Book review, movie criticism

Saturday, February 29, 2020

Wim Wenders, Tokyo-ga (Εικόνες από το Τόκιο), 1985


Wim Wenders, Tokyo-ga (Εικόνες από το Τόκιο), 1985


  Θέλοντας να μιλήσει με άτομα που συνεργάστηκαν με τον Γιασουτζίρο Όζου ο Βέντερς κάνει ένα ταξίδι στην Ιαπωνία. Και ντοκιμαντερίστας καθώς είναι παίρνει εικόνες από το Τόκιο, κάποιες από τις οποίες ανήκουν ολότελα στο παρελθόν. Η ενασχόληση με τα φλιπεράκια νομίζω ανήκει στην ιστορία, ενώ δεν ξέρω αν οι γιαπωνέζοι εξακολουθούν να έχουν το ίδιο πάθος με το γκολφ. Οι εικόνες αυτές διακόπτονται, εν είδει ιντερμέτζου, από δυο συνεντεύξεις, η μια με τον σχεδόν μόνιμο πρωταγωνιστή του Όζου, τον Chishû Ryû, και η άλλη με τον μόνιμο κάμεραμαν του, τον Yuharu Atsuta. Και οι δυο εκφράζονται με απεριόριστο θαυμασμό και αγάπη για τον Όζου.
  Ο Ριού μιλάει, με αρκετή μετριοφροσύνη είναι αλήθεια, για το μέτριο υποκριτικό του ταλέντο, πράγμα που ανάγκαζε τον Όζου να τους βάζει να κάνουν πολλές πρόβες για μια σκηνή, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε με τους άλλους ηθοποιούς. Μετριοφροσύνη, γιατί αλλιώς δεν θα τον είχε σαν μόνιμο πρωταγωνιστή του.
  Ο Ατσούτα μιλάει για το στήσιμο της κάμερας από τον Όζου πάνω σε μια βάση δικής του επινόησης για να βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο χαμηλά, η οποία έπρεπε να μένει ακίνητη σε όλη τη διάρκεια της λήψης του πλάνου. Όσοι περνούσαν δίπλα της έτρεμαν μη τυχόν και τη σκουντήσουν. Ο Atsuta κάποια στιγμή είναι τόσο συγκινημένος, που τους παρακαλεί να αποχωρίσουν.
  Επίσης είδαμε δυο φορές εκτενείς σκηνές από το αριστούργημα του Όζου, το «Tokyo story». Τέλος ακούσαμε ότι σε όλες τις ταινίες του Όζου υπάρχουν τραίνα. Τις σκηνές με τα τραίνα ο Ατσούτα επέμενε να τις παίρνουν έξω με πραγματικά τραίνα και όχι στο στούντιο, γιατί εκεί δεν φαινόντουσαν αυθεντικές.
  Την ταινία θα μπορούσατε να τη δείτε στο youtube με ελληνικούς υπότιτλους αν δεν μου την μπλόκαραν, για λόγους δικαιωμάτων.

Zabou Breitman, Τα χελιδόνια της Καμπούλ (Les hirondelles de Kaboul», 2019)


Zabou Breitman, Τα χελιδόνια της Καμπούλ (Les hirondelles de Kaboul», 2019)


