Book review, movie criticism

Wednesday, January 31, 2018

Ruben Östlund, The square (Το τετράγωνο, 2017)

Ruben Östlund, The square (Το τετράγωνο, 2017)


  Παίζεται και σήμερα στους κινηματογράφους, ίσως και την άλλη βδομάδα.
  Να κάνω πρώτα κάποια γενικά σχόλια.
  Κατά την άποψή μου (έχω βαρεθεί να γράφω το «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα»), οι οσκαρικές ταινίες είναι mainstream ενώ οι των Καννών είναι arthouse, ή αλλιώς σινεφίλ.
  Ο οσκαρικές ταινίες εκφράζουν την αμερικάνικη κουλτούρα, ενώ οι των Καννών την ευρωπαϊκή.
  Θα επαναλάβω μια δήλωση του Γούντι Άλεν, ότι οι ταινίες του έχουν μεγαλύτερη πέραση στην Ευρώπη από ό,τι στην Αμερική. Και επίσης ότι είναι από τους αγαπημένους μου.
  Ακόμη:
  Από μια mainstream ταινία ξέρω τι να περιμένω, ποτέ δεν απογοητεύομαι. Κάποιες φορές όμως οι arthouse με απογοητεύουν βαθύτατα. Είπαμε, γούστα είναι αυτά.
  Ο λόγος για τα σχόλια:
  Μετά από την οσκαρική «Οι τρεις πινακίδες από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι» (πήρε κάμποσα βραβεία μέχρι τώρα) είδα καπάκι το «Τετράγωνο», σουηδική κωμωδία βραβευμένη με Χρυσό Φοίνικα.
  Για μια κωμωδία σπάνια μπορώ να γράψω πολλά πράγματα.
 Την ταινία τη διακρίνει λεπτό χιούμορ, αλλά και χοντρό· και κάποιες φορές μαύρο. Το σατιρικό στοιχείο προβάλλει αρκετά έντονο, «σχολιάζοντας» κοινωνικές καταστάσεις στη σημερινή Σουηδία και στάσεις απέναντι στους μη προνομιούχους, ανάμεσα στους οποίους βέβαια συγκαταλέγονται και οι ζητιάνοι.
  Ο Κριστιάν είναι υπεύθυνος ενός μουσείου και ετοιμάζει μια έκθεση. Γύρω από αυτό το θέμα βλέπουμε κάποια επεισόδια, όμως τα περισσότερα έχουν σχέση με ένα άλλο, της προσωπικής του ζωής. Με ένα έξυπνο τρόπο κάποιοι του έκλεψαν το πορτοφόλι, το κινητό και τα μανικετόκουμπα. Με ένα έξυπνο τρόπο θα τα πάρει επίσης πίσω. Και στην ταινία βλέπουμε να εναλλάσσονται επεισόδια σε σχέση με την έκθεση και σε σχέση με αυτή την κλοπή.
  Δεν ξέρω με ποιες άλλες ταινίες συναγωνίστηκε, αλλά πιστεύω ότι άξιζε τον Χρυσό Φοίνικα.

  

Tuesday, January 30, 2018

Martin McDonagh, Three billboards outside Ebbing, Missouri (Οι τρεις πινακίδες από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι (2017)

Martin McDonagh, Three billboards outside Ebbing, Missouri (Οι τρεις πινακίδες από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι (2017)


  Εξακολουθεί να παίζεται στους κινηματογράφους.
  Δεν μου αρέσουν οι ταινίες crime, αλλά την είδα.
  Συναρπαστικό το θέμα, με τη μητέρα της οποίας βίασαν την κόρη και την έκαψαν. Η αστυνομία δεν κατάφερε να βρει τους ενόχους, είναι αγανακτισμένη που δεν έκαναν περισσότερες έρευνες, και αναρτά τρεις γιγαντοαφίσες καταγγέλλοντας την ολιγωρία της αστυνομίας.
  Πόσο μεγάλο πρέπει να είναι το μητρικό φίλτρο της για να πυροδοτήσει μια τέτοια αγανακτισμένη αντίδραση, σκέφτεται κανείς. Όμως μετά έρχεται η διάψευση σε ένα εφέ έκπληξης. Πιθανότατα δεν είναι το μητρικό φίλτρο αλλά τα αισθήματα ενοχής. Δεν ήθελε να δώσει στην κόρη της το αμάξι να πάει κάπου. Αυτή, εξοργισμένη φεύγει λέγοντας: -Θα πάω με τα πόδια. Και ξέρεις κάτι; Ελπίζω να με βιάσουν στο δρόμο.  
   Μετά από αυτό το επεισόδιο που το βλέπουμε σε flash back έχει χάσει την εκτίμησή μου.
  Και η μεταστροφή του αστυνομικού, ρατσιστή και βίαιου, μου φαίνεται ελάχιστα πειστική. Δεν αλλάζει κανείς τόσο εύκολα χαρακτήρα, μόνο και μόνο επειδή διάβασε κάποιο γράμμα.
  Ο τρίτος κεντρικός ήρωας όμως κερδίζει αμέριστα την συμπάθειά μου, ο αστυνόμος. Πάσχει από καρκίνο, και οι αφίσες αυτές δεν θα τον αφήσουν ασυγκίνητο, θα ξαναρχίσει τις έρευνες.
  Πολλές φορές έχω γράψει θετικά για το ανοιχτό τέλος και για τη διάψευση αφηγηματικών αναμονών. Δεν θα είναι η περίπτωση σ’ αυτή την ταινία.
  Ακόμη, αλλά αυτό το σκέφτηκα μετά, το σενάριο πάσχει στο τέλος από άποψη αληθοφάνειας. Το DNA του ύποπτου δεν ταυτίζεται μ’ αυτό που βρέθηκε στο χώρο του βιασμού. Είναι κάποιος που έλειπε στο εξωτερικό, top secret. Θα δώσει μια νύξη ο αστυνόμος, εκεί υπάρχει πολλή άμμος. Μάλλον ήλθε από το Ιράκ. Όμως ο μεταστραφείς ρατσιστής αστυνομικός τον άκουσε ξεκάθαρα να μιλάει για βιασμό, που έγινε περίπου την ίδια περίοδο με τον άλλο. Και μπαίνουν ερωτήματα: γιατί δεν τον έπιασαν, αφού έστειλαν το DNA, δεν μπόρεσαν να το ταυτοποιήσουν με τον άλλο βιασμό, που ήταν πανομοιότυπος με αυτόν του έργου; Πόσοι βιαστές καίνε τα θύματά τους; Μήπως τελικά ο βιαστής είχε, σαν βετεράνος, υψηλή κάλυψη; Ήταν αυτό μέσα στις προθέσεις του σκηνοθέτη; Και αυτοί οι δυο πώς ξεκίνησαν στο τέλος του έργου, χωρίς να έχουν ξεκαθαρίσει για ποιο σκοπό πήγαιναν; Αν συνεχίσω με την πλοκή θα μπερδευτώ κι εγώ.
  Την ταινία την είδα ευχάριστα, σαν οποιαδήποτε καλή αστυνομική που βλέπω κάποιες φορές μεταμεσονύχτιες ώρες. Υπήρχαν εντυπωσιακές σκηνές, αλλά και συγκινητικές σκηνές. Και βέβαια εξαιρετικές ερμηνείες από όλους.

