Book review, movie criticism

Thursday, June 30, 2016

Alexandre de La Patellière et Matthieu Delaporte, Le prenom




Πρέπει να το έχω ξαναγράψει, οι καλύτερες κινηματογραφικές κωμωδίες κατά τη γνώμη μου είναι αυτές που αποτελούν μεταφορά θεατρικών έργων. Και το «Le prenom» (Για όλα φταίει το όνομά σου) είναι τέτοιο έργο. Οι συγγραφείς του το μετέφεραν και στη μεγάλη οθόνη.
Μια φάρσα για το όνομα που θα δώσουν στο αγόρι που ακόμη βρίσκεται στην κοιλιά της μαμάς του έχει σαν αποτέλεσμα να ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου και να έλθουν σε σύγκρουση οι φίλοι που βρέθηκαν μαζί για να απολαύσουν ένα δείπνο, αποκαλύπτοντας διαθέσεις και μυστικά. Όμως στο τέλος τους βλέπουμε φιλιωμένους στο μαιευτήριο. Αναρωτιέμαι αν αυτή η σκηνή υπάρχει και στο θεατρικό έργο. Γλυκόπικρη κωμωδία, που οι συγγραφείς και σκηνοθέτες της έδωσαν ένα happy end.
Και η φάρσα:
Έχουν αποφασίσει, λέει ο μέλλων μπαμπάς, να βαφτίσουν το παιδί Αδόλφο. –Σοβαρά; Το όνομα του Χίτλερ; Ένας ζωηρός καυγάς ακολουθεί, με επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα, μέχρι να αποκαλυφθεί ότι επρόκειτο για φάρσα.
Προβληματίστηκα πάνω σ’ αυτή τη φάρσα. Μετά τον Χίτλερ υπάρχουν άραγε γονείς που βαφτίζουν το παιδί τους Αδόλφο; Ίσως κάποιοι νεοναζί, αλλά δεν έχω συγκεκριμένα κάτι υπόψη μου. Πάντως το σίγουρο είναι ότι κάποια ονόματα σε κάποιες χώρες αποφεύγονται. Για παράδειγμα, βαφτίζει κανείς το γιο του στην Ελλάδα Κύρο ή Δαρείο; Στο Ιράν όμως σίγουρα, έχοντας υπόψη μου τους σκηνοθέτες Cyrus Nowrasteh (ιρανοαμερικάνος αυτός) και Dariush Mehrjui, έχω παρουσιάσει ταινίες τους. Θυμάμαι επίσης τον Cyrus Vance, τον αμερικανό διαμεσολαβητή στην κρίση του 1967 ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα, ενώ η πρώτη συμφωνία του Darius Milhaud που την ανακάλυψα φοιτητής ήταν από τις αγαπημένες μου.
Θυμήθηκα και ένα παλιό σύντροφο, τον Τίτο. Όχι, δεν αποφάσισε η μητέρα του να του δώσει το όνομα του αγίου, αλλά ο πατέρας του, από θαυμασμό στον Γιόζεφ Μπρος.
Στο τέλος ο μπαμπάς θέλει να επαναφέρει χιουμοριστικά τη φάρσα, λέγοντας ότι το παιδί θα το βαφτίσουν prune, δαμάσκηνο (στα γαλλικά έχει την συνδήλωση του δικού μας σύκου. Υπήρξε μια σκηνή στο έργο πάνω σ’ αυτό).
Και γιατί όχι; λέω εγώ, φέρνοντας στο μυαλό μου τα «Ηλεκτρικά δαμάσκηνα» (Electric prunes), που το τραγούδι τους I had too much to dream last night ήταν από τα αγαπημένα μου, τότε που ήμουν μαθητής.

Από e-mail που μου έστειλαν. Δείτε τι έλεγε ο Θουκυδίδης για περιόδους κρίσης όπως η σημερινή



