Terrence Malick, All his
films
Εν όψει της προβολής της ταινίας του «Μια
κρυφή ζωή», στις 13 του Φλεβάρη.
Τελικά κακή αρχή
κάνω με τον Μάλικ.
Έχω ξαναγράψει ότι
δεν μου αρέσουν έργα που ο ήρωας είναι αρνητικός. Τέτοιος είναι ο εικοσιπεντάχρονος
νεαρός των «Ξερότοπων», που μοιάζει με τον James Dean.
Δουλεύει στα
απορριμματοφόρα του Δήμου. Τότε γνωρίζεται με την δεκαπεντάχρονη κοπέλα. Κάποια
στιγμή θα τον απολύσουν (δεν μαθαίνουμε το γιατί) και θα βρει δουλειά σαν
γελαδάρης. Ο πατέρας της κοπέλας βέβαια δεν θέλει αυτή τη σχέση, και τον
διώχνει σκαιά όταν πηγαίνει να τον επισκεφτεί στο χώρο της δουλειάς του.
Αυτός έχει σχέδια.
Θέλει να πείσει την
κοπέλα να τον ακολουθήσει, να φύγουν. Όμως ξαφνικά εμφανίζεται ο πατέρας. Τον
απειλεί ότι θα τον καταγγείλει στην αστυνομία που εισέβαλε στο σπίτι του. Αυτός
τραβάει πιστόλι, πυροβολεί και τον σκοτώνει.
Η κοπέλα τον
ακολουθεί. Τον αγαπάει, και νοιώθει παγιδευμένη. Θα ζήσουν στο δάσος, σαν τον
Θορρώ. Όμως καταφτάνουν τρεις «κεφαλοκυνηγοί» (έμαθαν ότι είχε επικηρυχθεί).
Τους σκοτώνει.
Στο εξής θα σκοτώνει
με μεγάλη ευκολία. Θα σκοτώσει ακόμη και έναν πρώην συνάδελφό του. Θα
περιπλανηθούν κυνηγημένοι. Οι ξερότοποι είναι ένα καταφύγιο, αλλά άγριο. Και
βέβαια στο τέλος θα τον συλλάβουν και θα καθίσει στην ηλεκτρική καρέκλα.
Καλή σκηνοθεσία, μου
άρεσε η μουσική που μου θύμισε Καρλ Ορφ, και τελικά στη βικιπαίδεια διαβάζω ότι
όντως είναι μουσική Καρλ Ορφ.
Διαβάζω επίσης ότι
θεωρείται ως μια από τις καλύτερες ταινίες, κ.λπ. κ.λπ.
Μου φαίνεται ότι
κάθε αμερικανός, σε μια χώρα που επιτρέπεται η οπλοφορία, κρύβει ένα γκάνγκστερ
μέσα του, απωθημένο.
Το επόμενο έργο του
Μάλικ διαβάζω ότι είναι ρομάντζο και drama. Ελπίζω αυτό να μου αρέσει, όπως μου άρεσε το μεθεπόμενο
έργο του, η «Λεπτή κόκκινη γραμμή».
Εν όψει της προβολής της
ταινίας του «Μια κρυφή ζωή», στις 13 του Φλεβάρη.
Ο Μάλικ βελτιώνεται.
Ο Ρίτσαρντ Γκιρ δεν είναι ο κακός των
«Ξερότοπων», απλά είναι φτωχός και, όπως κάθε φτωχός, ονειρεύεται και αυτός ότι
κάποια στιγμή θα ξεφύγει από τη φτώχεια του. Όμως πώς;
Δουλεύει στο αγρόκτημα ενός νεαρού πλούσιου
κτηματία. Τυχαία ακούει τον γιατρό να του λέει ότι έχει περίπου ένα χρόνο ζωής.
Μήπως, μια και καλοβλέπει την φίλη του την οποία όμως έχει παρουσιάσει σαν
αδελφή του…
Την πείθει να ανταποκριθεί. Και μετά από ένα
μεγάλο αφηγηματικό κενό βλέπουμε το γάμο τους.
Ο νεαρός κτηματίας εκφράζει με κάθε τρόπο τον
έρωτά του στη γυναίκα του. Αυτή συγκινείται. Ο Ρίτσαρντ Γκιρ το υποψιάζεται και
τη ρωτάει, αυτή το παραδέχεται. Σηκώνεται και φεύγει, «για δουλειές», για να
επιστρέψει όμως πάλι.
Ο άντρας της κάποια στιγμή, βλέποντάς τους
από μακριά, καταλαβαίνει ότι η σχέση είναι κάτι περισσότερο από αδελφού με
αδελφή. Απελπισμένος θα βάλει φωτιά στα κτήματά του, που έτσι κι αλλιώς έχουν
κατακλυσθεί από μια από τις πληγές του Φαραώ, τις ακρίδες. Και, βλέποντας τον
Ρίτσαρντ Γκιρ, τον πλησιάζει κρατώντας το πιστόλι του.
Ο Ρίτσαρντ Γκιρ τον τρυπάει με το τρυπάνι που
κρατάει. Σε αντίθεση με τον νεαρό στους «Ξερότοπους» που σκορπάει το θάνατο,
αυτός μόνο τον άντρα της φίλης του θα σκοτώσει, και μάλιστα σε αυτοάμυνα.
Θα το σκάσουν, θα κρυφτούν σε ένα δάσος,
αλλά θα τους ξετρυπώσουν. Ο Ρίτσαρντ Γκιρ προσπαθεί να ξεφύγει, όμως δεν θα τα
καταφέρει, θα τον πυροβολήσουν και θα πέσει νεκρός μέσα στο ποτάμι. Η φίλη του
σπαράζει πάνω από το νεκρό του σώμα.
Σαφώς μου άρεσε αυτή ταινία καθώς ο ήρωας δεν
ήταν αρνητικός, και επί πλέον διέψευδε αφηγηματικές αναμονές (Σε δυο άλλες
ταινίες, έχω ξεχάσει τίτλους, μεταφορά μυθιστορήματος ή διηγήματος δεν θυμάμαι,
σκοτώνουν τον σύζυγο οι δυο εραστές).
Ενώ στους «Ξερότοπους» η αφηγήτρια ήταν
ομοδιηγητική (η φίλη του νεαρού) εδώ είναι αφηγήτρια-μάρτυρας. Αυτή δεν είναι
άλλη από τη μικρή αδελφή του Ρίτσαρντ Γκιρ που ακολουθεί το ζευγάρι.
Και βλέπω εδώ τη διαφορά ανάμεσα στον
αφηγητή-μάρτυρα σε ένα μυθιστόρημα και σε μια ταινία. Στην ταινία ο μάρτυρας
είναι μάρτυρας συμβατικά, γιατί αποκλείεται να ήταν παρών σε όλες τις σκηνές
της ταινίας, κάτι που δεν συμβαίνει στο μυθιστόρημα.