  

Monday, January 29, 2018

Ελένη Στασινού, Η απόδραση προς το φως

Ελένη Στασινού, Η απόδραση προς το φως, Πύρινος Κόσμος 1999, σελ. 111


  Την συγγραφική πορεία της φίλης μου της Ελένης την παρακολουθώ από τότε που γνωριστήκαμε στην «Άγκυρα». Έχω γράψει για όλα τα επόμενα βιβλία της, και για κάποια από τα προηγούμενα. Αυτό εδώ είναι από τα προηγούμενα. Όμως να παραθέσω τους συνδέσμους με τις βιβλιοκριτικές μου, με τη σειρά που τις έχω στην ιστοσελίδα-ευρετήριό μου. 
  Δυο άλλα βιβλία μου θύμισε η «Απόδραση προς το φως»: το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι και τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα. Το «Υπόγειο», για τον ασθματικό-εξομολογητικό του χαρακτήρα, και τη «Μεταμόρφωση» για το σουρεαλιστικό της στοιχείο.
  Ο ήρωας αφηγητής, με σοβαρή ψυχολογική διαταραχή, αφηγείται επεισόδια από τη ζωή του. Σε κάποια από αυτά εμπλέκεται και η σύζυγος; Φίλη; Δωροθέα.
  Δωροθέα! Δώρο θεού γι’ αυτόν αφού τον στηρίζει με κάθε τρόπο. Όμως δεν έχει πάντα τη διαύγεια να τη δει έτσι, κάποιες φορές τη βλέπει σαν εχθρό.
  Το βιβλίο έχει σαν υπότιτλο «Ο έρωτας στη μεταφυσική διάσταση». Το «μεταφυσικό» διείσδυε ποικιλοτρόπως στο πρώτο μου βιβλίο «Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα». Δεν έχει σχέση με τον έρωτα το απόσπασμα που θα παραθέσω, όμως για μένα έχει παραψυχολογικό ενδιαφέρον.
  «Τις προάλλες ο διπλανός μου έλεγε πως ξυπνούσε κατάκοπος, γιατί όταν κοιμόταν, εργαζόταν σ’ ένα μεγάλο καφενείο που είχε ανοίξει από χρόνια στο Αφγανιστάν. Δεν τον πίστεψα, ώσπου προχθές αποφάσισα να τον ακολουθήσω. Μόλις κοιμήθηκε λοιπόν, τον ακολούθησα κρυφά. Πράγματι, έχει ένα μεγάλο ξύλινο καφενείο στο Αφγανιστάν, που σερβίρει όχι μόνο καφέδες και κάποια αναψυκτικά, αλλά προσφέρει κι ένα είδος πρωινού φτιαγμένο από αλεσμένη σκόνη πατάτας. Εξάλλου, όποιος δεν πιστεύει, ας δει τα μαύρα του σκληρά πόδια και θα καταλάβει. Γιατί εκεί εργάζεται ξυπόλητος. Τον είδα ιδίοις όμμασι» (σελ. 21).
  Και κάποιες σελίδες μετά:
  «Ο άνθρωπος με τα μαύρα σκληρά πόδια ήταν κατασκονισμένος και μέσα στο αίμα. Ο γκαστρωμένος ποιητής, έσκυψε πάνω του και φώναξε: -τον μαχαίρωσαν.
  Έτρεξα δίπλα του. –Ποιος το ’κανε αυτό; Ποιος σε χτύπησε; … -έκαψαν το καφενείο, τα ρήμαξαν όλα, οι στρατιωτικοί πήραν την εξουσία, έσφαξαν πόλεις και χωριά… Μας ξεπάστρεψαν όλους. Δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Με πήραν θραύσματα από τις εκρήξεις. Πάει πάλι το βιος μου. Πάει η φαμίλια μου. Πάω.
  Η νυχτερινή μπήκε κι άκουγε. –Ποιος θεόμουρλος τραυμάτισε ετούτον τον μουρλό; -Κανείς! Απαντήσαμε. –Και τότε πώς ψυχορραγεί; -Έγινε πραξικόπημα στο Αφγανιστάν με πολλά θύματα. Του ’καψαν την περιουσία και τον πλήγωσαν.
  Η νυχτερινή σταυροκοπήθηκε. –Δω μου κουράγιο θεούλη μου, είπε, και κάλεσε συναγερμό να ’ρθουν οι τραυματιοφορείς.   
  Παρακάλεσα τη Δωροθέα να φέρει μια εφημερίδα της συγκεκριμένης μέρας. «Αιματοχυσία στο Αφγανιστάν. Στρατιωτικό Καθεστώς. Αμέτρητα θύματα». Ο ετοιμοθάνατος γλίτωσε μετά από πολλά…» (σελ. 41).
  Ο «γκαστρωμένος ποιητής» όταν «γεννήσει», θα καταπιεί το μωρό-ποίημά του, σαν άλλος Κρόνος που τρώει τα παιδιά του.
  Ο αφηγητής αναφέρεται και σε άλλους τέτοιους «αποκλίνοντες».
  Κάποτε «αποδρά». Όμως η απόδρασή του δεν έχει καμιά σχέση με την απόδραση του ήρωα στο «Μίλα της» του Αλμοδοβάρ. Εκεί ο ήρωας αποδρά για τον άλλο κόσμο, σε ένα εφέ έκπληξης που το μαθαίνουμε στο τέλος. Εδώ αποδρά προς το φως, δηλαδή σε μια ζωή χωρίς τον βασανιστικό εφιάλτη των «φωνών».
  Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές μου ήλθε στο μυαλό, γιατί να μη λέμε άραγε για κάποιον που αυτοκτόνησε ότι «απέδρασε», όπως λέμε για κάποιον που πέθανε ότι «έφυγε»;
  Ξέρω γιατί. Για να μην ενθαρρυνθούν και άλλοι για τέτοιους είδους αποδράσεις μια και η ζωή είναι γεμάτη πόνο, όπως λέει και η κρητική μαντινάδα: Η ευτυχία είντα θαρρείς πως είναι κατά βάθος/ λίγες στιγμές απ’ τη ζωή που κάνει ο πόνος λάθος.
  Και ένα υφολογικό στοιχείο που συναντήσαμε κάποιες φορές: λέξεις στον ίδιο παραδειγματικό άξονα, δημιουργώντας εφέ παρήχησης. Σε μια σελίδα υπάρχει δυο φορές:
  «Όχι γυάλινα, γυαλικά, γυαλιά, γυλιός» και «οι ανώτεροί μου άνω, άνωθεν, άνω σχώμεν τας καρδίας» (σελ. 64).
  Εξαιρετικό το βιβλίο, εξαιρετική η Στασινού, περιμένω πώς και πώς το καινούριο της βιβλίο.
  Και οι ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι που έπεσαν στην αντίληψή μας:
Εδώ υπάρχει βέβαια ένα λεπτό σημείο (σελ. 53)
Κανένα ίχνος κίνησης στο υπογάστριό μου (σελ. 53)
Πάνω το αστερόπληθος ολούθε τη σκεπάζει (σελ. 81)
Για να ’χεις τέτοια αναφορά, τόχεις γεννήσει. Πούνε; (σελ. 104)