Δείτε τι έλεγε ο Θουκυδίδης για περιόδους κρίσης όπως η σημερινή και θα καταλάβετε πολλά!!!
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ
Βιβλίο 3. Κεφάλαιο 82
Για όσα έγιναν, γίνονται και θα γίνουν…
1. Σ’ αυτές τις ακρότητες έφτασε ο εμφύλιος πόλεμος και προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, γιατί ήταν ο πρώτος που έγινε. Αργότερα μπορεί να πη κανείς ότι ολόκληρος ο Ελληνισμός συνταράχτηκε, γιατί παντού σημειώθηκαν εμφύλιοι σπαραγμοί. Οι δημοκρατικοί καλούσαν τους Αθηναίους να τους βοηθήσουν και οι ολιγαρχικοί τους Λακεδαιμόνιους. όσο διαρκούσε η ειρήνη δεν είχαν ούτε πρόφαση, αλλά ούτε και την διάθεση να τους καλέσουν για βοήθεια. Με τον πόλεμο, όμως καθεμιά από τις αντίπαλες πολιτικές παρατάξεις μπορούσε εύκολα να βρει ευκαιρία να προκαλέσει εξωτερική επέμβαση για να καταστρέψει τους αντιπάλους της και να ενισχυθεί η ίδια για ν’ ανατρέψει το πολίτευμα.
2. Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν μεγάλες κι αμέτρητες συμφορές στις πολιτείες, συμφορές που γίνονται και θα γίνονται πάντα όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου, συμφορές που μπορεί να είναι βαρύτερες ή ελαφρότερες κι έχουν διαφορετική μορφή ανάλογα με τις περιστάσεις. Σε καιρό ειρήνης και όταν ευημερεί ο κόσμος και οι πολιτείες, οι άνθρωποι είναι ήρεμοι γιατί δεν τους πιέζουν ανάγκες φοβερές. Αλλ’ όταν έρθει ο πόλεμος που φέρνει στους ανθρώπους την καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος της βίας κι ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους σύμφωνα με τις καταστάσεις που δημιουργεί.
3. Ο εμφύλιος πόλεμος, λοιπόν, μεταδόθηκε από πολιτεία σε πολιτεία. Κι όσες πολιτείες έμειναν τελευταίες, έχοντας μάθει τι είχε γίνει αλλού, προσπαθούσαν να υπερβάλουν σ’ επινοητικότητα, σε ύπουλα μέσα και σε ανήκουστες εκδικήσεις.
4. Για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και την σημασία των λέξεων. Η παράλογη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία και αφοσίωση στο κόμμα, η προσωπική διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία που κρύβεται πίσω από εύλογες προφάσεις και η σωφροσύνη προσωπίδα της ανανδρίας. Η παραφορά θεωρήθηκε ανδρική αρετή, ενώ η τάση να εξετάζονται προσεκτικά όλες οι όψεις ενός ζητήματος θεωρήθηκε πρόφαση για υπεκφυγή.
5. Όποιος ήταν έξαλλος γινόταν ξακουστός, ενώ όποιος έφερνε αντιρρήσεις γινόταν ύποπτος. Όποιον επινοούσε κανένα τέχνασμα και πετύχαινε, τον θεωρούσαν σπουδαίο, κι όταν υποψιαζόταν σύγκαιρα και φανέρωνε τα σχέδια του αντιπάλου, τον θεωρούσαν ακόμα πιο σπουδαίο. Ενώ όποιος ήταν αρκετά προνοητικός, ώστε να μην χρειαστούν τέτοια μέσα, θεωρούσαν ότι διαλύει το κόμμα και ότι είναι τρομοκρατημένος από την αντίπαλη παράταξη. Με μια λέξη, όποιος πρόφταινε να κάνη κακό πριν από τον άλλον, ήταν άξιος επαίνου, καθώς κι εκείνος που παρακινούσε στο κακό όποιον δεν είχε σκεφτεί να το κάνη.
6. Αλλά και η συγγένεια θεωρήθηκε χαλαρότερος δεσμός από την κομματική αλληλεγγύη, γιατί οι ομοϊδεάτες ήσαν έτοιμοι να επιχειρήσουν οτιδήποτε, χωρίς δισταγμό, και τούτο επειδή τα κόμματα δεν σχηματίστηκαν για να επιδιώξουν κοινή ωφέλεια με νόμιμα μέσα, αλλά, αντίθετα, για να ικανοποιήσουν την πλεονεξία τους παρανομώντας. Και η μεταξύ τους αλληλεγγύη βασιζόταν περισσότερο στην συνενοχή τους παρά στους όρκους τους στους θεούς.
7. Τις εύλογες προτάσεις των αντιπάλων τις δέχονταν με υστεροβουλία και όχι με ειλικρίνεια για να φυλαχτούν από ένα κακό αν οι άλλοι ήταν πιο δυνατοί. Και προτιμούσαν να εκδικηθούν για κάποιο κακό αντί να προσπαθήσουν να μην το πάθουν. Όταν έκαναν όρκους για κάποια συμφιλίωση, τους κρατούσαν τόσο μόνο όσο δεν είχαν την δύναμη να τους καταπατήσουν, μη έχοντας να περιμένουν βοήθεια από αλλού. Αλλά μόλις παρουσιαζόταν ευκαιρία, εκείνοι που πρώτοι είχαν ξαναβρεί το θάρρος τους, αν έβλεπαν ότι οι αντίπαλοί τους ήσαν αφύλαχτοι, τους χτυπούσαν κι ένοιωθαν μεγαλύτερη χαρά να τους βλάψουν εξαπατώντας τους, παρά χτυπώντας τους ανοιχτά. Θεωρούσαν ότι ο τρόπος αυτός όχι μόνο είναι πιο ασφαλής αλλά και βραβείο σε αγώνα δόλου. Γενικά είναι ευκολότερο να φαίνονται επιδέξιοι οι κακούργοι, παρά να θεωρούνται τίμιοι όσοι δεν είναι δόλιοι. Οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να κάνουν το κακό και να θεωρούνται έξυπνοι, παρά να είναι καλοί και να τους λένε κουτούς.
8. Αιτία όλων αυτών είναι η φιλαρχία που έχει ρίζα την πλεονεξία και την φιλοδοξία που έσπρωχναν τις φατρίες ν’ αγωνίζονται με λύσσα. Οι αρχηγοί των κομμάτων, στις διάφορες πολιτείες, πρόβαλλαν ωραία συνθήματα. Ισότητα των πολιτών από την μια μεριά, σωφροσύνη της αριστοκρατικής διοίκησης από την άλλη. Προσποιούνταν έτσι ότι υπηρετούν την πολιτεία, ενώ πραγματικά ήθελαν να ικανοποιήσουν προσωπικά συμφέροντα και αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να νικήσουν τους αντιπάλους τους. Τούτο τους οδηγούσε να κάνουν τα φοβερότερα πράγματα επιδιώκοντας να εκδικηθούν τους αντιπάλους τους, όχι ως το σημείο που επιτρέπει η δικαιοσύνη ή το συμφέρον της πολιτείας, αλλά κάνοντας τις αγριότερες πράξεις, με μοναδικό κριτήριο την ικανοποίηση του κόμματός τους. Καταδίκαζαν άνομα τους αντιπάλους τους ή άρπαζαν βίαια την εξουσία, έτοιμοι να κορέσουν το μίσος τους. Καμιά από τις δύο παρατάξεις δεν είχε κανέναν ηθικό φραγμό κι εκτιμούσε περισσότερο όσους κατόρθωναν να κρύβουν κάτω από ωραία λόγια φοβερές πράξεις. Όσοι πολίτες ήταν μετριοπαθείς θανατώνονταν από την μια ή την άλλη παράταξη, είτε επειδή είχαν αρνηθεί να πάρουν μέρος στον αγώνα είτε επειδή η ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσαν να επιζήσουν προκαλούσε εναντίον τους τον φθόνο.