Ο Μάλικ βάζει και ένα άλλο πρόσωπο στο στόρι,
που δεν είναι καθόλου απαραίτητο για την πλοκή. Η αδελφή του Ρίτσαρντ Γκιρ
γίνεται στενή φίλη με μια μεγάλη κοπέλα, με την οποία θα ξανασυναντηθεί στο
τέλος της ταινίας, μετά το θάνατο του αδελφού της. Η κοπέλα αυτή είναι μονίμως
ερωτευμένη, αλλά πάντα της φεύγουν οι αγαπημένοι της. Όμως δεν χάνει τις ελπίδες
της, πιστεύει ότι θα βρει τελικά εκείνον που θα μείνει στο πλευρό της. Σαρκασμός
στην αισιοδοξία του απαισιόδοξου Μάλικ;
Το στόρι και στις δυο αυτές ταινίες του
Τέρενς Μάλικ είναι τυπικά χολιγουντιανό, όμως αυτό που τις ξεχωρίζει είναι η εικαστικότητά
τους. Ο Μάλικ δεν βιάζεται να ξεπετάξει την πυρκαγιά στους αγρούς, την
παρουσιάζει πάρα πολύ ώρα. Ακόμη, με μια φοβερή οικονομία λόγου και σκηνών μας
δίνει τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε για την παρακολούθηση της πλοκής, επικεντρωνόμενος
στα σημαντικά επεισόδια.
Εν όψει της προβολής της
ταινίας του «Μια κρυφή ζωή», στις 13 του Φλεβάρη.
Την ταινία την
είδαμε οικογενειακώς στο θερινό σινεμά (στη θέση του τώρα είναι μια καφετέρια)
της Ιεράπετρας. Μας άρεσε πάρα πολύ, όπως και σε όλους τους θεατές. Αυτό φάνηκε
και από το ότι σχεδόν οι μισοί σηκώθηκαν όρθιοι από την έκπληξη όταν άκουσαν
τον Ηλία Κοτέα να λέει ελληνικά στους στρατιώτες του: Είσαστε τα παλληκάρια
μου.
Ελληνολατρεία του
Μάλικ; Πιο πριν θα ακούσουμε για τη «ροδοδάκτυλο Ηώ». Αντιγράφω από την
«κριτική» μου για την «Οδύσσεια».
«ἦμος δ' ἠριγένεια
φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς…». Μα όταν
φάνηκε η ροδοδάχτυλη Αυγή που τη γεννούν τα ξημερώματα…
Το στίχο αυτόν τον
συναντήσαμε 2 φορές στην «Ιλιάδα» ενώ βρήκαμε και 3 άλλους στίχους με ίδια
σημασία. Στην «Οδύσσεια» αντίθετα τον συναντήσαμε 20 φορές και 2 μόνο παραλλαγές. Πιο ποιητική η «Οδύσσεια».
Είκοσι χρόνια
χωρίζουν τη «Λεπτή κόκκινη γραμμή» από τις «Μέρες του Ουρανού», όμως ο Μάλικ
επιμένει χολιγουντιανά με μια (αντι)πολεμική ταινία, βασισμένη σε ένα περίπου
αυτοβιογραφικό βιβλίο. Όμως το voice over και ο εσωτερικός μονόλογος κάνουν τη διαφορά. Μεταφυσικά και
υπαρξιακά ερωτήματα προβάλλονται εδώ, με τον Θεό να αποτελεί συχνά τον αποδέκτη
αυτών των ερωτημάτων.
Όμως δεν είναι μόνο
τα ερωτήματα. Με χαρακτηριστικές σκηνές ο Μάλικ κάνει επίσης «βουβά» σχόλια. Οι
ειδυλλιακές σκηνές στην αρχή της ταινίας στο εξωτικό περιβάλλον του
Γουαλνταλκανάλ, δεν είναι μόνο για το αργό (Jo) ξεκίνημα της ιστορίας, αλλά κυρίως για να τεθούν αντιστικτικά
στη φρίκη του πολέμου που θα δούμε στη συνέχεια (το Kyu, που ακολουθεί το Ha, δηλαδή την πορεία προς το βουνό μέχρι
να πέσουν πάνω στα πυρά των γιαπωνέζων). Η σκηνή που οι στρατιώτες προσπερνούν
τον ιθαγενή είναι πολύ χαρακτηριστική. Καθώς προσπερνάει ο ιθαγενής, ο
στρατιώτης τον κοιτάζει με περιέργεια (το frame).
Ειρωνεία;
Κανονικά ο ιθαγενής
θα έπρεπε να κοιτάξει με περιέργεια: τι γυρεύετε όλοι εσείς εδώ, αμερικάνοι και
γιαπωνέζοι; Αφού αυτή η γη δεν σας ανήκει, είναι δική μας.
Ο νεοσσός που σέρνεται
μισοκαμένος από τη φωλιά του είναι επίσης χαρακτηριστική σκηνή, όπως και η
σκηνή του πτηνού που πετάει πάνω από τους στρατιώτες. Δεν φοβάται ότι θα το
πυροβολήσουν, δεν βγήκαν για κυνήγι αλλά για να σκοτωθούν μεταξύ τους.
Ο φόβος του θανάτου,
τόσο για τους επιτιθέμενους αμερικανούς όσο και για τους αιχμάλωτους
γιαπωνέζους, παρουσιάζεται σε όλη του την ένταση, όπως και η αγωνία των
πληγωμένων μπροστά στον αναπότρεπτο θάνατο.
Υπάρχει και η σάτιρα
βέβαια: ο «ηρωισμός» του ταγματάρχη, που περίμενε αυτή τη στιγμή για να κερδίσει
τη δόξα, στέλνοντας τους στρατιώτες του σαν πρόβατα επί σφαγή. Ο λοχαγός όμως
(Ηλίας Κοτέας) δεν έχει καμιά διάθεση να τους θυσιάσει. Οι στρατιώτες του τον
αγαπούν γι’ αυτό, όμως ο ταγματάρχης θα τον αντικαταστήσει και θα τον στείλει
πίσω, να υπηρετήσει σε κάποια νομική υπηρεσία (είναι δικηγόρος). Πιστεύει ότι
τέτοια άτομα δεν κάνουν για τη μάχη, στην οποία πρέπει να δείχνεται κανείς
ανελέητος, τόσο απέναντι στους εχθρούς όσο και απέναντι στους άνδρες του.
Οι ειδυλλιακές
σκηνές που θυμάται σε αναδρομή ο στρατιώτης Bell με τη γυναίκα του δεν τίθενται μόνο σαν ιντερμέτζο και σαν
αντίστιξη στις σκηνές μάχης, αποτελούν ταυτόχρονα και μια σάτιρα αντίστοιχων
σκηνών που βλέπουμε συχνά σε πολεμικές ταινίες. Αυτό βέβαια θα αποκαλυφθεί στο
τέλος, όταν παίρνει ένα γράμμα από τη γυναίκα του που του ζητάει να της δώσει
διαζύγιο. Δεν άντεχε τη μοναξιά, τα έφτιαξε με κάποιον σμηναγό. Η εθελοντική συμμετοχή
του σε μια σχεδόν αυτοκτονική αποστολή ήταν μια περίπου αναπόφευκτη συνέπεια.
