Book review, movie criticism

Monday, June 23, 2025

Θόδωρος Γραμματάς, Το ελληνικό θέατρο στον 20ο αιώνα

Θόδωρος Γραμματάς, Το ελληνικό θέατρο στον 20ο αιώνα. Πολιτισμικά πρότυπα και πρωτοτυπία, τόμος Α΄ και Β΄, Εξάντας 2002.

 


 

  Μετά από μια σύντομη ενασχόληση με τη διδακτική του θεάτρου και το θέατρο στην εκπαίδευση, καρπός της οποίας υπήρξαν τα έργα Fantasyland: Θέατρο για παιδικό και νεανικό κοινό (1996), Θεατρική παιδεία και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών (1997) και Διδακτική του Θεάτρου (1999, όλα από τις εκδόσεις Τυπωθήτω), Ο Θόδωρος Γραμματάς επιστρέφει στο κυρίως ερευνητικό πεδίο του, που είναι το νεοελληνικό θέατρο, και η σχέση και συνάφειά του με το παγκόσμιο θέατρο, προσφέροντας ένα μνημειώδες δίτομο έργο οκτακοσίων σελίδων μεγάλου σχήματος, με τίτλο Το ελληνικό θέατρο στον 20ο αιώνα. Πολιτισμικά πρότυπα και πρωτοτυπία.

  Με το έργο του αυτό αναδεικνύεται σε φυσικό συνεχιστή των παλαιότερων ιστορικών του νεοελληνικού θεάτρου, του N. Λάσκαρη και του Ι. Σιδέρη, οι οποίοι επίσης ασχολήθηκαν ερευνητικά με την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου, καλύπτοντας όμως προγενέστερες εποχές (19ος αιώνας, αρχές 20ου).

  Η ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου στον 20ο αιώνα του Θόδωρου Γραμματά εδράζεται στο στέρεο έδαφος της κοινωνιολογικής προσέγγισης. Ο συγγραφέας, ήδη από τα προηγούμενα έργα του, παρουσιάζεται ως ακούραστος ερευνητής της κοινωνιολογίας του θεάτρου. Επίσης είναι βαθύς γνώστης της δυτικής δραματουργίας, αφού αναφέρεται εμπεριστατωμένα στις επιρροές που άσκησε το δυτικό θέατρο στο εγχώριο. Έτσι η ιστορία του θεάτρου στον 20ο αιώνα φωτίζεται συνεχώς και ερμηνεύεται από τους ευρύτερους κοινωνικούς όρους που το εξέθρεψαν και από τις επιδράσεις που δέχτηκε από το δυτικό θέατρο, το οποίο στον 20ο  αιώνα παρουσιάζει μια ιδιαίτερη δυναμική, την οποία δεν γνώρισε μέχρι τώρα στην ιστορία του. Επίσης συσχετίζει το σύγχρονο με το αρχαίο δράμα, τόσο ως προς τη σκηνική του απόδοση (θέμα το οποίο πραγματεύεται εξαντλητικά από τις πρώτες παραστάσεις του Χριστομάνου και του Πολίτη μέχρι τις παραστάσεις του Τερζόπουλου και του Μαρμαρινού), όσο και την ενσωμάτωση θεμάτων από την αρχαία τραγωδία και κωμωδία στο ρεπερτόριο του σύγχρονου θεάτρου

