Book review, movie criticism

Thursday, May 30, 2019

Μάριος Πιπερίδης, Αναζητώντας τον Χέντριξ (2017)


Μάριος Πιπερίδης, Αναζητώντας τον Χέντριξ (2017)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Ναι, για τον Τζίμι Χέντριξ πρόκειται, μόνο που είναι cd, θα φυγαδευτεί (smuggling, που είναι ο αγγλικός τίτλος) στα κατεχόμενα, ενώ σε όλο το έργο βλέπουμε την προσπάθεια του Αδάμ Μπουσδούκου, φίλου του Φατίχ Ακίν ο οποίος συχνά τον χρησιμοποιεί στις ταινίες του, να φυγαδεύσει από τα κατεχόμενα το σκυλάκι του τον Τζίμη.
  Γιατί να τον φυγαδεύσει;
  Γιατί ο Τζίμη του ξέφυγε και πέρασε τα σύνορα, και η επιστροφή του τώρα είναι δύσκολη, επειδή ψηφίστηκε νόμος με τον οποίο απαγορεύονται να μεταφέρονται ζώα, φυτά ή τρόφιμα από τα κατεχόμενα, από το φόβο της εξάπλωσης τυχόν επιδημίας. Στην προσπάθειά του να τον φέρει πίσω θα εμπλέξει και δυο άλλους, το γιο ενός τούρκου έποικου και ένα τουρκοκύπριο. Και βέβαια θα μπλέξουν όλοι τους άσχημα.
  Τυπικός αντιήρωας ο Μπουσδούκος, αποτυχημένος μουσικός, φτωχός (η σπιτονοικοκυρά του ετοιμάζεται να του κάνει έξωση), εγκαταλειμμένος από την γκόμενα, ελπίζει να κάνει την τύχη του στην Ολλανδία. Και ο γιος του τούρκου έποικου το ίδιο όνειρο έχει, να φύγει για την Ευρώπη.
  Μάθαμε και πράγματα που δεν τα ξέραμε. Αλήθεια, υπάρχει περίπτωση οι έποικοι να γυρίσουν στην Τουρκία; Οι τουρκοκύπριοι, λέει, δεν τους θέλουν καθόλου, τους ονομάζουνε «Τίζα», κούτσουρα που ξέβρασε η θάλασσα από την Τουρκία. Καλά, ο πατέρας του ήθελε και ήλθε, δεν τον έστειλαν με το ζόρι, παρόλο που σίγουρα του έδωσαν κίνητρα, όμως ο γιος τι φταίει;
  Πολύ ωραία κωμωδία, στην οποία την παράσταση την κλέβει κυριολεκτικά το σκυλάκι.
  Μπορείτε να διαβάσετε τη συνέντευξη που έδωσε ο σκηνοθέτης στον Γιάννη Κοντό εδώ.
 

Wednesday, May 29, 2019

David F. Sandberg, Shazam! (2019)


David F. Sandberg, Shazam! (2019)