Jim Abrahams, First do no harm (1997)

Jim Abrahams, First do no harm (1997)


  Το «Airplane» του Jim Abrahams το έχω δει τουλάχιστον τρεις φορές. Απίθανη κωμωδία, από τις καλύτερες που έχω δει ποτέ. Σειρά έχει σήμερα η τηλεταινία του «Κατ’ αρχήν να μη βλάψεις». Να μη βλάψεις τον ασθενή, φράση από τον όρκο του Ιπποκράτη στον οποίο ορκίζονται οι νέοι γιατροί.
  Συμβαίνει όντως αυτό;
  Ο Jim Abrahams εκδραματίζει, ή μάλλον εκκινηματογραφίζει, την περίπτωση του γιου του, σε μια φανταστική πλοκή. Ο γιος του έπασχε από μια σοβαρή μορφή επιληψίας. Η αγωγή που του παρείχαν δεν τον βοήθησε καθόλου, απεναντίας τα φάρμακα του δημιουργούσαν παρενέργειες. Αυτά, μέχρι που ανακάλυψε μια μορφή θεραπείας που βασιζόταν απλά στη διατροφή, την κετογενική δίαιτα.
  Στην ταινία, οι γονείς του παιδιού (Μέριλ Στριπ και Fred Ward) αντιμετωπίζουν όχι μόνο την αντίσταση των γιατρών στο να ακολουθήσει αυτή τη θεραπεία την οποία θεωρούν κομπογιαννίτικη, αλλά και την απειλή να τους κατάσχουν το σπίτι για χρέη. Χάρη στη βοήθεια μιας νοσοκόμας θα καταφέρουν να πάρουν το γιο τους από την κλινική που τον είχαν έτοιμο για εγχείρηση και να τον πάνε στην κλινική που γινόταν η κετογενική θεραπεία.
  Ένα ντοκιμαντέρ με ανάλογο θέμα, το «Unrest», που αναφέρεται στη χρόνια κόπωση, είδα μόλις προχθές. Οι γιατροί επιμένουν να υποβάλλουν σε ψυχιατρική αγωγή τους ασθενείς παρόλο που το πρόβλημα είναι καθαρά οργανικό. Το κάνουν όμως καλή τη πίστη, άκουσα στην ταινία.
  Πάντα;
  Ή μήπως μπαίνουν και συμφέροντα, με τις φαρμακευτικές εταιρείες κ.λπ.;
  Θυμήθηκα κάτι που μου είχε πει ο Μιχάλης ο Τζιλιάνος, καλή του ώρα στην Κέρκυρα που βρίσκεται, που ήμασταν μαζί στην Κάσο, εγώ πρωτοδιορισμένος καθηγητής, εκείνος κάνοντας το αγροτικό του, και οι δυο χειμερινοί κολυμβητές. Κάποτε κολυμπώντας μαζί του, τέλος Γενάρη του 1983, λαχτάρησα, αλλά αυτή την ιστορία την έχω γράψει αλλού. Μου είπε λοιπόν ο Μιχάλης ότι σε μια κλινική που δούλευε, ο διευθυντής του έβαλε άγριες φωνές γιατί έδιωξε έναν ασθενή και δεν τον κράτησε να τον εγχειρήσουν.
  Όμως ας μη μακρηγορήσω πάνω σ’ αυτό το θέμα, οι περισσότεροι θα έχετε ή θα έχετε ακούσει ανάλογα περιστατικά.

  Η ταινία υπάρχει στο youtube με αγγλικούς υπότιτλους.

Sunday, January 28, 2018

Πειραματικά και πρότυπα σχολεία

Πειραματικά και πρότυπα σχολεία

  Μόλις είδα ένα ντοκιμαντέρ για την Κίνα. Και διαπίστωσα τη διαφορά ανάμεσα σε μια καπιταλιστική και σε μια σοσιαλιστική χώρα. Στη σοσιαλιστική Κίνα, για να πας σε ένα καλό σχολείο πρέπει να δώσεις εξετάσεις. Το ίδιο συνέβαινε και σε μας, πριν το «σοσιαλιστικό» ΠΑΣΟΚ μετατρέψει τα πρότυπα σχολεία στα οποία έμπαινες με εξετάσεις, σε πειραματικά, που έμπαινες με κλήρωση. Τέτοιο ήταν το Βαρβάκειο από το οποίο πήρα σύνταξη. Αυτό, στο όνομα της «σοσιαλιστικής» ισότητας. Όσο για τα παιδιά των πλουσίων, γιατί να δώσουν εξετάσεις για ένα υποβαθμισμένο πειραματικό σχολείο σε σχέση με το παλιό πρότυπο; Υπάρχει η σχολή Μωραΐτη, το αμερικανικό κολλέγιο, το Αρσάκειο και δεν ξέρω ποια άλλα. Όσο για τα αριστούχα παιδιά των φτωχών, έχασαν τη δυνατότητα να φοιτήσουν σε ένα καλό σχολείο.

  Άκουσα ότι επανήλθαν τα πρότυπα, σε κάποιο βαθμό, δεν ξέρω λεπτομέρειες. Καλή κίνηση. 

