αυτής αποκαλύπτει ένα ταλέντο που βρίσκεται σε αναζήτηση μιας πιο προσωπικής φωνής. «Την οργή των ερώτων να φοβάσαι/ και της μηχανής το κροτάλισμα, ποιητή» (σελ. 46). Και την επίδραση, αν δεν σε διακρίνει ήδη η αγωνία της, όπως είπε ο Harold Bloom.