Book review, movie criticism

Thursday, January 30, 2014

68η ιστορία, Το κρασί



68η ιστορία, Το κρασί

  Και αυτή την ιστορία μου την είπε ο ξάδελφός μου ο Γιώργης· που του την είπε ο Μανώλης, ένας από τους τρεις γιους της θείας της Αθηνάς, ο μικρότερος.
  Η θεία η Αθηνά δεν είναι πραγματική μου θεία, αλλά όταν ήμουν μικρός το σπίτι της ήταν σαν δεύτερό μου σπίτι, και η Αθηνά σαν δεύτερη μητέρα μου. Μεγάλος, μου θύμιζε που τη φώναζα από το δικό μας σπίτι που ήταν σε κάποια απόσταση, μιμούμενη τη μωρουδίστικη φωνή μου.
  -Θεία Αθηνά, θείε Νικόλα, που είστε, φωνάζω σας.
    Ο Νικόλας ήταν αριστερός. Εκείνη την εποχή, λίγο μετά την κατοχή, το να είσαι αριστερός ήταν πολύ επικίνδυνο. Οι μπαντουβάδες σάρωναν την περιοχή. Πολλοί έφαγαν άγριο ξύλο, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο πατέρας μου. Γλίτωσε παρά τρίχα τη ζωή του. Όμως την ιστορία αυτή την έχω αφηγηθεί αλλού, δεν θα την επαναλάβω.
  Τον Νικόλα τον έπιασαν, και ήταν έτοιμοι να τον δείρουν. Ο Νικόλας τους λέει.
  -Αν είναι να με δείρετε, καλύτερα να με σκοτώσετε. Γιατί αν με δείρετε, θα σας βρω και θα σας σκοτώσω όλους.
  Οι μπαντουβάδες δεν ήθελαν να φορτωθούν με φονικό, φοβήθηκαν και για τη ζωή τους (ο Νικόλας ήταν χασάπης, τα μαχαίρια τα έπαιζε στα δάχτυλά του), δεν ξέρεις καμιά φορά η αγανάκτηση πού μπορεί να οδηγήσει έναν άνθρωπο, και τον άφησαν.
  Αλλά πριν πω την ιστορία που μου είπε ο Γιώργης θα πω μια ακόμη ιστορία που την άκουσα από τη θεία την Αθηνά, σε μια από τις αποσπερίδες που πηγαίναμε με τη μητέρα μου.
  Πλακώνουν νυχτιάτικα οι μπαντουβάδες στο σπίτι της. Θέλουν να κάνουν έρευνα μήπως ο Νικόλας κρύβει όπλο.
  Όντως έχει όπλο. Αλλά εκεί που το έχει κρυμμένο δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι σίγουρα θα το βρουν. Η Αθηνά το αρπάζει γρήγορα και το χώνει κάτω από το μαξιλάρι ενός από τα παιδιά της, που κοιμόντουσαν αμέριμνα, όπως όλα τα παιδιά που είναι αδιάφορα για το τι συμβαίνει στον κόσμο των μεγάλων.
  -Για το θεό μη μου ξυπνήσετε τα παιδιά, για το θεό μη μου ξυπνήσετε τα παιδιά, επαναλαμβάνει συνεχώς έντρομη η θεία η Αθηνά κουνώντας τα χέρια της πάνω από τα κρεβατάκια τους, σε μια αποτρεπτική προσπάθεια· έντρομη, όχι μήπως της ξυπνήσουν τα παιδιά, αλλά μήπως τους βάλει ο διάβολος και ψάξουν κάτω από τα μαξιλάρια.
  Ο διάβολος δεν τους έβαλε. Γιατί να το κάνει άλλωστε, αφού ο Νικόλας σαν κομμουνιστής ήταν πιο κοντά σ’ αυτόν παρά στο θεό; Όταν έφυγαν άπρακτοι, αφού πρώτα είχαν κάνει άνω κάτω το σπίτι, η θεία η Αθηνά αναστέναξε με ανακούφιση.
  Και η ιστορία του Γιώργη:
  Ο Νικόλας έπινε. Τώρα, να πω από τη στενοχώρια του που δεν νικήσανε στον εμφύλιο, δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Πάντως συχνά γύριζε πιωμένος τα βράδια από το καφενείο, για να ακούει κάθε φορά τον εξάψαλμο από τη γυναίκα του.
  Μια φορά δεν άντεξε.
  Της φωνάζει αγριεμένος.
  -Πάρε τον κουβά και γέμισέ τον κρασί.
  -Εκουζουλάθηκες ωρέ ή γιάντα πολεμάς; Στο κουβά θα βάλω το κρασί;
  -Κάνε αυτό που σου λέω και μη μιλάς, της λέει με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
  Η θεία η Αθηνά τον φοβότανε τον Νικόλα όταν τον πιάνανε τα διαόλιά του. Ήταν και περίεργη να δει τι είχε στο νου του να κάνει, έτσι υπάκουσε σ’ αυτή τη συζυγική προσταγή.
  -Πάρε τον κουβά και ακολούθα με.
  Πηγαίνουν στο στάβλο που ήταν τα ζώα. Της δείχνει το μοσχάρι.
  -Βάλε του να πει.
  -Ωρέ κουζουλέ, πίνουνε τα μουσκάρια κρασί; Νερό πίνουνε.
  -Και μουσκάρι είμαι εγώ για να πίνω νερό;
  Να το σημειώσουμε κι αυτό, «μούσκαρος» στα κρητικά σημαίνει βλάκας. Δεν χρησιμοποιείται πια η λέξη, ή τουλάχιστον όχι τόσο συχνά. Εξάλλου η λεξιπενία των νεοελλήνων, των κρητικών μη εξαιρουμένων, έχει αντικαταστήσει τον γλωσσικό πλούτο της περιφρονητικής προσφώνησης που περιλαμβάνει λέξεις εκτός από το «μούσκαρε» και το «βλάκα», «ηλίθιε», «χοντροκέφαλε» κ.λπ. με μια μόνο λέξη: «μαλάκα».