Μαρίνα Σαμπροβαλάκη (Κύρβα), Μυστική εμμέλεια

Μαρίνα Σαμπροβαλάκη (Κύρβα), Μυστική εμμέλεια, Αθήνα 2017, σελ. 998

Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ιεράπετρα 21ος αιών» (25-1-2017) και στο Λέξημα

Το πέμπτο βιβλίο της Κύρβα, παθιασμένο, καταγγελτικό και βαθυστόχαστο

  H «Μυστική εμμέλεια» είναι το πέμπτο βιβλίο της Μαρίνας Σαμπροβαλάκη που εξακολουθεί να υπογράφει με το ψευδώνυμο «Κύρβα», το όνομα του μυθικού ιδρυτή της ιδιαίτερης πατρίδας μας, της Ιεράπετρας. Έχουν προηγηθεί τα: «Ξεφύλλισμα ζωής», «Το πέρασμα του ερωδιού», «Ο άγγελος με τις μαργαρίτες» και «Στο χαμήλωμα της φλόγας». Ποιητικά τα δύο πρώτα, εξομολογήσεις de profundis το τρίτο και μυθιστορηματικό το τέταρτο.
  Η «Μυστική εμμέλεια» με τις σχεδόν χίλιες σελίδες του είναι ένα «βαρύ» βιβλίο, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το μόνο ανάλογο σε όγκο βιβλίο που έχω υπόψη μου είναι η «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη, την οποία διάβασα πρόπερσι εν όψει της έκδοσης του βιβλίου μου «Ο δικός μου Νίκος Καζαντζάκης».
  Ενώ τα δυο προηγούμενα βιβλία της Κύρβα ήταν γεμάτα με δοκιμιακού χαρακτήρα αποσπάσματα, η «Μυστική εμμέλεια» είναι μια συλλογή παθιασμένων δοκιμίων. Η αποστροφή στους «σεβαστούς αδελφούς» στην αρχή του βιβλίου δίνει ολοκάθαρα το στίγμα του. Αντιγράφω.
  «Το έργο Μυστική Εμμέλεια είναι η φωνή διαμαρτυρίας της ψυχής του χειμαζομένου ελληνικού λαού. Είναι η κραυγή για τον «εκσυγχρονιστικό» βιασμό όλων των αξιών και των προγονικών αρετών και κληροδοτημάτων. Είναι στηλίτευμα για τους Μνημονιακούς κατακτητές, τους βέβηλους ιερών και οσίων του ελληνικού Έθνους και της Ορθόδοξης Πίστης. Μα είναι και μια αποδεδειγμένη «κατάθεση» της Αγάπης του Θεού προς τα παιδιά Του.
  Συνέλληνες, διαφυλάξτε τις ιερές Θερμοπύλες του Έθνους, την Θρησκεία, την πατρίδα και την οικογένεια. Μην παραδίνετε τα Άγια τοις κυσί».
  Γιατί αυτό το κάλεσμα;
  Στο κείμενο που δίνει και τον τίτλο του βιβλίου διαβάζουμε:
  «Γενικευμένη αποσύνθεση, αποφορά ηθικής σήψης, ολοσχερής κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού και κοινωνικού ιστού. Θέαμα απεχθές η αθεϊστική απρέπεια και ασέβεια, ο δόλος και η απάτη. Αφιλάνθρωπος πρωταθλητισμός των νεορωμαίων επιδρομέων, των μνημονιακών κατακτητών, σε εφευρέσεις «βασανιστηρίων και μαρτυρίων» των φορολογουμένων Ελλήνων, με επέκταση της βαρβαρικής κυριαρχίας τους σε όλους τους τομείς» (σελ. 13).
  Εύστοχη η διάκριση: «των φορολογουμένων Ελλήνων». Γιατί υπάρχουν και οι μη φορολογούμενοι (βλέπε λίστα Λανγκάρντ).
  Ανάλογα αποσπάσματα βρίθουν σε όλο το βιβλίο.
  Στο μυθιστορηματικό «Στο χαμήλωμα της φλόγας», η πλοκή είναι το στημόνι όπου πάνω του η Κύρβα υφαίνει δοκιμιακά αποσπάσματα. Εδώ όπως είπαμε έχουμε κυρίως παθιασμένα δοκίμια, τόσο παθιασμένα που η Κύρβα καταφεύγει πολύ συχνά στους έντονους χαρακτήρες για να υπογραμμίσει το νόημα των σχετικών αποσπασμάτων. Όμως κάποια κείμενα έχουν επίσης το αφηγηματικό στημόνι. Αυτά είναι κυρίως εκείνα όπου πρωταγωνιστούν ο «Σπηλαιώτης Ευμένειος και ο αδελφός Αρίφ» (τίτλος ενός από τα κείμενα). Ο αδελφός Αρίφ είναι τσιγγάνος.
  «Του σκεβρωμένου Αρίφ, ο αγώνας ήταν για τον στοιχειώδη, τον επιούσιον άρτον και όχι για τον… «περιπλέον». Ο γέρο πατέρας πάντα μοι έλεγεν: «υιέ μου, υιέ μου Σεραφείμ, όλα ’ναι υφάδια της κοιλιάς και το ψωμί στημόνι», θέλοντας να επισημάνει την σπουδαιότητα και μέριμνα της βάσης της ζωής του ανθρώπου, του επιούσιου άρτου και να καυτηριάσει τα δευτερεύοντα. Γίνεται να στηθεί αργαλειός δίχως στημόνι;» (σελ. 421).
  Τη λαϊκή αυτή ρήση, θυμάμαι, την πρωτάκουσα από τη συγχωρεμένη τη θεία την Αθηνά, καθώς κατέγραφα τον πατέρα μου και τη μητέρα μου σε ένα κασετόφωνο, το 1978, και τύχαινε να είναι παρούσα.
  Από τέτοιες λαϊκές ρήσεις βρίθει το βιβλίο (σελ. 441 και αλλού). Καθώς βρίθει επίσης και από ευαγγελικά αποσπάσματα παίρνει ένα χαρακτήρα ιδιαίτερα μεταμοντέρνο.
  Θα δώσουμε και ένα αφηγηματικό δείγμα, από «Το μυστικό φαράγγι της παπλινιώτισσας», όπου βλέπουμε την Εμμέλεια να ανηφορίζει.
  «Το κρεμαστό φαράγγι του μυστικού παραδείσου της, απλωμένο στη θωριά, προσκαλούσε ικευτικά τη σμίξη της. Το διαπεραστικό αγιάζι του καταχείμωνου με το σιγανό ξεροβόρι, περόνιαζαν σαν σακοράφες το κουρελιασμένο σώμα της. Η παγωμένη ανάσα της, πυκνό δακτυλιδωτό σύννεφο προπορευόμενο στην ορθρινή πορεία της, η μόνη συνοδοιπόρος. Αγκομαχώντας η καρτερόψυχη γυναίκα βάδιζε με βιάση, απελευθερωμένη από την αγχόνη της κοσμικότητας για τα χώματα της Παναγιάς του Παπλινού σαν να εκτελούσε διατεταγμένη υπηρεσία» (σελ. 377).
  Πολλές φορές έχω πάει στην Παναγία του Παπλινού με το φίλο μου τον Σταύρο και την Κατερίνα, και είδα με συγκίνηση φωτογραφίες από τη μονή που έχει στο βιβλίο της η Μαρίνα.
  Το βιβλίο με το βαθύ θρησκευτικό χαρακτήρα του θα αρέσει ιδιαίτερα στους θρησκευόμενους. Ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο. 