Sunday, June 26, 2016

Λένα Μαντά, Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι



Λένα Μαντά, Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι, Ψυχογιός 2007, σελ. 600

Πριν γράψω για το «Σπίτι δίπλα στο ποτάμι» θα πω κάποια άλλα πράγματα.
Η Μαντά από πολλούς θεωρείται συνώνυμο του παραλογοτέχνη. Έχω ακούσει να λένε, «αυτό το βιβλίο είναι Μαντά», εννοώντας ότι δεν είναι λογοτεχνία αλλά παραλογοτεχνία. Πρέπει να νοιώθει υπερήφανη που το όνομά της χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της παραλογοτεχνίας, αναγνωριζόμενη έτσι η καλύτερη εκπρόσωπός του, με τα βιβλία της να κάνουν ρεκόρ πωλήσεων.
Έχω ακούσει συχνά να λένε ότι αυτό το βιβλίο είναι παραλογοτεχνία. Ο όρος χρησιμοποιείται απαξιωτικά, πρώτον για τα ευπώλητα και δεύτερον για την κακή λογοτεχνία.
Έχω ακούσει επίσης συχνά να χαρακτηρίζουν φίλη συγγραφέα ως παραλογοτέχνιδα, αν και έχει τιμηθεί με κρατικό βραβείο πεζογραφίας. Κάποιοι μη ευπώλητοι συγγραφείς, αν και όχι μόνο, έχουν την τάση να χαρακτηρίζουν τους ευπώλητους ως παραλογοτέχνες.
Έχει μια βάση αυτό.
Έχω γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Η λαϊκότητα της κρητικής λογοτεχνίας», μια ιστορία της κρητικής λογοτεχνίας που ξεκίνησε σαν προβληματισμός γιατί κάποιες εποχές η υψηλή λογοτεχνία αγκαλιάζει πλατιές λαϊκές μάζες και κάποιες άλλες, όπως είναι η δική μας, μόνο μια καλλιεργημένη ελίτ. «Ευπώλητος» και ο Κορνάρος, ο «Ερωτόκριτός» του χαρακτηρίστηκε από τον Κοραή ως ανάγνωσμα κατάλληλο να το διαβάζουν μόνο οι πόρνες. Ο Σεφέρης βέβαια είχε άλλη άποψη.
Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά σήμερα στην ποίηση, που δεν είναι καθόλου ευπώλητη. Καθώς οι ποιητές γράφουν για ένα όλο και πιο καλλιεργημένο κοινό –και συχνά ακατανόητα, γι’ αυτό και δεν μου αρέσει – ο πολύς κόσμος την αγνοεί. Ευτυχώς που βρέθηκε ο Μίκης, αλλιώς ο Σεφέρης, ο Ελύτης και ο Ρίτσος θα ήσαν άγνωστοι στο ευρύ κοινό.
Το αντίστοιχο της σύγχρονης ποίησης στην πεζογραφία είναι ο μοντερνισμός. Όμως αυτός έχει περίπου εγκαταλειφθεί. Και αυτός επίσης είναι για τους μυημένους. Έχει αφήσει όμως ίχνη, αλλά όχι στους «ευπώλητους».
Το «ευπώλητο» χρησιμοποιείται συχνά ως συνώνυμο της παραλογοτεχνίας, δια της εις άτοπον απαγωγής: ένα βιβλίο που πουλάει δεν μπορεί να είναι καλό, καθώς τα καλά βιβλία δεν μπορούν να τα κατανοήσουν «οι πλατιές λαϊκές μάζες». Από τη ρετσινιά δεν γλίτωσαν ούτε τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά», που το θεωρώ ως ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας.
Δεν είμαι κατά της «παραλογοτεχνίας», όπως δεν είναι και ο Πέτρος Μαρτινίδης, που το βιβλίο του «Συνηγορία παραλογοτεχνίας» το διάβασα πριν χρόνια. Εδώ και χρόνια επίσης έχω αποκρυσταλλώσει την άποψη ότι πρέπει στη ζωή σου να κάνεις ό,τι σε ευχαριστεί, ότι πρέπει να αναζητάς την ηδονή, όπως δίδασκε ο Επίκουρος. Έτσι δεν θα κατηγορήσω καμιά γυναίκα που διαβάζει τα ευπώλητα, γιατί αυτές κυρίως είναι το κοινό τους. Ούτε τις γυναίκες που βλέπουν τα τούρκικα σήριαλ. Και εγώ έβλεπα σήριαλ πριν 25 χρόνια, και παρόλο που το έκανα για εξάσκηση των ισπανικών και των πορτογαλικών μου, τα απολάμβανα κιόλας, και περίμενα με ανυπομονησία το επόμενο επεισόδιο. Βέβαια χωρίς το γλωσσικό κίνητρο δεν θα τα έβλεπα, όπως και τα κινέζικα που βλέπω σήμερα.