Οι πολεμικές ταινίες
είναι αγαπημένο μου είδος, και προπαντός όταν σκηνοθετούνται από έναν σκηνοθέτη
σαν τον Τέρενς Μάλικ. Όλοι σας είδατε το «1917»,
αλλά κανείς σας δεν είδε «Το
χαμένο στενό». Να μην ξαναλέμε πάλι για τον αμερικάνικο πολιτισμικό
ιμπεριαλισμό, στον οποίο προσπαθώ να αντιστέκομαι όσο μπορώ, χωρίς να τα
καταφέρνω πάντα.
Η προηγούμενη
ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Μέρες
του ουρανού».
Εν όψει της προβολής της
ταινίας του «Μια κρυφή ζωή», στις 13 του Φλεβάρη.
Μου αρέσουν τα ρομάντζα, έτσι χαρούμενος
ξεκίνησα να βλέπω τον «Νέο κόσμο».
Η πλοκή της ταινίας διαδραματίζεται στη
Βιρτζίνια, στις αρχές του 17ου αιώνα, τότε που άρχισε ο εποικισμός
της. Το θέμα της είναι το μεγαλείο του έρωτα. Το μοτίβο είναι τα σύνορα της
αγάπης.
Δεν είναι τυχαίο που επιλέχτηκε αυτό το
μοτίβο, γιατί μ’ αυτό μπορεί να αναδειχθεί περισσότερο το μεγαλείο του έρωτα.
Για ποιο λόγο; Μα γιατί κάθε σύνορο είναι δύσκολο να το υπερβεί κανείς,
χρειάζεται μεγάλη δύναμη και αποφασιστικότητα, και προπαντός το βαθύ ερωτικό
αίσθημα που αψηφά αντιξοότητες και δυσκολίες. Τον έρωτα αυτό τον έχει η ινδιάνα,
όχι όμως και ο λευκός άποικος. Νοιώθει τύψεις που την άφησε να τον ερωτευθεί, και
όταν αποφασίζεται να σταλεί σε αποστολή αφήνει παραγγελιά να της πουν, αφού
περάσουν δυο μήνες, ότι πνίγηκε.
Η ινδιάνα βυθίζεται σε απελπισία, την οποία ο
μεγάλος Μάλικ δίνει πολύ ανάγλυφα. Όμως, μια και τον νομίζει νεκρό, όταν ένας
άλλος λευκός άποικος της κάνει πρόταση γάμου, αυτή δέχεται. Αυτός ξέρει ότι δεν
τον αγαπά, αλλά της λέει ότι δεν πειράζει, σιγά σιγά θα τον αγαπήσει.
Θα κάνουν ένα γιο. Θα ταξιδέψουν στην Αγγλία,
όπου θα γίνουν δεχτοί από το βασιλιά. Θέλουν την περίπτωσή τους να την αναδείξουν
ως σύμβολο του εκπολιτισμού και εκχριστιανισμού των ινδιάνων, καθώς και των
φιλικών τους σχέσεων με τους λευκούς.
Όταν κάποια στιγμή μαθαίνει ότι ο αγαπημένος
της τελικά δεν πέθανε αλλά ζει, συγκλονίζεται. Λέει στον άντρα της ότι δεν μπορούν
πια να είναι ζευγάρι, αφού ο αγαπημένος της ζει. Αυτός είναι πρόθυμος να της
δώσει διαζύγιο, έτσι λέει στον κυβερνήτη. Δεν θέλει να την υποβάλλει σε μια
τεράστια ηθική δοκιμασία. Στην ίδια λέει ότι ίσως θέλει να τον δει για μια
ακόμη φορά.
Και θα τον δει, εκεί, στην Αγγλία.
-Ήξερες ότι ήμουν δεσμευμένος (promised), έτσι δεν είναι; Της
λέει. -Ναι, είναι η απάντηση.
Όπως είπαμε ο Μάλικ εστιάζει μόνο στις
σημαντικές σκηνές. Δεν μας λέει πιο πριν αν το έμαθε και πώς.
Κάνω μια παρέκβαση: το τέλος της μου θύμισε
τον «Βέρθερο»
και την «Ανάσταση».
Στον «Βέρθερο» η αγαπημένη αποφασίζει να μείνει με τον σύζυγο, παρά την αγάπη
που νιώθει γι’ αυτόν. Στην «Ανάσταση» η αγαπημένη, που ο διαφθορέας της είναι
διατεθειμένος να την παντρευτεί για να επανορθώσει, θα αποποιηθεί την προσφορά
του παρόλο που τον αγαπάει. Θα δεχθεί την πρόταση ενός άλλου κατάδικου. Δυο
ερωτευμένες γυναίκες θα βιώσουν τη ματαίωση του έρωτά τους.
Εν τάξει, την απαισιόδοξη ματιά του Μάλικ την
ξέρω από τις προηγούμενες ταινίες του, όμως εδώ περίμενα μια ανατροπή, να
ευοδωθεί το ρομάντζο. Σαν θεατές έχουμε ταυτισθεί με τον αγαπημένο της και όχι
με το σύζυγό της, στη βάση ενός ψυχολογικού μηχανισμού που μας κάνει να
ταυτιζόμαστε μ’ αυτόν που εμφανίζεται περισσότερο στην οθόνη.
Και καλά το ότι δεν ευοδώθηκε το ρομάντζο,
ήταν ανάγκη ο Μάλικ να πεθάνει την ηρωίδα του κατά την επιστροφή της στην
Αμερική; Αυτό δεν συμβαίνει καθόλου κατά το εικός και το αναγκαίο.
Δεν είχα διαβάσει ακόμη το λήμμα της
βικιπαίδειας, σχεδόν πάντα το διαβάζω μετά. Πριν δω την ταινία διαβάζω μόνο το IMDb, για να πάρω μια ιδέα για
την πλοκή.
Βέβαια οι ακριβείς ημερομηνίες που δίνει θα
έπρεπε να με υποψιάσουν, όπως και το γεγονός ότι, όπως έχω παρατηρήσει,
τουλάχιστον οι μισές ταινίες, αν όχι οι περισσότερες, στηρίζονται σε πραγματικά
γεγονότα. Και πράγματι, πρόκειται για αληθινή ιστορία, αν και κάποιοι
αμφισβήτησαν την εγκυρότητά της, τουλάχιστον όπως την αφηγείται ο «αγαπημένος»,
ο captain John Smith,
στα απομνημονεύματά του. Όμως είναι πραγματικό γεγονός ότι η νεαρή ινδιάνα
πέθανε στο πλοίο κατά την επιστροφή. [Και η σύμπτωση: διαβάζοντας σήμερα για
τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, αφού τέλειωσα το «Φθινόπωρο» που θα παρουσιαστεί σε
μια λέσχη ανάγνωσης, μαθαίνω ότι πέθανε κι αυτός πάνω στο πλοίο, από τροφική
δηλητηρίαση. Είπαμε, έχω μια εμμονή με τις συμπτώσεις, και σε ένα
αυτοβιογραφικό μου κείμενο έχω δώσει ως υπότιτλο «Οι ρίζες της σύμπτωσης»].