Fariborz Kamkari, Black tape



Fariborz Kamkari, Black tape (2002)

  Σε προηγούμενη ανάρτησή μου γράφω για την κωμική και σοβαρή πλευρά του Τσέχωφ και του Γούντι Άλλεν. Έχω κι εγώ μια κωμική και μια σοβαρή πλευρά. Στη σοβαρή πλευρά μου ανήκουν οι τρεις προσευχές της ψυχής, στον «Φτωχούλη του Θεού» του Καζαντάκη.
  -Θεέ μου, μη με αφήσεις ατέντωτη γιατί θα σαπίσω.
  -Θεέ μου, μη με παρατεντώσεις γιατί θα σπάσω.
  -Θεέ μου, παρατέντωσέ με κι ας σπάσω.
  Στην κωμική πλευρά μου ανήκουν οι τρεις προσευχές του Θαλή, που τις λέω καμιά φορά σε γυναίκες για να σπάσω πλάκα με την αντίδρασή τους· σε όσες ξέρουν ότι είμαι φεμινιστής, για να μην παρεξηγηθώ κιόλας.
  -Θεέ μου, σε ευχαριστώ που γεννήθηκα άνθρωπος και όχι ζώο.
  -Θεέ μου, σε ευχαριστώ που γεννήθηκα έλληνας και όχι βάρβαρος.
  -Θεέ μου, σε ευχαριστώ που γεννήθηκα άντρας και όχι γυναίκα.
  Εγώ τις λέω για πλάκα, αλλά ο Θαλής τις εννοούσε στα σοβαρά. Και τώρα που το σκέφτομαι, όσοι μουσουλμάνοι έχουν συνείδηση του τι συμβαίνει στην κουλτούρα τους, θα έπρεπε να κάνουν την τρίτη προσευχή-ευχαριστία. Όσο για τους Κούρδους, αυτοί έχουν ένα λόγο παραπάνω.
  Πάρα πολλές ιρανικές ταινίες που έχω δει, σχεδόν όλες των γυναικών σκηνοθετών, θεματοποιούν την καταπίεση της γυναίκας στο Ισλάμ. Θυμάμαι και εκείνη την καταπληκτική ταινία, «Οσάμα», για την καταπίεση της γυναίκας στο Αφγανιστάν,  τότε που οι Ταλιμπάν είχαν την εξουσία. Βλέποντας την ταινία αυτή του Καμκαρί, συνειδητοποιώ πόσο τραγικό είναι να είσαι γυναίκα κούρδισα.
  Η Γκόλι πουλήθηκε από τον πατέρα της σε έναν αξιωματικό που ήλθε να καταστείλει την εξέγερσή τους. Είχε πολλά στόματα να θρέψει. Εννιά χρονών η Γκόλι, βιάζεται από τον αξιωματικό. Είναι όμως όμορφη, και όταν κλείνει τα 18 την παντρεύεται. Θέλει να του κάνει ένα παιδί. Την κρατάει φυλακισμένη μέσα στο σπίτι, έχοντας απομακρύνει τηλεόραση και υπολογιστή, κάθε τι που θα μπορούσε να τη φέρει σε επαφή με τον έξω κόσμο. Σαν δικαιολογία έχει ότι δεν τη θέλει να στενοχωριέται, τώρα που είναι έγκυος, ακούγοντας ειδήσεις που στο μεγαλύτερο μέρος τους αναφέρονται σε δυσάρεστα γεγονότα (Το επιχείρημα σωστό, κι εγώ για τον ίδιο λόγο δεν βλέπω ειδήσεις, μόνο που το χρησιμοποιεί σαν πρόφαση).