  Στα έργα φαντασίας βλέπουμε πάντα τη σύγκρουση ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Το κακό εδώ το εκπροσωπεί ένας άντρας, το καλό ένα παιδί. Και οι δυο έχουν αποκτήσει μαγικές δυνάμεις και θα συγκρουστούν. Το ποιος κερδίζει στο τέλος είναι σύμφωνο με τις αφηγηματικές αναμονές μας. Υπάρχει και η ειρωνεία που βλέπουμε και στον σούπερμαν: οι δικοί του, οι θετοί γονείς του και τα αδέλφια του, δεν υποψιάζονται ότι ο αδυνατούλης νεαρός είναι ο υπερήρωας που σώζει από διάφορα την πόλη.
   Στο έργο υπάρχει και το κοινωνικό θέμα της μητρότητας εκτός γάμου. Τη μητέρα του την έδιωξαν οι δικοί της, και είχε δυσκολίες να τον μεγαλώσει. Κάποια στιγμή σε ένα συνωστισμό τον χάνει. Τον ψάχνει, όπως την ψάχνει και αυτός. Τελικά τον βρίσκουν κάποιοι αστυνομικοί, τον καθίζουν στο καπό του περιπολικού και του λένε να μην ανησυχεί, θα βρεθεί η μητέρα του. Η μητέρα του όμως, όπως θα του αποκαλύψει αργότερα, όταν τον είδε με τους αστυνομικούς σκέφτηκε ότι μ’ αυτούς θα είχε καλύτερη τύχη από ό, τι με την ίδια. Πού να φανταστεί ότι ο γιος της θα το έσκαγε συνεχώς από τις θετές οικογένειές του, αναζητώντας τη. Όμως την τελευταία θετή οικογένειά του θα την αποδεχθεί, αφού θα έχει εξοντώσει τον κακό. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: ο θετός γονιός είναι πιο πάνω από τον βιολογικό γονιό. Και βέβαια ο βιολογικός γονιός είναι άξιος λύπησης, που παρατάει το παιδί του. Πολλές φορές το εγκαταλείπει με σπαραγμό ψυχής. Το είδαμε και σε μια ιρανική ταινία, τον «Κύκλο» του Jafar Panahi.
  Στην ταινία υπήρχε αρκετό διάσπαρτο χιούμορ και κωμικές σκηνές, πράγμα που μου άρεσε πολύ.

Friday, May 24, 2019

Pierre Salvadori, Το πρόβλημά μου είσαι εσύ (En liberté! 2018)


Pierre Salvadori, Το πρόβλημά μου είσαι εσύ (En liberté! 2018)

 Από χθες στους κινηματογράφους.
  Περίεργη αλλά χαριτωμένη κομεντί, πολύ μου άρεσε.
  Η Adèle Haenel (την είδαμε πρόπερσι στο «Άγνωστο κορίτσι») ανακαλύπτει ότι ο αστυνομικός άνδρας της του οποίου τα κατορθώματα αφηγείται κάθε βράδυ στο γιο της ήταν στην πραγματικότητα ένας διεφθαρμένος αστυνομικός. Στη δήθεν ληστεία ενός κοσμηματοπωλείου για να εισπράξουν την ασφάλεια ενοχοποίησε έναν άγνωστο. Η γυναίκα του έχει τύψεις. Όταν αποφυλακίζεται ο άδικα καταδικασμένος τον παρακολουθεί. Έχει αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά, εμπλέκεται σε επεισόδια (για να μην πούμε για την απόπειρα αυτοκτονίας του), και αυτή κάθε φορά τον σώζει. Αυτός είναι παντρεμένος, αυτή την φλερτάρει ένας αστυνομικός συνάδελφός της (είναι και αυτή αστυνομικός), φλερτ στο οποίο ανταποκρίνεται. Όμως ένα αίσθημα θα αναπτυχθεί ανάμεσά τους. Δεν θα ευοδωθεί, ήμασταν σίγουροι, στις κωμωδίες δεν χωρίζουν ποτέ οι παντρεμένοι. Τα δυο ζευγάρια θα μείνουν μαζί, αγαπιούνται εξάλλου. Πρέπει να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι.
  Πολύ καλή ταινία, αξίζει να τη δείτε.    