Ο Μάλικ λοιπόν ήθελε να μείνει πιστός στην
ιστορική αλήθεια.
Και τώρα κάποια σχόλια.
Οι στοχασμοί των χαρακτήρων σε voice
over,
τους οποίους ακούσαμε και στη «Λεπτή κόκκινη γραμμή», είναι και εδώ κυρίαρχοι.
Αυτό, συνειδητοποιώ τώρα, δίνει μια «πεζογραφική» διάσταση στην ταινία, γιατί
μόνο στην πεζογραφία μπορούμε να μαθαίνουμε για τους στοχασμούς και τους
αναστοχασμούς των ηρώων, είτε από τους ίδιους είτε από τον τριτοπρόσωπο
αφηγητή. Στο θέατρο, ο μόνος, απ’ όσο ξέρω, που το επιχείρησε με quasi-aside, είναι ο Ευγένιος Ο’ Νηλ στο
«Παράξενο ιντερλούδιο», έργο το οποίο μετάφρασα πριν δεκαετίες.
Πολλές φορές μιλάω για την ποιητικότητα και
την εικαστικότητα μιας ταινίας, θεωρώντας τους δυο όρους αν όχι ταυτόσημους,
τουλάχιστον αλληλοεπικαλυπτόμενους. Τώρα πάλι συνειδητοποιώ ότι η εικαστικότητα
για την οποία μιλάω έχει να κάνει με μια ιμπρεσιονιστική εικαστικότητα, με μια
λυρική ανάδειξη της φύσης, και όχι με μια εξπρεσιονιστική εικαστικότητα, που
αναδεικνύει το μουντό και το σκοτεινό (Φέρτε στο μυαλό σας την «Κραυγή» του Münch). Δεν είναι τυχαίο που η φύση
κυριαρχεί στα έργα του Μάλικ σαν φόντο της δράσης, εδώ όμως επιπλέον λειτουργεί
και σαν μια «συμβολιστική» ανάδειξη του έρωτα των δυο νέων [πάλι ο
Χατζόπουλος].
Μου έκανε εντύπωση που δεν είδα καμιά ερωτική
σκηνή, μια εποχή που τύφλα να ’χουν οι ερωτικές σκηνές των πορνό μπροστά στις ερωτικές
σκηνές των «κανονικών» ταινιών, και δεν αναφέρομαι βέβαια μόνο στα «Εννιά
τραγούδια» του Winterbottom. Επιλογή του Μάλικ;
Φαντάζομαι πως ναι, όμως ανασχετικός
παράγοντας, αν υποθέσουμε ότι είχε τέτοιες προθέσεις, ήταν το νεαρό της ηλικίας
της πρωταγωνίστριας. Δεν την έκανα κάτω από δεκαοκτώ χρονών, όμως διαβάζοντας στη
βικιπαίδεια για την ταινία και το βιογραφικό της μαθαίνω ότι ήταν μόλις
δεκατεσσάρων χρονών όταν γυρίστηκε η ταινία.
Οι φιλοσοφικοί στοχασμοί του Μάλικ σεβαστοί
μεν αλλά με αφήνουν αδιάφορο, όπως και οι πολεμικές σκηνές της «Λεπτής κόκκινης
γραμμής», έχω δει καλύτερες, όμως δεν θυμάμαι να έχω δει πιο καλογυρισμένο ρομάντζο.
Υποτιμημένο τόσο στη συνείδηση των θεατών όσο και των κριτικών, δεν εκπλήσσομαι
που ο «Νέος κόσμος» δεν είχε την επιτυχία των προηγούμενων έργων του, όμως,
διαβάζω επίσης, από κάποιους κριτικούς θεωρήθηκε ως μια από τις καλύτερες
ταινίες της δεκαετίας.
Με την ευκαιρία της ταινίας του «Μια
κρυφή ζωή» που προβάλλεται από προχθές.
Στην ανάρτησή μου
για την «Αυγή»
του Murnau γράφω: «Στην κριτική μου για την ταινία του Terrence Malick «Ο
άγνωστος κόσμος» έγραψα: «δεν θυμάμαι να έχω δει πιο
καλογυρισμένο ρομάντζο». Νομίζω ότι τώρα είδα. Το ρομάντζο αυτό είναι η «Αυγή»
του Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου».
Όμως πάλι θα
αντιστρέψω: Το ρομάντζο που αποτελεί την αρχή της ταινίας «Μέχρι το θαύμα» μου
άρεσε περισσότερο από του Μουρνάου.
Όμως η ταινία του
Μουρνάου μου άρεσε περισσότερο. Μην καραφλιάσετε και πάλι, μου αρέσουν οι
ταινίες με happy end,
και οι ταινίες του Μάλικ δεν έχουν χάπι εντ.
Τώρα θα παραπέμψω σε
ανάρτησή μου για μυθιστόρημα, και συγκεκριμένα το «Φθινόπωρο» του Κωνσταντίνου
Χατζόπουλου: «Μια γυναίκα, δύο άντρες [αναφορά στο γνωστό λαϊκό άσμα], δεν
αποτελεί τον κανόνα, αποτελεί την εξαίρεση. Ο κανόνας είναι ένας άντρας, δυο
γυναίκες. Το μοτίβο αυτό το συναντάμε πολύ συχνά. Μόλις προχθές έκανα την
ανάρτηση για τον «Συμβιβασμό»
του Ελία Καζάν, όπου βλέπουμε τον Κερκ Ντάγκλας ανάμεσα σε δυο γυναίκες, την
Φαίη Νταναγουέη και τη Ντέμπορα Κερ».
Το ίδιο και στην
ταινία του Μάλικ, έχουμε έναν άντρα και δυο γυναίκες.
Πάλι ποιητικότατος ο
Μάλικ, όμως εδώ, σε αντίθεση με το «Δένδρο
της ζωής», έχουμε ένα pièce bien faite, μια ταινία με συγκροτημένο στόρι, χωρίς την
αίσθηση αφηγηματικής ασάφειας που μου άφησε εκείνο.
Η γυναίκα (Όλγα Κιριλένκο) είναι γαλλίδα. Θα
γνωριστεί με τον άνδρα (Ben
Affleck) στο Παρίσι και θα ερωτευτούν τρελά. Θα την
πάρει μαζί του στην Aμερική με το δεκάχρονο κοριτσάκι της. Η βίζα
της λήγει, θα μπορούσε να την παντρευτεί, όμως όχι, δεν θα το κάνει, η γυναίκα
θα επιστρέψει στο Παρίσι. Γιατί; Διότι έχει αρχίσει να βλέπει μια πρώην του.
Όμως ούτε αυτή έχει διάθεση να την παντρευτεί,
και έτσι θα χωρίσουν.
Η γυναίκα νοιώθει να ασφυκτιά στο Παρίσι. Τον
αγαπάει πάντα. Θέλει να γυρίσει στην Aμερική. Όμως πώς;
Εμφανίζεται κάποιος που δέχεται να παντρευτούν
ώστε να έχει άδεια μόνιμης παραμονής.
Αφηγηματικό κενό.
