Book review, movie criticism

Thursday, May 23, 2019

Μαρία Λιουδάκη, Στης γιαγιάς τα γόνατα, Γνώσεις χχ, σελ. 121


Μαρία Λιουδάκη, Στης γιαγιάς τα γόνατα, Γνώσεις χχ, σελ. 121
 Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ιεράπετρα 21ος αιώνας», 23-5-2019

  Το βρήκα ανάμεσα στα βιβλία μου στην Κρήτη και το διάβασα αμέσως μόλις τέλειωσα τον «Θαυμαστό καινούριο κόσμο». Δεν φέρεται χρονολογία έκδοσης, αλλά διαβάζω ότι πρόκειται για ανατύπωση για λογαριασμό του εκδοτικού οίκου «Γνώσεις». Στη βικιπαίδεια διαβάζω ότι εκδόθηκε στην Αθήνα το 1932. Επίσης το επώνυμο της Λιουδάκηγράφεται με ι, Λιουδάκι, όμως προτιμώ το Λιουδάκη, όπως το έχει η Βικιπαίδεια. Κάπου διάβασα ότι το
-άκι μάς το πρόσθεσαν η τούρκοι, υποτιμητικά, καθώς χρησιμοποιείται σαν κατάληξη σε υποκοριστικά, όπως π.χ. παιδί-παιδάκι, και εμείς αργότερα το ι το κάναμε η. 
  Η Λιουδάκη εργάστηκε ως λαογράφος. Στο βιβλίο αυτό περιέχονται καταγραφές της με παραμύθια, τραγούδια (Τραγούδια της νύφης, Η βασιλοπούλα και το πουλάκι, Ο βοσκός που πεθαίνει, κ.ά.), αινίγματα, γλωσσοδέτες και τρία προβλήματα. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον βέβαια έχουν τα παραμύθια, τα οποία καταλαμβάνουν και το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, και μάλιστα εικονογραφούνται.
  Πάνε πολλά χρόνια που διάβασα τη «Μορφολογία του παραμυθιού» του Βλαντιμίρ Προπ, στο οποίο ο Ρώσος μελετητής ανιχνεύει τα κοινά στοιχεία που έχουν τα ρώσικα παραμύθια που μελέτησε. Εδώ θα επιχειρήσω να κάνω κάτι ανάλογο με τα παραμύθια τα οποία κατέγραψε η Μαρία Λιουδάκη.
  Σε κάποια από αυτά βλέπουμε τα «στοιχήματα», τις δοκιμασίες τις οποίες καλείται να υποστεί ο ήρωας προκειμένου να κερδίσει την καλή του. Αν αποτύχει, χάνει το κεφάλι του.
  Οι δοκιμασίες αυτές είναι συνήθως τρεις. Το «τρία» είναι ο μαγικός αριθμός που συναντάμε συχνά στα παραμύθια αυτά, όπως π.χ. «Τα τρία βασιλόπουλα», το πρώτο παραμύθι. Τρεις είναι και οι δοκιμασίες που έπρεπε να περάσει και ο πρίγκιπας Καλάφ, να λύσει τρία αινίγματα, για να κερδίσει την Τουραντό, στην ομώνυμη όπερα του Πουτσίνι, αλλιώς θα έχανε κι αυτός το κεφάλι του.
  Υπάρχει ο μανιχαϊσμός του καλού και του κακού. Στην πλευρά του κακού είναι πάντα και η κακιά μάγισσα.
  Βλέπουμε και τη μεταμόρφωση. Ένα όμορφο βασιλόπουλο είναι συνήθως μαγεμένο, και η βασιλοπούλα του λύνει τα μάγια, αλλά και αντίστροφα, όπως στο δεύτερο παραμύθι, «Η γάτα που έγινε νύφη», στο οποίο η γάτα είναι στην πραγματικότητα μια βασιλοπούλα που της είχαν κάνει μάγια.
  Στο τρίτο παραμύθι, «Το άφαντο σκουφάκι», πέρα από τα μάγια, έχουμε και το μοτίβο του σταχτοπούτου. Το παραμύθι τελειώνει: «Ο βασιλιάς τότε έκαμε όλες τις ετοιμασίες κι έδωκε τη βασιλοπούλα γυναίκα στο φτωχό παλικάρι, που τη γλίτωσεν από τα χέρια των ξωτικών.
Από κει και πίσω έζησαν πολλά χρόνια
κι έκαμαν παιδιά κι εγγόνια
και ο παππούς στα υστερνά του
πάντα έλεγε στα εγγόνια
την ιστορία της γιαγιάς τους (σελ. 27).
  Στο επόμενο παραμύθι, «Το πουλί με τα διαμαντένια αυγά», βλέπουμε τα τρία φτωχά αγόρια να γίνονται πλούσια χάρη στο πουλί που γεννούσε διαμαντένια αυγά, αλλά μετά από μεγάλες περιπέτειες.
  Να παραθέσουμε ένα απόσπασμα απ’ αυτό:
  «Το νου σου, γυναίκα, στο πουλί. Μην τύχει και σου το πάρει κανείς ή μην ψοφήσει…» (σελ. 32).
  Και θυμήθηκα τη μαντινάδα:
  Αυτή η αρρώστια των πουλιών μ’ έχει ανησυχήσει
  μη μου ψοφήσει το πουλί που μού ’δωσε η φύση
  Και το παραμύθι τελειώνει: «Εκεί έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Μήτ’ εγώ ήμουν εκεί, μήτε σεις να το πιστέψετε» (σελ. 40).
  Στη «Χρυσοπλεξουδάτη» τονίζεται πόσο σημαντική είναι η ευχή των γονιών.
  Η «Τρισεύγενη» ήταν η κόρη που απέκτησαν, μετά από πολλά «τασίματα» στο θεό, ο βασιλιάς και η βασίλισσα. Όμως με το θεό είναι πάρε-δώσε, και επειδή ξέχασαν να δώσουν, η «Τρισεύγενη» πέρασε πολλά μέχρι να σμίξει με το βασιλόπουλο που την αγάπησε. Μια κακή αράπισσα έφερνε συνέχεια εμπόδια.
  Το περασμένο Σάββατο, στον Planet, ο Γιώργης ο Λαμπράκης στην εκπομπή του πήρε τηλέφωνο το φίλο μας τον Χριστόφορο Χαραλαμπάκη. Αυτός, ανάμεσα στα άλλα, μας είπε ότι όταν ρωτήθηκε ο Εμμανουήλ Κριαράς, ογδοντατριών χρονών τότε, πώς νιώθει σ’ αυτή την ηλικία, απάντησε ότι δεν φοβάται το θάνατο, αλλά εξακολουθεί να φοβάται τον φθόνο των ανθρώπων. Τον φθόνο αυτό τον βλέπουμε σε κάποια από τα παραμύθια, και κυρίως στο παραμύθι «Η κακή μάνα και η όμορφη κόρη». Η μάνα ζήλευε την κόρη της που ήταν πιο όμορφη απ’ αυτήν. Ρωτούσε τον ήλιο: «Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου/ στον κόσμον όπου γύρισες είδες καλύτερή μου;», για να εισπράττει την απάντηση: «Καλός κι εγώ/ καλή και συ/ μα σαν τη Θεοφάνη/ στον κόσμο δεν εφάνη» (σελ. 63).
Εδώ έχουμε ένα διαφορετικό κλείσιμο του παραμυθιού.
Ήμουνα κι εγώ εκεί
μου έδωσαν ένα κουλούρι
το έκανα τσούριτσούρι (το κυλούσα)
μου τόφαεν ο σκύλος ο κουντούρης» (σελ. 71)
  Στο επόμενο παραμύθι «Ο μπεκρή Μουσταφάς» έχουμε πάλι τον μαγικό αριθμό τρία, με τις τρεις μοίρες να αποφασίζουν για τη μοίρα της κόρης του μπεκρή Μουσταφά, την οποία μόλις είχε γεννήσει η γυναίκα του. Εδώ έχουμε το μοτίβο της σταχτοπούτας. Όμως, πριν η κόρη του μπεκρή Μουσταφά παντρευτεί το βασιλόπουλο, θα πρέπει να αποκαλυφθούν οι μηχανορραφίες της μάγισσας, που προσπάθησε να το ξεγελάσειώστε να παντρευτεί την κόρη της. Την τιμωρία τους την είδαμε και σε ένα άλλο παραμύθι: «Το βασιλόπουλο κατάλαβε πως αυτή ήταν η γυναίκα του [η κόρη του μπεκρή Μουσταφά] και πήγε αμέσως και βρήκε τη μάγισσα και τη θυγατέρα της. Τις έδεσε και τις δυο στην ουρά ενός αλόγου μαζί κι ένα σακί κούφια καρύδια. Αφήκε το άλογο ελεύθερο και αυτό άρχισε να τρέχει και να κλωτσά ώσπου τις έκαμε και τις δυο κομμάτια. Πήγε ύστερα τη Μουσταφαδοπούλα στο παλάτι του κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» (σελ. 79).
  Αυτό το παραμύθι μαζί με κάποια άλλα στα οποία διαβάζουμε για πασάδες και βεζύρηδες, για Σμύρνη και Πόλη, ανάγονται προφανώς στην περίοδο της τουρκοκρατίας. Τα παραμύθια στα οποία βλέπουμε μόνο βασιλιάδες, βασίλισσες και βασιλοπούλες, πιθανόν να ανάγονται και σε προγενέστερους, βυζαντινούς χρόνους.
  Στο «Καβράκι» έχουμε πάλι τον μαγικό αριθμό τρία: τρεις θυγατέρες, τρία ζευγάρια σιδερένια παπούτσια και τρεις σιδερένιες βέργες. Η βασιλοπούλα χτυπιέται από απελπισία που ο κάβουρας έφερε σε πέρας και τα τρία «στοιχήματα» που του έβαλε ο πατέρας της για να την πάρει γυναίκα του, όμως τρελάθηκε από τη χαρά της όταν ο κάβουρας της αποκάλυψε ότι ήταν ένα μαγεμένο βασιλόπουλο, και μόνο το βράδυ μπορούσε να εμφανίζεται με την πραγματική του μορφή. Αλλά και εδώ θα υπάρξουν εμπόδια, μια και σχεδόν όλα τα παραμύθια είναι «επεισοδιώδη», όπως χαρακτήριζε ο Αριστοτέλης την πλοκή στις κακές τραγωδίες, στις οποίες «τα επεισόδια δεν είναι ούτεπιθανό ούτε ανάγκη να αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο» (λέγω δ ’ έπεισοδιώδημύθον εν ω τα επεισόδια μετ’ άλληλα ούτ’ εικόςούτ’ άνάγκη είναι).
  Και το παραμύθι τελειώνει:
  Έτσι είν’ τα παραμύθια
όλο ψέματα κι αλήθεια (σελ. 93)
  Στο «Άλιαστο πουλί» βλέπουμε πάλι τις περιπέτειες που περνάει η βασιλοπούλα μέχρι να σμίξει με το αγαπημένο της βασιλόπουλο.
  Στους «Σαράντα δράκους» βλέπουμε ότι και τα παραμύθια μπορούν να έχουν άλλη αρχή εκτός από την τυποποιημένη πια «Μια φορά κι ένα καιρό».
Παραμύθι, μύθι, μύθι
το κουκί και το ρεβίθι
μάλλωναν κα πάλεβαν
κι η φωνή τους δε γρικήθη.
Αρχή του παραμυθιού
Καλησπέρα στην αφεντιά σας (σελ. 106).
  Εδώ βλέπουμε πως οι κουτοπονηριές τιμωρούνται.
  Στη «Χρυσομαλλούσα» βλέπουμε μια διαφορετική αρχή:
Κόκκινη κλωστή δεμένη
στην ανέμη τυλιμένη,
δώσ’ της μπάτσο να γυρίσει,
παραμύθι να κινήσει
και την καλή σας συντροφιά
να την καλησπερίσει.
Αρχή του παραμυθιού
καλησπέρα στην αφεντιά σας,
καλησπέρα σας.
  Και σ’ αυτό το παραμύθι βλέπουμε τον αριθμό τρία: τρεις γιους, τρεις θυγατέρες, τρία «στοιχήματα», τρεις «βοηθοί» κατά Greimas. Και στο happyend, που στα παραμύθια και στις κωμωδίες είναι σχεδόν πάντα γάμος, έχουμε πάλι ένα βασιλόπουλο και μια βασιλοπούλα.
  Πολύ ωραία όλα τα παραμύθια, πέρα από το λαογραφικό τους ενδιαφέρον.
  Παρεμπιπτόντως, έχω κάνει κι εγώ τις λαογραφικές καταγραφές μου. Οι γραπτές είναι στο κεφάλαιο «Λαογραφικό ιντερμέτζο» του βιβλίου μου «Η λαϊκότητα της κρητικής λογοτεχνίας», ενώ οι προφορικές είναι στο κανάλι μου στο youtube.
  Άτυχη η Μαρία Λιουδάκη, σφάχτηκε από τους μπαντουβάδες το 1947 μαζί με τη Μαρία Δρανδάκη. Ο πατέρας μου, δυο χρόνια πριν, ήταν πιο τυχερός: μόλις που γλίτωσε το θάνατο από το ξύλο που του έδωσαν·διαφορετικά δεν θα διαβάζατε τώρα αυτές τις γραμμές.
  Ο πατέρας μου τη γνώρισε τη Μαρία Λιουδάκη. Δίδαξε στο χωριό μας, το Κάτω Χωριό, για μια επταετία ολόκληρη, 1917-1924, όπως διαβάζω στη βικιπαίδεια. Όμως δεν του έκανε μάθημα όπως μου είπε, ήδη πήγαινε στο γυμνάσιο.
Σκάναρα το βιβλίο και το ανάρτησα στο διαδίκτυο. Όποιος θέλει μπορεί να το βρει στη διεύθυνση: http://wq.lt/3o64

2 comments:

Unknown said...

Χριστός Ανέστη!
Ως μαθητής του Δημοτικού στο χωριό μου, που λέγεται Κουρούνια και βρίσκεται στη βόρεια Χίο, διάβασα το βιβλίο ΣΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ. Υπήρχε στην υποτυπώδη βιβλιοθήκη του σχολείου. Μου άρεσε πολύ. Έκτοτε, βέβαια, δεν ασχολήθηκα ξανά.
Τώρα, κοντά στα 70 (διανύω το 69ο), που είμαι πια κι εγώ παππούς, μπήκα στη διαδικασία να το ψάξω στο διαδίκτυο, για το χατίρι των δυο εγγονιών μου. Το βρήκα, ως τίτλο, σε παλαιοβιβλιοπωλεία. Είναι, όμως, εξαντλημένο.
Κατά τη διάρκεια της αναζήτησης βρήκα το δικό σας blog, και με μεγάλη μου χαρά είδα τα σχόλιά σας για το "αδελφάκι του" βιβλίο ΣΤΗΣ ΓΙΑΓΙΑΣ ΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ, καθώς και την ενημέρωση για την ανάρτησή του. Δεν πρόλαβα ακόμη να το διαβάσω (σήμερα το κατέβασα), θα το κάνω, όμως, άμεσα.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ και θέλω να σας ρωτήσω, αν έχετε κάποια πληροφορία για το πού μπορεί κανείς να βρει και το βιβλίο ΣΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ.
Λέγομαι Παναγιώτης Ι. Μοσχούρης και είμαι μόνιμος κάτοικος Ρεθύμνου, από τον Αύγουστο του 1991 (λόγω Ρεθυμνιώτισσας συζύγου).
Σε περίπτωση που θέλετε να επικοινωνήσετε μαζί μου με mail, θα ήθελα, αν μπορείτε, να χρησιμοποιήσετε την ακόλουθη διεύθυνση pjmreth@yahoo.gr. Είναι το mail που χρησιμοποιώ, σχεδόν αποκλειστικά.
Σας χαιρετώ και σας ευχαριστώ και πάλι.

Babis Dermitzakis said...

Λυπάμαι πολύ κύριε Μοσχούρη, αλλά αν ήξερα θα το είχα βρει και θα το είχα σκανάρει και αυτό. Αν το βρείτε πέστε μου, να το ψάξω κι εγώ. Χαίρομαι πάντως που δεν το σκάναρα άδικα, βρήκε τουλάχιστον ένα αποδέκτη.
Εγώ είμαι γεραπετρίτης, κατωχωρίτης συγκεκριμένα, αλλά μένω Αθήνα, στην Κρήτη πάω μόνο Πάσχα και καλοκαίρι.