Έστα Ράζου, Απ’ όπου έρχεται η βοή


Έστα Ράζου, Απ’ όπου έρχεται η βοή, Γαβριηλίδης 2019, σελ. 123


Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

  Το παρελθόν στοιχειώνει τους ήρωες των διηγημάτων αυτής της συλλογής

  Μετά την ποιητική συλλογή «Στον έρωτα παίρνεις σχήματα» η Έστα Ράζου μας δίνει τη συλλογή διηγημάτων «Απ’ όπου έρχεται η βοή».
  Θα δώσω το λόγο στην Έστα, παραθέτοντας το πιο καίριο οπισθόφυλλο το οποίο έχω διαβάσει ποτέ σε βιβλίο.
  «Ιστορίες ανθρώπων που φωνάζουν, φτάνει πια. Επειδή ήρθε η ώρα να βγάλουνε τις μάσκες και ν’ αντιμετωπίσουν τις αδυναμίες τους.
  Ζωές που αλλάζουν ρότα ξαφνικά, αποζητώντας τη λύτρωση. Μέσα από τον έρωτα. Μέσα από το θάνατο.
  Με το αυτί πάντα τεντωμένο, σαν τα σκυλιά που αλυχτάνε προσπαθώντας ν’ ακούσουν. Να καταλάβουν από πού έρχεται η βοή.
  Ιστορίες ανθρώπων πολύ κοντινών μας.
  Η δική μας –ίσως-ιστορία».
  Από πού έρχεται αλήθεια η βοή;
  Απ’ όπου κι αν έρχεται, εμείς έχουμε καθήκον, σαν τους ήρωές της, να την αφουκραστούμε. Είναι, ίσως, το μόνο που μπορεί να μας σώσει.
  Στο πρώτο διήγημα «Οδός Πανός» ο τριτοπρόσωπος αφηγητής εστιάζει στη Φανή η οποία εστιάζει σε έναν εξηντάρη, τον οποίο έχει πάρει από πίσω (Θυμάμαι που διάβασα για τη διπλή εστίαση στο βιβλίο της Mieke Bal «Narratology»). Τι θα ανακαλύψει; Ένα ποίημα και μια «λύτρωση», που συντελείται στην περίπτωσή του με το θάνατο.
  Και στην περίπτωση της κοπέλας στο δεύτερο διήγημα «Ένας γάτος που τον έλεγαν Εμίρ» η λύτρωση θα συντελεσθεί πάλι με το θάνατο: του γάτου. Στο «Νήμα», το τρίτο διήγημα, τη λύτρωση την αναζητούν, τόσο ο άντρας όσο και η γυναίκα, στον έρωτα. Αυτή σε έναν άλλο, τον οποίο ο άντρας της ανέχεται, και σε κάποια στιγμή αυτός σε κάποιαν άλλη, την οποία αυτή δεν ανέχεται.
  «Εκείνη τυφλωμένη απ’ τον έρωτά της για μένα, και η δική σου ζήλια την κατάλληλη στιγμή σαν από μηχανής θεός. Αλλάξαμε και πάλι σχήμα. Κι από τρίγωνο μεταμορφωθήκαμε σε τετράγωνο. Και οι τέσσερις πιόνια των επιθυμιών μας. Ένα ολόκληρο σύμπαν έμπαινε ανάμεσά μας κι εμείς δίχως να δίνουμε σημασία» (σελ. 53).
  Η τελική, αποφασιστική λύτρωση θα ήταν ο θάνατος, όμως δεν προχώρησαν μέχρι εκεί. Ο πρωτοπρόσωπος εδώ αφηγητής μετά από χρόνια αναθυμάται, σαν τους ήρωες του Τουργκένιεφ, τα περασμένα.
  Στο τέταρτο διήγημα της συλλογής που έχει τον τίτλο «Ώρα τρεις», μόλις τρισέλιδο σε αντίθεση με τα προηγούμενα διηγήματα που ήταν εκτενέστατα καταλαμβάνοντας σχεδόν το μισό του βιβλίου, η λύτρωση θα έλθει πάλι με το θάνατο, και πάλι με τη μορφή της εκδίκησης όπως και στον «Εμίρ».
  Στο «Σάλι» είναι η ηρωίδα που ανακαλεί το παρελθόν, «περίπου μισό αιώνα αργότερα», ρίχνοντας στους ώμους της το σάλι που είχε βρει ξεχασμένο σε ένα κάθισμα, το οποίο κουβαλάει και τις αναμνήσεις του κοριτσιού που το ξέχασε.