Αυτοί που κατηγορούν τις γυναίκες που διαβάζουν «Μαντά» και βλέπουν τα τούρκικα, θα στηθούν μπροστά στην τηλεόραση για να δουν τον ποδοσφαιρικό αγώνα, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι δεν κάνουν τίποτα διαφορετικό από ό,τι οι γυναίκες, βλέπουν κάτι που στην πνευματική τους ανάπτυξη δεν προσφέρει απολύτως τίποτα (δεν θα ξαναγράψω το ανέκδοτο με τον Αϊνστάιν, θα παραπέμψω στον σύνδεσμο), αλλά όμως περνάνε ευχάριστα την ώρα τους. Εγώ πάλι έχω διαφορετικούς τρόπους για να περνάω ευχάριστα την ώρα μου. «Και μες στην τέχνη πάλι ξεκουράζομαι από τη δούλεψή της», θυμήθηκα τον Καβάφη. Περνάω ευχάριστα την ώρα μου διαβάζοντας ή βλέποντας ταινίες –συνήθως πακέτο μεγάλους σκηνοθέτες όπως το Yasujiro Ozu που βλέπω αυτό τον καιρό – και γράφοντας γι’ αυτές.
Όχι πάντα.
Μεταμεσονύκτιες ώρες, όταν δεν νοιώθω να νυστάζω, όμως νοιώθω αρκετά κουρασμένος για να διαβάσω ένα βιβλίο ή να δω μια ταινία σινεφίλ, βλέπω το αντίστοιχο της παραλογοτεχνίας, χολιγουντιανές ταινίες. Είναι ευχάριστες, τις απολαμβάνω. Θα μπορούσα να διαβάζω και παραλογοτεχνικά βιβλία, όμως αυτά έχουν το μειονέκτημα ότι δεν διαβάζονται στο δίωρο που θα αφιερώσω για να δω μια ταινία.
Τη ρετσινιά της παραλογοτεχνίας την κολλούν οι άντρες στη ροζ κυρίως λογοτεχνία, που και αυτή, παρά τον ουδέτερο χαρακτηρισμό, αντιμετωπίζεται υποτιμητικά. Οι άντρες διαβάζουν αστυνομικά, και το είδος αυτό δεν είδα ποτέ να αντιμετωπίζεται με την υποτίμηση που αντιμετωπίζεται η ροζ λογοτεχνία. Θέλω να πω ότι τελικά οι άντρες, στη φαλλοκρατική κοινωνία που ζούμε, καταξιώνουν ή απαξιώνουν τα λογοτεχνικά είδη.
Ένας φίλος χαρακτήρισε το μυθιστόρημα μιας φίλης ως «Μαντά». Διαμαρτυρήθηκα έντονα. Είμαι σίγουρος ότι δεν το διάβασε, αλλά και μόνο το ότι είναι γυναίκα συγγραφέας και στο βιβλίο της πραγματεύεται τον έρωτα το έκανε ύποπτο στα μάτια του. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι οι κορυφαίοι λογοτέχνες τον έρωτα κυρίως πραγματεύθηκαν, και το κορυφαίο ερωτικό βιβλίο που έχω διαβάσει είναι το «Μοναστήρι της Πάρμας» του Σταντάλ.
Πριν λίγες βδομάδες είχα ρωτήσει τον πωλητή ενός βιβλιοπωλείου εδώ στο Γαλάτσι να μου πει ποια είναι τα καλύτερα των «ευπώλητων» συγγραφέων. Και μου είπε. Και τα έγραψα σε ένα χαρτί. Το «Σπίτι δίπλα στο ποτάμι» μου το ανέφερε και ο εν λόγω φίλος ως το κορυφαίο της. Έτσι κάθισα και το διάβασα.
  Είμαι 66 χρονών, και έχω βάλει σαν πρόγραμμα να διαβάσω ένα βιβλίο από κάθε συγγραφέα ώστε να έχω μια άποψη για τη γραφή τους – όσους προλάβω. Αυτό, σαν παράπλευρη δραστηριότητά μου σε project που έχουν προτεραιότητα, όπως «Σύντομη εισαγωγή στον ιρανικό κινηματογράφο» (έχω γράψει για κάθε ιρανική ταινία που έπεσε στα χέρια μου) και «Σύντομη εισαγωγή στον κινέζικο κινηματογράφο», όταν τελειώσω, αν τελειώσω, με τον ιρανικό. Δεν ήταν δυνατόν να αφήσω απέξω τη Μαντά, απλώς πήρε προτεραιότητα μετά την παραπάνω κουβέντα με το φίλο μου.