Μπάμπης Δερμιτζάκης
 

  

Έρμαν Έσσε-Τόμας Μαν, Αλληλογραφία 1910-1955

Έρμαν Έσσε-Τόμας Μαν, Αλληλογραφία 1910-1955 (μετ. Γιώτα Λαγουδάκου), Καστανιώτη 2003, σελ. 218


  Είναι η τρίτη φορά που μου συμβαίνει: ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο και βλέποντας τις υπογραμμίσεις κατάλαβα ότι το είχα ήδη διαβάσει. 19-8-2003, διαβάζω στην τελευταία σελίδα, η ημερομηνία που το τέλειωσα.
  Δεν έχω την πολυτέλεια να το ξαναδιαβάσω, έχω τόσα άλλα βιβλία αδιάβαστα που θέλω να τα διαβάσω. Απλά θα πω δυο λόγια και θα αντιγράψω κάποιες υπογραμμίσεις.
  Ξαναδιάβασα όμως την εισαγωγή της μεταφράστριας που έχει αρκετά βιογραφικά στοιχεία και για τους δυο. Αρκετά τα θυμόμουνα, αρκετά όμως όχι.
  Έχω γράψει για τον Τόμας Μαν (βλέπω ότι και ο «Tonio Kröger» είναι ένα από τα βιβλία που είχα ήδη διαβάσει όταν θέλησα να το διαβάσω), όχι όμως για τον Έρμαν Έσσε. Διάβασα κάποια βιβλία του  κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Παράλληλα διάβασα και κείμενα για το έργο του από το αφιέρωμα του «Διαβάζω».
  Δεν μου άρεσαν. Υπάρχουν καλοί συγγραφείς που απλά δεν τους πάμε. Θυμάμαι τον «Σιντάρτα» που τον διάβασα στο πρωτότυπο για εξάσκηση στα γερμανικά μου, που είναι γραμμένο σε αρκετά απλή γλώσσα. Επειδή όμως έχουν περάσει τόσα χρόνια μπορεί να έχει αλλάξει η διάθεσή μου και να τον δω διαφορετικά. Θα ήθελα κάποια στιγμή να ξαναδιαβάσω κάποιο έργο του.
  Και τώρα κάποιες υπογραμμίσεις.
  (Από επετειακό κείμενο του Τόμας Μαν για τα εξηντάχρονα του Έρμαν Έσσε:
  «Δεν είναι λιγότερο παράξενο και χαρακτηριστικό από τη συμπάθειά του για την τσεχο-εβραϊκή μεγαλοφυΐα του Φραντς Κάφκα, τον οποίο από νωρίς αποκάλεσε «μυστικό βασιλιά της γερμανικής πεζογραφίας» και στον οποίο σε κάθε κρίσιμη ευκαιρία εκφράζει το θαυμασμό του όπως σε κανένα άλλο σύγχρονο ποιητικό πνεύμα» (σελ. 89).
  Πόσοι να ήταν άραγε σαν αυτόν, που αναγνώρισαν από νωρίς τον μεγάλο συγγραφέα;
  Και ο Έρμαν Έσσε στον Τόμας Μαν:
  «Το γεγονός ότι στη Γερμανία οι εγκληματίες και οι κερδοσκόποι, οι σαδιστές και οι γκάνγκστερ δεν είναι πια ναζιστές και δεν μιλούν γερμανικά αλλά είναι Αμερικανοί, αυτό ναι μεν στην πράξη με δυσαρεστεί συχνά, κατ’ αρχήν, όμως μου είναι απολύτως ανακουφιστικό. Για τη γερμανική αισχρότητα νιώθαμε αναγκαστικά κατά κάποιον τρόπο όλοι συνυπεύθυνοι, γι’ αυτήν την καινούρια δεν το κάνω, και ανακαλύπτω για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες ολόκληρες σκιρτήματα εθνικισμού στο στήθος μου, που βεβαίως δεν είναι γερμανικός αλλά ευρωπαϊκός» (σελ. 141).
  Η Ευρώπη ένα έθνος; Αναρωτιέμαι πώς θα ένοιωθε σήμερα.
  Τελικά από τις ελάχιστες υπογραμμίσεις μου αυτές τις δυο ένοιωσα ότι άξιζε να περισώσω.
  Δεν θυμάμαι αν μου άρεσε και πόσο όταν το διάβασα, οι ελάχιστες υπογραμμίσεις δεν είναι απόδειξη ότι δεν μου άρεσε, αλλά θυμάμαι πολύ καλά ότι δεν μου άρεσε ιδιαίτερα η αλληλογραφία των Ρίλκε-Τσβετάγεβα-Πάστερνακ. Ίσως γιατί οι τελευταίοι είναι ποιητές.

  

Saturday, January 27, 2018

Venus Keung Kwok-Man, The gigolo 2 (2016)




  Μετά την επιτυχία του «Ζιγκολό» έχουμε τον «Ζιγκολό 2».
  Ο Ζιγκολό, φτασμένος πια, παραδίδει ερωτικά μαθήματα σε μια που ετοιμάζεται να παντρευτεί και είναι εντελώς άπειρη, και σε άλλη μια που θέλει να γίνει hooker αφού χώρισε με τον φίλο της, και έχει ανάγκη από λεφτά. Με αυτή θα πλεχτεί το ειδύλλιο. Και εδώ επίσης η ταινία εξελίσσεται σε αστυνομική περιπέτεια, με νεκρούς, όμως με unhappy end, χωρίς να είναι «κατά το εικός και το αναγκαίο» όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης. Ο σκηνοθέτης θα μπορούσε κάλλιστα να δώσει happy end.    