  Έρωτας και/ή θάνατος, σχεδόν πάντα και το παρελθόν, στοιχειώνουν τους ήρωες της Ράζου. Στο «Σαν κόρη οφθαλμού» η ηρωίδα θα ψάξει και θα βρει ένα τηλέφωνο, τηλέφωνο γραμμένο στο λήμμα ενός τόμου μιας εγκυκλοπαίδειας. Όμως δεν είναι πάντα εύκολο να συναντηθείς με το παρελθόν σου, αν και στην περίπτωσή της, παραλίγο. 
  Στο διήγημα που δίνει τον τίτλο στη συλλογή η Ράζου διεκτραγωδεί το πρόβλημα ενός ατόμου που σε ηλικία δυόμισι ετών, από υψηλό πυρετό, έχασε την ακοή του. Αυτό του δημιούργησε ένα σωρό προβλήματα. Ευτυχώς που βρέθηκε μια δασκάλα με κατανόηση.
  Σε ελάχιστα μεγαλύτερη ηλικία ο Αντώνης, μακρινός ξάδελφος, Δερμιτζάκης κι αυτός, προσβλήθηκε επίσης από υψηλό πυρετό. Δεν έχασε την ακοή του αλλά τα εγκεφαλικά κέντρα που προσβλήθηκαν του δημιούργησαν μια ελαφρά νοητική καθυστέρηση και μεγάλο τραυλισμό. Αλλά ο θεός για όλα φροντίζει. Αποτελεί το βοηθό του φίλου μου του Μιχάλη που στην ίδια ηλικία προσβλήθηκε από πολιομυελίτιδα με αποτέλεσμα να καθηλωθεί από τότε σε αναπηρικό καροτσάκι, και μέσω αυτού διευρύνει μια κοινωνικότητα η οποία διαφορετικά θα του ήταν περιορισμένη.
   Αυτά που χαρακτηρίζουν κυρίως το ύφος της Ράζου είναι οι μικρές προτάσεις και η απουσία διαλόγου. Υπάρχουν μόνο μικρές ατάκες σε κάποια διηγήματα. Ο αφαιρετικός της λόγος προέρχεται από τις ποιητικές καταβολές της, θυμίζοντάς μου τον «Βίο του Ισμαήλ Φερίκ Πασά» της Ρέας Γαλανάκη. Υπάρχουν αποσπάσματα που μας μαγεύουν σαν ποιήματα. Να δώσουμε ένα σαν δείγμα γραφής, όπως το συνηθίζουμε.
  «Ναι, ψυχή μου, θα πρέπει να το ομολογήσω. Ο σκηνοθέτης που γνώρισες τον καιρό της αποδοχής του δεν υπάρχει πια. Στα μαλλιά χειμώνας, στο πρόσωπο χαρακωμένα αυλάκια, άλλα κάθετα κι άλλα οριζόντια. Ένας πόλεμος ενάντια στο χρόνο» (σελ. 44).
  Πολύ ωραίες αυτές οι μεταφορές.
  Και ένα ακόμη.
  «Δεν φοβήθηκα όμως. Ποτέ ξανά. Πήγα όπου η ζωή ήθελε. Γι’ αυτό είμαι τόσο γεμάτη. “Καπνίζεις; Καλά κάνεις”. Είναι το μόνο πράγμα που θα συνεχίσω μέχρι να πεθάνω. Τι κι αν κλείσει η φωνή μου, τι κι αν κουράζομαι στο περπάτημα. Είναι και τα ρημάδια τα χρόνια. Οι φίλοι μου το ξέρουν. “Στην κάσα” τους είπα, “μη και δε ρίξετε ένα πακέτο. Απ’ το καλό. Το δικό μου. Που σου καίει το λαρύγγι”» (σελ. 7-8).
  Στη «Φάρσα» από τις «Εύθυμες κατωχωρίτικες και άλλες ιστορίες», ο ήρωάς μου, φοβερός πλακατζής αλλά καταδικασμένος από την επάρατο, παραγγέλλει στους φίλους του να του βάλουν στην κάσα ένα κινητό, για μια τελευταία φάρσα. Όταν θα τον κατέβαζαν στην άρκλα κάποιος απ’ αυτούς θα έπαιρνε τηλέφωνο αυτό το κινητό.
  «Αυτό που έγινε τότε δεν το περίμενε κανείς. Μέσα από το φέρετρο άρχισε να κτυπάει ένα κινητό. Τα σκοινιά ξέφυγαν από τα τρομαγμένα χέρια των παλικαριών και το φέρετρο κάθισε με τρανταγμό πάνω στα δοκάρια της άρκλας. Αυτοί που ήσαν δίπλα οπισθοχώρησαν τρομαγμένοι».
  Αλλά ο λόγος είναι για την Έστα. Εξαιρετικά τα διηγήματά της, και εκτός από την ευχή να είναι καλοτάξιδα θα εκφράσουμε και την πεποίθησή μας ότι θα κατακτήσει μια λαμπρή θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία.