Το βιβλίο το διάβασα ευχάριστα. Η Μαντά είναι επινοητική στην πλοκή, και δίνοντας το λόγο στους ήρωες (showing versus telling, τελειώνω τώρα το «The rhetoric of fiction» του Wayne Booth) κάνει πιο ζωντανή την αφήγηση. Οι πέντε ηρωίδες της, η Μελισσάνθη, η Ιουλία, η Ασπασία, η Πολυξένη και η Μαγδαληνή, δεν βλέπουν την ώρα να φύγουν από το σπίτι δίπλα στο ποτάμι, να ξεφύγουν από την πληκτική ζωή ενός επαρχιώτικου χωριού κάτω από τον Όλυμπο. Και φεύγουν μια μια. Η Μαντά τις παρακολουθεί στην πορεία τους, και μέσα από τις ζωές τους παρουσιάζει διάφορες καταστάσεις που μπορεί να αντιμετωπίσει μια γυναίκα, καθώς και τύπους γυναικών.
Η Μελισσάνθη φεύγει με τον πλούσιο μεσήλικα. Δεν τον αγαπάει, αλλά ο έρωτας θα της κτυπήσει την πόρτα με το πρόσωπο ενός άλλου. Η Ιουλία παντρεύτηκε από έρωτα έναν μηχανικό, αλλά η πεθερά της της έκανε τον βίο αβίωτο, με αποτέλεσμα να φύγει με τον άντρα της στο Καμερούν.
Και η Ασπασία παντρεύτηκε από έρωτα, όμως η αγάπη της για το τραγούδι και η φιλοδοξία της να γίνει τραγουδίστρια αναστάτωσαν την οικογενειακή της ζωή. Όσο για την Πολυξένη που ονειρευόταν να γίνει μεγάλη ηθοποιός, δεν έφυγε με κανέναν άντρα αλλά με ένα περιοδεύοντα θίασο, που εκείνη την εποχή τους χαρακτήριζαν «μπουλούκια». Θα γνωρίσει τη δόξα, αλλά ο έρωτας με ένα λάθος πρόσωπο θα αποβεί μοιραίος. Όσο για τη Μαγδαληνή που ονειρεύεται και αυτή το φευγιό από το σπίτι στο ποτάμι, θα την πάρει μια θεία της στην Αμερική. Θα ευτυχήσει στο πλευρό ενός μαφιόζου που την αγαπάει. Θα κάνει δυο παιδιά. Όταν ανακαλύψει τις ύποπτες δραστηριότητές του, απαιτεί να σταματήσει. Θα τον πείσει, όμως είναι πια αργά.
Με συντριμμένες τις ζωές τους οι πέντε αδελφές με τα παιδιά τους –όσες έχουν παιδιά – θα γυρίσουν στις ρίζες τους, στο σπίτι δίπλα στο ποτάμι, μια μεταφορά της αγνής και αμόλυντης επαρχίας.
Διάβασα σε ένα blog για το περίεργο, και ρεαλιστικά απίθανο, να κόψουν οι πέντε γυναίκες σχεδόν κάθε δεσμό με τη μητέρα και τη γιαγιά τους που ζουν πίσω στο χωριό, και εντελώς κάθε δεσμό μεταξύ τους.
Άσπλαχνες κόρες, κακές αδελφές.
Αλλά δεν μπορείς να έχεις και την πίτα σωστή και το σκύλο χορτάτο. Η Μαντά τις παρουσίασε έτσι για να δώσει το εφέ της έκπληξης στο τέλος του βιβλίου, όταν μια μια φτάνουν στο σπίτι στο ποτάμι, απροσδόκητα και χωρίς να τις περιμένει κανείς, πέφτοντας στις ανοιχτές αγκαλιές όσων βρίσκονταν ήδη εκεί, σε μια επαναλαμβανόμενη, συγκινητική σκηνή.
Με συχνά έξυπνους διαλόγους διανθισμένους με χιούμορ, ερωτικές σκηνές που εξιτάρουν, ιδιαίτερα τις γυναίκες αναγνώστριες, γρήγορη, κινηματογραφική αφήγηση με επεισόδια που διαδέχονται ταχύτατα το ένα το άλλο, ανατροπές και σασπένς, κάνουν ευχάριστη την ανάγνωση και δεν είναι να απορεί κανείς που το βιβλίο έχει πουλήσει ήδη 250.000 αντίτυπα και έχει μεταφραστεί στα αλβανικά, στα ιταλικά και στα ισπανικά.