Ο Μάλικ δεν μας τον δείχνει καν, αλλά μας
δείχνει το ζευγάρι πάλι μαζί. Πιθανότατα η συμφωνία ήταν ένας λευκός γάμος.
Και πάλι η σχέση θα βαλτώσει. Απογοητευμένη η
γυναίκα θα πάει να βρει τον άντρα που την παντρεύτηκε για να μπορέσει να έλθει
στην Αμερική. Θα κάνουν έρωτα.
Πάλι αφηγηματικό κενό. Θα ζητήσει συγνώμη από
τον άντρα, στον οποίο προφανώς είπε την απιστία της. Αυτός θα αντιδράσει βίαια,
όμως θα τους δούμε πάλι μαζί.
Αλλά η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει.
Ο Μάλικ εικονογραφεί καταστάσεις, δεν
αφηγείται ιστορία. Όμως είναι απαραίτητο κάπως να την αφηγηθεί για να «δέσουν»
οι εικόνες των καταστάσεων. «Μια και δεν έχετε παιδί, τα πράγματα είναι πολύ
εύκολα», μια από τις λίγες ατάκες που ακούμε στην ταινία. Καταλαβαίνουμε ότι το
διαζύγιο επίκειται. Το πότε παντρεύτηκαν δεν το είδαμε.
Στο τέλος της ταινίας θα τη δούμε να
περιφέρεται με βρεγμένη φούστα σε ένα δάσος με ξεραμένα δένδρα. Μετά θα βγει σε
ένα ξέφωτο, με κίτρινα, ξεραμένα χόρτα. Φαίνεται σαν αλλοπαρμένη, την βλέπουμε
να παραμιλάει.
Μελαγχολική ταινία, όμως με τη βία να έχει
μειωθεί μόνο σε δυο ξεσπάσματα.
Έχω το χόμπι να παραφράζω
όταν μου έρχεται κάποια ιδέα. Η παρακάτω παράφραση μου ήλθε σκεπτόμενος πάνω
στον Μάλικ ενώ έβλεπα την ταινία, γεμάτη απαισιοδοξία και θρησκευτικότητα.
«Samuel Johnson (είναι αυτός που
έθαψε τον «Τρίστραμ
Σάντι» και τον «Τομ Τζόουνς», τα κορυφαία αριστουργήματα του 18ου αιώνα): Ο
πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των παλιανθρώπων και [προσθέτω εγώ] η
θρησκεία των απελπισμένων».
Και ο παπάς (Χαβιέ
Μπαρδέμ) πού κολλάει σ’ αυτή την ιστορία;
Πουθενά, μόνο στη
θρησκευτικότητα του Μάλικ. Είναι γεμάτος αμφιβολίες, γεμάτος ερωτήματα για το
θεό. Του ζητάει να του φανερωθεί, αλλά πού αυτός!
Η ποιητικότητα των
εικόνων, η απαισιοδοξία, η θρησκευτικότητα, το voice over, με το οποίο ακούμε
κυρίως τις σκέψεις των ηρώων, η κάμερα που βρίσκεται σε αέναη κίνηση, ζουμάρει
και ξεζουμάρει, και που καμιά φορά παραπατεί και παίρνει λοξά την εικόνα, η
κλασική μουσική σαν υπόκρουση, είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ποιητικής
του Μάλικ, τουλάχιστον στις περισσότερες από τις μέχρι τώρα ταινίες του.
Η προηγούμενη
ανάρτησή μας ήταν για την ταινία «Το
δένδρο της ζωής».
Με την ευκαιρία της ταινίας του «Μια
κρυφή ζωή» που προβάλλεται από προχθές.
Ενώ στο «Μέχρι το
θαύμα» ο Μάλικ εστιάζει στη γυναίκα και στο ματαιωμένο έρωτά της, εδώ εστιάζει
στον άντρα. Νοιώθοντας υπαρξιακό κενό ρίχνεται στις διασκεδάσεις και κάνει
σχέση με πέντε γυναίκες. Θα του το καλύψουν; Προφανώς όχι, για να αλλάζει τη
μια μετά την άλλη.
Η ταινία, χωρισμένη
σε κεφάλαια, έχει μια αυστηρή δομή που έχει να κάνει με τα χαρτιά της τράπουλας
(όσοι ενδιαφέρεστε παραπέρα μπορείτε να διαβάσετε τον σύνδεσμο της βικιπαίδειας
για την ταινία).
Ξεχάστε το στόρι, το
οποίο είναι υποτυπώδες έτσι κι αλλιώς, και δέστε την ταινία σαν ποίημα, ή
καλύτερα σαν μια γκαλερί με πίνακες. Εδώ τα αστικά περιβάλλοντα κυριαρχούν,
παρόλο που βλέπουμε και εικόνες φύσης.
Θα γράψω και εδώ ότι
έγραψα και στην ανάρτησή μου για τον «Συμβιβασμό» του Καζάν, ότι με καθήλωναν
οι σκηνές, όπως βέβαια και τα πλάνα. Ο Μάλικ δεν είναι στόρι, είναι στιλ, για
το οποίο γράφω στο τέλος της προηγούμενης ανάρτησής μου που ήταν για την ταινία
«Μέχρι
το θαύμα».
Με την ευκαιρία της ταινίας του «Μια
κρυφή ζωή» που προβάλλεται από την Πέμπτη που μας πέρασε.
Το ντοκιμαντέρ
«Ταξίδι μέσα στο χρόνο», που όπως διαβάζω στη βικιπαίδεια το δούλευε σαράντα
χρόνια ο Μάλικ, αποτελεί την πεμπτουσία της στιλιστικής του. Πρόκειται για μια
φαντασμαγορική πανδαισία χρωμάτων και εικόνων, που υποτίθεται μας μεταφέρουν
από τη δημιουργία του σύμπαντος στη σύγχρονη εποχή. Εικόνες από ηφαιστειακές
εκρήξεις υποδηλώνουν την αδυναμία του ανθρώπου απέναντι στις δυνάμεις της φύσης
και υποβάλλουν το δέος μπροστά στην παντοδυναμία του θεού. Η αγάπη του Μάλικ για
την θαλάσσια πανίδα είναι εμφανής και εδώ, ενώ το πράσινο μιας ειδυλλιακής
φύσης εμφανίζεται σπάνια.
Βέβαια δεν είναι τα
πάντα καθαρά ντοκιμαντερίστικες εικόνες. Ο δεινόσαυρος που είδαμε κάπου
ενδιάμεσα έγινε ασφαλώς ψηφιακά, ενώ οι εικόνες με τους πρωτόγονους είναι docufiction.
