Μα όποιος δεν εγάπησε και θέλει ν'
αγαπήση,
να τονέ φάνε τα θεργιά, κι η θάλασσα, κι η ζήση.
Ετσά κι η Σούσα, η λυγερή, τση Κρήτης η κολώνα,
εγάπα το Σαλή - Μπαχρή, στα πλούτη και στα
φρόνια.
Ετσά η Σούσα, η λυγερή, τση Κρήτης το καμάρι,
εγάπα το Σαλή - Μπαχρή, άντρα να τονέ πάρη.
Ετσά κι η Σούσα, η λυγερή, του Κάστρου το ντιλμπέρι,
εγάπα το Σαλή - Μπαχρή, να τονέ κάμη ταίρι.
Το τραγούδι της Σούσας,
που γνώρισε αρκετές παραλλαγές, βρίσκεται στον αντίποδα της επικοηρωικής
αφηγηματικής ποίησης. Εδώ περιγράφεται ο έρωτας μιας Κρητικοπούλας, της Σούσας,
με ένα νεαρό Τούρκο, τον Σαλή Μπαχρή. Ο αδελφός της όμως που τους ανακαλύπτει,
τη μαχαιρώνει. Ο Σαλή Μπαχρής κάνει σαν τρελός για να τη σώσει, επειδή όμως δεν
τα καταφέρνει, μαχαιρώνεται και ο ίδιος. Ο έρωτας θριαμβεύει πάνω από εθνικές
και θρησκευτικές διαφορές.
Σαν είδε το Σαλή - Μπαχρή η Σούσα κι αποθαίνει,
εγύρισε στση μάνας τση κι αυτά τα λόγια λέει:
- Το βασιγέτι, πούκαμα, το χάλασα και μόνο
να μη με θάψεις μάνα μου εις την Αγιά - Τριάδα,
μόν' κει που θάψουν το Μπαχρή εις την δεξιάν του μπάντα.
Τόσο εξημέρωνε κι εγάρνιζεν η μέρα,
(σελ. 111)
εψυχομάχειε η λυγερή του Κάστρου η περιστέρα.
Σιμά σιμά τα βάλανε τα άσορτα κορμιά ντως,
για να λυγίζουν τσι καρδιές από τα βάσανά ντως.
Εκειά, που θάψανε το νιο, εβγήκε κυπαρίσσι,
κι εκειά που θάψανε τη νια εβγήκε καλαμιώνας.
Κάθε πρωί, κάθε βραδύ, και κάθε νιο φεγγάρι,
έσκυφτεν ο κυπάρισσος κι εφίλειε το καλάμι.
Κάθε Σαββάτο, Κυριακή και κάθε μπαϊράμι,
έσκυφτεν ο κυπάρισσος κι εφίλειε το καλάμι.
Ένας παπάς επέρασε κι είδεν τα κι εφιλιούντο.
Τα γένια του έπιασε σφιχτά κι ήρχισε να φωνάζει:
- Αμάν Αλλάχ, γειτόνοι μου, αμάν Αλλάχ παιδιά μου,
τούτα τα ξένα τα ορφανά, τα πολυαγαπημένα,
ως εφιλιούντο ζωντανά, φιλιούνται αποθαμένα.
No comments:
Post a Comment