Cheuk Man Au, The gigolo (2015)





  Ο Ζιγκολό, ένας νεαρός που τον έδιωξαν από το σχολείο, πρέπει να βγάλει λεφτά. Η μητέρα του έχει σοβαρό πρόβλημα με τη μέση της και δεν μπορεί να δουλέψει πια. Δεν είχε σκοπό να γίνει ζιγκολό, όμως εκεί καταλήγει. Η ξαδέλφη του τον παρασύρει. Θα τον δούμε να παίρνει μαθήματα από κάποιον φτασμένο και στη συνέχεια βλέπουμε χαρακτηριστικά επεισόδια. Το τέλος όμως εξελίσσεται σε αστυνομική περιπέτεια, με νεκρούς, όμως με happy end, ευτυχή κατάληξη του ειδυλλίου ανάμεσα στον Ζιγκολό και μια σκηνοθέτιδα.

Thursday, January 25, 2018

Craig Gillespie, I,Tonya (2017)

Craig Gillespie, I,Tonya (2017)


Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Είναι η δεύτερη ταινία του Gillespie που βλέπω, μετά τη «Μεγάλη διάσωση».
  Πρόκειται για μια βιογραφική ταινία για την Τόνια Χάρντινγκ, πρωταθλήτρια στο καλλιτεχνικό πατινάζ και η πρώτη που κατάφερε να κάνει το τριπλό άξελ.
  Θα επαναλάβω ένα σχόλιο που έκανα και στην ανάρτησή μου για το «The disaster artist», που επίσης προβάλλεται από σήμερα.
  Μια βιογραφική ταινία ενδιαφέρει αν ο βιογραφούμενος είναι μια προσωπικότητα, όπως ο Τσώρτσιλ στην «Πιο σκοτεινή ώρα», ή έχει έναν ιδιάζοντα χαρακτήρα όπως ο Τόνι Γουάιζο, όπως παρουσιάζεται στο «The disaster artist».
  Η Τόνια Χάρντινγκ δεν είναι βέβαια Τσώρτσιλ, αλλά πόσοι έλληνες μπορεί να την ξέρουν, και πόσοι αμερικάνοι μπορεί να τη θυμούνται, αφού έχει φύγει από το άθλημα με ένα επεισοδιακό τρόπο εδώ και είκοσι χρόνια;
  Αυτό είναι που κάνει την ταινία ενδιαφέρουσα ακόμη και για εκείνον που αγνοεί εντελώς την βιογραφούμενη, ο επεισοδιακός τρόπος με τον οποίο εγκατέλειψε το άθλημα.
  Ποιος ήταν αυτός;
  Ο άνδρας της, ο οποίος συχνά τη χτυπούσε, για να τη στηρίξει έβαλε τον σωματοφύλακά της να σπάσει το ηθικό της ανταγωνίστριάς της στο άθλημας, της Νάνσι Κέρινγκαν, στέλνοντάς της απειλητικά γράμματα. Όμως αυτός είχε μια άλλη ιδέα, να τη σακατέψει.
  Αυτό το επεισόδιο είναι από μόνο του γεμάτο σασπένς.
  Και με τη μητέρα της η Τόνια δεν είχε καλή σχέση. Την πίεζε φοβερά για να γίνει αθλήτρια, περισσότερο ίσως από όσο πίεζε τον Μότσαρτ ο πατέρας του. Όμως της φερόταν με απαίσιο τρόπο.

  Αν στην ταινία δεν άκουγα περισσότερες φορές από όσες μπορούσα να ανεχτώ τις λέξεις fuck και shit, που τις χρησιμοποιούν χωρίς φειδώ οι αμερικάνοι σεναριογράφοι, ίσως η ταινία να μου άρεσε περισσότερο. 

Mohammad Rasoulof, A man of integrity (Ένας ακέραιος άνθρωπος, 2017)

Mohammad Rasoulof, A man of integrity (Ένας ακέραιος άνθρωπος, 2017)


Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Σαν φαν του ιρανικού κινηματογράφου που είμαι έχω δει τις τελευταίες πέντε ταινίες του Μοχάμαντ Ρασούλοφ, και συγκεκριμένα: «Το σιδερένιο νησί», «Head wind»  «The white meadows», «Αντίο» και «Manuscripts dont burn».
  Η ταινία «Ένας ακέραιος άνθρωπος» είναι η έκτη του που είδαμε στη δημοσιογραφική προβολή.
  «Το σιδερένιο νησί» είναι μια συγκινητική ταινία, γεμάτη ανθρωπιά. «Τα άσπρα λιβάδια» μια ταινία φαντασίας που με άφησε αμήχανο. Οι υπόλοιπες τρεις είναι ταινίες που στέκονται κριτικά απέναντι στο καθεστώς. Το «Head wind», ντοκιμαντέρ, έχει σαν θέμα τη λογοκρισία. Το «Αντίο» έχει σαν θέμα την προσπάθεια των ιρανών να φύγουν από τη χώρα τους, ενώ η ταινία «Τα χειρόγραφα δεν καίγονται», βασισμένη σε πραγματικό γεγονός, αναφέρεται στις διώξεις που υφίστανται οι αντικαθεστωτικοί συγγραφείς στο Ιράν.
  Η ταινία «Ένας ακέραιος άνθρωπος» έχει σαν θέμα τη διαφθορά.
  Και εδώ βλέπω το δίπολο συμβιβασμός/μη συμβιβασμός, που είδα μόλις προχθές στην ταινία «The room». Συνήθως οι δυο στάσεις ζωής ενσαρκώνονται από διαφορετικά πρόσωπα, και ενώ προβάλλεται σαν αξία ο μη συμβιβασμός, ο μη συμβιβασμένος καταλήγει να συντριβεί «ένδοξα». Στο «Δωμάτιο» είδα για πρώτη φορά τον μη συμβιβασμό να απαξιώνεται, και στο «Ένας ακέραιος άνθρωπος» ο μη συμβιβασμός και ο συμβιβασμός να ενσαρκώνονται από το ίδιο πρόσωπο. Ο τελικός συμβιβασμός του ήρωά του εκφράζει την απαισιοδοξία του Ρασούλοφ, τόσο για την πολιτική κατάσταση στην πατρίδα του όσο και για τις προσωπικές του περιπέτειες με τη λογοκρισία.
  Και όχι μόνο.
  Την ανάρτηση την έκανα στις 7 Δεκεμβρίου. Ήταν μια έκκληση για υπογραφές για την απελευθέρωση του Μοχάμαντ Ρασούλοφ, που βρίσκεται στη φυλακή, μάλλον προφυλακισμένος.
  Ψάχνοντας τώρα στο διαδίκτυο, διαβάζω σε ένα μεταγενέστερο σύνδεσμο ότι κινδυνεύει να καταδικαστεί ακριβώς γι’ αυτή την ταινία. 
  Ο ήρωάς του αρνείται να δωροδοκήσει. Αυτό τον έμπλεξε σε μεγάλες περιπέτειες. Στο τέλος θα συμβιβαστεί. Ο σκηνοθέτης όμως, αντίθετα με τον ήρωά του, δεν δείχνει να συμβιβάζεται. Ελπίζουμε να γλιτώσει την καταδίκη.
  Σε μας η δίωξη για αυτή την ταινία μας φαίνεται ακατανόητη. Οι αμερικάνοι κάνουν συνέχεια ταινίες που καταγγέλλουν τη διαφθορά, που ξεκινάει από την αστυνομία και φτάνει σε ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια, και κανείς δεν τους διώκει. Αυτή είναι και η υπεροχή της δημοκρατίας, το να μπορείς να στηλιτεύεις τα κακώς κείμενα χωρίς να νιώθεις ότι βάζεις το κεφάλι σου στον ντρουβά (το γράφω στα κρητικά).
  Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο θέμα που και αυτό είναι ασυγχώρητο για το καθεστώς, γιατί το εκθέτει: η μη ανοχή στις θρησκευτικές μειονότητες. Δεν μαθαίνουμε τι θρησκεύματος ήταν η μαθήτρια που διώχτηκε από το σχολείο, όπως και οι γονείς της που αντιμετώπισαν προβλήματα στην επαγγελματική τους ζωή. Η αποβολή της αυτή όμως της στοίχισε, και της κόστισε (όμως ας μην κάνουμε σπόιλερ, τι και πώς).
   Στην ταινία αυτή του Ρασούλοφ αντιμετώπισα το ίδιο πρόβλημα που αντιμετώπισα και στα «Γαλάζια λιβάδια»: το τέλος μου ήταν αφηγηματικά ασαφές, από το σημείο που ο ήρωας άρχισε να μεταστρέφεται και να συμβιβάζεται. Δεν κατάλαβα λεπτομέρειες, όμως ο συμβιβασμός του φαίνεται σαφέστατα στις τελευταίες σκηνές.
  Το έχω αντιμετωπίσει και με άλλες ταινίες, και είναι μια εγγενής αδυναμία της κινηματογραφικής αφήγησης. Πολλές φορές δεν μπορείς να συνδέσεις τα επεισόδια και τις σκηνές, γιατί απουσιάζει η σύνδεση που υπάρχει στη γραπτή αφήγηση. Στο μυαλό του σκηνοθέτη υπάρχει η σύνδεση γιατί έχει όλη την πλοκή στο μυαλό του, συχνά όμως «ξεχνά» το θεατή.
  Πολλές φορές, πραγματικά, ο θεατής πρέπει να έχει μαντικές ικανότητες.

  Παρά την ένστασή μου αυτή, η ταινία μου άρεσε πάρα πολύ. 

James Franco, The disaster artist (2017)

James Franco, The disaster artist (2017)

 Από σήμερα στους κινηματογράφους.
  Η ταινία, βασισμένη στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Greg Sestero, αφηγείται τη σχέση του με τον Τόμι Γουάιζο και όλο το παρασκήνιο του γυρίσματος της ταινίας «Το δωμάτιο», ταινία την οποία είδαμε και αναρτήσαμε γι’ αυτήν πριν κάνουμε αυτή την ανάρτηση.
  Σε ένα βιογραφικό έργο συνήθως δεν υπάρχουν πυρηνικά επεισόδια, σασπένς και κορύφωση, όπως τα βλέπουμε για παράδειγμα στο «Δωμάτιο». Στα βιογραφικά έργα το ένα επεισόδιο διαδέχεται το άλλο σε μια χρονολογική κυρίως και όχι αιτιακή διαδοχή. Σαν τέτοια, το ενδιαφέρον εστιάζεται στο πρόσωπο του βιογραφούμενου, όπως π.χ. στις δυο ταινίες που είδα πρόσφατα για τον διάσημο αστροφυσικό Στήβεν Χώκινγκ, «The theory of everything» και «Hawking». Τι γίνεται όμως όταν ο βιογραφούμενος είναι άγνωστος, και η ζωή του ελάχιστα ενδιαφέρει τον οποιοδήποτε;
  Ναι, δεν έχει υψηλό προφίλ ο Τόμι Γουάιζο, πολύ περισσότερο για μας τους Έλληνες που τον ακούμε για πρώτη φορά, όμως είναι εξαιρετικά ενδιαφέρων ο χαρακτήρας του. Αυτός ο χαρακτήρας που φαίνεται στο κακό παίξιμό του στο «Δωμάτιο» είναι που τον κάνει ενδιαφέροντα τύπο. Μονήρης, ελάχιστα εκφραστικός, με μια ιδιάζουσα προφορά, κατακτά αμέσως τον θεατή.
   Και η σύγκριση:
   Ο James Franco που υπογράφει στην ταινία του, όπως και ο Γουάιζο, παραγωγή, σκηνοθεσία, πρώτο ανδρικό ρόλο, με εξαίρεση το σενάριο, είναι μια διπλοτυπία του Γουάιζο. Τον απέδωσε πιο πειστικά από ό,τι είχε αποδώσει ο ίδιος τον εαυτό του στο «Δωμάτιο». Συναρπάζει το παίξιμό του, και δεν είναι τυχαίο που απέσπασε κάποια βραβεία ανδρικού ρόλου. Την υψηλότατη βαθμολογία που έχει η ταινία στο IMDb την οφείλει σίγουρα στο παίξιμό του.
  Και θυμήθηκα την «Πιο σκοτεινή ώρα» (παίζεται ακόμη), όπου και σ’ αυτή την ταινία, αυτό που ξεχωρίζει, είναι το παίξιμο του Gary Oldman σαν Τσώρτσιλ.

  Αξίζει να τη δείτε την ταινία.  