  Το θέμα δεν είναι πρωτότυπο, είναι όμως πρωτότυπη η κινηματογραφική πραγμάτευση. Η ιστορία της Γκόλι δίνεται μέσα από σκηνές που έχει καταγράψει σε μια κάμερα αυτή, ο άντρας της αλλά και άλλα πρόσωπα. Κάποιες σκηνές είναι όντως συγκλονιστικές, όπως εκείνη όπου ο αδελφός διεκτραγωδεί την κατάσταση που επικρατεί στο Κουρδιστάν.
  Υποβαθμίζοντας την κινηματογραφική ποιότητα (ακόμη και στα ντοκιμαντέρ υπάρχει η φροντίδα της προσεγμένης φωτογραφίας), ο Καμκαρί πετυχαίνει τον στόχο του, τον στόχο της καταγγελίας, με μια ταινία feature, που δίνει όμως μια ψευδαίσθηση πραγματικότητας ανώτερη από αυτήν που δίνουν τα ντοκιμαντέρ.
  Όπως είναι φυσικό, η ταινία είναι απαγορευμένη στο Ιράν.
 
 

Tuesday, January 28, 2014

Woody Allen και Άντον Τσέχωφ



Woody Allen και Άντον Τσέχωφ

  Κάποια στιγμή συνέπεσαν, να βλέπω Γούντι Άλλεν και να διαβάζω Άντον Τσέχωφ. Μόλις τώρα είδα το September (1987) και συνειδητοποιώ την ομοιότητα ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο. Η τραγική πλευρά του Τσέχωφ είναι σε όλους γνωστή, από τα τέσσερα κορυφαία θεατρικά του. Διαβάζοντας τα διηγήματά του, αλλά και τέσσερα μονόπρακτα που είχα δει πολύ παλιά, συνειδητοποίησα ότι έχει και μια κωμική πλευρά.
  Όλοι μας ξέρουμε την κωμική πλευρά του Γούντι Άλλεν. Βλέποντας όμως τον «Σεπτέμβρη» συνειδητοποίησα ότι έχει και αυτός μια τραγική πλευρά. Το έργο είναι ένας κινηματογραφικός Τσέχωφ, με την frustration (Χοντρικά σημαίνει απογοήτευση. Για τη λέξη έχουμε γράψει εδώ) να κυριαρχεί στη μυθοπλασία. Μου θύμισε το «Θείο Βάνια» αλλά και το «Γλάρο», τον «Βυσσινόκηπο» αλλά και τις «Τρεις αδελφές» (παρεμπιπτόντως, η «Άννα και οι (δυο) αδελφές της» που είδα χθες είναι κωμωδία, με χάπι εντ, αλλά και με την σκιά της τραγωδίας να αιωρείται).