  Μια πρωτοτυπία επίσης στο έργο είναι ότι δεν περιορίζεται κυρίως στη δραματουργία, αλλά και στις άλλες παραμέτρους του θεάτρου. Έτσι αφιερώνονται ξεχωριστά κεφάλαια για τον θεατρικό χώρο και τις θεατρικές σκηνές και σχήματα (Βασιλικό Θέατρο, Θέατρο Τέχνης, κλπ.), για τους ανθρώπους του θεάτρου, όπως ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, ο Θωμάς Οικονόμου, κλπ., τα θεατρικά έντυπα και τη θεατρική κριτική. Ακόμη πραγματεύεται ξεχωριστά τα θεατρικά είδη (επιθεώρηση και κωμωδία, που παρουσιάζονται σε μια ολοκληρωμένη εικόνα, το μελόδραμα, που για πρώτη φορά θίγεται βιβλιογραφικά) το δραματικό χώρο και χρόνο (αγροτικός, αστικός, παρελθοντικός, κλπ.) την τυπολογία του θεατρικού ήρωα (αστός, μικροαστός και περιθωριακός). Μια τέτοια πραγμάτευση, παρά τις κάποιες επικαλύψεις και επαναλήψεις που αναπόφευκτα εμπεριέχει, δίνει μια πιο πανοραμική θέα της ιστορίας του νεοελληνικού θεάτρου στον 20ο αιώνα, καθώς φωτίζονται άπλετα οι ξεχωριστές πλευρές του, διευκολύνοντας έτσι τους μελετητές των επί μέρους τομέων.

  Ακόμη θα πρέπει να σημειώσουμε την πλούσια βιβλιογραφία που παρατίθεται, τόσο στα επί μέρους κεφάλαια όσο και στο τέλος του έργου, καθώς και τη μεγάλη έκταση του ευρετηρίου (42 σελίδες), χρησιμότατο για τους μελετητές.

  Το έργο ξεκινάει με την τοποθέτηση του συγγραφέα για την αναγκαιότητα μιας διαφορετικής προσέγγισης. Τονίζει ότι η μέχρι τώρα ιστορικο-φιλολογική έρευνα έχει δώσει αξιόλογα δείγματα και αποτελέσματα. Όμως δεν επαρκεί, γιατί είναι αποσπασματική και χάνει την ουσία.

  Στη συνέχεια περνάει σε μια κριτική της βιβλιογραφίας και των πηγών, για να προχωρήσει κατόπιν στην έκθεση της μεθοδολογίας της έρευνας και στη δομή της εργασίας. «Με δεδομένο ότι «οι κοινωνίες, όπως και τα άτομα, έχουν ανάγκη να αναπαριστάνονται στους άλλους και να προσφέρονται ως θέαμα στον ίδιο τους τον εαυτό για να συνεχίσουν ή να ξαναρχίσουν να υπάρχουν, αλλά πάνω απ’ όλα για να κατακτήσουν τη δυνατότητα να αμφισβητηθούν και να μεταλλάξουν, νομιμοποιείται η προσέγγιση στη δραματική παραγωγή και τη σκηνική πράξη μιας περιόδου, μικρής ή μεγάλης, κάτω από μια συγκριτολογική αλλά και κοινωνιολογική οπτική, η οποία μπορεί να μας αποκαλύψει τις λανθάνουσες δομές και λειτουργίες της» (σελ. 58-59). Εμείς θα λέγαμε ότι όχι απλά νομιμοποιείται, αλλά απαιτείται μια συγκριτολογική και κοινωνιολογική οπτική.

  Ο Α΄ τόμος δίνει μια ιστορική καταγραφή του θέματος. Όμως ο συγγραφέας, πριν προχωρήσει στην πραγμάτευση του νεοελληνικού θεάτρου στον 20ο αιώνα, αναφέρεται σύντομα και στο νεοελληνικό θέατρο των προηγούμενων αιώνων, ξεκινώντας από την κρητική αναγέννηση. Και με τις περιόδους αυτές έχει ασχοληθεί διεξοδικά σε προηγούμενα έργα του, κυρίως στο Νεοελληνικό Θέατρο-Ιστορία Δραματουργία (Κουλτούρα 1987) και στα Δοκίμια Θεατρολογίας (Τολίδης 1990).