  Μπάμπης Δερμιτζάκης

Thursday, May 23, 2019

Μαρία Λιουδάκη, Στης γιαγιάς τα γόνατα, Γνώσεις χχ, σελ. 121


Μαρία Λιουδάκη, Στης γιαγιάς τα γόνατα, Γνώσεις χχ, σελ. 121
 Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ιεράπετρα 21ος αιώνας», 23-5-2019

  Το βρήκα ανάμεσα στα βιβλία μου στην Κρήτη και το διάβασα αμέσως μόλις τέλειωσα τον «Θαυμαστό καινούριο κόσμο». Δεν φέρεται χρονολογία έκδοσης, αλλά διαβάζω ότι πρόκειται για ανατύπωση για λογαριασμό του εκδοτικού οίκου «Γνώσεις». Στη βικιπαίδεια διαβάζω ότι εκδόθηκε στην Αθήνα το 1932. Επίσης το επώνυμο της Λιουδάκηγράφεται με ι, Λιουδάκι, όμως προτιμώ το Λιουδάκη, όπως το έχει η Βικιπαίδεια. Κάπου διάβασα ότι το
-άκι μάς το πρόσθεσαν η τούρκοι, υποτιμητικά, καθώς χρησιμοποιείται σαν κατάληξη σε υποκοριστικά, όπως π.χ. παιδί-παιδάκι, και εμείς αργότερα το ι το κάναμε η. 
  Η Λιουδάκη εργάστηκε ως λαογράφος. Στο βιβλίο αυτό περιέχονται καταγραφές της με παραμύθια, τραγούδια (Τραγούδια της νύφης, Η βασιλοπούλα και το πουλάκι, Ο βοσκός που πεθαίνει, κ.ά.), αινίγματα, γλωσσοδέτες και τρία προβλήματα. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον βέβαια έχουν τα παραμύθια, τα οποία καταλαμβάνουν και το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, και μάλιστα εικονογραφούνται.
  Πάνε πολλά χρόνια που διάβασα τη «Μορφολογία του παραμυθιού» του Βλαντιμίρ Προπ, στο οποίο ο Ρώσος μελετητής ανιχνεύει τα κοινά στοιχεία που έχουν τα ρώσικα παραμύθια που μελέτησε. Εδώ θα επιχειρήσω να κάνω κάτι ανάλογο με τα παραμύθια τα οποία κατέγραψε η Μαρία Λιουδάκη.
  Σε κάποια από αυτά βλέπουμε τα «στοιχήματα», τις δοκιμασίες τις οποίες καλείται να υποστεί ο ήρωας προκειμένου να κερδίσει την καλή του. Αν αποτύχει, χάνει το κεφάλι του.
  Οι δοκιμασίες αυτές είναι συνήθως τρεις. Το «τρία» είναι ο μαγικός αριθμός που συναντάμε συχνά στα παραμύθια αυτά, όπως π.χ. «Τα τρία βασιλόπουλα», το πρώτο παραμύθι. Τρεις είναι και οι δοκιμασίες που έπρεπε να περάσει και ο πρίγκιπας Καλάφ, να λύσει τρία αινίγματα, για να κερδίσει την Τουραντό, στην ομώνυμη όπερα του Πουτσίνι, αλλιώς θα έχανε κι αυτός το κεφάλι του.
  Υπάρχει ο μανιχαϊσμός του καλού και του κακού. Στην πλευρά του κακού είναι πάντα και η κακιά μάγισσα.