Διάβασα και τα σχόλια στο Goodreads και επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά η άποψή μου ότι «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα». Μια προηγούμενη φορά ήταν όταν διάβασα ότι ο Arthur Waley, διαπρεπής σινολόγος που τον χρησιμοποίησα στη συγγραφή του βιβλίου μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας», θεωρούσε τον Σαίξπηρ εντελώς ασήμαντο. Και ένα προσωπικό παράδειγμα: ένα βιβλίο που μου άρεσε πάρα πολύ, «Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες» του Ρόμπερτ Μούσιλ, ένας φίλος, επώνυμος στο χώρο της λογοτεχνίας, είπε γι’ αυτό ότι είναι ένα βιβλίο «που δεν διαβάζεται».
Για να ξεμπερδεύω με την παραλογοτεχνία αποφάσισα να διαβάσω ένα Άρλεκιν (δεν έχω διαβάσει ποτέ) και την «Ποντικοπαγίδα» της Αγκάθα Κρίστι, που μαζί με τους «Δέκα μικρούς νέγρους» θεωρείται από τα καλύτερά της (ούτε Αγκάθα Κρίστι έχω διαβάσει). Θα γράψω και γι’ αυτά εδώ, πριν αναρτήσω.
Λάθος.
Ξαναδιαβάζοντας τα παραπάνω θυμήθηκα ότι πριν χρόνια, φοιτητής και λίγο μετά, διάβαζα κάτι γερμανικά αισθηματικά μυθιστορήματα σαν άρλεκιν, για εξάσκηση της γλώσσας. Είχα ανακαλύψει ότι ο Konzalik και η Marie Louise Fischer είχαν μια σχετικά απλή γλώσσα που την καταλάβαινα αρκετά εύκολα, και έτσι αγόραζα κυρίως δικά τους βιβλία.  
Διάβασα το άρλεκιν «Το τραγούδι του έρωτα» της India Gray (πρωτότυπος τίτλος: «Hired for the Billionaire's Pleasure»). Το διάλεξα στην τύχη. Εκ των υστέρων είδα ότι το 2009 τιμήθηκε με το Love Story of the Year από τον Romantic Novelists' Association.
Κι αυτό το διάβασα ευχάριστα. Μια ρομαντική ιστορία αγάπης με happy end. 160 σελίδες, όσες περίπου έχουν όλα τα άρλεκιν, για να μπορεί να τα διαβάζει κανείς (ή μάλλον καμιά) μονοκοπανιάς.
Και θυμήθηκα το φίλο μου το Μιχάλη που διάβαζε όλα τα άρλεκιν της μητέρας του.
Αλλά πώς.
Αρχή, μέση και τέλος.
Διάβασα και την «Ποντικοπαγίδα».
Θα ξαναγράψω άλλη μια φορά ότι υπάρχουν ειδολογικές προτιμήσεις. Το αστυνομικό μυθιστόρημα δεν μου αρέσει. Θυμάμαι πως διάβασα με μεγάλη προσπάθεια το «Μυστικό του πατρός Μπράουν» του Τσέστερτον που το είχα αγοράσει σε προσφορά χωρίς να υποπτευθώ ότι επρόκειτο για αστυνομικό μυθιστόρημα.
Ούτε και η «Ποντικοπαγίδα» μου άρεσε. Η Αγκάθα Κρίστι κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να θολώσει τα νερά, δίδοντας στοιχεία που ενοχοποιούσαν τα τέσσερα από τα έξι πρόσωπα.
Ποιο από όλα να είναι άραγε ο δολοφόνος;
Έχοντας δει αστυνομικές ταινίες (ναι, τέτοιες μπορώ να δω) ήξερα ότι ο δολοφόνος είναι ο υπεράνω πάσης υποψίας. Και στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο αστυνομικός που ήλθε να ερευνήσει την υπόθεση. Δεν ήμουν βέβαια απόλυτα σίγουρος, όμως η υποψία μου επιβεβαιώθηκε.
Το καλοκαίρι βρέθηκα για μια βδομάδα στο νοσοκομείο με θεραπεία για τα αυτιά μου. Επειδή αρχικά ήταν να μείνω μόνο για τέσσερις μέρες, πήρα βιβλία για να με καλύψουν αυτό το τετραήμερο, και κάτι παραπάνω.
Δεν μου έφτασαν.
Ευτυχώς ο φίλος μου ο Σταύρος μου έφερε κάποια ακόμη, και έτσι έβγαλα το επταήμερο.
Έστω ότι βρεθώ πάλι σε νοσοκομείο (και φυσικά όχι στην εντατική), και τα μόνα βιβλία που έχω στη διάθεσή μου είναι άρλεκιν και αστυνομικά. Ποια θα προτιμούσα να διαβάσω;
Χωρίς καμιά αμφιταλάντευση, τα άρλεκιν.
Αν όμως είχα και τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι;
Ε, θα προτιμούσα να τα ξαναδιαβάσω, κάποια για τρίτη φορά, και τους «Αδελφούς Καραμάζωφ» για τέταρτη.