Η απαισιοδοξία του
Μάλικ είναι εμφανής και εδώ. Μας παρουσιάζει κατά διαστήματα εικόνες, σαν
ιντερμέτζο, της ανθρώπινης δυστυχίας σε διάφορες περιοχές της γης. Αλλά βέβαια
η θρησκευτικότητά του είναι κυρίαρχη με τα σχόλιά του, μια θρησκευτικότητα
αιρετική θα λέγαμε, όχι μόνο γιατί ζητάει απαντήσεις για την ανθρώπινη δυστυχία
(οι απαντήσεις που δόθηκαν στον Ιώβ σε μια προηγούμενη ταινία του δεν φαίνεται
να τον ικανοποιούσαν) αλλά και γιατί κάπου ενδιάμεσα κάνει το πέρασμα από τον
αρσενικό θεό του ιουδαιοχριστιανομουσουλμανισμού σε μια παγανιστική θηλυκή
θεότητα, τη μητέρα. Εκφράζει τα ίδια παράπονα, και σε μια έκρηξη ειλικρίνειας
της λέγει «Γιατί να σε μισώ ενώ θα έπρεπε να σε αγαπώ;».
Σε όσους αρέσει ο
Μάλικ δεν πρέπει να χάσουν με τίποτα αυτή την ταινία. Μην αποθαρρύνεσθε με
υπότιτλους, ακόμη και χωρίς να ξέρετε αγγλικά μπορείτε να την απολαύσετε καθώς
ο λόγος είναι ελάχιστος, λίγες λέξεις και σύντομες φράσεις σπαρμένες ενδιάμεσα
στο φιλμ.
Με την ευκαιρία της ταινίας του «Μια
κρυφή ζωή» που προβάλλεται από την Πέμπτη που μας πέρασε.
Καταρχάς να μιλήσουμε
για τον τίτλο.
Η φράση «Song to song» ακούγεται μέσα στην
ταινία. Κάποια από τις ηρωίδες λέει ότι σκοπός είναι να πηγαίνουμε «Από τραγούδι
σε τραγούδι», φράση που τη χρησιμοποιεί σαν μεταφορά, εννοώντας από τη μια
εμπειρία στην άλλη, από τον ένα έρωτα στον άλλο, κ.λπ.
Αντιγράφω το
IMDb: Two intersecting love triangles. Obsession and betrayal
set against the music scene in Austin, Texas. Να δώσω και τη
μετάφραση: Δυο ερωτικά τρίγωνα που αλληλοσυμπλέκονται. Εμμονή και προδοσία, με
φόντο τη μουσική σκηνή στο Austin
του Τέξας.
Διάβασα φυσικά την
πλοκή από τον σύνδεσμο της βικιπαίδειας γιατί, έχοντας δει μέχρι σχεδόν τα μισά
της ταινίας δεν είχα καταλάβει και πολλά πράγματα. Ο λόγος;
Τελικά συνειδητοποιώ
ότι ο Μάλικ είναι κυρίως εικόνα. Εννοώ τα έργα του μετά τον «Άγνωστο κόσμο», το
τέταρτο έργο του, άλλα τέσσερα τον αριθμό. Κορυφαία βέβαια ανάμεσά τους θεωρώ το
«Δένδρο
της ζωής» και το «Ταξίδι
στο χρόνο», αλλά και τα ενδιάμεσα δύο είναι πολύ καλά, όλα τους ποιητικά,
με μια εικαστική μαγεία.
Τι είναι αυτό που
κάνει τη διαφορά.
Στο «Από τραγούδι σε
τραγούδι» ο Μάλικ ακολουθεί δυο στιλιστικά στοιχεία που διακρίνουν αυτές τις τέσσερις
προηγούμενες ταινίες του, αυτές που μου άρεσαν περισσότερο: γοργή κίνηση της
κάμερας και μικρά πλάνα, που είναι σχεδόν ασύνδετα μεταξύ τους. Τα μικρά
ασύνδετα πλάνα είναι περίπου αναγκαία για μια ταινία που αποσκοπεί στην
εικαστική εντύπωση, γιατί αν υπήρχε μια στενή σύνδεση μεταξύ τους θα χανόταν η
εντύπωση αυτή, καθώς η κάθε σκηνή θα ήταν μια μικρή παραλλαγή της προηγούμενης.
Σε αυτές τις ταινίες η γρήγορη κίνηση της κάμερας δεν ενοχλούσε, απεναντίας τους
έδινε μια ακόμη μεγαλύτερη ποιητικότητα. Όμως στο «Από τραγούδι σε τραγούδι» τα
εικαστικά πλάνα έχουν μειωθεί, με αποτέλεσμα τα δυο στιλιστικά στοιχεία στα
οποία αναφερθήκαμε να δημιουργούν μια ασάφεια στην πλοκή, που γίνεται ακόμη
μεγαλύτερη καθώς υπάρχουν περισσότεροι κεντρικοί χαρακτήρες.
Η ταινία δεν άρεσε.
Θα παραπέμψω σε μια χαρακτηριστική αρνητική κριτική
που βρήκα στο διαδίκτυο. Ούτε και μένα μου άρεσε, παρά το χάπι εντ της. Κάποια
εικαστικά πλάνα δεν την έσωσαν καθόλου στη συνείδησή μου, καθώς θεωρώ εκ των ων
ουκ άνευ σε μια ταινία να μπορείς να παρακολουθήσεις, έστω και στοιχειωδώς, την
πλοκή. Εδώ αυτό μου στάθηκε αδύνατο, και φαντάζομαι και σε αρκετούς άλλους που την
είδαν.
I was wrong.
Αυτή είναι μια φράση
σε εφέ έκπληξης από τον Desmond Morris,
δεν θυμάμαι σε ποιο από τα δυο βιβλία του, τον «Ανθρώπινο ζωολογικό κήπο» ή τον
«Γυμνό πίθηκο». Μιλάει για την κακή εντύπωση που του έκανε η Joy Anderson όταν
του πήγε το βιβλίο της «Γεννημένη ελεύθερη», που αργότερα γυρίστηκε ταινία,
για να παραδεχθεί στην αμέσως επόμενη παράγραφο: «έκανα λάθος».
Το ίδιο κι εγώ,
έκανα λάθος.
Όμως θα μιλήσω πιο
πρώτα για την πρόσληψη.
Όλοι μας έχουμε την
εμπειρία για μια ταινία που μας άρεσε περισσότερο ή λιγότερο όταν την
ξαναείδαμε χρόνια μετά. Όμως η πάροδος του χρόνου δεν είναι ο μόνος παράγοντας
που μπορεί να επηρεάσει την πρόσληψή μας.
Την ταινία άρχισα να
τη βλέπω χθες τη νύχτα, λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Από την αρχή δεν μου άρεσε
ιδιαίτερα, καθώς την έβαζα στον προκρούστη των άλλων ταινιών του Μάλικ. Και
πρώτα πρώτα…
Θα παραθέσω ένα
απόσπασμα από τη βιβλιοκριτική μου για το «Φθινόπωρο»
του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου την οποία ανάρτησα την Πέμπτη, για τη σύμπτωση.
«Στην αρχή το
μυθιστόρημα έχει λες τη μορφή ενός σεναρίου. Άφθονος ο διάλογος ενώ το
«παρακείμενο» είναι ολότελα σύντομο. Αυτό μου δημιούργησε μια ασάφεια ως προς
το ποιος είναι ποιος, ποια η σχέση των προσώπων».