  Βλέπουμε και τη μεταμόρφωση. Ένα όμορφο βασιλόπουλο είναι συνήθως μαγεμένο, και η βασιλοπούλα του λύνει τα μάγια, αλλά και αντίστροφα, όπως στο δεύτερο παραμύθι, «Η γάτα που έγινε νύφη», στο οποίο η γάτα είναι στην πραγματικότητα μια βασιλοπούλα που της είχαν κάνει μάγια.
  Στο τρίτο παραμύθι, «Το άφαντο σκουφάκι», πέρα από τα μάγια, έχουμε και το μοτίβο του σταχτοπούτου. Το παραμύθι τελειώνει: «Ο βασιλιάς τότε έκαμε όλες τις ετοιμασίες κι έδωκε τη βασιλοπούλα γυναίκα στο φτωχό παλικάρι, που τη γλίτωσεν από τα χέρια των ξωτικών.
Από κει και πίσω έζησαν πολλά χρόνια
κι έκαμαν παιδιά κι εγγόνια
και ο παππούς στα υστερνά του
πάντα έλεγε στα εγγόνια
την ιστορία της γιαγιάς τους (σελ. 27).
  Στο επόμενο παραμύθι, «Το πουλί με τα διαμαντένια αυγά», βλέπουμε τα τρία φτωχά αγόρια να γίνονται πλούσια χάρη στο πουλί που γεννούσε διαμαντένια αυγά, αλλά μετά από μεγάλες περιπέτειες.
  Να παραθέσουμε ένα απόσπασμα απ’ αυτό:
  «Το νου σου, γυναίκα, στο πουλί. Μην τύχει και σου το πάρει κανείς ή μην ψοφήσει…» (σελ. 32).
  Και θυμήθηκα τη μαντινάδα:
  Αυτή η αρρώστια των πουλιών μ’ έχει ανησυχήσει
  μη μου ψοφήσει το πουλί που μού ’δωσε η φύση
  Και το παραμύθι τελειώνει: «Εκεί έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Μήτ’ εγώ ήμουν εκεί, μήτε σεις να το πιστέψετε» (σελ. 40).
  Στη «Χρυσοπλεξουδάτη» τονίζεται πόσο σημαντική είναι η ευχή των γονιών.
  Η «Τρισεύγενη» ήταν η κόρη που απέκτησαν, μετά από πολλά «τασίματα» στο θεό, ο βασιλιάς και η βασίλισσα. Όμως με το θεό είναι πάρε-δώσε, και επειδή ξέχασαν να δώσουν, η «Τρισεύγενη» πέρασε πολλά μέχρι να σμίξει με το βασιλόπουλο που την αγάπησε. Μια κακή αράπισσα έφερνε συνέχεια εμπόδια.
  Το περασμένο Σάββατο, στον Planet, ο Γιώργης ο Λαμπράκης στην εκπομπή του πήρε τηλέφωνο το φίλο μας τον Χριστόφορο Χαραλαμπάκη. Αυτός, ανάμεσα στα άλλα, μας είπε ότι όταν ρωτήθηκε ο Εμμανουήλ Κριαράς, ογδοντατριών χρονών τότε, πώς νιώθει σ’ αυτή την ηλικία, απάντησε ότι δεν φοβάται το θάνατο, αλλά εξακολουθεί να φοβάται τον φθόνο των ανθρώπων. Τον φθόνο αυτό τον βλέπουμε σε κάποια από τα παραμύθια, και κυρίως στο παραμύθι «Η κακή μάνα και η όμορφη κόρη». Η μάνα ζήλευε την κόρη της που ήταν πιο όμορφη απ’ αυτήν. Ρωτούσε τον ήλιο: «Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου/ στον κόσμον όπου γύρισες είδες καλύτερή μου;», για να εισπράττει την απάντηση: «Καλός κι εγώ/ καλή και συ/ μα σαν τη Θεοφάνη/ στον κόσμο δεν εφάνη» (σελ. 63).