Saturday, June 25, 2016

Ελένη Στασινού, «Βρωμοθήλυκα» της ιστορίας



Ελένη Στασινού, «Βρωμοθήλυκα» της ιστορίας, Γκοβόστης 2016, σελ. 486

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

Ένα συναρπαστικό ιστορικό μυθιστόρημα της συγγραφέως του «Χορού των κρυστάλλων»

Της Ελένης Στασινού έχουμε παρουσιάσει ήδη έξι βιβλία. Σειρά έχει σήμερα το μυθιστόρημά της «Βρωμοθήλυκα της ιστορίας».
Ως μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται στο εξώφυλλο το βιβλίο, όμως πιο ειδικά είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, ιστορικό μυθιστόρημα. Μπορεί να μην καταπιάνεται με μείζονα ιστορικά γεγονότα όπως η «Αιγυπτία» του Ζιλμπέρ Σινουέ που παρουσιάσαμε πρόσφατα, όμως τα ελάσσονα είναι εξίσου σημαντικά, γιατί μας αποκαλύπτουν πιο ανάγλυφα τα ιστορικά εκείνα στοιχεία για τα οποία μίλησαν οι γάλλοι ιστοριογράφοι των annales: τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Έτσι μαθαίνουμε για τις συνθήκες αυτές στην περιοχή της Ηλίας την εποχή που ξέσπασε η επανάσταση του 1821 και οι οποίες ήταν αρκετά όμοιες με αυτές στην υπόλοιπη σκλαβωμένη Ελλάδα. Σημείο αναφοράς είναι το ορεινό χωριό Λάλα, κατοικούμενο από αλβανούς οι οποίοι, όντας στην υπηρεσία των τούρκων, λυμαίνονταν την περιοχή. Όμως πίσω έχει η αχλάδα την ουρά. Με την επανάσταση κλήθηκαν να πληρώσουν. Και προκειμένου να γλιτώσουν τις ζωές τους καθώς τους είχαν περικυκλώσει οι επαναστατημένοι έλληνες, φυγαδεύτηκαν από τους τούρκους στην Πάτρα. Πριν φύγουν έβαλαν φωτιά στο χωριό τους ώστε οι έλληνες να μην βρουν τίποτα να αρπάξουν.
«150 χρόνια μοναξιάς» θα μπορούσαμε να δώσουμε ως υπότιτλο στο βιβλίο. Όχι μόνο γιατί η ιστορία των ηρώων και των απογόνων τους εκτείνεται σε 150 χρόνια, από το 1821 μέχρι το 1971, αλλά και γιατί ο μαγικός ρεαλισμός του, εμβολιασμένος με δικά μας λαογραφικά στοιχεία, θυμίζει αρκετά τον λατινοαμερικάνικο μαγικό ρεαλισμό, ο οποίος, από όσο ξέρω, δεν έχει επηρεάσει ιδιαίτερα τους έλληνες συγγραφείς.
Το θέμα του έρωτα είναι εκ των ων ουκ άνευ σε ένα μυθιστόρημα. Το βάθος του ερωτικού αισθήματος κρίνεται κυρίως από τις δυσκολίες που έχουν να αντιμετωπίσουν οι ήρωες στη σχέση τους, από τα συνεχή εμπόδια που τίθενται στο διάβα τους και που παρ’ όλα αυτά μένουν αταλάντευτοι στην αγάπη τους. Η κοινωνική θέση είναι ένα τέτοιο εμπόδιο, το πιο συνηθισμένο. Είναι αυτό που στέκεται εμπόδιο στον έρωτα του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας. Ένα άλλο εμπόδιο, όχι συνηθισμένο που όμως το έχουν πραγματευθεί διάφοροι συγγραφείς, είναι τα σύνορα (εθνικά, θρησκευτικά) που τους χωρίζουν. Πρόκειται για το μοτίβο «τα σύνορα της αγάπης».
Έτσι και στο μυθιστόρημα της Ελένης, η Μαρία είναι ελληνίδα, ο Αλή όμως είναι λαλιώτης, μουσουλμάνος αλβανός, και μάλιστα γιος του αρχηγού του χωριού. Δωροδοκεί σχεδόν κάθε βράδυ το φρουρό για να τον αφήσει να περάσει την καστρόπορτα, για να πάει στο χωριό που βρίσκεται η αγαπημένη του.
Δεν θα την αγγίξει. Είναι αρκετά τίμιος και θέλει πρώτα να την παντρευτεί.
Όμως έχει έναν αντίζηλο. Αυτός ο αντίζηλος θα τον ρίξει στο πηγάδι όταν μαθαίνει τη σχέση τους, ενώ την Μαρία θα τη φυλακίσει ζωντανή, να πεθάνει από την πείνα. Όμως πριν πεθάνει θα προλάβει να γεννήσει το γιο του, προϊόν βιασμού. Την αρραβωνιάστηκε με το έτσι θέλω, και δεν περίμενε το γάμο για να ολοκληρώσει τη σχέση.
Το πηγάδι θα στοιχειώσει. Αυτό φαίνεται πιο έντονα στο τέλος του μυθιστορήματος, όπου ο μαγικός ρεαλισμός εξελίσσεται σε θρίλερ.