Το ίδιο ένοιωσα και
με την ταινία του Μάλικ, δυσκολευόμουν να ξεχωρίσω καθαρά τη σχέση των
προσώπων, αφαιρετικός καθώς είναι στο μοντάζ του. Επί πλέον νύσταζα. Την
παράτησα λίγο πριν τη μέση για να πέσω για ύπνο, έχοντας αποκρυσταλλώσει άποψη
για την ταινία, την οποία ενίσχυσε και η αρνητική κριτική που διάβασα. Έτσι το
πρωί που ξύπνησα κάθισα και έγραψα τις παραπάνω γραμμές.
Όταν ξυπνάω γράφω,
πάντα υπάρχει μια ταινία που έχω δει την προηγούμενη ή ένα βιβλίο που έχω
τελειώσει. Μετά διαβάζω. Στη συνέχεια, λίγο μετά το μεσημέρι ή λίγο πριν τα
μεσάνυχτα, βλέπω ταινία. Τώρα έκανα εξαίρεση, άφησα το διάβασμα για να τελειώσω
με τον Μάλικ.
Είδα ελάχιστα λεπτά
το μεσημέρι και την τέλειωσα μετά τη σιέστα μου. Φρέσκος καθώς ήμουν, σαν να
ένιωσα ότι έβλεπα άλλη ταινία. Ναι, μου άρεσε, βέβαια όχι όπως οι άλλες ταινίες
του, αλλά πάντως μου άρεσε. Πώς να το κάνουμε, ο Μάλικ είναι μεγάλος
σκηνοθέτης.
Πρόσεξα τώρα ότι τα
εικαστικά πλάνα είναι περισσότερα από ό,τι νόμιζα. Ακόμη μου άρεσαν τα
μπεργκμανικά γκρο πλαν, όπου βλέπουμε τα πρόσωπα με τη μελαγχολία ή την
απελπισία ζωγραφισμένη πάνω τους. Οι σκηνές βέβαια είχαν χαλαρό δέσιμο, όμως
ήταν αριστουργηματικές κάθε μια ξεχωριστά, καθώς εικονογραφούσαν πρόσωπα και
καταστάσεις.
Ναι, έπρεπε να
ξαναδιαβάσω την πλοκή στη βικιπαίδεια για να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα, και
σας δίνω αυτή τη συμβουλή: Σπόιλερ ξεσπόιλερ, διαβάστε την πλοκή πριν
αποφασίσετε να δείτε μια από τις τελευταίες ταινίες του Μάλικ.
Ο κεντρικός ήρωας,
εγκαταλείποντας την καριέρα του σαν μουσικός, ζει στο τέλος σαν απλός εργάτης.
Αυτό μου θύμισε το διήγημα «Η ζωή μου» του
Τσέχωφ.
Και πού το πας το
χάπι εντ, που για πρώτη φορά το βλέπω στον Μάλικ: Στο τέλος του έργου είναι
πάλι μαζί με την κοπέλα του με την οποία είχε χωρίσει, όταν του ομολόγησε ότι
είχε σχέση με τον φίλο του.
Ναι, και αυτή η
ταινία μου άρεσε, ίσως όχι πάρα πολύ, πάντως πολύ.
Η προηγούμενη
ανάρτησή μας ήταν για την όγδοη ταινία του «Ταξίδι
μέσα στο χρόνο».
Από την Πέμπτη που μας πέρασε στους
κινηματογράφους.
Η ταινία βασίζεται
σε πραγματικό γεγονός. Ένας αυστριακός, ο Franz
Jägerstätter, πολύ θρησκευόμενος, αντιρρησίας συνείδησης, αρνιόταν να πάει
να καταταγεί κατά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Τελικά του ήλθε η κλήση,
κατανοητές οι αντιρρήσεις του, εντάξει, να μην πιάσει όπλο, όμως να προσφέρει
τις υπηρεσίες του στην πατρίδα υπηρετώντας σε κάποιο νοσοκομείο. Σ’ αυτό δεν
έχει αντίρρηση. Έλα όμως που όποιος κατατασσόταν στο στρατό έπρεπε να δώσει
όρκο ότι θα είναι πιστός στον Χίτλερ;
Με τίποτα.
Φυλακίζεται,
καταδικάζεται σε θάνατο και εκτελείται. Πίσω του αφήνει τη γυναίκα του με τρία
κοριτσάκια.
Το 1971 γυρίστηκε μια τηλεταινία σε σκηνοθεσία Axel Corti με
τίτλο «Η περίπτωση Φραντς
Γιεγκερστέτερ» την οποία μπορείτε να δείτε στο youtube με
αγγλικούς υπότιτλους. Περιέχει και ντοκιμαντερίστικο υλικό, με συζητήσεις με τη
γυναίκα του και κατοίκους του χωριού του. Σας συνιστώ να τη δείτε, εμένα μου
άρεσε πάρα πολύ.
Δυστυχώς στο youtube υπάρχει
μόνο ένα μικρό trailer του
εικοσιτετράλεπτου ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε το 2011, στο οποίο όμως μπορείτε να
δείτε τα πραγματικά πρόσωπα. Το πραγματικό πρόσωπο το βλέπουμε σε φωτογραφία
και στο τέλος της τηλεταινίας, με μουσική υπόκρουση τον «Ύμνο της χαράς» από
την ενάτη συμφωνία του Μπετόβεν.
Να σημειώσω εδώ ότι
ένα κεφάλαιο του βιβλίου μου «Οικολογία
και δημοκρατία» αναφέρεται στους αντιρρησίες συνείδησης, το μοναδικό που
δεν γράφηκε από μένα αν και έκανα κάποια επιμέλεια, αλλά από τον Σπύρο Ψύχα,
ακτιβιστή αντιρρησία συνείδησης.
Όμως να μιλήσουμε
και για την ταινία.
Σ’ αυτήν ο Μάλικ, μετά
τη χλιαρή υποδοχή που είχε το «Song to song», αποφάσισε να
μετριάσει τα στιλιστικά του στοιχεία ώστε να γίνει η ταινία mainstream, αποδεκτή από ένα ευρύτερο
κοινό. Έτσι βλέπουμε το voice over να περιορίζεται σημαντικά και τον διάλογο να καταλαμβάνει
ένα σημαντικό τμήμα ενώ στις προηγούμενες ταινίες του ήταν εντελώς
συρρικνωμένος. Με μόνο δυο κεντρικά πρόσωπα στο έργο δεν δημιουργείται εδώ
καμιά ασάφεια στην πλοκή. Ο εικαστικός Μάλικ είναι και πάλι παρών, με σκηνές
αγροτικής ζωής που θυμίζουν Μιλέ. Και βέβαια η εναλλαγή του αγροτικού τοπίου με
τον σκοτεινό χώρο της φυλακής που λειτουργούν αντιστικτικά, αποτελεί μεγάλο συν
για την ταινία. Όμως με άφησε αμήχανο η χρήση του φακού που έδινε πότε πότε μια
παραμόρφωση στα πρόσωπα και τους χώρους, κάποιος κάμεραμαν θα ξέρει καλύτερα.
