Ανδρέας Μήτσου, Δυο παράξενα πλάσματα, Καστανιώτης 2025, σελ. 97
Σε αυτή τη νουβέλα
του ο Μήτσου φλερτάρει πάλι με το φανταστικό, για να δώσει μια παραβολική
ιστορία.
Τα δυο παράξενα
πλάσματα είναι ένα εξάχρονο κοριτσάκι και μια, ή μάλλον ένας, στρουθοκάμηλος
(μου θύμισε την ταινία «The song of sparrows» (2008) του Majid Majidi).
Η πλοκή
διαδραματίζεται στη Νίσυρο. Το φανταστικό είναι ότι τόσο ο στρουθοκάμηλος όσο
και το εξάχρονο κοριτσάκι μεγαλώνουν και μικραίνουν, συχνά κατά βούληση.
Το «μήνυμα», πέρα
από το φανταστικό, περνάει μέσα από τους διαλόγους που καταλαμβάνουν ένα μεγάλο
μέρος της νουβέλας ανάμεσα στο κοριτσάκι και τη θεία του, η οποία το ανέθρεψε
όταν πέθανε η μητέρα του και αδελφή της.
Την ιστορία την
αφηγείται η μικρή μέχρι το προ-προτελευταίο κεφάλαιο, οπότε αναλαμβάνει μια
άλλη αφηγηματική φωνή, μέσω της οποίας όλο το προηγούμενο φαίνεται σαν
εγκιβωτισμένη αφήγηση. Παραθέτω την αρχή της.
«Ανάμεσα στα πτώματα
των μεταναστών βρέθηκε αναίσθητο και κοριτσάκι έξι χρονών. Ένας γέρικος σκύλος
έγλειφε το πρόσωπό της για να την ξυπνήσει. Όταν συνήλθε, αναζητούσε κάποιον “Στρούθο”,
το μικρό στρουθοκαμηλάκι της, και επειδή δεν το έβρισκε, άρχισε να τραγουδά
έντρομη, με απερίγραπτα δυνατή φωνή και για τόσο πολλή ώρα, που οι ναυαγοσώστες
τρόμαξαν και αναγκάστηκαν να τη μεταφέρουν στο τοπικό νοσοκομείο, διάβασα σε
ανταπόκριση εφημερίδας για το φοβερό ναυάγιο με τους πολλούς νεκρούς στο
ηφαιστειογενές νησί της Νισύρου των Δωδεκανήσων» (σελ. 93).
Αλλά να παραθέσω
αποσπάσματα σχολιάζοντάς τα.
«Μόνο με το τραγούδι
ψηλώνουμε, το ’χα πλέον σίγουρο, και μ’ όποιον τρόπο μπορεί να τραγουδάει ο
καθένας. Κι ας τον ονομάζει τραγούδι αυτόν, τον προσωπικό του τρόπο, την
καταδική του έκφραση. Είτε τραγουδάει είτε λέει ιστορίες» (σελ. 27).
Για μας το
«τραγούδι» μας είναι η συγγραφή.
«Ντράπηκα, τον πήρα
στην αγκαλιά μου [το Στρούθο, τον στρουθοκάμηλο] κι άρχισα να του τραγουδώ.
Γρήγορα συνήλθε, τίναξε τα φτερά, με γέμισε νερά, και μετά, όσο εγώ του
τραγουδούσα, τόσο εκείνος μεγάλωνε, ευτυχισμένος, τόσο ψήλωνε, ώσπου έγινε
τεράστιος, δυο μέτρα» (σελ.35).
Το τραγούδι πάλι σαν
μεταφορά, αυτή τη φορά όχι για μας, αλλά για τους άλλους, που «ψηλώνουν»
ακούγοντάς το. Το «ψήλωνε» σε εφέ της κυριολεξίας, εξυπηρετώντας το φανταστικό,
και σαν μεταφορά, η επίπτωση που έχει το τραγούδι μας, εμάς των συγγραφέων (και
όχι μόνο), στους άλλους.
«Τότε θέλησα να
μάθω, αν ο κόσμος το αγαπάει το διαφορετικό πλάσμα, κι έμαθα πως, αντίθετα, οι
πολλοί μισούνε ό,τι δεν τους μοιάζει, επειδή έχουν τον εαυτό τους για μέτρο,
επειδή πιστεύουν πως όποιος είναι διαφορετικός, όποιος δεν είναι όμοιος μ’
αυτούς, τους αναιρεί, τους απειλεί» (σελ. 41).
Μεγάλη αλήθεια αυτό.
«Άλλο μικροί, άλλο
παιδιά. Παιδιά μένουν όσοι έχουν αγάπη μέσα τους, μικροί είναι εκείνοι που
είναι άδειοι απ’ αυτήν» (σελ. 44).
Λέγεται και
νεοτενία, το να διατηρείς μέσα σου, μεγάλος πια, το παιδί που ήσουν
κάποτε.
