Ingmar Bergmann, H ώρα του Λύκου (1968)
psychological horror
and Folk horror χαρακτηρίζει το έργο
η βικιπαίδεια.
Για να είμαι
ειλικρινής, το folk horror δεν το είδα. Όσο για το psychological horror, αυτό δεκτό.
Όλοι οι ήρωες του
Μπέργκμαν κουβαλάνε τα ψυχολογικά τους προβλήματα, όμως εδώ, με τον ζωγράφο Μαξ
φον Σύντοφ, το παρακάνει.
Δεν μου αρέσουν τα horror. Τις ταινίες horror που
θα προβληθούν την προσεχή Πέμπτη δεν τις βλέπω. Αλλά όταν βλέπω έναν σκηνοθέτη
πακέτο σίγουρα θα δω και μια ταινία horror που έχει γυρίσει, ιδιαίτερα αν αυτός λέγεται Bergman.
Η ταινία ξεκινάει
ομαλά: Το ερωτευμένο ζευγάρι, Μαξ φον Σύντοφ και Λιβ Ούλμαν, σε στιγμές
τρυφερότητας. Ζουν εδώ και επτά χρόνια σε ένα νησί.
Μετά βλέπουμε κάτι
άλλο: ο Σύντοφ δεν μπορεί να κοιμηθεί παρά μόνο αφού ανατείλει ο ήλιος.
Μέχρι εδώ καλά. Αλλά
να αναγκάζει και την Ούλμαν να μένει και αυτή άγρυπνη;
Πώς το ανέχεται; Όσο
ερωτευμένη και να είναι μαζί του.
Έξυπνη επινόηση:
διαβάζει τα ημερολόγιά του. Σ’ αυτά δραματοποιούνται επεισόδια που καταγράφει,
και που δείχνουν ότι δεν πάει καθόλου καλά.
Χαστουκίζει άγρια
έναν θαυμαστή του που τον ακολουθεί.
Ένα αγόρι που τον
παρενοχλεί στο ψάρεμα, και που, προσπαθώντας να το ξεφορτωθεί, αυτό τον δαγκώνει,
θα το κτυπήσει στο κεφάλι με μια πέτρα μέχρι θανάτου. Μετά θα πετάξει το πτώμα
του στη θάλασσα.
Αργότερα θα
πυροβολήσει την Ούλμαν τρεις φορές. Ευτυχώς, μόνο μια σφαίρα θα της ξύσει
ελαφρά το μπράτσο.
Τους καλούν στο
κάστρο του κόμη τάδε, σε δείπνο.
Θα πλήξουν αφάνταστα
με τους συνδαιτημόνες τους, βαριεστημένοι και κακοί.
Τη δεύτερη φορά θα
πάει μόνος του. Τον περιμένει η πρώην γκόμενα, να την πηδήσει.
Ο πρώην φίλος της
ζηλεύει.
Και να που μπαίνει
το φανταστικό, σχεδόν στοιχείο εκ των ων ουκ άνευ στα horror: διασχίζει το πάτωμα, περπατάει
πάνω στον τοίχο και μετά στο ταβάνι.
Η Ίνγκριντ Τουλίν
είναι ξαπλωμένη, γυμνή, περιμένοντάς τον. Πριν αρχίσουν καν να κάνουν έρωτα θα
ακούσει τα χάχανα. Θα κοιτάξει, και θα δει ότι αποτελεί θέαμα για τους
υπόλοιπους ένοικους του πύργου.
Διαβάζω τώρα στη
βικιπαίδεια: σωστά, δεν ήσαν άνθρωποι αυτοί, ήσαν δαίμονες. Πώς διάβολο δεν
τους είχε πάρει χαμπάρι, ή δεν τον είχαν πάρει χαμπάρι, επτά χρόνια στο νησί;
Βλέπουμε στην αρχή
της ταινίας την Ούλμαν, κοιτάζοντας το θεατή, να μιλάει για τη ζωή της με τον
Σύντοφ. Με τον ίδιο τρόπο τελειώνει. Δεν ξέρω αν επηρεάστηκε απ’ αυτήν ο
Αγγελόπουλος στο μονόλογο της Κοταμανίδου στο «Θίασο», ή τα μεγάλα
πνεύματα…
Όχι, η ταινία, από
τη στιγμή που άρχισε να γίνεται horror,
μετά τη δεύτερη επίσκεψη στον πύργο, δεν μου άρεσε.
No comments:
Post a Comment