Ενώ η ταινία είναι
ένας ύμνος για τον μη συμβιβασμό, η ίδια αποτελεί ένα συμβιβασμό με τους
κανόνες της αγοράς που είναι αδυσώπητοι. Η πέμπτη κινηματογραφική γενιά των κινέζων
προσαρμόστηκε, ενώ η d-generation, η αμέσως επόμενη
γενιά που στέκεται κριτικά απέναντι στο καθεστώς, μη έχοντας την κρατική
χρηματοδότηση και προκειμένου να μην καταβροχθισθεί από την ανελέητη αγορά, γυρίζει
ντοκιμαντέρ με ψηφιακή κάμερα που έχουν πολύ χαμηλό κόστος.
Το κύριο μοτίβο που
πραγματεύομαι στο διδακτορικό
μου είναι το δίπολο συμβιβασμός/μη συμβιβασμός. Οι συγγραφείς προβάλλουν σαν
αξία τον μη συμβιβασμό, δείχνοντας όμως και την τραγική μοίρα του μη συμβιβασμένου.
Εγώ δεν είμαι ήρωας,
δεν μπορώ να φτάσω στα άκρα, στον απόλυτο μη συμβιβασμό.
Είμασταν
νεοσύλλεκτοι στην Κόρινθο, 1973. Τραγουδάγαμε ένα τραγούδι για τη χούντα. Εγώ
άνοιγα απλώς τα χείλια μου χωρίς να τραγουδάω. Ο άθλιος ο δόκιμος το κατάλαβε.
Ήλθε από πάνω μου και κάνοντας την παλάμη του χωνί την έβαλε μπροστά στο στόμα
μου, για να δει αν τραγουδάω.
Τι να κάνω, άρχισα
να τραγουδάω. Δεν ήταν βέβαια καθαρά συμβιβασμός, είχα τους λόγους μου που τους
εκθέτω σε ένα από τα αυτοβιογραφικά μου αποσπάσματα που έχει τίτλο «Η σχέση μου με την πολιτική».
Θυμάμαι το επώνυμο
του δόκιμου μνημοτεχνικά, Στράνης. Странны στα ρώσικα θα πει παράξενος, ενώ από
το λόφο του Στράνη ο Σολωμός παρακολουθούσε το πολιορκημένο Μεσολόγγι, όπου και
εμπνεύστηκε τον «Ύμνο εις την Ελευθερία».
Η ταινία ήταν
υποψήφια για τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες αλλά δεν τον κέρδισε, σε αντίθεση με
το «Δένδρο
της ζωής» που τιμήθηκε μ’ αυτό το κορυφαίο βραβείο.
Να κάνω μια πρόβλεψη;
Το «Δένδρο της ζωής»
δεν κέρδισε κανένα από τα τρία όσκαρ για τα οποία ήταν υποψήφιο, πιστεύω όμως ότι
κάποιο όσκαρ θα κερδίσει η «Κρυμμένη ζωή».
Και κάτι ακόμη, που
είχε πολύ πλάκα.
Ενώ η γλώσσα της
ταινίας είναι η αγγλική, όταν δείχνονται τσακωμοί, αλλά και στο δικαστήριο, η
γλώσσα που ακούγεται είναι τα γερμανικά. Και θυμήθηκα ένα αστείο βίντεο που
κυκλοφορεί στο youtube,
πώς λέγονται κάποιες λέξεις σε διάφορες γλώσσες. Οι λατινικές έχουν μια
μουσικότητα, οι γερμανικές είναι άγριες. Αξίζει να το δείτε.
Εν τάξει, η πλάκα
πλάκα, αλλά στα γερμανικά έγραψαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, ο Νίτσε και ο Κόνραντ
Λόρεντς. Και εγώ έχω πτυχίο Mittelstufe στα γερμανικά.
Μια και τελειώσαμε
με τον Μάλικ θα ήθελα να συνοψίσω την ποιητική του. Αντιγράφω από την ανάρτησή
μου για την ταινία «Μέχρι
το θαύμα».
«Η ποιητικότητα των εικόνων, η
απαισιοδοξία, η θρησκευτικότητα, το voice over, με το οποίο ακούμε κυρίως τις
σκέψεις των ηρώων, η κάμερα που βρίσκεται σε αέναη κίνηση, ζουμάρει και
ξεζουμάρει, και που καμιά φορά παραπατεί και παίρνει λοξά την εικόνα, η κλασική
μουσική σαν υπόκρουση, είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία της ποιητικής του
Μάλικ, τουλάχιστον στις περισσότερες από τις μέχρι τώρα ταινίες του».
Εδώ θα προσθέσω και ένα ακόμη: τη γρήγορη
εναλλαγή των πλάνων. Για αυτήν γράφω σχετικά στην προηγούμενη ανάρτηση, για την
προτελευταία ταινία του Μάλικ «Song to song».
«Τα μικρά ασύνδετα πλάνα είναι περίπου
αναγκαία για μια ταινία που αποσκοπεί στην εικαστική εντύπωση, γιατί αν υπήρχε
μια στενή σύνδεση μεταξύ τους θα χανόταν η εντύπωση αυτή, καθώς η κάθε σκηνή θα
ήταν μια μικρή παραλλαγή της προηγούμενης… Όμως στο «Από τραγούδι σε τραγούδι»
τα εικαστικά πλάνα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, με αποτέλεσμα τα δυο στιλιστικά
στοιχεία στα οποία αναφερθήκαμε [το άλλο είναι η γρήγορη κίνηση της κάμερας] να
δημιουργούν μια ασάφεια στην πλοκή, που γίνεται ακόμη μεγαλύτερη καθώς υπάρχουν
περισσότεροι κεντρικοί χαρακτήρες».
Γιατί δεν έγραψα για
αυτό το στιλιστικό στοιχείο;
Γιατί δεν του έδωσα
σημασία, θεωρώντας το περίπου αυτονόητο. Και είδα να συμβαίνει στην περίπτωση
αυτή εκείνο που λένε οι ηθολόγοι για
τα έμφυτα σχήματα συμπεριφοράς, ότι συχνά συνειδητοποιούμε τη λειτουργία τους
όταν τα δούμε να δυσλειτουργούν. Συνειδητοποίησα τη λειτουργία των περίπου
ασύνδετων πλάνων της πέμπτης, της έκτης, της έβδομης και της όγδοης ταινίας του
όταν τα είδα να δυσλειτουργούν στην αμέσως επόμενη, που είναι και η προτελευταία
του. Αλλά στην τελευταία αυτή ταινία του ο Μάλικ δίνει όλα τα στιλιστικά του
στοιχεία με μέτρο, πράγμα που απογοητεύει λίγο εμάς που ενθουσιαστήκαμε με το «Δένδρο
της ζωής», αλλά σαφώς ικανοποιεί μια ευρύτερη μάζα θεατών.
Η προηγούμενη
ανάρτησή μας ήταν για την ταινία του «Song to song». Έχω γράψει για
όλες τις ταινίες του Μάλικ, παραθέτοντας σε κάθε ανάρτηση τον σύνδεσμο για την
προηγούμενη ανάρτηση.
No comments:
Post a Comment