  Συνήθως γράφω για το μυθιστόρημα και κολλάω ουρά δυο λόγια και για την ταινία. Τι γίνεται όμως όταν η ταινία γυρίζεται όταν έχω ήδη διαβάσει το μυθιστόρημα;
  Τρεις φορές μου συνέβη αυτό με έργα της Γιασμίνας Χαντρά. Η πρώτη ήταν με το «Τρομοκρατικό κτύπημα» και η δεύτερη με το «Αυτό που η μέρα οφείλει στη νύχτα». Η τρίτη, τώρα, είναι με τα «Χελιδόνια της Καμπούλ».
  Τα animation δεν μου αρέσουν, και αυτή η ταινία είναι animation, όμως βλέπω κάποια καμιά φορά. Είδα την «Περσέπολη» της Marjane Satrapi καθώς η Σατραπί είναι ιρανή και εγώ είμαι φαν του ιρανικού κινηματογράφου, ακόμη και αν είναι της διασποράς, και την «Κλεμμένη πριγκίπισσα» καθώς είναι μεταφορά του έργου του Πούσκιν «Ρουσλάνος και Λουντμίλα».
  Η ταινία ακολουθεί σχεδόν πιστά το μυθιστόρημα. Οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι δυο ζευγάρια. Το ένα είναι ο Μοσέν Ραμάτ και η Ζαϊράτ, δυο πρώην πανεπιστημιακοί που με τους ταλιμπάν στην εξουσία δεν μπορούν να διδάξουν. Η Ζαϊράτ θα κακιώσει του Μοσέν που έριξε κι αυτός μια πέτρα στο λιθοβολισμό της πόρνης, όμως θα τσακωθούν άγρια όταν εξαιτίας του έμεινε επί ώρα μέσα στον ήλιο, ντυμένη με την μπούρκα, μέχρι να τελειώσει το εκκλησίασμα και να επιστρέψει, καθώς τον είχαν σπρώξει με τη βία εκεί οι φρουροί ταλιμπάν, όπως έκαναν με κάθε απρόσεκτο περαστικό που περνούσε απ’ έξω ενόσω διαρκούσε η λειτουργία. Πάνω στον τσακωμό αυτή θα τον σπρώξει με αποτέλεσμα να πέσει και να κτυπήσει θανάσιμα στο κεφάλι. Θα καταδικασθεί σε θάνατο.
  Το δεύτερο ζευγάρι είναι ο Ατίκ, περιστασιακός δεσμοφύλακας, με τη γυναίκα του τη Μουσαράτ. Τρία χρόνια μεγαλύτερή του, νοσοκόμα, του έσωσε τη ζωή, και αυτός, από ευγνωμοσύνη, την παντρεύτηκε χωρίς να την έχει ερωτευθεί, πράγμα που αυτή το καταλαβαίνει. Έχει καρκίνο, της μένει μόνο λίγος χρόνος ζωής.
  Ο Ατίκ, βλέποντας την όμορφη Ζαϊρά, την ερωτεύεται. Της ανοίγει την πόρτα να το σκάσει, αυτή αρνείται. Τη μέρα της εκτέλεσης η Μουσαράτ, συγκινημένη από τον έρωτα του άντρα της, της παίρνει τη θέση. Ποιος θα το καταλάβαινε με την μπούρκα που φορούνε όλες οι γυναίκες;
  Εκτελείται με πυροβολισμό. Όταν ο εκτελεστής απομακρύνει την μπούρκα και βλέπει ότι δεν είναι η Ζαϊρά, καταλαβαίνει, και πυροβολεί τον Ατίκ που σωριάζεται νεκρός.
  Εν τάξει, στο μυθιστόρημα σκοτώνεται διαφορετικά, αλλά σημασία έχει ότι σκοτώνεται.
  Ίσως η Γιασμίνα Χαντρά να πήρε την ιδέα από το αυτοβιογραφικό βιβλίο της Μαρίνας Νεμάτ «Η φυλακισμένη της Τεχεράνης», όπου διαβάζουμε ότι ο ανακριτής της, καθώς την ερωτεύτηκε, της έσωσε τη ζωή, και αργότερα την παντρεύτηκε. Σας συνιστώ να διαβάσετε την κριτική μου για αυτό το βιβλίο, θίγει ένα ενδιαφέρον θέμα, το θέμα του να αγαπάς χωρίς να αγαπιέσαι, και τι θυσίες μπορείς να κάνεις γι’ αυτήν που αγαπάς χωρίς αυτή να σε αγαπάει (θυμήθηκα τώρα την ταινία «Όλα όσα αγαπήσαμε» της Nicole Garcia, που έχει το ίδιο θέμα). 

Jean-Jacques Annaud, Το τοτέμ του λύκου (Wolf totem 2015)


Jean-Jacques Annaud, Το τοτέμ του λύκου (Wolf totem 2015)