Friday, January 24, 2014

67η Ιστορία, Ο τηλεφωνητής



67η Ιστορία, Ο τηλεφωνητής.

Παλιά δεν υπήρχαν τηλέφωνα στα σπίτια, όμως κάθε χωριό είχε και ένα τηλέφωνο για να εξυπηρετούνται οι χωριανοί. Το δικό μας ήταν στο καφενείο του Εγγλεζάκη.
Θυμάμαι κάποτε που με το φίλο μου τον Θοδωρή το Σφακιανάκη πήραμε τηλέφωνο ένα συμμαθητή και φίλο μας, τον Γιάννη τον Καλούδη, από τις Μάλες. Κάποια στιγμή ο Γιάννης μας ρωτάει από το τηλέφωνο τι ώρα είναι. Και ο Εγγλεζάκης, που είναι δίπλα μας έχοντας στημένο το αυτί του, απαντάει:
-Δέκα και τέταρτο.
Την ιστορία τη θυμήθηκα καθώς ο ξάδελφός μου ο Γιώργης ο Τζανετάκης μου είπε μιαν άλλη.
Κτυπάει το τηλέφωνο, και ο καφετζής στο καφενείο της Επισκοπής το σηκώνει.
–Επίσκοπος εκεί; ρωτάει μια άγνωστη φωνή.
Και αυτός απαντάει:
-Όχι, εδώ είναι η καταραμένη Επισκοπή που δεν έχει επίσκοπο.
Έκανε λογοπαίγνιο, με την επισκοπή σαν έδρα επισκόπου και την Επισκοπή σαν όνομα χωριού· που, παρεμπιπτόντως, το όνομα το πήρε γιατί όντως παλιά ήταν επισκοπή, όμως λατίνου επισκόπου, επί ενετοκρατίας. Γι’ αυτό και το όνομα Μάρκος είναι τόσο διαδεδομένο στην Επισκοπή, από τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία του αγίου Μάρκου, όπως ονομαζόταν επισήμως η Βενετία.
Θυμήθηκα όμως και άλλη μια ιστορία, πραγματική και αυτή. Μου την είπε ο συνάδελφος ο Γιάννης ο Συγγελάκης, μαθηματικός, πρωτοδιορισμένοι και οι δυο στην Κάσο, καλή του ώρα όπου κι αν βρίσκεται. Μόνο προφορικά μπορεί να αποδοθεί, όμως εγώ θα προσπαθήσω γράφοντας την επίμαχη λέξη με λατινικούς χαρακτήρες να αποδώσω το εφέ της ομωνυμίας.
Ο τηλεφωνητής σηκώνει το τηλέφωνο. Από την άλλη γραμμή ακούγεται:
-Colonis.
Και ο τηλεφωνητής:
-Δεν κωλώνω.
Colonis σου λέω.
–Κι εγώ σου λέω δεν κωλώνω.
–Συνταγματάρχης Κολώνης ηλίθιε.
–Κωλώνω, κωλώνω συνταγματάρχα μου.








Thursday, January 23, 2014

Η μαγκούρα



66η ιστορία, Η μαγκούρα

Ο Λιανός, ο αγροφύλακας της Επισκοπής για τον οποίο κυκλοφορούν ένα σωρό αστείες ιστορίες (έχουμε γράψει δυο), περνά μπροστά από το περίπτερο της… κρατώντας την μαγκούρα του με τους αγκώνες του πίσω στη μέση. Όμως έχει χαλαρώσει το σφίξιμο, η μαγκούρα έχει κυλίσει λίγο πιο κάτω.
-Ε Λιανέ, του φωνάζει η περιπτερού, γιατί την κρατάς την μαγκούρα πάνω από τον πισινό σου; (άλλη λέξη χρησιμοποίησε, αλλά είπα να βάλω μια πιο σεμνή).
Και ο Λιανός:
-Για να μην πάθει ό,τι έπαθε ο δικός σου.