Εδώ έχουμε ένα διαφορετικό κλείσιμο του παραμυθιού.
Ήμουνα κι εγώ εκεί
μου έδωσαν ένα κουλούρι
το έκανα τσούριτσούρι (το κυλούσα)
μου τόφαεν ο σκύλος ο κουντούρης» (σελ. 71)
  Στο επόμενο παραμύθι «Ο μπεκρή Μουσταφάς» έχουμε πάλι τον μαγικό αριθμό τρία, με τις τρεις μοίρες να αποφασίζουν για τη μοίρα της κόρης του μπεκρή Μουσταφά, την οποία μόλις είχε γεννήσει η γυναίκα του. Εδώ έχουμε το μοτίβο της σταχτοπούτας. Όμως, πριν η κόρη του μπεκρή Μουσταφά παντρευτεί το βασιλόπουλο, θα πρέπει να αποκαλυφθούν οι μηχανορραφίες της μάγισσας, που προσπάθησε να το ξεγελάσειώστε να παντρευτεί την κόρη της. Την τιμωρία τους την είδαμε και σε ένα άλλο παραμύθι: «Το βασιλόπουλο κατάλαβε πως αυτή ήταν η γυναίκα του [η κόρη του μπεκρή Μουσταφά] και πήγε αμέσως και βρήκε τη μάγισσα και τη θυγατέρα της. Τις έδεσε και τις δυο στην ουρά ενός αλόγου μαζί κι ένα σακί κούφια καρύδια. Αφήκε το άλογο ελεύθερο και αυτό άρχισε να τρέχει και να κλωτσά ώσπου τις έκαμε και τις δυο κομμάτια. Πήγε ύστερα τη Μουσταφαδοπούλα στο παλάτι του κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» (σελ. 79).
  Αυτό το παραμύθι μαζί με κάποια άλλα στα οποία διαβάζουμε για πασάδες και βεζύρηδες, για Σμύρνη και Πόλη, ανάγονται προφανώς στην περίοδο της τουρκοκρατίας. Τα παραμύθια στα οποία βλέπουμε μόνο βασιλιάδες, βασίλισσες και βασιλοπούλες, πιθανόν να ανάγονται και σε προγενέστερους, βυζαντινούς χρόνους.
  Στο «Καβράκι» έχουμε πάλι τον μαγικό αριθμό τρία: τρεις θυγατέρες, τρία ζευγάρια σιδερένια παπούτσια και τρεις σιδερένιες βέργες. Η βασιλοπούλα χτυπιέται από απελπισία που ο κάβουρας έφερε σε πέρας και τα τρία «στοιχήματα» που του έβαλε ο πατέρας της για να την πάρει γυναίκα του, όμως τρελάθηκε από τη χαρά της όταν ο κάβουρας της αποκάλυψε ότι ήταν ένα μαγεμένο βασιλόπουλο, και μόνο το βράδυ μπορούσε να εμφανίζεται με την πραγματική του μορφή. Αλλά και εδώ θα υπάρξουν εμπόδια, μια και σχεδόν όλα τα παραμύθια είναι «επεισοδιώδη», όπως χαρακτήριζε ο Αριστοτέλης την πλοκή στις κακές τραγωδίες, στις οποίες «τα επεισόδια δεν είναι ούτεπιθανό ούτε ανάγκη να αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο» (λέγω δ ’ έπεισοδιώδημύθον εν ω τα επεισόδια μετ’ άλληλα ούτ’ εικόςούτ’ άνάγκη είναι).