  Δεν θα θέλαμε να φορτώσουμε το σημείωμά μας αυτό με τις καίριες επισημάνσεις και κρίσεις του Θόδωρου Γραμματά σε σχέση με την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου στον 20ο αιώνα. Δεν μπορούμε όμως να μην αναφέρουμε την εύστοχη περιοδολόγηση που κάνει στο μεταπολεμικό θέατρο, την οποία εισηγήθηκε και σε προηγούμενα έργα του, χωρίζοντάς το σε τρεις φάσεις: τη φάση του συνδρόμου (ή της αναζήτησης, όπως την αναφέρει παλιά) της ελληνικότητας (1945-1956), τη φάση της κατάκτησης της ελληνικότητας (1956-1964) και τέλος τη φάση της υπέρβασης της ελληνικότητας (1964-1974), τις οποίες πραγματεύεται στις σελίδες 190-207 του Α΄ τόμου. Κριτικάρει επίσης άλλες προσπάθειες περιοδολόγησης, όπως εκείνη που χαρακτηρίζει και τις τρεις παραπάνω περιόδους ως μία, με την ονομασία «θέατρο της καθημερινής ζωής», μια και αδυνατεί να συμπεριλάβει τη δραματουργία που δεν εντάσσεται σε αυτό το σχήμα.

  Στη συζήτηση επανέρχεται στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου, όπου επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι «Η κατάκτηση της ελληνικότητας αρχικά, αλλά και η υπέρβασή της στη συνέχεια, αν και αποτελούν αυταπόδεικτα γηγενή προϊόντα, όμως και πάλι δεν πραγματοποιούνται παρά με την απαραίτητη συνδρομή και μεσολάβηση ξένων προτύπων, τα οποία λειτουργούν καταλυτικά, για να αποδείξουν ότι η αγχωτική αναζήτηση της ταυτότητας του νεότερου ελληνισμού αδυνατεί να συντελεστεί έξω και πέρα από το διεθνές περιβάλλον στο οποίο οργανικά εντάσσεται» (σελ. 336).

  Και πιο πριν γράφει επίσης: «Οτιδήποτε δηλαδή το ελληνικό, οσοδήποτε αυθεντικό κι αν φαίνεται, σε τελευταία ανάλυση δεν αποτελεί παρά σύζευξη διαφορετικής προελεύσεως και ετερόκλητης δημιουργίας παραδόσεων που αντιστοιχούν στην ίδια τη φυσιογνωμία του» (σελ. 334).

  Γενικά το τελευταίο κεφάλαιο του Β΄ τόμου είναι από τα πιο σημαντικά, στο οποίο, με αφορμή το θέατρο, θίγονται θέματα ιδεολογίας και πολιτισμικής ταυτότητας του νεότερου ελληνισμού.

 Διαθέτοντας μια καθαρή κοινωνιολογική οπτική, επισημαίνει ότι «οι διαστάσεις της έρευνάς μας ξεπερνούν τα όρια του συγκεκριμένου στο οποίο αναφέρονται (το ελληνικό θέατρο στον 20ο αιώνα) και αποκτά την ισχύ ενός παραδειγματικού μοντέλου προσέγγισης και ερμηνείας του θεατρικού φαινομένου σε χώρες με αντίστοιχες συνθήκες όπως η Ελλάδα (βαλκανικές, ανατολικοευρωπαϊκές, βορειοαφρικανικές, νοτιοαμερικανικές» (σελ. 325).

  Πιστεύοντας στην αναγκαιότητα μιας συγκριτολογικής προσέγγισης όχι μόνο του θεατρικού φαινομένου αλλά και κάθε όψη της κουλτούρας γενικότερα, νομίζουμε ότι το έργο του Θόδωρου Γραμματά, αν δεν αποτελεί ένα «παραδειγματικό μοντέλο προσέγγισης», οπωσδήποτε όμως υποδεικνύει ένα καρποφόρο τρόπο μελέτης κάθε πολιτισμικού φαινομένου, από τη λογοτεχνία μέχρι την μουσική. Και από αυτή την άποψη η σημασία του υπερβαίνει αυτή της πιο εμπεριστατωμένης ιστορίας του νεοελληνικού θεάτρου στον 20ο αιώνα που υπάρχει μέχρι στιγμής στην ελληνική βιβλιογραφία.


No comments: