Book review, movie criticism

Friday, April 30, 2021

Mel Gibson, Braveheart (1995)

Mel Gibson, Braveheart (1995)

 


  Επικό έργο το «Braveheart», αναφέρεται στην ηρωική δράση του William Wallace, ενός εθνικού ήρωα των σκωτσέζων που τέλη του 13ου αιώνα τους οδήγησε στον ξεσηκωμό ενάντια στον άγγλο κατακτητή.

  Έσπασε τα ταμεία, έσπασε και το φράγμα του 8 στο IMDb, όμως αυτό πιστεύω ότι οφείλεται στους ψήφους των σκωτσέζων που, όπως διάβασα, αναβιώνει ο εθνικισμός τους.

  Διάβασα στη βικιπαίδεια ότι έχει καταταγεί δεύτερη για τις ιστορικές της ανακρίβειες. Η μια βέβαια κάνει μπαμ, ο έρωτάς του με την Ισαβέλλα, τη γυναίκα του διάδοχου του αγγλικού θρόνου.

  Εντυπωσιακές οι σκηνές μάχης, σου ανεβάζουν την αδρεναλίνη. Στο επεισόδιο της εκδίκησης (ο Wallace σκοτώνει τους άγγλους στρατιώτες και στο τέλος και τον επικεφαλής τους, με τον ίδιο τρόπο που σκότωσε τη γυναίκα του) ένιωσα τους σφυγμούς μου να ανεβαίνουν. Δεν έφτασαν τους ογδόντα, προσπάθησα να τους κατεβάσω σκεπτόμενος αποστασιοποιητικά, ότι αυτά που βλέπω δεν είναι παρά μια ταινία, μια κάμερα παίρνει όλες αυτές τις σκηνές, και οι σκοτωμοί και οι τραυματισμοί είναι fake.

  Έπεσαν όντως.

  Κάθισα στον υπολογιστή (είδα μόνο τη μισή από την τρίωρη ταινία, ώρα για τη σιέστα μου, την άλλη μισή θα την έβλεπα το βράδυ), και μετά από λίγο, κοιτάζοντας από περιέργεια το σφυγμό μου, είδα την κολπική μαρμαρυγή.

  Την προηγούμενη φορά με έπιασε ενώ έβλεπα μια σκηνή μάχης στην «Πύλη της Δύσης» του Μάικλ Τσιμίνο.

  Χαλάλι σου Σοφί Μαρσώ, και ας εμφανίστηκες πολύ λίγες στιγμές στην ταινία σε σχέση με τις άλλες ταινίες σου.

  Οι αριστοκράτες πρόδωσαν τον αγώνα, εξαγοράστηκαν από τον άγγλο βασιλιά.

  Κάθε κατακτητής στηρίζεται στην πλουτοκρατία της κατακτημένης χώρας για να διατηρήσει την εξουσία του. Αριστοκρατία σημαίνει κατοχή γης, να το θυμίσουμε αυτό.

  Το ίδιο έγινε και με την ντόπια αριστοκρατία, τους κοτσαμπάσηδες, στην Επανάσταση του 1821. Δεν είχα αμφιβολία, το επιβεβαίωσα και από μια ιστοσελίδα. Οι επαναστάτες δεν είχαν γη, είχαν καράβια και χρήματα, και ζούσαν κυρίως στο εξωτερικό. Από το εξωτερικό ξεκίνησε η Επανάσταση. Όσοι κοτσαμπάσηδες συμμετείχαν στην Επανάσταση, σύρθηκαν σ’ αυτήν.  

 

Bertrand Tavernier, La fille de l’ Artagnan (1994)

Bertrand Tavernier, La fille de l’ Artagnan (1994)

 


  Αφού είδαμε την Σοφί Μαρσώ καβαλάρισσα στην «Μπλε Νότα», την είδαμε καπάκι και στην «Κόρη του ντ’ Αρντανιάν», με ανδρικό ντύσιμο, να καβαλάει άλογα.

  Τον Πόθο, τον Άθω και τον Άραμη, και φυσικά τον ντ’ Αρντανιάν, τους θυμάμαι από τα «Κλασικά Εικονογραφημένα», που τα διάβαζα μετά μανίας μαζί με τον «Μικρό ήρωα» και τον «Γκαούρ Ταρζάν», μαθητής δημοτικού.

  Μια συνομωσία εξυφαίνεται εναντίον του ανήλικου βασιλιά Λουδοβίκου IV. Ή μάλλον δύο. Η μια ήταν του Ναζαρέν, του πρωθυπουργού, ο οποίος ασκούσε την πραγματική εξουσία. Δεν είχε σκοπό την εξόντωση του βασιλιά, όμως οι άλλοι συνωμότες την είχαν. Αυτοί σκότωσαν και την ηγουμένη του μοναστηριού, στη φύλαξη του οποίου είχε αναθέσει ο ντ’ Αρντανιάν την κόρη του.

  Αυτή υπόσχεται στην ετοιμοθάνατη ηγουμένη ότι θα εκδικηθεί το θάνατό της. Ντύνεται αντρικά και πηγαίνει για το Παρίσι. Στο δρόμο θα συναντήσει τον νεαρό ποιητή. Φυσικά θα την ερωτευθεί και θα τον ερωτευθεί, το romance τέμνει κάθετα όλα τα κινηματογραφικά είδη. Θα συναντηθεί με τον πατέρα της, θα αποκαλυφθεί η συνομωσία, αυτή θα πέσει στα χέρια των συνωμοτών, όμως θα ελευθερωθεί.

  Αφού είδαμε την Σοφί Μαρσώ έφιππη, καιρός ήταν να τη δούμε και δεινή ξιφομάχο. Ένα μεγάλο μέρος της ταινίας είναι ξιφομαχίες. Στην τελική όμως αναμέτρηση με τον συνωμότη που φιλοδοξούσε να γίνει βασιλιάς την ξεγέλασε, κάνοντας τάχα ότι έπαθε καρδιακή προσβολή όταν ένιωσε στρυμωγμένος, πράγμα που παρά λίγο να της στοιχίσει τη ζωή. Πρόλαβε όμως ο πατέρας της και τον κάρφωσε με το ξίφος του από πίσω.

  Καλά να πάθει, ήθελε να της πιάσει την κουβέντα πριν της καρφώσει το ξίφος του στο λαιμό της.

  Σε μια σκηνή η Σοφί Μαρσώ, καβάλα στο άλογό της, προσπαθώντας να ξεφύγει από τους διώκτες της, ορμάει με το άλογο σε μια αίθουσα. Έχουν στρωμένο τραπέζι. Το άλογο πατάει πάνω στο τραπέζι για να περάσει απέναντι.

  Την ιστορία μου την είπε ο φίλος μου και ξάδελφός μου Γιώργης Μανιαδάκης.

  Ήταν τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ο προπάππους μου ο Ζωγραφαντώνης (Αντώνης Ζωγραφάκης, αδελφός της Ζαχαρένιας Ζωγραφάκη, προγιαγιάς του φίλου μου) από το Κεντρί (τέσσερα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Ιεράπετρας) πηγαίνει να περάσει από τη νοτιοανατολική είσοδο της πλατείας για τη βορειοδυτική, να πάει σπίτι του. Όμως οι τούρκοι έχουν ραμαζάνι, δεν τον αφήνουν να περάσει. Τι κάνει αυτός; Δίνει μια βιτσιά του αλόγου του και περνάει πάνω από όλα τα τραπέζια. Είχε περάσει από την βορειοδυτική έξοδο όταν άκουσε τις μπάλες να σφυρίζουν δίπλα του.

  Έκανε, λέει, ένα μήνα να κατέβει στο χωριό, περιμένοντας να ξεθυμάνει η οργή των τούρκων.  

 

Andrzej Zulawski, La note bleue (1991)

Andrzej Zulawski, La note bleue (1991)

 


  Ας ξεκινήσουμε διορθώνοντας το IMDb που δεν με αφήνει να το διορθώσω στη σελίδα του. Το IMDb γράφει ότι «the film covers the last few days of fragile Chopin's professional life». Το σωστό είναι ότι «the film covers a few days of fragile Chopin's professional life, three years before his death.

  Τελικά το σενάριο κάνει το διαφορά. Έχω ξαναγράψει πόσο υποτιμημένο είναι το σενάριο, εδώ να συμπληρώσω ότι εννοώ κυρίως την πλοκή, το στόρι.  

  Συναρπαστικό το στόρι στο «Οι νύχτες μου είναι καλύτερες από τις μέρες σας», μου άρεσε πολύ. Δεν μπορώ να πω όμως το ίδιο και για την «Μπλε νότα», που παίρνει τον τίτλο από ένα μουσικό κομμάτι του Σοπέν.

  Σε όλο το έργο βλέπουμε μια παρέα στο αρχοντικό της Γεωργίας Σάνδη, η οποία φιλοξενεί τον άρρωστο Σοπέν, να σαχλαμαρίζει, να ερωτοτροπεί, να μαγειρεύει, να τρώει… Άνοστα πράγματα όλα αυτά. Λίγο ενδιαφέρον δίνει στην πλοκή ο έρωτας της Solange, της κόρης της Γεωργίας Σάνδη, με τον Σοπέν, που του προτείνει μάλιστα να φύγουν και να παντρευτούν. Αργότερα αλλάζει γνώμη, του ζητάει μάλιστα και συγνώμη, θα παντρευτεί τον γλύπτη Casimir Dudevant. Βλέπουμε επίσης και τον Ντελακρουά και τον Τουργκιένεφ, άλλον «Μισάνθρωπο», κολλημένο σε μια γυναίκα που δεν τον αγάπησε ιδιαίτερα, που είχε και άλλους εραστές. Τα έργα του τα διάβασα τα τελευταία δυο χρόνια, με τελευταίο την «Άντσαρ».

  Τελικά ο Ζουλάφσκι είναι ύφος και όχι στόρι, ένα ύφος arthouse που αρέσει στους εκλεκτούς (δεν είμαι απ’ αυτούς), αλλά όχι στους περισσότερους, και αυτό άλλωστε εξηγεί και τη χαμηλή βαθμολογία που έχουν οι περισσότερες ταινίες του στο IMDb. Ψάχνω από περιέργεια, βλέπω ότι κυρίως οι πρώτες του έχουν πάνω από 7 (περιέργως και το «On the silver globe», ταινία horror, ταινία που σταμάτησα να τη βλέπω στα είκοσι λεπτά. Μετά ήταν που διάβασα πώς φέρθηκε στην πρωταγωνίστρια). Κάποιες έχουν κάτω από έξι, ενώ ελάχιστες ξεπερνάνε το 6,5.

  Ψάχνοντας για τις βαθμολογίες είδα ότι το «La femme publique» (1984) είναι εμπνευσμένο από τους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι. Τελικά δεν γίνεται, θα τη δω κι αυτή την ταινία και θα συμπληρώσω την ανάρτησή μου. Στο τέλος κάθε ανάρτησης για μυθιστόρημα γράφω και για τις κινηματογραφικές μεταφορές του και για τις ταινίες για τις οποίες αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και που είδα επί τη ευκαιρία. Έχω παραθέσει την ομώνυμη ταινία του Βάιντα και την «Κινέζα» του Γκοντάρ.

  Έλεγα να δω και το «Possession» με την Ιζαμπέλ Ατζανί, στην οποία μοιάζει η Σοφί Μαρσώ (Solange) όπως ακούσαμε στο «La boum 2», μετά όμως πρόσεξα ότι η ταινία χαρακτηρίζεται ως horror, και στα horror λέμε όχι.  

  Τα φετίχ του Ζουλάφσκι είναι το ολόγυμνο σώμα, κυρίως γυναικείο, και το γκροτέσκο. Βλέπουμε και εδώ γκροτέσκες φιγούρες, σαν φαντάσματα, ψηλές πάνω σε ξυλοπόδαρα ντυμένες στα μαύρα, και άλλες ντυμένες στα λευκά, τρεις φορές νομίζω, τις δυο πρώτες εντελώς στο άσχετο, ενώ την τρίτη, σαν μαγικός ρεαλισμός, θα μπορούσαμε να πούμε ότι εικονογραφούν την «Μπλε νότα» που παίζει εκείνη τη στιγμή ο Σοπέν.

  Η γρήγορη κίνηση της κάμερας, ευτυχώς όχι πάντα, και τα σχεδόν κατακερματισμένα πλάνα, σαν σπασμένος καθρέφτης, είναι χαρακτηριστικά υφολογικά του στοιχεία.