  Και το παραμύθι τελειώνει:
  Έτσι είν’ τα παραμύθια
όλο ψέματα κι αλήθεια (σελ. 93)
  Στο «Άλιαστο πουλί» βλέπουμε πάλι τις περιπέτειες που περνάει η βασιλοπούλα μέχρι να σμίξει με το αγαπημένο της βασιλόπουλο.
  Στους «Σαράντα δράκους» βλέπουμε ότι και τα παραμύθια μπορούν να έχουν άλλη αρχή εκτός από την τυποποιημένη πια «Μια φορά κι ένα καιρό».
Παραμύθι, μύθι, μύθι
το κουκί και το ρεβίθι
μάλλωναν κα πάλεβαν
κι η φωνή τους δε γρικήθη.
Αρχή του παραμυθιού
Καλησπέρα στην αφεντιά σας (σελ. 106).
  Εδώ βλέπουμε πως οι κουτοπονηριές τιμωρούνται.
  Στη «Χρυσομαλλούσα» βλέπουμε μια διαφορετική αρχή:
Κόκκινη κλωστή δεμένη
στην ανέμη τυλιμένη,
δώσ’ της μπάτσο να γυρίσει,
παραμύθι να κινήσει
και την καλή σας συντροφιά
να την καλησπερίσει.
Αρχή του παραμυθιού
καλησπέρα στην αφεντιά σας,
καλησπέρα σας.
  Και σ’ αυτό το παραμύθι βλέπουμε τον αριθμό τρία: τρεις γιους, τρεις θυγατέρες, τρία «στοιχήματα», τρεις «βοηθοί» κατά Greimas. Και στο happyend, που στα παραμύθια και στις κωμωδίες είναι σχεδόν πάντα γάμος, έχουμε πάλι ένα βασιλόπουλο και μια βασιλοπούλα.
  Πολύ ωραία όλα τα παραμύθια, πέρα από το λαογραφικό τους ενδιαφέρον.
  Παρεμπιπτόντως, έχω κάνει κι εγώ τις λαογραφικές καταγραφές μου. Οι γραπτές είναι στο κεφάλαιο «Λαογραφικό ιντερμέτζο» του βιβλίου μου «Η λαϊκότητα της κρητικής λογοτεχνίας», ενώ οι προφορικές είναι στο κανάλι μου στο youtube.
  Άτυχη η Μαρία Λιουδάκη, σφάχτηκε από τους μπαντουβάδες το 1947 μαζί με τη Μαρία Δρανδάκη. Ο πατέρας μου, δυο χρόνια πριν, ήταν πιο τυχερός: μόλις που γλίτωσε το θάνατο από το ξύλο που του έδωσαν·διαφορετικά δεν θα διαβάζατε τώρα αυτές τις γραμμές.
  Ο πατέρας μου τη γνώρισε τη Μαρία Λιουδάκη. Δίδαξε στο χωριό μας, το Κάτω Χωριό, για μια επταετία ολόκληρη, 1917-1924, όπως διαβάζω στη βικιπαίδεια. Όμως δεν του έκανε μάθημα όπως μου είπε, ήδη πήγαινε στο γυμνάσιο.
Σκάναρα το βιβλίο και το ανάρτησα στο διαδίκτυο. Όποιος θέλει μπορεί να το βρει στη διεύθυνση: http://wq.lt/3o64