Δίπλα στο μοτίβο «τα σύνορα της αγάπης» έχουμε και το θέμα της ταυτότητας. Κατά πόσο είναι μουσουλμάνοι οι γόνοι των οποίων οι μητέρες είναι χριστιανές; Το θέμα της ταυτότητας το πραγματεύεται ο χριστιανός άραβας Αμίν Μααλούφ στο βιβλίο του «Φονικές ταυτότητες», στο οποίο μιλάει για τις περισσότερες από μια ταυτότητες που μπορεί να έχει κανείς. Ο Καζαντζάκης υπερηφανευόταν για την αραβική «ταυτότητά» του, καθώς καταγόταν από τους βαρβάρους, χωριό στο οποίο είχαν απωθηθεί οι άραβες μετά την ανακατάκτηση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του μαροκινού σκηνοθέτη Nabil Ayoush, που έχοντας εβραία γιαγιά, έχει εκφράσει τη φιλοδοξία να συμφιλιώσει ισραηλινούς και παλαιστίνιους.
Όμως ο Μάριος τίνος γόνος είναι; Του μουσουλμάνου αγαπημένου ή του βιαστή κεφαλλονίτη; «Κι ο ίδιος τελικά τι θα προτιμούσε, να είναι ενός Έλληνα φονιά παιδί ή ενός ερωτευμένου Λαλιώτη σπέρμα;» (σελ. 175). Θα προβληματίζεται για χρόνια σε ένα σασπένς του «τι έγινε», με ένα παζλ που θα συμπληρώνεται σιγά σιγά με διάφορες μαρτυρίες.
Το πρόβλημα της ταυτότητας το πραγματεύεται μαζί με το μοτίβο «τα σύνορα της αγάπης» και ο σέρβος σκηνοθέτης Miroslav Lekic στην ταινία του «Μαχαίρι». Εκεί, με φόντο τον γιουγκοσλαβικό εμφύλιο, έχουμε την φοβερή ανατροπή: ο μουσουλμάνος ανακαλύπτει ότι τελικά είναι σέρβος, και ο φανατικός σέρβος ότι είναι μουσουλμάνος.
Οι ιστορίες αγάπης όπου μπαίνει στη μέση η διαφορετική ταυτότητα δεν έχουν πάντα αίσιο τέλος, τόσο στις μυθοπλασίες όσο και στην πραγματική ζωή. «Το τραγούδι της Σούσας» αναφέρεται στον έρωτα μιας κρητικοπούλας με έναν τούρκο, με άσχημη κατάληξη: τα αδέλφια της τη μαχαιρώσανε και ο Σαλή Μπαχρή, από την απελπισία του, αυτομαχαιρώθηκε. 
Απεναντίας οι Δερμιτζάκηδες από τα Σφακιά, πριν δυο αιώνες, αντί να μαχαιρώσουν την αδελφή τους μαχαίρωσαν τον τούρκο. Οι τούρκοι το ανακάλυψαν και τους κυνήγησαν. Τα εννιά αδέλφια σκόρπισαν στην Κρήτη για να χαθούν τα ίχνη τους. Απόγονος ενός από αυτούς είμαι κι εγώ. Αυτή την ιστορία μου την είπε ο συγχωρεμένος ο πατέρας του Κωστή, του ξαδέλφου μου. Για την αδελφή δεν μου είπε τι έγινε, μάλλον δεν θα είχε μάθει. Δεν νομίζω όμως να αυτοκτόνησε. Εξάλλου μόνο οι άντρες αυτοκτονούν από ερωτική απελπισία όταν χάνουν την αγαπημένη τους, όπως ο Σαλή Μπαχρή, όπως ο Ρωμαίος (αυτός κατά λάθος), για γυναίκες δεν έχω ακουστά (δηλαδή μπορεί και να άκουσα, αλλά σαν άντρας το ξέχασα).  
Η Ελένη είναι απίστευτα επινοητική στην πλοκή. Στη συναρπαστική ιστορία της συνδετικός κρίκος δεν είναι μόνο οι απόγονοι των αρχικών ηρώων, είναι και ένας κύκνος-κόσμημα, ένας από τους δέκα, ή μάλλον ένας από τους τρεις που έφτιαξε ένας κωνσταντινουπολίτης κοσμηματοπώλης. Έχει περίπου μαγικές ιδιότητες που επιδρούν καταλυτικά στις ζωές των ηρώων. Να τι γράφει γι’ αυτό η Ελένη.
«Αν έβρισκε λέξεις θα έλεγε πως αυτό το κόσμημα εμπεριείχε την υπόσχεση της απόλυτης αισθητικής, ίσως μια εκπλήρωση ευχής για ζωή ολοκληρωμένη, ή ακόμη και την προοπτική προσωπικής τελείωσης μέσα από έναν αδιανόητο τρόπο» (σελ. 446).
Τις μαγικές του ιδιότητες τις βλέπουμε συχνά, με κορυφαία περίπτωση το σώσιμο της ζωής της εγγονής-Μαρίας.
Η αφήγηση της Στασινού έχει  άφθονες λυρικές νησίδες που συχνά συμπλέκονται αξεδιάλυτα με δοκιμιακό λόγο, με τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους να υποβάλλουν τη δική τους μελωδία. Οι δεκαπεντασύλλαβοι αυτοί είναι άφθονοι και δεν θα είχε νόημα να τους παραθέσουμε όλους. Θα παραθέσουμε όμως κάποιους που βρήκαμε συνεχόμενους.
Ανάμεσα σε δυο πυρά χαράζω τη ζωή μου.
Μα δε νογάς πως η καρδιά φτιάχνει δικούς της νόμους; (σελ. 34)
Αυτό σου λέω Θόδωρε, και δεν καταλαβαίνεις.
Ντρέπομαι που είμαι αίμα τους. Αυτοί είναι φονιάδες (σελ.73)
Το βιβλίο είναι ένα αριστούργημα, πιστεύω το καλύτερο της Ελένης. Της ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο.

Μπάμπης Δερμιτζάκης