Μπάμπης Δερμιτζάκης

Book review, movie criticism

Thursday, June 8, 2023

Jean-Luc Godard, Μια παντρεμένη γυναίκα (Une femme mariée, 1964)

Jean-Luc Godard, Μια παντρεμένη γυναίκα (Une femme mariée, 1964)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους

  Στο «Μια γυναίκα παντρεμένη» ξαναγυρνάμε στο μοτίβο του «Band á parte», «Μια γυναίκα, δύο άντρες», μόνο που εδώ το μοτίβο είναι εντελώς ερωτικό.

  Ο άντρας της έχει ένα αγοράκι από τον προηγούμενο γάμο του. Ο φίλος της είναι ελεύθερος.

  Δεν ξέρω αν το έχω ξαναπεί για τον Γκοντάρ, αλλά μου φαίνεται ότι και στην περίπτωση αυτής της ταινίας το στόρι είναι περίπου προσχηματικό. Υποχωρεί αρκετά μπροστά στο ύφος, και βέβαια μέσα από το στόρι ο Γκοντάρ θα εκθέσει, οιονεί δοκιμιακά, με εκτεταμένους μονόλογους, τις αντιλήψεις του για διάφορα θέματα. Μάλιστα τους τιτλοφορεί: Το παρελθόν, Το παρόν, Η υπερηφάνεια, Η παιδική ηλικία, Ο Μολιέρος και το θέατρο, Τι είναι ηθοποιός, δεν ξέρω αν ξέχασα κάτι.

  Επίσης θα δούμε αναφορές σε πρόσωπα του κόσμου της τέχνης και του πνεύματος. Θα ακούσουμε απαγγελία ενός ποιήματος του Απολινέρ και αποσπάσματα από την «Βερενίκη» του Ρασίν.

  Το εφέ της απαρίθμησης που είδαμε στους «Καραμπινιέρους» θα το δούμε και εδώ: απαριθμούνε τα ελαττώματά τους.

  Επίσης θα δούμε το εφέ της επανάληψης: Είμαι ευτυχισμένη, θα πει συνεχόμενα η γυναίκα.

  Είπαμε, εκτός του ότι προσπαθεί να είναι αντισυμβατικός στα πλάνα του, προσπαθεί να είναι και πρωτότυπος. Ξέχασα να το γράψω στην ανάρτησή μου για την ταινία «Band á parte». Στο «ενός λεπτού σιγή» δεν σταματούν μόνο οι τρεις τους να μιλούν, σταματάει και κάθε ήχος στο πλάνο. Εδώ δείχνει κάποια πλάνα στην πισίνα στο αρνητικό τους.

  Τα αντισυμβατικά πλάνα είναι κανόνας για τον Γκοντάρ. Δυο μπράτσα, ένα ανδρικό και ένα γυναικείο, που οι παλάμες τους αγκαλιάζονται, θα τα δούμε κάμποσες φορές στην ταινία, και μάλιστα στην αρχή και στο τέλος, που κατά κάποιο τρόπο την πλαισιώνουν.

  Βλέπουμε ακόμη πλάνα με γράμματα από αφίσες, περιοδικά, κ.ά., που τα είδαμε κατά κόρον στις «Ιστορίες του σινεμά». Χαρακτηριστικό είναι το πλάνο με μια διαφημιστική αφίσα της France Dimanche με τον τίτλο ενός άρθρου: «Μέχρι πού μπορεί να φτάσει μια γυναίκα στον έρωτα».

  Ξέρουμε, μας το είπε ο Ευριπίδης.

  Και πώς τελειώνει η ταινία;

  Α, όλα κι όλα, εγώ σαν τον Ποκοπίκο κρατάω μυστικά, δεν κάνω σπόιλερ. Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι να διαβάσετε την ανάρτησή μου για την ταινία «Ένα όμορφο πρωινό», που επίσης παίζεται από αυτή την Πέμπτη. 

 Η προηγούμενη ανάρτησή μας για ταινία του ήταν για τη «Band á part»

   

 

Mia Hansen-Løve, Ένα όμορφο πρωινό (Un beau matin, 2022)

Mia Hansen-Løve, Ένα όμορφο πρωινό (Un beau matin, 2022)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους

  Καθώς είπαμε (δεν ξέρω πόσοι το διαβάσατε) ότι είμαι ιδιοσυγκρασιακά συγκριτολόγος, θα συγκρίνω την ταινία με το «Μια γυναίκα παντρεμένη» (1964) του Γκοντάρ, που προβάλλεται και αυτή από σήμερα σε επανέκδοση.