Wednesday, January 24, 2018

Mel Brooks, Spaceballs (1987)

Mel Brooks, Spaceballs (1987)


   Είπαμε, η επιστημονική φαντασία δεν μου αρέσει, όμως με δυο εξαιρέσεις: η πρώτη, να την έχει σκηνοθετήσει ένας μεγάλος σκηνοθέτης. Η δεύτερη, να είναι κωμωδία. Στην περίπτωση του «Spaceballs» έχουμε και τα δυο.
  Οι «κακοί» θέλουν να πάρουν το οξυγόνο από ένα πλανήτη και ο «καλός» θα προσπαθήσει να τους εμποδίσει, πάνω στο αστυνομικό μοτίβο καλός versus κακός. Το άλλο μοτίβο είναι αυτό του σταχτοπούτου: ο «καλός» ερωτεύεται την πριγκίπισσα, που θα αγωνιστεί μαζί του για να εμποδίσει τους κακούς. Φυσικά το αίσθημα είναι αμοιβαίο. Όμως μπαίνει ένα εμπόδιο: καθώς είναι από βασιλική οικογένεια, πρέπει οπωσδήποτε να παντρευτεί ένα βασιλόπουλο. Το τρίτο μοτίβο, η διακοπή ενός ανεπιθύμητου γάμου στο παρά πέντε (Θυμήθηκα τώρα την Καρέζη στο «Η νύφη το ’σκασε»). Στην ίδια τελετή θα αλλάξει ο γαμπρός και τη θέση του θα πάρει ο καλός, που αποκαλύφθηκε ότι είναι γιος βασιλιά.
  Στην παρέα των καλών είναι ένα ρομπότ που είναι επιφορτισμένο κυρίως με το να προστατεύει την παρθενιά της πριγκίπισσας, και έναν χοντρούλη, διασταύρωση ανθρώπου και σκύλου, του οποίου τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά είναι βέβαια τα ανθρώπινα, αλλά έχει και μια ουρά. Εξαιρετικός στο ρόλο αυτό ο Jonh Candy (όπως και όλοι τους βέβαια), που με λύπη μαθαίνω από το γιο μου ότι πέθανε νέος.
  Συναντάμε και εδώ το γνωστό ιδιότυπο χιούμορ του Μελ Μπρουκς, το εφέ της κυριολεξίας (Οι κακοί «χτενίζουν» την έρημο με ένα χτένι για να βρουν τους καλούς) και το εφέ της σύμφυρσης των αφηγηματικών επιπέδων, ενδοκειμενικού και εξωκειμενικού. Οι κακοί νομίζουν ότι έχουν συλλάβει τους καλούς, όμως στην πραγματικότητα έχουν συλλάβει τους κασκαντέρ μιας επικίνδυνης σκηνής.
  Επίσης μου επισήμανε ο γιος μου που μαζί είδαμε την ταινία ότι υπάρχουν και παρωδιακές σκηνές από τον «Πόλεμο των άστρων», τους «Aliens», τον «Πλανήτη των πιθήκων» και άλλες ταινίες που δεν συγκράτησα τους τίτλους τους.
  Αγαπημένος σε όλους ο Μελ Μπρουκς, δεν νομίζω να υπάρχει κανείς, τουλάχιστον από τους παλιότερους, που να μην είδε όλες του τις ταινίες.  Η τελευταία του που είδα, δηλαδή που ξαναείδα και έκανα ανάρτηση, ήταν «Η ιστορία του κόσμου, μέρος πρώτο». 

Tommy Wiseau, The room (2003)

Tommy Wiseau, The room (2003)


  Να το ξαναγράψω άλλη μια φορά, ένας καθηγητής με χαρακτήρισε ιδιοσυγκρασιακά συγκριτολόγο. Αν δεν είχα κάνει διδακτορικό στις αφηγηματικές τεχνικές σίγουρα θα το έκανα στη συγκριτική λογοτεχνία.
  Βλέποντας το «The disaster artist» (θα αναρτήσουμε αύριο Πέμπτη που θα προβληθεί) ήταν αδύνατο να μη δω και το «Δωμάτιο», την ταινία στην οποία αναφέρεται.
  To « The disaster artist» είναι μια αυτοβιογραφική ταινία, ή μάλλον, όπως θα λέγαμε στην αφηγηματολογία, μια ταινία στην οποία ο αφηγητής είναι ενδοκειμενικός ετεροδιηγητικός, όπως ο αφηγητής στον Γκάτσμπι. Ο Greg Sestero σε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο του αφηγείται τη γνωριμία του με τον Τόμι Γουάιζο, τη σχέση τους, και το γύρισμα της ταινίας «Το δωμάτιο» της οποίας ο Γουάιζο ήταν παραγωγός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και πρωταγωνιστής με τον Σεστέρο να έχει συμπρωταγωνιστικό ρόλο. Η ταινία αυτή θάφτηκε από το κοινό (έχει βαθμολογία μόλις 3,6), όμως έγινε ταινία cult για μια μειοψηφία θεατών, όπως διαβάζω στο σύνδεσμο της βικιπαίδειας, και προβάλλεται συχνά μεταμεσονύκτιες ώρες.
  Μαύρη κωμωδία τη χαρακτήρισε ο Γουάιζο, κακογυρισμένο δράμα κάποιοι από τους ηθοποιούς που έπαιξαν σ’ αυτήν. Κωμωδία δεν θα την έλεγα με τίποτα, έστω και μαύρη, σίγουρα είναι δράμα, με την ελληνική σημασία της λέξης, με δραματικό τέλος. Το τέλος είναι η αυτοκτονία του Γουάιζο όταν τον εγκαταλείπει η κοπέλα του.
  Και βλέπω και εδώ το θεματικό δίπολο συμβιβασμός/μη συμβιβασμός που είχα πραγματευθεί εκτενώς στο διδακτορικό μου. Ο μη συμβιβασμός συνήθως προβάλλεται ως αξία, εδώ όμως όχι. Η κοπέλα που παρατάει τον Γουάιζο για τον φίλο του τον οποίο ερωτεύθηκε και του την έπεσε κανονικά, δεν ακούει τη φωνή της λογικής, τη φωνή της μητέρας της. Έχει πάψει να τον αγαπάει, της λέει, θέλει να πάει για άλλα. Μπροστά στο πτώμα όμως του Γουάιζο θα φάει τη κλωτσιά από τον αγανακτισμένο φίλο του, που δεν φανταζόταν την κατάληξη που θα είχε αυτή η περιπετειούλα, και την οποία είχε προσπαθήσει να αποφύγει.
  Αλλά για την ταινία θα ξαναμιλήσουμε στην ανάρτηση που θα κάνουμε για το «The disaster artist».
  Να μη το ξεχάσω, η μουσική μου άρεσε πολύ, και μου θύμισε τη μουσική σε κάποιες παλιές ιρανικές ταινίες.