«Δεν της μαρτύρησα
ότι ο Στρούθος το ’κανε, ότι δεν ήτανε ένα κανονικό πουλί και τίποτα δεν
αποκλειόταν γι’ αυτόν, πως άλλοτε ψήλωνε, γινόταν δυο μέτρα, κι άλλοτε
μαζευόταν, συρρικνωνόταν. Όπως κι εγώ δεν ήμουν ένα κανονικό κορίτσι, που μόλις
φοβόμουνα, τραγουδούσα κι αμέσως ψήλωνα, και δεν ξέρω και η ίδια τι άλλο μπορώ
να κάνω ακόμα» (σελ. 53).
Όντως, δυο παράξενα
πλάσματα.
«-Πότε πεθαίνουμε
μαμά, τη ρώτησα, πότε πεθαίνουμε; -Όταν σταματήσουμε να τραγουδάμε» (σελ. 54).
Μόνιμο άγχος μου,
μήπως μου περάσει κάποια στιγμή η όρεξη για «τραγούδι».
«Εσύ μόνο όσους
τραγουδούν να εμπιστεύεσαι, αυτοί κρατούν τη ζωή, αυτοί την ομορφαίνουν,
εκείνοι που δεν τραγουδούν είναι οι κακοί» (σελ. 57).
Πολύ μου άρεσε αυτό
το «κακοί», γιατί συχνά στις κινηματογραφικές κριτικές μου γράφω «οι καλοί» και
«οι κακοί».
«Έχει μυαλό ο
Στρούθος σου, Ελένη, μα πάνω απ’ όλα έχει καρδιά, έχει συμπόνια μέσα του αυτό
το πουλί, αυτό το υπέροχο ανθρωπόμορφο πουλί» (σελ. 60).
«μα πάνω απ’ όλα».
Έκλεβε αυγά από τις στρουθοκαμήλους για την άρρωστη θεία, και μ’ αυτά έγινε
καλά.
«Κι εγώ, μόλις τον
είδα, ανέβηκα πάνω του, τον καβάλησα και φύγαμε κι οι δυο, γίναμε αέρας,
σύννεφο, χαθήκαμε από κοντά τους και φτάσαμε, έτσι τρέχοντας, στην καλντέρα,
στην κορυφή του οροπεδίου του Λακκίου, της τεράστιας λεκάνης με τους κρατήρες
και το ενεργό ηφαίστειο του νησιού» (σελ. 70).
Μου θύμισε το «Ο μαιτρ και η
Μαργαρίτα» που μόλις διάβασα.
«Η καρδιά της την
πρόδωσε μπροστά στο αγριεμένο πλήθος» (σελ. 79).
Δεν θυμάμαι ποιο
μυθιστόρημα του Μήτσου, πάνε πάνω από είκοσι χρόνια, μου θύμισε το «Μακριά από
το αγριεμένο πλήθος» του Τόμας Χάρντυ. Έγραψα ένα μικρό συγκριτολογικό
μελέτημα, κάπου τέσσερις σελίδες, και το έχασα. Από τότε είμαι πολύ
προσεκτικός, κρατώ διπλό και τριπλό back up.
«Αλλά η θάλασσα
φαινόταν ήρεμη, χωρίς καμία ενοχή για τα σώματα των μεταναστών που είχε πνίξει,
που βοηθούσε στην κακία των ανθρώπων, για τα σαρκοβόρα ψάρια της και για τα
όρνια της στεριάς που τάιζε με αίμα και φρέσκια σάρκα, για τα μελαμψά κορμιά
που έλιωναν στον ήλιο, ξαπλωμένα στη μαύρη άμμο, δίχως μοιρολόγι από τη μάνα
τους και οδυρμούς απ’ την αγαπημένη, χωρίς ταφικές τελετές με μονότονους ήχους
ταμπούρλων και ανθρώπους δικούς τους, ντυμένους στα μαύρα, να τους ακολουθούνε
με βήμα τελετουργικό» (σελ. 83).
Ξέρω την ευαισθησία
του Μήτσου για τους λαθρομετανάστες, τους σημερινούς «της γης οι κολασμένοι».
Και κλείνω μ’ αυτό:
«Τραγουδάω δυνατά,
γιατί δεν θέλω η θάλασσα να φέρνει πτώματα, να γεμίζει η παραλία φτερά από
στρουθοκάμηλους. Με το τραγούδι μου ξορκίζω το κακό, έτσι το πολεμάω.
Με το τραγούδι μου
θα γαληνέψει η θάλασσα, θα πάψει η τρικυμία της, θα σταματήσουν οι πνιγμοί, και
το κύμα θα μας φέρνει μόνο ελπίδα.
Ο καθένας με τα όπλα
που έχει, μ’ αυτά πολεμάει. Εγώ με το τραγούδι, ένας άλλος αλλιώς» (σελ. 92).
Ο καθείς και στα
όπλα του, που λέει και ο Ελύτης.
Εξαιρετική νουβέλα,
εύχομαι να είναι καλοτάξιδη.
No comments:
Post a Comment