  Στην ανάρτησή μου για την «Επιστροφή στους λύκους» καταλήγω: «Διαβάζω στο διαδίκτυο ότι η ταινία αποτελεί κατά κάποιο τρόπο συνέχεια του «Τοτέμ του λύκου» του Ζαν-Ζακ Ανό. Φυσικά θα τη δω κι αυτήν».
  Και την είδα. Και θυμήθηκα ότι την είχα ξαναδεί. Και το επιβεβαίωσα κοιτάζοντας στο αρχείο μου με τίτλο «Tenies pou eida ke den egrapsa gi aftes». Σαν εισαγωγικό σημείωμα σ’ αυτό το αρχείο γράφω: «Αποφάσισα να γράψω σε ένα κατάλογο τις ταινίες που είδα και που δεν θα γράψω ξεχωριστά γι’ αυτές στο blog μου. Όχι γιατί ήταν όλες τους κακές ή μέτριες, αλλά γιατί δεν μπορώ να γράφω για όλες. Ξεκινάω για τις πριν από μια βδομάδα, 1-3-2012». Δεν είχα πάρει μέχρι τότε στα σοβαρά την ενασχόλησή μου με τον κινηματογράφο. Από κάποια στιγμή και μετά άρχισα να γράφω για κάθε ταινία που βλέπω, έχοντας πάρει το κολάι στο μεταξύ.
  Σ’ αυτές καταχώρησα και το «Attenberg» της Αθηνάς-Ραχήλ Τσαγκάρη, για να αναρτήσω τελικά σε ξεχωριστό αρχείο τις δυο γραμμές που έγραψα, όταν μου ζήτησε τη γνώμη μου για την ταινία ο ιρανός φεϊσμπουκικός φίλος μου Hoji Fred που με ανακάλυψε διαβάζοντας τις αναρτήσεις μου για τις ιρανικές ταινίες, που του τις μετέφραζε, όπως μου είπε, ένας έλληνας φίλος του. Μετάνιωσα που δεν είχα κάνει ξεχωριστή ανάρτηση, γράφοντας περισσότερα, γι’ αυτή την εξαιρετική ταινία.
  Η ταινία των Yi Feng και Li Weiyi αποτελεί όντως τη συνέχεια. Στην ταινία του Ανό, μεταφορά από ένα ημιαυτοβιογραφικό βιβλίο ενός ερυθροφρουρού που είχε πάει με ένα φίλο του το δεύτερο χρόνο της πολιτιστικής επανάστασης του Μάο (1967) στην εσωτερική Μογγολία, οι λύκοι καταδιώκονται απηνώς. Μετά από 45 χρόνια είναι προστατευόμενο είδος.
  Σκληρή ταινία, είδα να σκοτώνουν τα μικρά λυκάκια βάζοντάς τα μέσα σε σακιά και πετώντας τα ψηλά στον αέρα, για να πέσουν με δύναμη στο έδαφος. Όμως ο Jiang Rong κατάφερε να σώσει ένα λυκάκι, το οποίο πήρε μαζί του. Άνοιξε ένα λάκκο και το έβαλε μέσα. Όταν το έβγαζε έξω, το είχε πάντα δεμένο με λουρί, σαν σκύλο. Να ήταν άραγε αυτό το λυκάκι που δάγκωσε τον Feng Shaofeng, όπως διαβάζω στη βικιπαίδεια; Πιθανότατα, ήταν πολύ μικρό για να εκπαιδευτεί πλήρως, ενώ οι μεγάλοι λύκοι που τους είχαν πάρει κουτάβια από ζωολογικούς κήπους πέρασαν τέσσερα χρόνια εκπαίδευσης.
  Οι λύκοι αποφεύγουν να επιτίθενται στον άνθρωπο και σε ζώα που βρίσκονται στην κατοχή του ανθρώπου. Όμως το έκαναν, και υπεύθυνοι ήταν οι άνθρωποι.
  Οι λύκοι κυνηγούσαν και σκότωναν γαζέλες τις οποίες έκρυβαν κάτω από το χιόνι σε ένα παγωμένο τοπίο, που λειτουργούσε περίπου σαν το ψυγείο τους. Οι Μογγόλοι πήγαν και πήραν τα μισά. Γιατί όχι και τα άλλα μισά; Μα έπρεπε να φάνε και οι λύκοι.
  Κάποιος από αυτούς μαρτύρησε σε έναν έμπορο της πόλης στον οποίο είχαν πάει να πουλήσουν γαζέλες το μέρος που τις έκρυβαν οι λύκοι. Πήγε με συνεργάτες του και μάζεψε τις υπόλοιπες. Οι λύκοι, μη έχοντας να φάνε, δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να επιτεθούν σε ζώα που ήξεραν ότι ανήκαν στον άνθρωπο. Παρακολουθούμε σκηνές αγριότητας στην επίθεσή τους εναντίον των αλόγων των οποίων τη φύλαξη ο κομματικός υπεύθυνος είχε εμπιστευθεί σ’ αυτούς τους Μογγόλους, και αργότερα στο κοπάδι με τα πρόβατα. Αυτό βέβαια επισφράγισε τη θανατική τους καταδίκη, άρχισε η απηνής δίωξή τους μέχρι που εξολοθρεύθηκαν όλοι, μέχρι ενός.
  Λάθος, είχε μείνει το λυκάκι. Ο Jiang Rong το απελευθερώνει. Αυτό φεύγει. Λίγο πιο πέρα ο Jiang Rong το φωνάζει. Γυρνάει, τον βλέπει. Όμως δεν έρχεται να τον αποχαιρετήσει, απομακρύνεται τρέχοντας.
  Τεράστια διαφορά από το ντοκιμαντέρ. Τις αγαπησιάρικες σχέσεις της Li Weiyi με το λυκάκι της, τα συνεχή τους αγκαλιάσματα, δεν θα τα δούμε εδώ. Ναι, το ντοκιμαντέρ μου άρεσε πολύ περισσότερο από ό,τι η ταινία του Ανό. Αλλά βέβαια δεν έφτασε ποτέ στις δυτικές αίθουσες, αυτό μπορώ να το συμπεράνω σίγουρα βλέποντας ότι στο IMDb υπάρχει μόνο ο τίτλος και ένα πόστερ. Ανέβασα μια σύντομη περίληψη, αλλά νομίζω δεν κατάφερα να ανεβάσω τα ονόματα των δυο πρωταγωνιστών. Περίπλοκες οι οδηγίες, μετά από κάποιες προσπάθειες παραιτήθηκα. Να το γράψω και εδώ, η ταινία υπάρχει στο youtube, μπορείτε να τη δείτε με τους αγγλικούς υπότιτλους, αλλά και αγγλικά να μην ξέρετε οι εικόνες φτάνουν.