  Και εδώ επίσης έχουμε το μοτίβο «Μια γυναίκα, δύο άντρες», μόνο που εδώ ο δεύτερος άντρας είναι παντρεμένος και έχει ένα γιο. Αυτή, αντίθετα, είναι ανύπαντρη, ή μάλλον χήρα, με ένα κοριτσάκι. Πριν πέντε χρόνια πέθανε ο άντρας της.

  Μα όλες οι γυναίκες είναι έτσι ζηλιάρες, ζηλεύουν την γυναίκα του φίλου τους, δεν μπορούν να τον φαντάζονται να κάνει σεξ μαζί της;

  Όπως σε όλες τις σχέσεις, θα υπάρξει η αμφιταλάντευση. Του είναι δύσκολο να εγκαταλείψει το γιο του, θέλει να σταματήσει τη σχέση μαζί της.

  Θαύμασα την ερμηνευτική ικανότητα της Λεά Σεϊντού, που το πρόσωπό της, από χαρούμενο, συσπάται από απελπισία όταν της ανακοινώνει την απόφασή του να χωρίσουν, και δάκρυα τρέχουν από τα μάτια της. Στο ίδιο πλάνο.

  Όμως δεν αντέχει, θα επικοινωνήσει μαζί της, την αγαπάει. Η σχέση θα αναθερμανθεί.

  Η ταινία του Γκοντάρ πέρασε από λογοκρισία, όχι μόνο για τον τίτλο, που υποδήλωνε ότι κάθε παντρεμένη γυναίκα είναι άπιστη, αλλά και για τις σκηνές με γυμνό. Και στο τέλος η σχέση δεν ευοδώνεται, το ζευγάρι χωρίζει, το 1963 παραπήγαινε να χωρίσει τον άντρα της για τον γκόμενο. Προσεκτικός ο Γκοντάρ, βάζει αυτόν να λέγει πρώτος το αντίο, το οποίο επαναλαμβάνει και αυτή. Όχι όμως στην ταινία της Μία, όπου ο άντρας παρατάει τελικά τη γυναίκα του για την όμορφη Λεά Σεϊντού.

  Και βέβαια οι ερωτικές σκηνές δεν έχουν καμιά σχέση μ’ αυτές του Γκοντάρ, για τις οποίες λογοκρίθηκε μάλιστα η ταινία του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχουν περάσει 58 χρόνια από τότε. Liebe über Alles, ακόμη και από την οικογένεια.

  Θα ήταν πληκτική η ταινία αν βλέπαμε μόνο την ερωτική σχέση του ζευγαριού, και θα κακοχαρακτηρίζαμε την Λεά. Υπάρχει το θέμα της φροντίδας του άρρωστου γονέα. Συνήθως πρόκειται για Alzheimer, όμως εδώ πρόκειται για μια νευροπάθεια σπάνιου τύπου. Φροντίζει με αληθινή αφοσίωση τον πατέρα της.

  Και μια ακόμη σύγκριση: και εδώ ακούμε αποσπάσματα από βιβλία, και συγκεκριμένα από τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα και από την «Έννοια της αγωνίας» του Κίρκεγκορ.

  Μου φαίνεται θα το διαβάσω, το αγόρασα στα γαλλικά φοιτητής και δεν το διάβασα. Το νιώθω σαν εκκρεμότητα.

  Σε ένα ράφι στη βιβλιοθήκη βλέπουμε και τον «Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες».

  Η Λεά Σεϊντού εργάζεται ως διερμηνέας. Μεταφράζει για συνέδρους.

  Και θυμήθηκα σε ένα συνέδριο που είχα πάει στη Σλοβενία. Ήμουν ο μοναδικός που δεν μιλούσε σλοβένικα. Δεν ήμουν συνέχεια στην αίθουσα του συνεδρίου. Μόλις εμφανιζόμουν η διερμηνέας πήγαινε στη θέση της και άρχισε να μεταφράζει.

  Μόνο για μένα.

  Τη λυπόμουνα λιγάκι.

  Μου άρεσε πολύ η ταινία.

  Επειδή είναι πεποίθησή μου το «Περί ορέξεως κολοκυθόπιττα», προσπαθώ να λέω αν μια ταινία μου άρεσε ή όχι, και όχι αν είναι καλή ή όχι.